Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ


 

 

 

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ 

Δεν υπάρχει πράγμα πιο βαθύ, πιο μυστηριώδες [...]
από ένα παράθυρο φωτισμένο
από ένα κερί [...]. Μέσα σ’ αυτή την τρύπα [...]
παρατηρώ μια γυναίκα ώριμη [...].
Με το πρόσωπο της [...], με πολύ λίγα δεδομένα, ξανάφτιαξα
την ιστορία αυτής της γυναίκας ή μάλλον το μύθο της [...].
 
Charles Baudelaire

 

Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου. 

Κ.Π. Καβάφης
 

1. Το μυθιστόρημα και η ιστορία των ιδεών
 
Κάθε αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο, πολύ περισσότερο το μυθι­στόρημα, αποτελεί ειδική ιστορική πηγή[1]. Σύμφωνα, πάλι, με μια γενική παρατήρηση, στο αφηγηματικά έργα διαχέονται ιδέες και προκαταλή­ψεις, εκλαϊκεύονται επιστημονικές, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές θεωρίες. Επομένως, το αφηγηματικό έργο λειτουργεί ως πολιτισμικός διάμεσος, συντελεί στη διάδοση ιδεών και στην μετάδοση θετικών ή αρνητικών στερεότυπων.
  Οι θεωρητικοί και οι κοινωνιολόγοι της λογοτεχνίας επισημαίνουν μια δομική συνάφεια ανάμεσα στο έργο και στην εποχή του. Και οι ιστορικοί, με τη δική τους οπτική και σε διασταύρωση με εμπειρικό υλικό προερχόμενο από άλλες πηγές, ακριβώς αυτό το στοιχείο προσπα­θούν να ανιχνεύσουν, προκειμένου να εντοπίσουν ποιες νοοτροπίες και συλλογικές αντιλήψεις έχουν ενσωματωθεί στο λογοτεχνικό έργο. Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερα το μυθιστόρημα αναδεικνύεται σε σημαντική πηγή της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών. Στο αστικό, π.χ., μυθιστόρημα παρουσιάζεται η καθημερινή πραγματικότητα της ιδιωτικής ζωής του μεσοαστού. Αυτός ο μυθιστορηματικός τύπος αντικατέστησε τον ήρωα με τις θετικές πλευρές άλλων εποχών. Όπως παρατηρεί ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Mikhail Bakhtin (1895-1975), η καθημερινή ζωή, η οποία άλλοτε είχε πλούσια παρουσία στην ανεπίσημη, τη λαϊκή κωμική, λογοτεχνία, με το μοντέρνο μυθιστόρημα περνάει σ’ αυτό τελείως δικαιωματικά. Αλλά και στην ευρεία λογοτεχνία της κατανάλωσης, η οποία απευθύνεται στο λιγότερο καλλιεργημένο κοινό, ενσωματώνονται ιδέες που διατυπώνονται πιο απλά, για να κατα­νοούνται. Επομένως, και αυτά τα έργα αποτελούν πηγή της ιστορίας των νοοτροπιών.
Επίσης, η ιστορία των ιδεών, που ενδιαφέρεται για τις ιδέες γνωστών διανοουμένων, στρέφεται στα ‘‘υψηλά’’ προϊόντα της αφήγησης, για να εντοπίσει πώς διαχέονται τέτοιες ιδέες στις σελίδες τους και ποιες οπτι­κές του κόσμου και αντιλήψεις της κοινωνίας είναι προσφιλείς στους δημιουργούς τους. Τα τρία παραδείγματα που ακολουθούν, προσφέρο­νται για να φανεί ποια διαδικασία ακολουθείται από όσους ειδικεύονται στην ιστορία των ιδεών:
  α) Robert Musil, Der Mann ohne Eigenschaften (α΄ μέρος: 1930, β΄ μέρος: 1932, γ΄ μέρος: 1943 στην ελληνική, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, Αθήνα, Οδυσσέας, 1992).
  Στο μυθιστόρημα αυτό είναι φανερή η ιδέα ότι ο δυτικός πολιτι­σμός στις δεκαετές του 1920 και 1930 είχε εισέλθει σε μια μη ανα­στρέψιμη φάση. Απηχούνται στο έργο οι ιδέες του Oswald Spengler, Der Untergang des Abendlandes (1918-1922 στην ελληνική, Η παρακμή της Δύσης, Αθήνα, Τυπωθήτω, 2003).
  β) Thomas Mann, Der Zauberberg (1924 στην ελληνική, Το μαγικό βουνό, Αθήνα, Δίφρος, 1956-1957, Ζαχαρόπουλος 1989, Εξάντας, 2005).
  Διατρέχεται από τις παιδαγωγικές ιδέες δύο δασκάλων, οι οποίοι διαπαιδαγωγούν ένα νεαρό γερμανό αστό. Ο ένας είναι διαφωτιστής, ορθολογιστής, τέκτονας, φιλελεύθερος δημοκράτης πιστεύει στις αξίες της επιστήμης, του ανθρωπισμού, νιώθει απόστολος της κοσμικής προόδου. Αντίθετα, ο άλλος είναι ιησουίτης, επαναστάτης και αντιδρα­στικός ταυτόχρονα, δαιμονισμένος, αρνητής της αργής διαδικασίας της προόδου στο όνομα μιας βίαιης ανατροπής με πρότυπο τον Μεσαίωνα. Εκπροσωπεί το βάθος της Kultur, που εκφράζεται στη μουσική, στη θρησκεία, στη φιλοσοφία, και αντιτίθεται στη Zivilisation, στα πολιτι­στικά επιτεύγματα της αστικής εποχής[2].
  γ) Hermann Hesse, Der Steppenwolf  (1927 στην ελληνική, Ο λύκος της στέπας, Αθήνα, Άγκυρα 1976, Λυχνάρι 1978, Καστανιώτης 1983, Μίνωας 1994).
  Αποτελεί παράδειγμα κριτικής στη μαζική κοινωνία, του πλήθους στους δρόμους, της ‘‘βάρβαρης’’ μουσικής (τζαζ), των μηχανών, των δημοσιο­γράφων (και της ξεφτισμένης κουλτούρας του δημοσιογραφικού κειμένου), της κατανάλωσης, των ομοιόμορφων ανθρώπων[3]. 

2. Ιστορία της καθημερινής ζωής, ιστορία των νοοτροπιών 

  Στο μυθιστόρημα γίνεται λόγος για τον τρόπο ένδυσης, φαγητού, κατοικίας, φιλοξενίας, τεκνοποιίας, ταξιδιού, εργασίας, πολέμου μιας ορισμένης ιστορικής εποχής. Η πιστή καταγραφή των πληροφοριών – πιστή γιατί δεν γίνεται συνειδητά – προβάλλει με μεγαλύτερη καθαρό­τητα στα δευτερεύοντα μέρη, στα οποία ο συγγραφέας περιγράφει περι­βάλλοντα, συνήθειες εν χρήσει, καταγράφει αστεϊσμούς. Ως προς τα πα­ραπάνω στοιχεία κυρίως της καθημερινής ζωής, το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ιστορική πηγή. Υπάρχουν ακόμη και τα μυθιστορήματα εκείνα που προβάλλονται ως ιστορικά, όπως των
  α) Leo (Lyev) Tolstoy, Vojna i mir (1865 και 1869στην ελληνική, Λέων Τολστόι, Πόλεμος και ειρήνη, Αθήνα, Βίβλος, 1954, Δαρεμάς 1976, Κάκτος 1990, Ερμιόνη 1992, Πατάκης 2001, Ελευθεροτυπία 2006, ΔΟΛ 2010, Γκοβόστης χ.χ., η ζωή δύο οικογενειών της Ρωσίας το 1812 στη διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα),
   β) Thomas Mann, Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkühn, erzählt von einem Freunde (1947 στην ελληνική, Δόκτωρ Φάουστους: Ο βίος του γερμανού συνθέτη Άντριαν Λεβέρκυν ιστορημένος από έναν φίλο, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973, Πόλις 2002) και Buddenbrooks - Verfall einer Familie (1901 στην ελληνική, Μπούντενμπροκ: Η παρακμή μιας οικογένειας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1986, η σταδιακή από κάθε άποψη και όχι μόνο η οικονομική παρακμή).
  Σ’ αυτά τα έργα, όπως παρατηρεί ο Louis Chevalier (1911-2001), όταν ο συγγραφέας μετέρχεται τον ιδεολόγο και κοινωνιολόγο, δεν εκ­δηλώνεται η κοινή γνώμη. Η μαρτυρία της κοινής γνώμης δεν αναζητεί­ται σ’ αυτό το οποίο οι συγγραφείς θέλησαν να πουν αλλά σ’ εκείνο που δεν απέφυγαν να πουν[4]. 
  Επομένως, και στα ‘‘ιστορικά’’ μυθιστορήματα μπορούν να ενδιαφέ­ρουν μόνο οι μαρτυρίες που αφορούν την κοινωνική ιστορία και την ιστορία των νοοτροπιών. Αυτό είναι και το πλεονέκτημά τους: ο ιστορι­κός έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τέτοιου τύπου ιστορικό υλικό, το οποίο πιθανώς να είναι πολύ ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ωστόσο, καθόλου δεν οδηγεί στη σκέψη ότι το ‘‘ιστορικό’’ μυθιστό­ρημα μπορεί να αντικαταστήσει την ιστορική μονογραφία. Για παρά­δειγμα, στο μυθιστόρημα του Λ. Τολστόι, Πόλεμος και ειρήνη, υπάρχουν δύο παράλληλες ιστορίες: η μία αναφέρεται στην πολεμική ζωή. Διηγεί­ται τη ζωή των στρατιωτών ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, την πολεμική δράση, τις συζητήσεις των στρατηγών, τις κινήσεις Γάλλων, Ρώσων και Πρώσων, την τοπογραφία, την υψηλή στρατηγική. η άλλη ιστορία αφορά την ειρηνική ζωή με τις κοσμικότητες, τις οικονομικές σκοτούρες, τις γεννήσεις, τους θανάτους, τους γάμους, τη ζωή στην πόλη και στην εξοχή. Από όλα αυτά, ιστορικό ενδιαφέρον έχουν οι όψεις της καθημερινής ζωής ευγενών και αστών που αναπόφευκτα περιγράφο­νται. 

3. Μυθιστόρημα και συλλογική μνήμη

  Σε μια άλλη άκρως ενδιαφέρουσα πλευρά της σχέσης λογοτεχνίας και ιστορίας αναφέρεται ο καναδός μελετητής Yan Hamel[5]. Εξετάζει πώς γνωστοί μεταπολεμικοί γάλλοι μυθιστοριογράφοι εσωτερικεύουν ανοι­χτά, άμεσα και με πάθος πρόσωπα και καταστάσεις του δεύτερου πα­γκόσμιου πολέμου (1939-1945), ποια θέση παίρνουν απέναντι σ’ αυτά και ποια σημασία τους αποδίδουν, χωρίς να επιδίδονται σε μια πιστή εξαντλητική καταγραφή του πραγματικού. Αντίθετα, επιλέγουν στοιχεία, στα οποία στηρίζεται περισσότερο ή λιγότερο η μνήμη. Αυτή η κατα­γραφή, σύμφωνα με τον Hamel, είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί η απώλεια του παρελθόντος ισοδυναμεί με διάλυση, ενίοτε αθεράπευτη, της ταυτότητας, δηλαδή της δυνατότητας των ατόμων ή των ομάδων να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Τέτοιες αναφορές στο παρελθόν, στο πρόσφατο ή στο απώτερο, εμπλουτίζουν τη συλλογική μνήμη, διαμορφώνουν ένα κοινωνικό περιβάλλον μνήμης, ένα περι­βάλλον εννοιών, το οποίο ανακαλείται από το πεδίο της ανθρώπινης συνείδησης αυθόρμητα ή με την κινητοποίηση του πνεύματος[6]. 

4. Το νεοελληνικό μυθιστόρημα

Το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτού του δοκιμίου αναφέρεται σ’ έναν αριθμό ελληνικών μυθιστορημάτων, επιπλέον σ’ ένα εκτενές διήγημα, που πρόσφατα τράβηξαν την προσοχή των μελετητών. Από την παρουσίαση των έργων και των σχετικών μελετημάτων ελπίζω να φανεί με πόση περί­σκεψη οφείλει να προσφεύγει ο ερευνητής ιστορικός, ή ο διδάσκων, στα λογοτεχνικά έργα που διαθέτουν το πλεονέκτημα του ελκυστικού λόγου, χωρίς να είναι τα ίδια ιστορικά κείμενα. Αν στα τελευταία οφείλουμε να επισημαίνουμε την ιδεολογική οπτική τους, πολύ περισσότερο αυτό εί­ναι ανάγκη να γίνεται, όταν έχουμε να κάνουμε με τα πρώτα, με τα λογο­τεχνικά έργα, στα οποία, επιπλέον, συχνά μεταφέρεται η βιωμένη εμπει­ρία του συγγραφέα που συνειδητά ή μη μπορεί να διασώζει τη συλλογική μνήμη ή και να συμβάλλει στη δια­μόρφωσή της.
Ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανά­λυση των μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα Για την πατρίδα (1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911). Η Δέλτα, παρακολουθώντας το έργο του γάλλου ιστορικού Gustave Schlumberger[7], εξιστορεί με ακρί­βεια τα γεγονότα. Εκείνο που απουσιάζει από τα βιβλία της είναι ο ιδεο­λογικός κόσμος του Βυζαντίου, ενώ και η προσωπικότητα του Βασι­λείου Β΄ Βουλγαροκτόνου εξιδανικεύεται. Η Δέλτα, γράφοντας στα χρό­νια του Μακεδονικού Αγώνα και στις παραμονές των Βαλκανικών Πο­λέμων (1912-1913) αποτυπώνει στα μυθιστορήματά της το πατριω­τικό φρόνημα της εποχής που διαμορφώνεται από την εθνική ιδεολογία. Αυτού του φρονήματος, επομένως, που προσπαθεί να μεταδώσει, απο­τελεί ιστορική πηγή. Το γράφει η ίδια ξεκάθαρα: «Πως περιγράφω πε­ρισσότερο τη σύγχρονη ζωή παρά τη Βυζαντινή [...] το ξέρω. Μα το έκαμα επίτηδες, γιατί [...] βάζω συνεί­δηση σημερινή, με σημερινές ιδέες τιμής [...]. Σκοπός μου δεν είνε να κάμω μια πιστή εικόνα μιας πεθαμέ­νης εποχής, αλλά [...] να ξυπνήσω μέσα τους [στα Ελληνόπουλα] όμορφα και μεγάλα ιδανικά»[8]. Για όποιον, επομένως, θελήσει να συνδέ­σει αυτό το μυθιστόρημα με το σχετικό κεφάλαιο της βυζαντινής ιστο­ρίας και όχι με το πατριωτικό φρόνημα που τότε επικρατούσε και η ίδια η Πηνελόπη Δέλτα καλλιεργούσε, έχει αστοχήσει.
Από παιδαγωγούς της εποχής μας, ανυποψίαστα, το ιστορικό μυθιστόρημα, κατά προέκταση και η ιστορία, αντιμετωπίζεται ως μέσο εθνικού φρονηματισμού[9]. Τε­λείως διαφορετικά σκέφτεται ένας ιστορικός, ο Mark Mazower, ο οποίος σε σύντομο δοκίμιο για τη σχέση ιστο­ρίας - ιστορικού μυθιστο­ρήματος επισημαίνει τα εξής: «Όχι μόνο μου αρέσουν τα ιστορικά μυθι­στορήματα ως είδος αλλά μερικά απ’ αυτά βρίσκονται ανάμεσα στα αγαπημένα μου μυθιστορήματα […]. Λάβετε υπόψη σας, ωστόσο, ότι μπορώ να απολαύσω μυθιστορή­ματα που διαβάζονται, για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 1940 – Κοτζιάς, Τσίρκας, Χαβιαράς, Αλεξάνδρου, ‘‘Το Κιβώ­τιο’’. Συμβαίνει αυτό, επειδή γνωρίζω καλύτερα […] την περί­οδο αυτή, αλλά όχι τόσο καλά όσο ο Κοτζιάς. Παίζει ρόλο αυτό; […] Είναι σε μένα εντελώς προφανές σε ποιο σημείο [οι παραπάνω συγγρα­φείς] στηρίχθηκαν σε ιστορικούς και σε πρωτογενείς πηγές για να αντλήσουν λεπτομέρειες, γεγονότα ή το υπόβαθρο της ιστο­ρίας τους. Αναγκαστικά βασίστηκαν σε λίγες τέτοιες πηγές, των οποίων γνωρίζω πολύ καλά το ακαδημαϊκό ύφος, τις προκατα­λήψεις και τους περιορι­σμούς. Κατά συνέπεια, η ψευδαί­σθηση της φαντασίας καταστρέφεται. Η ποιητική και λογοτεχνική έμπνευση μετατρέπεται σε επιφανειακό λούστρο που σπάει για να αποκαλύψει μια δομή βασισμένη στο έργο άλλων […]. Ο συγγρα­φέας σχηματίζει την ιστορία του με τη φαντασία. Αυτό είναι, από μια άποψη, μια ελευθερία την οποία θα ζήλευε ο ιστορι­κός. Αλλά η ελευθερία να ξεφεύγει κανείς απ’ τα δεσμά των πηγών συνε­πάγεται έναν κίνδυνο – τον κίνδυνο να περιορίζεται κανείς από τους λι­γότερο ορατούς περιορισμούς της φαντασίας. […] Ο Κο­τζιάς (έγραφε βέβαια για τον δικό του κόσμο) δίνει αυτό που εγώ θεωρώ εύλογη εντύ­πωση της υποκειμενικής εικόνας, το συναισθημα­τικό, εκφραστικό εύρος των ανθρώπων της δεκαετίας του ’40»[10].
Σ’ ένα άλλο μυθιστόρημα, διαφορετικό από της Πηνελόπης Δέλτα, στο Λουκής Λάρας (1879), ο συγγραφέας του Δημήτριος Βικέλας αφηγεί­ται μια «πλασματική ιστορία»[11] ως αληθινή, με πρόθεση, χρησιμοποιώ­ντας επιδέξια την τεχνική της χειραγώγη­σης του αναγνώστη, να τον απομακρύνει από ένα ανεδαφικό ηρω­ικό και πατριωτικό πνεύμα, εξαιτίας του οποίου παρασύρεται η χώρα σε δεινά, και να τον στρέψει σε δημι­ουργικότερα και γι’ αυτό επωφελέστερα έργα. Κατά συνέπεια, ενδιαφέ­ρον για τον ιστορικό παρουσιάζει η άποψη του Βικέλα, ως υπόθεση ερ­γασίας, σε σχέση με τις τοποθετήσεις της πολιτικής και της διανόησης, ή της κοινής γνώμης, αυτή την εποχή παρά με την ίδια την «ιστορία» που αφηγείται[12]. Τέτοια κείμενα, ωστόσο, εμφανίζονται, όπως έχει παρα­τηρηθεί, ως αντίδραση στις ρομαντικές εξάρσεις, στα υψηλά ιδα­νικά και στους υπεράνθρωπους και γράφονται για να προσγειώσουν την ελληνική κοινωνία και να την στρέψουν στις θετικές αστικές δραστηριό­τητες[13]. Από αυτή την άποψη, αναμφισβήτητα ενδιαφέρουν την ιστορία. Ο ερευνητής, και ο διδάσκων, όταν διαπιστώνει ότι πράγματι φωτίζουν την ιστορική πραγματικότητα, δεν τα αγνοεί.
Αντίθετα, η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας δοκιμάζεται στο μυθι­στόρημά της Λείας Βιτάλη Ιερή παγίδα[14]. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Λουκάς Νοταράς, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης είναι οι αντιήρωες του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας, για να αποκτήσει αληθοφάνεια η αφή­γηση, επινοεί μια ανύπαρκτη ιστορική πηγή. Ωστόσο, κάθε ιστορικό μυθιστόρημα, και το αντιηρωικό (επιλογή καθόλα θεμιτή και ενδιαφέ­ρουσα), όταν δεν υφίσταται ούτε η ελάχιστη σχέση της αφήγησης με την πραγματικότητα, τις πηγές, το μυθιστόρημα καταρρέει. Ασφαλώς δεν πολέμησαν όλοι ούτε τότε, το 1453, ούτε σε άλλες στιγμές της ιστορίας με σθένος. Μερικοί για να επιζήσουν ή από οπορτουνισμό τή­ρησαν διαφορετική στάση. Και πολύ πριν από το 1453 και τότε και αργότερα, υπήρξαν τέτοιες επιλογές και δεν ήταν λίγες, όπως προκύπτει από έναν μεγάλο αριθμό πηγών. Μόνο που δεν φαίνεται να έχουν σχέση με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όπως και με άλλα πρόσωπα της ιστο­ρίας που απασχόλησαν τη συγγραφέα.
Ένα άλλο πεζογράφημα, το εκτενές διήγημα του Δημήτρη Χατζή Σα­μπεθάι Καμπιλής (1953)[15], με θέμα την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων στα προπολεμικά χρόνια και στη διάρκεια της Κατοχής, έχει πολλά στοιχεία αληθοφάνειας. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής, ηγετική προσωπικό­τητα, αγωνίζεται για τη διατήρηση της κοινότητας, εφαρμόζοντας στα­θερά πάγιες εβραϊκές πρακτικές καρτερικής αντιμετώπισης των διώξεων ως το τέλος, όταν αυτό επέρχεται με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Μάταια, είχε επιχειρήσει στο μεταξύ να διαδώσει διεθνιστικές ιδέες ο ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά. Υποστηρίζεται, δικαιολογημένα, ότι ο Χατζής σε μεγάλο βαθμό δεν είχε απαλλαγεί από τα συλλογικά αρνητικά στερεότυπα για τους Εβραίους και ότι τον είχε θέλξει η δυνατότητα μιας άλλης ιδεολογικής επιλογής από τα μέλη της κοινότητας, που θα σήμαινε, ωστόσο, απάρνηση της δικής τους πολιτισμικής ταυτότητας. Γι’ αυτό, τα περιγραφικά και ερμηνευτικά ιστορικά στοιχεία του διηγήματος απαιτούν ιδιαίτερα προσεκτική κρι­τική αντιμετώπιση[16].
Ένας αριθμός μυθιστοριογράφων αντλεί τα θέματά του από τις εμπειρίες που έχουν σχέση με τον Εμφύλιο (1946-1949): Η Βενετία Αποστολίδου, μελετώντας δύο μυθιστορήματα, του Ανδρέα Φραγκιά Η καγκελόπορτα (1962) και του Νίκου Μπακόλα Καταπάτηση (1990), κατα­λήγει, γενικεύοντας, ως εξής[17]: «Το μόνο ρεαλιστικό αίτημα που μπο­ρούμε να προβάλλουμε, νομίζω, στη λογοτεχνία» είναι «ότι τα έργα με το μεγαλύτερο ποσοστό μυθοπλασίας, που εδράζονται στην περιφέρεια της ιστορίας και εστιάζονται στην υποκειμενικότητα, μας φέρνουν κο­ντύτερα στη δομή της αίσθησης μιας παρελθούσας εποχής». Αυτό είναι ασφαλώς πολύ ενδιαφέρον, αν διαπιστωθεί ότι το κατορθώνουν. Αλλά και στην περίπτωση που η οπτική τους δεν γίνεται αποδεκτή πλήρως ή θεωρείται μονόπλευρη, αξίζουν την προσοχή μας, επειδή συμβάλλουν στη συγκρότηση της συλ­λογικής μνήμης, στην αποφυγή της αποσιώπησης. Πολύ περισσότερο, αν το άθροισμα των εμπειριών και των αναμνήσεων του συγγραφέα μπορεί να διασταυρωθεί με στοι­χεία και από άλλες πηγές (έγγραφα, μαρτυρίες προσώπων προερχόμενων από διαφορετικές ιδεολογικές / πολιτικές παρατάξεις κτλ.).
Το μυθιστόρημα Λοιμός (1972), και αυτό του Ανδρέα Φραγκιά, εξε­τάζει η Έρη Σταυροπούλου, η οποία διαπιστώνει ότι αποτελεί μια ιδιό­τυπη περίπτωση λογοτεχνικής μετουσίωσης της ιστορίας της Μακρονή­σου. Ο συγγραφέας του απέφυγε να καταγράψει την εμπειρία του σ’ ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Επινόησε έναν τρόπο έμμεσο, υπαινικτικό ή συμβολικό αλλά χωρίς αλλοιώσεις, για να παρουσιάσει το «θέμα» του, δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα και τα άμεσα προσωπικά του βιώματα. Φαίνεται μάλιστα πως το πέτυχε, υποστηρίζει η ίδια, αφού «όλα τα γε­γονότα που περιγράφει ο Φραγκιάς στηρίζονται σε αληθινά περιστατικά και οι ήρωές του σχεδιάστηκαν με βάση υπαρκτά πρόσωπα»[18].
Η Νάντια Χαραλαμπίδου μελετά το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά (1994). Στην αρχή, μας πληροφορεί ότι «Ορθοκω­στά είναι το όνομα ενός μοναστηριού στην κεντρική Πελοπόννησο στο οποίο αντάρτες, κυρίως Ελασίτες [...], είχαν κατακρατήσει ως αιχμαλώ­τους στη διάρκεια του πολέμου ανθρώπους από τα γύρω χωριά. Πολλοί από τους αιχμαλώτους υπέστησαν βασανιστήρια και αρκετοί έχασαν τη ζωή τους». Και παρατηρεί: «στην Ορθοκωστά, η παρουσία και παντο­δυναμία του παντογνώστη αφηγητή αντικαθίσταται από ένα πλήθος από φωνές-υποκείμενα μικρών αφηγήσεων, οι οποίες έχουν ως επί το πλεί­στον το χαρακτήρα μαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων». Αυτό μπορεί να είναι, αν και όχι πάντοτε, σημαντικό. Εξάλλου, όπως και η ίδια διαπι­στώνει, σε άλλο σημείο του μελετήματος, δεν φαίνεται να έχει ερωτηθεί η άλλη πλευρά. Ωστόσο, κρίνει θετικά το ότι «μέσα από τις αφηγήσεις [...] κατασκευάζεται η εικόνα της Ελλάδας της μετανά­στευσης, της αστυφιλίας [...], μια εικόνα των νοοτροπιών». Και προσθέτει: ο Βαλτινός δεν υποκρίνεται ότι μας προσφέρει τις κάποιες εγγυήσεις, που θα μας πρόσφερε μια ιστορική καταγραφή, έστω και προκατειλημμένη, αλλά έναν μυθιστορηματικό κόσμο»[19]. Παρόμοια τεχνική με του Βαλτινού – επτά διαφορετικές αφη­γηματικές εστιάσεις – έχει ήδη χρησιμοποιήσει και ο Στρατής Τσίρκας στο μυθιστόρημά του Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1966). Η γραφή στο έργο αυτό εμφανίζεται πολυπρισματική, δίνεται η εντύπωση της πολυ­φωνίας. Παρά ταύτα, «αποτελεί συγχρόνως [...] μονολογική έκφραση πίστης στο σοσιαλιστικό όραμα». Ακόμη, υπάρχει «η πίστη στην τελεο­λογική πορεία της Ιστορίας, έστω και αν τα εφήμερα ανθρώπινα υποκεί­μενα αδυνατούν να την καθορίσουν ή δεν ξέρουν με ποιον τρόπο θα πραγματωθεί»[20].
Ένα άλλο μυθιστόρημα, Το κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου, είναι και αυτό προϊόν των σχέσεων ιστορίας και αφήγησης. Από τον Αλεξάν­δρου ως απόδειξη αντικειμενικότητας και αλήθειας χρησιμοποιείται το παλαιό τέχνασμα της παράθεσης εγγράφων. Αλλά και σ’ αυτή την περί­πτωση, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί από τη Shlomith Rimmon-Kenan, «υπάρχει πάντοτε [...] μια ‘‘ανώτερη’’ αφηγηματική αρχή» που ενεργεί αυτή την παράθεση, ο συγγραφέας. Η Μέμη Μελισσαράτου, την οποία απασχόλησε η σημειωτική ανάλυση του μυθιστορήματος, κατα­λήγει ως εξής: «Το συμπέρασμα που προκύπτει από την αναζήτηση της ιστορίας στο Το κιβώτιο δεν είναι απλώς ότι ιστορία δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται εδώ για έλλειψη ιστορίας αλλά για υποχρεωτική κατεύθυνσή της, ανάλογη με την πορεία που περιγράφεται στο κείμενο, μέσα από δρόμους αδιέξοδους, προς το μηδέν». Και προσθέτει: Το κιβώτιο είναι «ένα σύγχρονο παράδειγμα αφηγήματος όπου ο λόγος εξερευνά τα όριά του και την εξουσιαστική του δύναμη πάνω στην πραγματικότητα»[21].  Εξίσου κατηγορηματική είναι η Λίζυ Τσιριμώκου: Το κιβώτιο «ως ιδιόρ­ρυθμη πολιτική μαρτυρία, κρατά κάποιους δεσμούς με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά συνάμα, ως λογοτεχνικό κείμενο, τους διασκελί­ζει». Και καταλήγει: Το τελευταίο τσιγάρο που κάπνιζαν οι μελλοθάνα­τοι, «δεν ισχύει ως σήμα θανάτου μόνο για τον ‘‘χαμαιλέοντα’’ χαρμάνη αφηγητή: κατά κάποιον τρόπο, άκαπνη και μελλοθάνατη λογοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί σύμπασα η στρατευμένη λογοτεχνία, που με Το κιβώτιο στρίβει το τελευταίο της θανάσιμο τσιγάρο»[22].  Την άποψη αυτή της Τσιριμώκου επιχειρούν να αποσαφηνίσουν η Χριστίνα Παπαστόικα και η Κατερίνα Κωσταβάρα σε πρόσφατη εργασία τους, εξετάζοντας τη σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας: «Πρό­κειται για ένα αντιέπος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο […] αποστα­σιοποιείται από τα ανδραγαθήματα, τους λαμπρούς αγωνιστές […] και ακυρώνει […] τον μύθο της αλάθητης κομματικής ορθοδοξίας, το μύθο μίας ορισμένης αριστερής ιδεολογίας. Είναι ένα ‘‘αντιδραστικό’’ βιβλίο που παρεκκλίνει από την πεπατημένη, δεν ακολουθεί τους κανόνες του μυθιστορήματος μύησης, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού […] [δεν προ­βάλλει] την μία και μοναδική αλήθεια της αριστεράς (με άλλα λόγια δεν αποτελεί στρατευμένη λογοτεχνία). […] υπερβαίνει τα στενά ιστορι­κομματικά όρια […] κρατά τους δεσμούς με την ιστορική πραγματικό­τητα, αλλά, συνάμα, ως λογοτεχνικό κείμενο τους διασκελίζει […]. Έχει λεχθεί πως Το Κιβώτιο μεταφέρει το πτώμα της ελληνικής στρατευμένης λογοτεχνίας». Ταυτόχρονα, «τα αδιέξοδα και οι ιδιοτυπίες του ελληνι­κού εμφυλίου πολέμου θίγονται καίρια […]». Τέλος, η Αναστασία Νά­τσινα παρατηρεί ότι «στον Αλεξάνδρου η πίστη στο αυτόνομο άτομο και την ικανότητά του, ως μέρος μιας συλλογικότητας, να αλλάξει τον κόσμο, παραμένει ακόμη ισχυρή, γι’ αυτό και η κατάρρευσή της, όταν επέρχεται, είναι πραγματικά τραγική»[23].



   [1] Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία σπεύδω να παραθέσω την ακόλουθη: Michela Nacci, «II romanzo come fonte storica», στο Ricerca e didadica. Uso delle fonti e insegnamento della storia, Milano, 1985, σ. 131-169· Παντελης Βουτουρής, Ως εις καθρέπτην... Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Αθήνα, 1995 Μαρίνα Λουκακη, Ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος και η Πηνελόπη Δέλτα, Αθήνα, 1996.
  Στον τόμο Ερατοσθενης Γ. Καψωμενος - Γρηγορης Π. Πασχαλιδης (επιμ.), Η ζωή των σημείων, Θεσσαλονίκη, 1996, περιέχονται οι εξής μελέτες: Ζαχαρίας Σιαφλεκης, «Για μια σημειολογία της ανάγνωσης: Άτομο vs Ιστορία στο ‘‘Λουκής Λάρας’’ του Δ. Βικέλα», σ. 380-390 Μεμη Μελισσαρατου, «Ο βαθμός μηδέν της ιστορίας και Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου», ό.π., σ. 391-408 Ανδρέας Λαζαρης, «Μαρσέλ Προυστ - Άρης Αλεξάνδρου: ‘‘Δρόμοι σημείων αντίθετοι’’», σ. 409-425 Μαριαννα Σπανάκη, «Από το μυθιστόρημα στο κινηματογραφικό έργο: Η τιμή και το χρήμα του Κ. Θεοτόκη, Η τιμή της αγάπης της Τώνιας Μαρκετάκη», σ. 426-434 Αννα Τζουμα, «Απορητική προσέγγιση στην κοινωνιοσημειωτική της αφήγησης», σ. 437-452 Ερατοσθενης Γ. Καψωμενος, «Προβλήματα μεθόδου σε μια κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση της λογοτεχνίας. Παράδειγμα ανάλυσης: Το κλέφτικο τραγούδι», σ. 453-482.
    Επίσης βλ., στον τόμο Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), Αθήνα, Επιστημονικό Συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997: Αλεξανδρα Θαλασση, «Το ολοκαύτωμα στα Ιωάννινα μέσα από ένα ιστορικό και ένα λογοτεχνικό κείμενο», σ. 101-112 Βενετια Αποστολιδου, «Λαϊκή μνήμη και δομή της αίσθησης στην πεζογραφία για τον εμφύλιο: Από την Καγκελόπορτα στην Καταπάτηση», σ. 113-127 Michaela Prinzinger, «Μύθος, επιθυμία και μνήμη: Η κωδικοποίηση της «ιστορικής πραγμα­τικότητας» στο έργο της Ρέας Γαλανάκη», σ. 129-145 Ερη Σταυροπουλου, «Το πραγματικό, το φανταστικό και το παράλογο στο Λοιμό του Ανδρέα Φραγκιά», σ. 147-172 Λιζυ Τσιριμωκου, «Το τελευταίο τσιγάρο», σ. 239-247 Ναντια Χαραλαμπιδου, «Ο λόγος της ιστορίας και ο λόγος της λογοτεχνίας: Δομές αναπαράστασης στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και στην ιστορία του εμφυλίου», σ. 249-277 (στη σ. 274 σημ. 3 βιβλιογραφία για τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας) Φραγκισκη Αμπατζογλου, «Λογοτεχνικά πρόσωπα και εθνοτικές διαφορές στη μεταπολεμική πεζογραφία», σ. 279-306. Από τη Λιζυ Τσιριμωκου, Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα, Άγρα, 2000, στις σ. 137-148: «Η καφκική ηχώ στο περιφερόμενο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου», και, πάλι, στις σ. 149-156: «Το τελευταίο τσιγάρο».
   Τέλος, βλ. τον τόμο Maurice Delcroix - Fernand Hallyn (δ/νση), Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας. Μέθοδοι του κειμένου, Αθήνα, 1997, όπου περιέχονται: Fernand Hallyn, «Λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών», σ. 284-297 Paul Pelckmans, «Λογοτεχνία και ιστορία των νοοτροπιών», σ. 298-313.
   [2] Για τις ιδέες του Thomas Mann, βλ. ακόμη, Theodor W. Adorno - Thomas Mann, Αλληλογραφία 1943-1955, Αθήνα, 2009.
   [3] Nacci, ό.π., σ. 133-135.
   [4] Louis Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses, Paris, 1958 (επανέκδοση: Paris, 2002). Κατά τον Chevalier, από το μυθιστόρημα μπορούν να αντληθούν πληροφορίες ποιοτικού χαρακτήρα, για πίστεις, γνώμες, συλλογικούς φόβους κτλ. Ο ίδιος, από τα μυθιστορήματα που μελετά, συνάγει το συμπέρασμα ότι στις αρχές του 19ου αιώνα στο Παρίσι την κοινή γνώμη συνείχε ο φόβος εξαιτίας της κοινωνικής παθογένειας, την οποία προκαλούσε η εγκατάσταση στη γαλλική πρωτεύουσα μεγάλου αριθμού εσωτερικών μεταναστών. Πρβλ. το άρθρο, Jean-Jacques Yvorel, «Louis Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses», Revue d’histoire du XIXe siècle [En ligne], 25 (2002), mis en ligne le 19 juin 2004. URL: http://rh19.revues.org/ index452.html. Ανάλογα και ο Βουτουρής, ό.π., σ. 11, μεταξύ άλλων, διαπιστώνει ότι στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα αντανακλάται η ταλάντευση ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον ελληνοκεντρισμό και ότι η εθνική λογοτεχνία λειτουργεί ως αντίδοτο στα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που θεωρούνται ως αγωγοί των διεφθαρμένων ευρωπαϊκών ηθών στον ελληνικό χώρο.
    [5] Yan Hamel, La bataille des mémoires. Le Seconde Guerre mondiale et le roman français, Press de l’ Université de Montreal, 2006.
   [6] Maurice Halbwachs, Les cadres sociaux de la mémoire, Paris, 1975 (1/1925), σ. 129 (βλ. την α΄ έκδοση του 1925 στο διαδίκτυο: books.google). Έκτοτε, στη βιβλιογραφία η έννοια συλλογική μνήμη αποκτά ευρεία πολυσημία μέσω της πολεμικής, της πολιτικής, της στρατηγικής απέναντι στο παρελθόν, των αναμνήσεων, δηλαδή της άμεσης βιωμένης εμπειρίας ή της έμμεσης, αυτής που μας έχει μεταδοθεί. Η συλλογική μνήμη νοείται ως το αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει από την αλληλεπίδραση της πολιτικής της μνήμης και της κοινής βιωμένης εμπειρίας. Βλ. μεταξύ άλλων, Marie-Claire Lavabre, «Pour une sociologie de la mémoire collective», στο http:www.cnrs.fr/cw/fr/ pres/compress/memoire/lavabre.htmJean-Christophe Marcel, «Mauss et Halbwachs: vers la fondation d’un psychologie collective (1920-1945)» Sociologie et Sociétés 36/2 (2004), σ. 73-90 (Montréal), ή στο διαδίκτυο classiques.uqac.ca/….
   [7] Gustave Schlumberger, Η βυζαντινή εποποιΐα κατά τα τέλη του ι΄ αιώνος, τ. 1-2, Αθήνα, 1904-1905.
   [8] Λουκακη, ό.π., σ. 16-17, 18, 29, 30-31.
   [9] Π.Γ. Ραπτης – Φωτεινη Γ. Κρητικου, «Από το ιστορικό μυθιστόρημα στο μάθημα της Ιστορίας. Η συνάντηση παιδαγωγικής και λογοτεχνίας», Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 5o Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα ‘‘Μαθαίνω πώς να διαβάζω’’, (7-10 Μαΐου 2010), <http://www.elliepek.gr/documents/ 5o_synedrio_ eisigiseis>. (Γίνεται παραπομπή και στην Αντα Κατσικη-Γκιβαλου, «Λογοτεχνία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Ώρα μηδέν», Διαβάζω 488 (Σεπτέμβριος 2008), σ. 66-69: «προβάλλει αξίες και ιδανικά άφθαρτα»).
   [10] Mark Mazower, «Η ιστορία και το ιστορικό μυθιστόρημα», μετάφραση Κατερίνα Βιρβιδάκη, http://www.nnet.gr/ cogito/cogito%20downloads/cog02_ p24-26pdf, σ. 1-2.
   [11] Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, 1978, σ. 236-237.
   [12] Σιαφλεκης, ό.π., σ. 382, 386, 387, 389.
   [13] Βουτουρης, ό.π., σ. 171.
   [14] Λεια Βιταλη, Ιερή παγίδα, Αθήνα, 2006.
   [15] Στον τόμο Δημητρης Χατζησ, Το τέλος της μικρής μας πόλης (πρώτη έκδοση στη Ρουμανία το 1953, και σε τελική μορφή, Αθήνα, 1963).
   [16] Θαλασση, ό.π. Πρβλ. Αμπατζοπούλου, ό.π.
   [17] Αποστολιδου, ό.π., σ. 125. Για τον Εμφύλιο από τη σκοπιά της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου Ρικη Βαν Μπούσχοτεν κ.ά.(επιμ.), Μνήμες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη, 2008.
   [18] Σταυροπουλου, ό.π., σ. 147, 148-149, 161.
   [19] Χαραλαμπιδου, ό.π., σ. 252-3, 254, 262-3, 264-5.
   [20] Χαραλαμπιδου, ό.π., σ. 268, 270-1.
   [21] Μελισσαρατου, ό.π., σ, 396, 397 και σημ. 16, 406, 408. Το βιβλίο της Shlomith Rimmon-Kenan, Narrative fiction: contemporary poetics, New York, 2002 (1/1983) (από το 2005 και σε ηλεκτρονική μορφή).
   [22] Τσιριμωκου, «Το τελευταίο τσιγάρο», ό.π., σ. 247 Η Ιδια, «Δρόμοι σημείων αδιέξοδοι», περιοδικό Σπείρα τεύχος 6-7 (φθινόπωρο 1986), σ. 114.
   [23] Αναστασια Νατσινα, «Η γλωσσική συγκρότηση της    ταυτότητας ως κριτική της μεταπολίτευσης», στο <http:/www.eens.org/EENS_congresses/2010Natsina_Anastasia.pdf>, σ. 9 σημ. 13. Βλ., επίσης, για τον Αλεξάνδρου ή και για άλλους ποιητές ανάλογης στάσης, Δ.Ν. Μαρωνιτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος, Αθήνα, 4/1995 Δ. Ραυτοπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα, 2/2004.






 
 
 

 
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου