Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Η ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Η ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 Πρώτη δημοσίευση στον τόμο Τοπική ιστορία και αρχεία, Πρακτικά διημέρου, Σάμος, 26-27 Απριλίου 1991, Σάμος, 1992, σ. 17-41. Και στο βιβλίο μου Δοκίμια θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας, Αθήνα, 1997, σ. 143-174. Εδώ σε τελική μορφή.

 
Α΄. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Α.1. Το συγκεντρωτικό νεοελληνικό εθνικό κράτος
Το νεοελληνικό εθνικό κράτος, του οποίου τα πρώτα θεμέλια τέθηκαν με τα επαναστατικά συντάγματα (1822-1827), όπως επίσης με τα νομοθετήματα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831) και της Αντιβασιλείας (1833-1835), οφείλει τη συγκεντρωτική συ­γκρότησή του στα ευρωπαϊκά πολιτισμικά πρότυπα ( Πρβλ. John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τ. 1, Αθήνα, 1985, σ. 31, 131, 190, 194· Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος, Αθήνα, 1981, σ. 280 κ.ε.). Επινοητές του συγκεντρωτισμού στην Ευρώπη θεωρούνται η μοναρχία και, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, οι Ιακωβίνοι (Fernand Braudel, Lidentité de la France, τ. 1, Paris, 1990, σ. 34· Michel Vovelle, Les Jacobins. De Robespierre à Chevènement, Paris, 1999· Pierre Rosanvallon, Le modèle politique français. La société civile contre le jacobinisme de 1789 à nos jours, Paris, 2004. Δεν θεωρούνται ταυτόσημοι από όλους οι όροι centralisme και jacobinisme). Τη λογική του επαναστατικού συγκεντρωτισμού που σάρωσε την προηγούμενη διοικητική αφθονία, μπορούμε να παρακολουθήσουμε σ’ ένα προεπαναστατικό γαλλικό υπόμνημα του 1782. Ο ανώνυμος συντάκτης του, αναφερόμενος στις γενικές αρχές της διακυβέρνησης, υποστηρίζει ότι βάση κάθε καλής διοίκησης είναι η τάξη και η ομοιομορφία και ότι τα «υποκείμενα» του ίδιου κράτους πρέπει να διοικούνται με τους ίδιους νόμους, να απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια και να βαστάζουν τα ίδια βάρη (Braudel, ό.π., τ. 1, σ. 76). Ενδιαφέρουσα κριτική του συγκεντρωτικού κράτους – αυτού που διαμόρφωσε η Αντιβασιλεία – άσκησε ο Ignaz von Rudhart, Βαυαρός, όπως και τα μέλη της Αντιβασιλείας, πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου του Όθωνα από τον Φεβρουάριο ως τον Δεκέμβριο του 1837 (Petropoulos, ό.π., τ. 1, σ. 307). Σε υπόμνημα, έκθεση του κυβερνητικού προγράμματός του από τις 4 Δεκεμβρίου 1836 προς τον βασιλιά, παρατηρεί τα εξής:
«Το είδος της διοίκησης που έχει εισαχθεί στην Ελλάδα φαίνεται πως είναι από μόνο του πηγή ταλαιπωρίας. Δεν σκοπεύω να κατηγορήσω την Αντιβασιλεία, αλλά δεν μπορώ να κρύψω την παρατήρηση ότι, όπως πάντα πίστευα και πάντα πιστεύω, οι δημόσιοι άντρες, που είχαν αναλάβει τη διακυβέρνηση και τη διοίκηση της Ελλάδας, δεν έπρεπε να ξεκινήσουν από τις δικές τους αντιλήψεις και από το διοικητικό τυπικό, για χάρη του οποίου στη Γερμανία σπαταλήθηκαν άσκοπα τόσος πολύτιμος χρόνος και τόσες δυνάμεις, αλλά να θεσπίσουν ρυθμίσεις που να ταιριάζουν στην κατάσταση της φτωχής και εξαντλημένης χώραςˑ δεν έπρεπε να εκλάβουν τη βαρυσήμαντη έννοια ‘‘οργανώνω’’ σαν συνώνυμη του ‘‘ιδρύω νέες υπηρεσίες’’ˑ έπρεπε να αφήσουν την τυπολατρία και τη συστηματοποίηση, που έχουν σήμερα καταντήσει ανούσιες θεωρίες των πολιτικών επιστημών, και να μη νομίζουν ότι έχουν πράξει [σωστά] εκεί όπου απλώς συνέταξαν και εξέδωσαν ένα διάταγμαˑ έπρεπε στην αρχή να περιοριστούν στη θεμελίωση του κράτους βάσει των κοινοτήτων που ήδη υπήρχαν και βάσει των ποικίλων τους καταστατικών, όχι κόβοντάς τα όλα πάνω στο ίδιο μέτρο αλλά αξιοποιώντας τα σαν προϋποθέσεις της πολιτικής ζωής και της ελευθερίας, καταπολεμώντας μόνο τυχόν καταχρήσεις και καταπιέσεις των προεστών [...]» (Μιχάλης Χ. Τσαπόγας, «Το ανέκδοτο ‘‘κυβερνητικό πρόγραμμα’’ του Ignaz von Rudhart για την πολιτειακή και διοικητική οργάνωση της Ελλάδας (1836)», Το Σύνταγμα 15 (1989), σ. 273-274).
Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι, σε εποχή κατά την οποία στην κεντρική και δυτική Ευρώπη είχε επιβληθεί το ενιαίο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό κράτος, ο Ignaz von Rudhart θεωρεί προτιμότερη τη διατήρηση των κοινοτήτων με τις κατά τόπους θεσμικές διαφορές. Δέχεται την τοπική πολυμορφία και αποκρούει την ομοιομορφία του συγκεντρωτισμού, ο οποίος, παρά την εισήγησή του, παρέμεινε η κυρίαρχη αντίληψη. 

Α.2. Η εθνική ιστοριογραφία
Πολιτικοί και διανοούμενοι, Έλληνες και Φιλέλληνες, από την πρώτη στιγμή της σύστασης του ελληνικού κράτους, απέβλεψαν στην επίτευξη της εθνικής ομοιογένειας και την ιδεολογική θωράκισή του. Γι’ αυτό αναπόφευκτα στράφηκαν στην ελληνική αρχαιότητα και επεξεργάστηκαν μια εικόνα της Ελλάδας, η οποία θα μπορούσε να προσφερθεί στο εσωτερικό ως όραμα και να αντιταχθεί στις επικρίσεις Ελλήνων και, πολύ περισσότερο, ορισμένων ξένων για την εθνική του υπόσταση. Η αρνητική στάση απέναντι στο Βυζάντιο, που είχε καλλιεργηθεί στην Ευρώπη και είχε επηρεάσει την ελληνική διανόηση, ξεπεράστηκε από τον εθνικό ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Στο πρόσωπό του βρέθηκε ο κατάλληλος εκφραστής του ενωτικού σχήματος, της συνέχειας του ελληνικού κόσμου, που ικανοποιούσε ένα μεγάλο μέρος των ηγεμονικών élites της εποχής του. Με το έργο του ο ιστορικός, θεωρώντας τον Ελληνισμό ως μια ζωντανή πάντοτε δύναμη, πρόβαλε τη διαχρονική και συγχρονική ενότητά του. Και, για να αντικρούσει τη φυλετική / βιολογική – κατά βάση ευρωκεντρική – θεωρία, απέδιδε την ελληνική φθορά μετά τη λαμπρή αρχαιότητα σε επιμιξίες με ‘‘βαρβά­ρους’’. Ευρωπαίοι ιστορικοί, βέβαιοι για την υπεροχή της Ευρώπης (της δυτικά της γραμμής Έλβα ποταμού - Τυρρηνικού πελάγους και Αδριατικής θάλασσας), ως βαρβάρους σύστηναν τα σλαβικά φύλα. Σ’ αυτά τα στερεότυπα στηρίχθηκε και ο Jakob Philipp Fallmerayer. Ο Παπαρρηγόπουλος δεν αντιτάχθηκε σ’ αυτή την κυρίαρχη άποψη, τη θεωρία που αναπαράγει γνωστά φυλετικά (: ρατσιστικά) στερεότυπα, ούτε απέδωσε την πολιτισμική άνοδο ή πτώση ενός λαού σε παράγοντες που μόνο ιστορικά μπορούν να προσδιοριστούν. Αντέστρεψε τα επιχειρήματα και υποστήριξε, προσφεύγοντας στις πηγές, ότι με τις επιμιξίες το αναλλοίωτο ελληνικό πνεύμα βγήκε ενισχυμένο και ανανεωμένο. Επιτακτικές, κατά συνέπεια, ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες έδωσαν προτεραιότητα στην εθνική / εθνικιστική ιστοριογραφία. Η πίστη, εξάλλου,  στη ‘‘μεγάλη ιδέα’’, όπως αυτή πέρασε στη συλλογική συνείδηση ή διατυπώθηκε ως πολιτικό πρόγραμμα, η ανάγκη κατά συνέπεια κινητοποίησης σύμπαντος του έθνους προς επίτευξη της εθνικής ολοκλήρωσης και απόκρουσης με επιχειρήματα όσων αμφισβητούσαν την πολιτισμική συνέχεια και την ομοιογένεια του Ελληνισμού, αποτέλεσαν τους λόγους, για τους οποίους η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή η κυρίαρχη ιδεολογία επέβαλλε την καλλιέργεια αυτού του είδους της ιστοριογραφίας κατά προτεραιότητα (Βλ. για τη νεοελληνική ιδεολογία, την ιστορία και την οπτική του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Αθήνα, 1975, σ. 275 κ.ε. Σε μάθημα του εθνικού ιστορικού το 1846, το οποίο αναδημοσιεύει ο Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Αθήνα, 1986, σ. 145-169), ανάμεσα σε άλλα υποστηρίζονται (Δημαράς, ό.π., σ. 151): «Μας λέγουν ότι δεν είμεθα έθνος· ας δείξωμεν λοιπόν εις αυτούς, με την ιστορίαν εις τας χείρας, ότι διά παντός του χρόνου υπήρξαμεν έθνος γενναίον, ζωηρόν, ακαταδάμαστον [...] ότι καλώς γινώσκομεν τίνες είμεθα, πόθεν ήλθομεν, πού πορευόμεθα». Και προσθέτει (ό.π.): «Και πρώτον περί της γενομένης εις την Ελλάδα εισβολής ξένων εθνών και της επιμιξίας αυτών μετά του αρχαίου φύλου. Πολλοί μεταξύ ημών άνθρωποι θεωρούσι την επιμιξίαν ταύτην ως δυστύχημα μέγα, επιθυμούσι να αποδειχθή ιστορικώς ανύπαρκτος (πράγμα αδύνατον) [...]». Και αφού αναφέρεται σε επιμιξίες άλλων εθνών («Τα μάλιστα μεγαλουργήσαντα των εθνών υπήρξαν προϊόν τοιαύτης και έτι πλείονος επιμιξίας») υπο­στηρίζει (ό.π., σ. 152-153): «Μη μας ταράττη άρα η επιμιξία [...] τουναντίον, [...] τα εθνικά εκείνα συνοικέσια είναι κατά τινας εποχάς αναγκαία προς την ανάπτυξιν της ευφυΐας των λαών. Το ζήτημα άρα δεν είναι ν’ αποδείξωμεν ότι το νεώτερον Ελληνικόν έθνος κατάγεται κατ’ ευθείαν γραμμήν από Περικλέους και Φιλοποίμενος· ο αγών, καθώς βλέπετε, ήθελεν είσθαι ου μόνον αδύ­νατος, αλλά και μάταιος. Ό,τι πρόκειται, ό,τι πρέπει να αποδείξωμεν ιστορικώς, είναι ότι εκ της γενομένης και έτι γινομένης εν τη Ελλάδι επιμιξίας διαφόρων φύλων προέκυψεν όχι, ως λέγουσι, συρφετός βάναυσος, αδρανής, αήθης, αλλά έθνος περιέχον εν εαυτώ τα στοιχεία μεγάλης πολιτι­κής υπάρξεως, και ότι ιδίως το πνεύμα του Ελληνισμού, τροποποιηθέν ως προς το θρήσκευμα και τα πολιτικά και κοινωνικά δόγματα, αλλ’ αναλλοίωτον ως προς την ευφυΐαν και την δύναμιν του εθνισμού, ζωοποιεί διηνεκώς το νέον τούτο προϊόν της αλληλουχίας των αιώνων. Ιδού το ζήτη­μα». Για τον διορισμό του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στο Γυμνάσιο Αθηνών το 1846 ως καθηγητή της Ιστορίας, την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου in absentia το 1850, το διορισμό του ως έκτακτου καθηγητή  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1851 και ως τακτι­κού το 1856, βλ. Δημαράς, ό.π., σ. 123, 138, 140, 174 και συγκεντρωτικά σ. 513-514. Για τον ρόλο του ιστορικού Παπαρρηγόπουλου, βλ. ακόμη Γιώργος Βελουδής, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα, 1982, ιδίως σ. 63 κ.ε. Επίσης, Έλλη Σκοπετέα, Το ‘‘πρότυπο βασίλειο’’ και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα, 1988, ιδίως τις σ. 175-176, 179-183, 275-276). Εξαιτίας αυτής της κατεύθυνσης, για πολλά χρόνια – και όχι μόνο στην Ελλάδα – έμειναν έξω από θεσμούς και προγράμματα άλλες δυνατές θεωρήσεις της ιστορίας. 

Β΄. ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β.1. Ο τοπικισμός
Στην προβιομηχανική εποχή οι μικρές τοπικές οικονομίες και κοινωνίες παραμένουν κλειστές και αυτάρκεις σε μεγάλο βαθμό και η τοπική νοοτροπία, το τοπικό πνεύμα, που κατά συνέπεια διαμορφώνουν, είναι πολύ παλαιότερο από τον εθνικό πατριωτισμό. Οι κοινότητες αυτές, τόσο οι στενότερες, το χωριό, η κωμόπολη, η πόλη, όσο και οι ευρύτερες, μια περιοχή γεωγραφική, πολιτισμική, διοικητική, αποτελούν τον στενότερο ή ευρύτερο, αντίστοιχα, ορίζοντα των μελών τους. Οι κοινότητες, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν τη συνοχή και την επιβίωσή τους, επιμένουν στη διατήρηση των παραδεδομένων και είναι εχθρικές στους νεοτερισμούς. Γι’ αυτό, όποιος δεν είναι μέλος της κοινότητας, αυτός και οι πρόγονοί του, δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτός. Αν δεν προέρχεται από αυτή, είναι και παραμένει και μετά παρέλευση ετών ξένος. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να γίνει αποδεκτός και να προτιμηθεί από άλλους, εφόσον κριθεί ότι είναι σε θέση να ικανοποιήσει προσωπικές και τοπικιστικές επιθυμίες.
Από διαφορετικές αντιλήψεις και συμφέροντα, από δυσπιστία και περιφρόνηση για τους άλλους, από αρνητικές εμπειρίες, αντιθέσεις και συγκρούσεις με άλλες κοινότητες, από φυλετισμό και ξενοφοβία, το τοπικό πνεύμα – έκφραση αγάπης και ενδιαφέροντος για τον τόπο, ανάληψης δράσης γι’ αυτόν – διαστρέφεται και παραμορφώνεται. Πλέγματα ανωτερότητας, προκαταλήψεις και έχθρες για τους άλλους, παράλογες τοπικές αξιώσεις δίνουν στο πνεύμα αυτό την αρνητική μορφή του τοπικιστικού πνεύματος. Το τοπικό πνεύμα γίνεται τοπικισμός. Ανάλογη αρνητική έκφραση του εθνικού πνεύματος είναι, stricto sensu, ο εθνικισμός. Από τους ευρύτερους τοπικισμούς, η ιστοριογραφία ιδιαίτερα κατέγραψε αυτούς που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της επανάστασης του 1821: τον μοραΐτικο, τον ρουμελιώτικο και τον νησιώτικο.
Με την εμφάνιση της εθνικής ιδεολογίας και την πλατιά διάδοσή της στα χρόνια της επανάστασης, καθώς και με τη συγκρότηση του εθνικού κράτους, η ιδέα της καθολικής πατρίδας και του έθνους κέρδισε έδαφος, χωρίς, ωστόσο, να εξαφανίσει το τοπικό πνεύμα και τους τοπικισμούς. Με την τοπική και τοπικιστική ιδεολογία, παρά την όποια μείωση της έντασης, παρέμειναν διαποτισμένες όχι μόνο οι τοπικές ηγεμονικές κοινωνικές ομάδες με τα συμφέροντά τους, αλλά και οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Παρά τον μαρασμό των τοπικών κοινωνιών, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, εξαιτίας της πολιτικής του συγκεντρωτικού κράτους, και οι πρώτες και οι δεύτερες εξακολούθησαν να είναι δεμένες με τον τόπο τους. Και παρά την επιβολή της διοικητικής ομοιομορφίας, οι τοπικές ιδιαιτερότητες στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο δεν εξαφανίστηκαν. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες, αποτέλεσμα της γεωγραφίας και της ιστορίας, ανατρέχουν σε πολύ μακρινές εποχές. Αυτές, σχεδόν ως τη δεκαετία του 1960, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό για πολλές ελληνικές περιοχές αναλλοίωτες μακρές τοπικές διάρκειες που έχουν τους δικούς τους ρυθμούς (Είναι η εποχή της αγροτικής εξόδου και ταυτόχρονα της εισβολής του αστικού τρόπου ζωής στον αγροτικό χώρο. Δύο φορές τον 20ό αιώνα η μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προσέλαβε διαστάσεις εθνικής κρίσης: α) στις αρχές του 20ού αιώνα και κυρίως από το 1905-1914, β) μεταπολεμικά, ιδιαίτερα από το 1955-1964 (οι διαστάσεις της ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο· ΕΣΥΕ, Δημογραφικαί ροπαί και μελλοντικαί προεκτάσεις τον πληθυσμού της Ελλάδος, Αθήνα, 1966, σ. 63-64· Bernard Kayser, Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος, Αθήνα, 1968, σ. 77 κ.ε. Ο Ιδιος κ.ά., Exode rural et attraction urbaine en Grèce, Αθήνα, 1971). Κατά συνέπεια, οι τοπικές κοινωνίες, εξαιτίας και των βραδύτερων ρυθμών τους σε σχέση με το κέντρο, δύσκολα εγγράφονται στη γενική εθνική ιστορία που συνήθως παρακολουθεί – ως σήμερα τουλάχιστον – τα επιτεύγματα και την πρόοδο στο κέντρο. Η ιστορία της Ελλάδας δεν ασχολείται με τις τοπικές κοινωνίες. Αυτές εν πολλοίς μένουν έξω από το πεδίο της. Η ιστορία των Ελλάδων, μια ιστορία περισσότερο πλούσια, αποκαλυπτική και αληθινή που εξετάζει όχι μόνο αυτό που αλλάζει αλλά και αυτό που μένει σχεδόν ακίνητο, ή αλλάζει αργά, δεν έχει ακόμη γραφεί.
 
Β.2. Η τοπικιστική ιστοριογραφία
Με λιγότερες προϋποθέσεις επιστημοσύνης, σχεδόν αθεσμοθέτητη, δίπλα στην εθνικής κλίμακας ιστοριογραφία, αναπτύχθηκε – κυρίως από τοπικούς λογίους – η τοπική ιστοριογραφία (Για τα πριν και τα μετά την Επανάσταση τοπικά ιστοριογραφικά ενδιαφέροντα, βλ. Δημαράς, ό.π., σ. 57-58. Θετικά εν πολλοίς αντιμετωπίζει την τοπική ιστοριογραφία, που έχει παραχθεί στη χώρα μας, με δύο σημειώματα, «Τοπική ιστορία» και «Λευκαδίτικα», ο Σπύρος Ασδραχάς, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Καθημερινή και αναδημοσιευμένα στο βιβλίο του Ιστορικά απεικάσματα, Αθήνα, 1995, σ. 179-182 και 183-192 αντίστοιχα), η οποία συχνά, αν όχι πάντοτε, είναι τοπικιστική, αφού η οπτική της επηρεάζεται από την τοπικιστική νοοτροπία. Μερικά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά της είναι τα εξής:
1. Συχνά οι τοπικές ιστορίες έχουν ως υπότιτλο τη φράση: «Από αρχαιο­τάτων χρόνων έως σήμερα». Κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρείται η προβολή της συνέχειας και του ιστορικού βάθους, ενώ παρασιωπούνται οι ασυνέχειες ή η συνέχεια είτε είναι φαινομενική είτε προβάλλεται χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Η συνέχεια προϋποθέτει τη δομική σχέση μιας συνεκτικής ιστορικής περιόδου με την προηγούμενη.
2. Επισημαίνονται κείμενα της αρχαιότητας, πολύ περισσότερο σημαντικά πρόσωπα και μνημεία, τα οποία προβάλλονται με ιδιαίτερη αυταρέσκεια, για να ενισχυθεί η εικόνα του τόπου και προβληθεί τουριστικά. Ενώ με την παράθεση χωρίων από αρχαίους συγγραφείς, επιχειρείται να αποκτήσει ξεχωριστό νόημα η συγγραφή.
3. Διεξοδική και υπερτονισμένη είναι η προσφορά του τόπου στην Επανάσταση και ο ρόλος των αγωνιστών της περιοχής. Πόση όμως εγκυρότητα έχει το περιεχόμενο των πιστοποιητικών, με τα οποία είχαν εφοδιαστεί οι αγωνιστές μετά την επανάσταση;
4. Άλλη προτίμηση της τοπικιστικής ιστοριογραφίας, που γεμίζει τιμή και υπόληψη τον τόπο και τον κάθε συντοπίτη χωριστά, είναι η προβολή «άξιων τέκνων» του τόπου που αναδείχθηκαν σε αξιώματα ή διακρίθηκαν στα γράμματα, στις τέχνες και τις επιστήμες. Η τοπικιστική και παραδειγματική αυτή αντιμετώπιση δεν είναι από ιστοριογραφική άποψη ενδιαφέρουσα. Αντίθετα, θα ήταν σύμφωνη με τα ζητούμενα της τοπικής ιστοριογραφίας, αν εξετάζονταν οι δομές ή και η συμβολή των προσώπων, όπως αποδήμων οι οποίοι ίδρυσαν και συντήρησαν ένα σχολείο, ή του επί δεκαετίες ικανού δασκάλου που πρόσφερε τα πρώτα εφόδια και ενθάρρυνε να πάνε παραπέρα τα παιδιά του χωριού. Εξεταστέο, επίσης, ποιες οικογένειες είχαν τη δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους στην πόλη, για να μάθουν περισσότερα γράμματα ή ποιοι δίαυλοι χρησιμοποιήθηκαν για την εξασφάλιση μιας επιτυχημένης σταδιοδρομίας έξω από το χωριό.
5. Καμιά φορά, από τοπικισμό, παρερμηνεύονται οι πηγές ή παρετυμολογούνται τα τοπωνύμια.
6. Συχνά είναι  γεγονοτολογική – πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών γεγονότων – ελάχιστα τοπική ιστορία: καταγράφει το μέρος της εθνικής ιστορίας που αντιστοιχεί στην περιοχή.
7. Είναι ελλιπώς πολιτισμική, όταν αρκείται στην καταγραφή δημοτικών τραγουδιών, στην περιγραφή χορών και εθίμων και στην προβολή εικόνων παραδοσιακών αντικείμενων που συχνά εκτίθενται στο τοπικό λαογραφικό μουσείο. (Ωστόσο, κι όταν ακόμη οι αναφορές στα παραπάνω δεν είναι συστηματική, η απλή διάσωση όλων αυτών είναι σημαντική).
8. Όταν η τοπική ιστορία αναπαράγει το τοπικιστικό πνεύμα και τα στερεότυπα, καλλιεργείται ψευδής συνείδηση.
 
Γ΄. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Γ.1. Η απειλή της πολιτισμικής αλλοτρίωσης
Οι αλλεπάλληλες βιομηχανικές επαναστάσεις και η εδώ και δύο αιώνες βαθμιαία ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς προκάλεσαν – ανάμεσα στα άλλα θετικά και αρνητικά – τη βιομηχανική τυποποίηση και τη μαζική παραγωγή ποικίλων αγαθών. Η διάδοσή τους σε πολύ μεγάλη έκταση είχε ως συνέπεια να εκτοπιστεί μια σειρά τοπικών προϊόντων από τις αγορές. Οι τοπικές προτιμήσεις σε γεύσεις και οσμές, σε υλικά, σε σχέδια, σε αισθητικές μορφές, ακόμη και οι οικογενειακές και οι τοπικές μνήμες, το ένα μετά το άλλο υποχωρούν ή και χάνονται. Μια ποιοτικά διαβρωτική μαζική πολιτισμική παραγωγή, που ανέκοψε τις εσωτερικές πολιτισμικές διεργασίες των τοπικών κοινωνιών, κατέλαβε σημαντικό μέρος από τις συνειδήσεις κυρίως των ανθρώπων της νέας γενιάς. Τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας, όχι μόνο τα προερχόμενα από άλλες χώρες αλλά και τα εδώ παραγόμενα, συνιστούν πολύ σοβαρή απειλή.
Η πολιτισμική αντίσταση που ήταν επόμενο να προκληθεί δεν προέρχεται κατ’ ανάγκην από μια αδικαιολόγητη εμμονή στο τοπικό και στο εθνικό, στο δικό μας πολιτισμικό. Οι αντιδράσεις από φόβο, νοοτροπία ή και συμφέρον στον τεχνολο­γικό, οικονομικό, οργανωτικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό δεν είναι το κύριο ρεύμα. Οι δυνατότητες, άλλωστε, τις οποίες προσφέρουν οι σύγχρονοι δίαυλοι επικοινωνίας με άλλους πολιτισμούς ικανούς να πλουτίσουν τη δική μας πολιτισμική εμπειρία αναγνωρίζονται σχεδόν από όλους. Ο σκεπτόμενος ενεργός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι όλο και περισσότερο απειλείται η συναισθηματική, ηθική και πνευματική υπόστασή του. Υπάρχουν πολιτιστικά δρώμενα που ελάχιστοι και με κόπο κατορθώνουν να τα πληροφορηθούν. Και στην τηλεόραση υπάρχουν προγράμματα, που αξίζουν. Αλλά είναι ελάχιστα. Χάνονται μέσα σε τόσα άλλα. Χρειάζεται να τα ψάξει επίμονα κανείς και συχνά, για να τα παρακολουθήσει, να παραμείνει άγρυπνος ως τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Αντίθετα, τα ‘‘σκουπίδια της τηλεόρασης’’ (trash TV), όσο κι αν κανείς επιμένει να επιλέγει το ποιοτικό όχι κατ’ ανάγκη αυτό που ψάχνει ένα περιορισμένο αλλά και το ευρύτερο κοινό δεν χρειάζεται να τα αναζητήσει, αφού προσφέρονται καθημερινά άφθονα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Ιδιαίτερα ευπρόσβλητες είναι οι περιφερειακές χώρες από τη μαζική εισβολή υποκουλτούρας. Ανίσχυρες να αφομοιώσουν όλες τις επιδράσεις που δέχονται από τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά κέντρα, εισέρχονται περιοδικά σε κρίσεις ταυτότητας. Και όπως είναι επόμενο, στρέφονται στην ιστορία τους (Βλ. Δ.Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός Ελληνικότητα, Αθήνα, 1983 (21 εισηγήσεις)· Γιάγκος Ανδρεάδης (πρόλογος), Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, μετάφραση από την ιτα­λική Λήδα Ιστικοπούλου, Αθήνα, 2/1987 (12 εισηγήσεις)· Cees J. Hamelink, Η πολιτιστική αυτονομία στις παγκόσμιες επικοινωνίες, Αθήνα, 1988· Paolo Pistoi, Εθνική ταυτότητα και πολιτι­κή κινητοποίηση, Αθήνα, 1991). Είναι όμως αμφίβολο, αν αυτή η στροφή στο παρελθόν μπορεί να είναι αποτελεσματική, όταν γίνεται πρόχειρα και σπασμωδικά. 

Γ.2. Η αναζήτηση της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας
  Συλλογική ταυτότητα υπάρχει, όταν ένας αριθμός ανθρώπων συνειδητοποιεί ότι αποτελεί ένα ιδιαίτερο κοινωνικό σύνολο, ξεχωριστό και διαφορετικό από τα άλλα (Δ.Γ. Τσαούσης, Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα, 1984, σ. 250). Ένα κοινωνικό σύνολο δεν μπορεί να υπάρχει, αν δεν αναζητεί αδιάκοπα τον εαυτό του μέσα από αποδοχές και εναντιώσεις και αν δεν αναγνωρίζει κάθε φορά τον εαυτό του σε χαρακτηριστικές εικόνες, δοκιμασίες, ιδεολογίες και μύθους. Με άλλα λόγια, ένα κοινωνικό σύνολο δεν υφίσταται, αν δεν αναζητεί και δεν αναγνωρίζει μια συλλογική πολιτισμική ταυτότητα. Η διατήρηση αυτής της συλλογικής ταυτότητας προϋποθέτει αναγκαστικά την ενότητα του κοινωνικού συνόλου. Η ταυτότητα αυτήν την ενότητα ανακλά (Braudel, ό.π., τ. 1, σ. 18. Πρβλ. Robert Fossaert, «Η ταυτότητα ή η επιστροφή του απωθημένου», στο Ιδεολογίες: Η μεγάλη σύγχυση (Συλλογικό Έργο Γάλλων Πανεπιστημιακών), Αθήνα, 1990, σ. 129-134).
 
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙα ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
 
Αν η εθνική ιστοριογραφία δεν μπορεί, από τα ίδια τα πράγματα, να αναπαραστήσει την αφθονία του τοπικού, αν δεν γίνεται αποδεκτό η τοπική ιστοριογραφία να αναπαράγει τα τοπικιστικά στερεότυπα, αν όντως οι κοινωνίες σήμερα υφίστανται μια συνεχή πολιτισμική αλλοτρίωση και αν ένα μέρος της ταυτότητάς μας διαμορφώνεται από τη σχέση μας με τον τόπο της καταγωγής μας, τότε η στροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια προς το τοπικό, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η στροφή αυτή μάλιστα, όπως φαίνεται, δεν οφείλεται μόνο στις παραπάνω διαπιστώσεις. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ενισχύεται και από συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές:
1) την αποκέντρωση των κρατικών λειτουργιών και την προσδοκία οι πολίτες να μετέχουν, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, στη λήψη των αποφάσεων και
2) τη διάσωση των τοπικών πολιτισμών, τη διαφύλαξη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων.
Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί επιτρέπουν να προσδιοριστεί ευκολότερα ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται μεθοδολογικά η τοπική ιστορία. Με αυτή την πρόθεση, προτείνονται οι ακόλουθες μεθοδολογικές αρχές και διευκρινίσεις: 

Δ.1. Η συνολική θεώρηση της τοπικής ιστορίας
Βασική μεθοδολογική επιλογή που επιτρέπει την πολύπλευρη και ουσιαστική γνώση της τοπικής ιστορίας αποτελεί η συνολική ιστορία. Εξετάζονται, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι πηγές, γεωγραφικές, τεχνικές, οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές, πολιτικές και πολιτισμικές όψεις του πεδίου της ιστορίας με διαφορετική αντοχή μέσα στον χρόνο. Αυτές που δεν μεταβάλλονται ή επαναλαμβάνονται σταθερά, ή σχεδόν, για μακρό χρόνο, ακόμη και για αιώνες, είναι δομές και αποτελούν το πιο πλούσιο, βαθύ και ανθεκτικό μέρος, τη μακρά διάρκεια της ιστορίας. Μια γεωγραφική περιοχή με σταθερά χαρακτηριστικά, εξαιτίας των οποίων ένα κοινωνικό σύνολο αναγκάζεται να ζει για μια μακρά χρονική περίοδο με τον ίδιο σχεδόν απαράλλακτο τρόπο, είναι μια γεωγραφική δομή. Ανάλογα συνιστούν την τεχνική δομή ενός τόπου το σύνολο των εργαλείων, των μηχανών και των μεθόδων που για αιώνες χρησιμοποιούνται, χωρίς αισθητές τροποποιήσεις, σ’ όλους τους παραγωγικούς τομείς. Μια οικονομική δομή αποτελούν οι επαναλαμβανόμενες για μια μακρά χρονική διάρκεια οικονομικές δραστηριότητες ενός κοινωνικού συνόλου. Σε μια κοινωνική δομή πάλι έχουμε μια σταθερή διάρθρωση της οικογένειας και των κοινωνικών ομάδων, σε μια δημογραφική ένα ύψος πληθυσμού που, παρά τις διακυμάνσεις μικρής περιόδου, σε τελευταία ανάλυση μεταβάλλεται ελάχιστα ή καθόλου. Οι αμετάβλητοι πολιτικοί θεσμοί, όπως των κοινοτικών αρχόντων με τις ίδιες, ή περίπου, αρμοδιότητες για μακρό χρόνο, αποτελούν μια πολιτική δομή. Η πολιτισμική έκφραση ενός κοινωνικού συνόλου για πολύ μακρά χρονική περίοδο με τα ίδια ή όμοια τραγούδια, τους ίδιους χορούς και πανηγύρια, τα ίδια γαμήλια έθιμα, τα ίδια σχέδια στα κεντήματα και τα υφαντά, τις ίδιες ενδυματολογικές επιλογές, τις ίδιες προτιμήσεις σε γεύσεις, οσμές και χρώματα ή με την ίδια νοοτροπία κτλ., όλα αυτά συνιστούν μια πολιτισμική δομή.
Στο πλαίσιο των δομών, χωρίς να τις ξεπερνούν, εκδηλώνονται ακατάπαυστα περιοδικές διακυμάνσεις, λίγων ή και κάπως περισσότερων ετών, που ονομάζονται συγκυρίες. Κάθε συγκυρία έχει δύο φάσεις: μια ευνοϊκή και μια δυσμενή με αντίστοιχες επιπτώσεις στη ζωή ενός τόπου. Στις αγροτικές κοινωνίες οι σημαντικότερες για τις επιπτώσεις τους συγκυρίες είναι οι κλιματικές και οι οικονομικές, ενώ στις βιομηχανικές κυρίως οι οικονομικές. Η περιοδική εναλλαγή για μερικά χρόνια του καλού και για μερικά χρόνια του κακού καιρού αποτελεί μια κλιματική συγκυρία με ευνοϊκές ή δυσμενείς αντίστοιχα επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή (οικονομική συγκυρία). Κλιματικές και οικονομικές συγκυρίες σε συνδυασμό με εναλλαγή ετών χωρίς σημαντικά προβλήματα υγείας και ετών με επιδημίες ή / και διαδοχή ειρηνικών ετών με έτη πολέμου έχουν επίπτωση στο ύψος του πληθυσμού (δημογραφική συγκυρία), στην επερχόμενη αυξομείωση της ιδιοκτησίας (μειωμένος πληθυσμός μεγαλύτερη ιδιοκτησία, και αντίστροφα), με συνέπεια οι διάφορες διακυμάνσεις, μερικές από αυτές ή όλες μαζί, να προκαλούν κοινωνικές ανακατατάξεις (κοινωνική συγκυρία). Για την εξακρίβωση των οικονομικών και δημογραφικών συγκυριών, χρήσιμα είναι τα ποσοτικά (αριθμητικά) στοιχεία. Οι παράλληλες ποιοτικές μαρτυρίες (ευτυχισμένη χρονιά, έπεσε μεγάλη ακρίβεια, πολλή ανέχεια, καταστροφικές βροχές κτλ.), αλλιώς συμβαντολογικές πηγές (αφηγηματικές συμβάντων), επιτρέπουν τη διασταύρωση των ποσοτικών με τα ποιοτικά δεδομένα (αμοιβαία επαλήθευση ή διάψευση) και δίνουν τη δυνατότητα να εξακριβώνεται πώς βίωναν τα συμβάντα κοινωνικά σύνολα σε ορισμένο τόπο και χρόνο.
Σε συνδυασμό με τις παραπάνω συγκυρίες, τις δεσμεύσεις ή τις προσωπικές επιλογές, για τις οποίες συχνά μένει ένα περιθώριο, η σκληρότερη ή ηπιότερη διαχείριση της εξουσίας από πρόσωπα που εναλλάσσονται σ’ αυτή, επιτρέπει την ποιοτική περιγραφή πολιτικών συγκυριών. Αλλά και πολιτισμικές συγκυρίες μπορούν να διακρίνονται από τον ερευνητή. Νοοτροπίες, ιδεολογίες, τάσεις της ηθικής, τεχνοτροπίες ή και μόδες, που κατεξοχήν αυτές αλλάζουν κάθε τόσο στη σύγ­χρονή μας εποχή, για μερικά χρόνια γίνονται τολμηρότερες ή και επανα­στατικές (η μια φάση) και στα επόμενα χρόνια επανέρχονται σε συντηρητι­κότερες μορφές (η επόμενη φάση της συγκυρίας).
Μια άλλη κατηγορία ιστορικών δεδομένων, τα γεγονότα, δεν ακο­λουθούν τους πολύ αργούς, σχεδόν ακίνητους, χρόνους των δομών και τους κάπως αργούς χρόνους των συγκυριών. Εκτυλίσσονται γοργά και επεισο­διακά. Και επειδή γίνονται αισθητά από τους συγχρόνους τους, όταν τα ζουν, και επειδή αυτοί ελπίζουν, αν γίνουν δημιουργοί τους, ότι θα μπορέσουν να αλλάξουν τα πράγματα, τους αποδίδουν μεγάλη σημασία. Και, ως ένα σημείο, όχι άδικα. Η πολιτική, η διπλωματία, ο πόλεμος, οι επαναστάσεις, προνομιακά πεδία της ανθρώπινης δράσης, είναι χωρίς αμφιβολία δημιουργοί ιστορίας. Ωστόσο, από την προσεκτική ιστορική ανάλυση προκύπτει ότι οι άνθρωποι λίγο προχωρούν πέρα από τις εντυπώσεις, τις οποίες προκαλούν τα γεγονότα. Και σπάνια αντιλαμβάνονται την τεράστια σημασία που έχουν οι μη υποκείμενες στην άμεση παρατήρηση δομές και συγκυρίες, σε σχέση με τις οποίες σε μεγάλο βαθμό εξηγούνται και τα γεγονότα. Και οι τρεις αυτές χρονικότητες, στην άρρηκτη διασταύρωση και αλληλεπίδρασή τους, συνιστούν αναγκαιότητες που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Η ελευθερία του ανθρώπου βρίσκεται σε απόλυτη σχέση μαζί τους. Και μόνο η γνώση τους αυξάνει σ’ έναν βαθμό τη δυνατότητα της ανθρώπινης παρέμβασης (Ο Leopold von Ranke στη δεκαετία του 1860 έγραφε σχετικά: «Δεν εννοώ βέβαια ότι υπάρχει απόλυτη αναγκαιότητα [...]. Η ανθρώπινη ελευθερία κάνει παντού την εμφάνισή της [...]. Η ελευθερία και η αναγκαιότητα υπάρχουν πλάι πλάι [...]» (Fritz Stern (ed.), The varieties of history. From Voltaire to the Present, New York, 9/1963, σ. 60-61). Ο Fernand Braudel σε μια συνέντευξη του στο Magazine Littéraire, αριθμός 212 (Νοέμβριος 1984), σ. 20-21, είναι ρεαλιστής. Διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες χωρίς ιεραρχία, ότι την εξουσία την έχει πάντοτε μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Όταν συσσωρεύουν, αποκτούν δύναμη. Αν οι άνθρωποι καταστρέψουν την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, μια άλλη θα πάρει τη θέση της. Το άτομο είναι αδύνατο απέναντι στην ομάδα με την οικονομική δύναμη. Αυτή η ομάδα από μόνη της εκκρίνεται σε μια κοινωνία, καπιταλιστική ή όχι. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Η μόνη του ελευθερία είναι να έχει το δικαίωμα και το θάρρος να κρίνει. Κρίνοντας την ιεραρχία, δεν μπορεί κανείς να απαιτεί να του προσφερθεί καμιά καταπληκτική ελευθερία).
Συγκεφαλαιώνουμε ως εξής: το πεδίο της ιστορίας διατρέχεται από διαφορετικής γοργότητας ιστορικούς χρόνους, τους οποίους μπορούμε να τους διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες: 1) τους μακρούς χρόνους των δομών, 2) τους μέσους χρόνους των συγκυριών και 3) τους σύντομους χρόνους των γεγονότων. Όλοι οι ιστορικοί χρόνοι ή με άλλα λόγια οι δομές, οι συγκυρίες και τα γεγονότα, βρίσκονται σε αμοιβαία επί­δραση και εξάρτηση. Η συνολική εξέταση τους, ξεκινώντας από τις δομές που αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα της ιστοριογραφικής πρακτικής, μπο­ρεί σε τοπικό επίπεδο να οδηγήσει στην πολύπλευρη ιστορική γνώση, στην ανάκτηση της λανθάνουσας ιστορικής μνήμης, στη βαθιά συνειδητοποίηση, στην ουσιαστι­κή ανάπλαση της τοπικής συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας. 

Δ.2. Από το τοπικό παρόν προς το τοπικό παρελθόν
Η μελέτη της τοπικής ιστορίας είναι μια κίνηση από το τοπικό παρόν προς το τοπικό παρελθόν. Η βασική αυτή μεθοδολογική αρχή αναζήτησης στο παρελθόν στοιχείων που προσδιορίζουν τη σύγχρονη πολιτισμική φυσιογνωμία ενός τόπου μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω ως εξής:
α) Οι διαδοχικές περίοδοι της τοπικής ιστορίας προϋποθέτουν τη δομική συνάφεια μεταξύ τους. Με την ανάπτυξη, π.χ., του εμπορίου και της ‘‘βιομη­χανίας’’ σε μια αγροτική περιοχή, η δομή μετασχηματίζεται αισθητά· ως ένα σημείο αλλάζουν όχι μόνο η οικονομία και οι εργασιακές σχέσεις αλλά ακόμη και η κοινωνική συνοχή και η πολι­τισμική έκφραση. Η κοινοτική ζωή των κοινών ή μικρών διαφορετικών δραστηριοτήτων και δυνατοτήτων, των κοινών εν πολλοίς αντιλήψεων δεν είναι ίδια. Η νέα δομή, ωστόσο, δεν παύει να είναι συνέχεια της παλαιάς. Τα παλαιότερα στοιχεία μάλιστα που επιβιώνουν μέσα στη νέα δομή, καθώς η μεταβολή δεν είναι ποτέ ριζική, συνήθως είναι περισσότερα.
β) Ιστορικές περίοδοι που δεν διατηρούν μια δομική συνάφεια με τις επόμενες, που κάποια στοιχεία τους δεν ανιχνεύονται στις μεταγενέστερες περιόδους, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος μιας τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας. Στη Σάμο, π.χ., δεν είναι εύκολο να συνδεθεί η εποχή του Πολυκράτη, τυράννου του 6ου αιώνα π.Χ., με τη σημερινή τοπική πολιτισμική ταυτότητα. Φαίνεται ότι κανένα στοιχείο από εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε να συμβάλει στη σημερινή τοπική αυτογνωσία. Αν και βέβαια, ως ελληνική ιστορία και η εποχή αυτή αποτελεί χωρίς αμφιβολία μέρος της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Με τα μνημεία μιας άλλης εποχής, εξάλλου, πέρα του πιθανού οικονομικού οφέλους που προσφέρουν από την τουριστική προβολή τους, μπορεί να έχουν συνδεθεί συναισθηματικά οι άνθρωποι ενός τόπου και να έχουν αποκτήσει χάρη σ’ αυτά ενδιαφέρον για την πολιτισμική παραγωγή μιας άλλης εποχής.
γ) Γεγονότα που έγιναν σ’ έναν τόπο χωρίς να προκληθούν από τους κατοίκους ή δεν αφορούσαν άμεσα τον τόπο αυτό: π.χ., η μάχη του Καρπενησίου (8 προς 9 Αυγούστου 1823), η ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) ή η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου 1942) είναι γεγονότα, τα δύο πρώτα της επανάστασης του 1821 και το τρίτο της ελληνικής αντίστασης επί γερμανικής κατοχής (1941-1944). Εγγράφονται, ωστόσο, στην τοπική ιστορία, όταν ως τόποι μνήμης (loci memoriae, lieux de mémoire) επηρεάζουν την τοπική συλλογική συνείδηση (Pierre Nora, Les lieux de mémoire, Paris, τ. 1: La République (1984), τ. 2: La nation (3 τεύχη, 1986), τ. 3: Les France (3 τεύχη, 1992)). 

Δ.3. Το χωριό, η κωμόπολη, η πόλη, η μικρή περιοχή
Αντικείμενο της ιστοριογραφίας, όταν μελετά ιστορικούς τοπικούς μικρό­κοσμους, είναι σε πρώτο βαθμό το χωριό, η κωμόπολη ή η πόλη και σε δεύτερο η μικρή περιοχή. Στην τελευταία διαπιστώνεται ότι συχνά υπάρχει μια ομάδα χωριών ή σε πληρέστερη μορφή μια ομάδα χωριών με μια κωμό­πολη ως κέντρο. Σ’ έναν τρίτο βαθμό, μερικές κωμοπόλεις με τα γύρω τους χωριά και μια πόλη ως κέντρο συγκροτούν μια περιοχή όπου συνήθως οι μικρόκοσμοι είναι περισσότεροι από ένας. Η μικρή σε έκταση περιοχή ενός τόπου, την οποία εδώ ονομάσαμε δεύτερου βαθμού, είναι συνήθως υποσύνολο μιας επαρχίας. Τα χωριά (ή και η κωμόπολη) μιας μικρής περιοχής αποτελούν μέρη της και αυτή ένα όλο. Ανάμεσα στα μέρη και στο όλο και ανάμεσα σε κάθε μέρος με τα άλλα μέρη παρατηρείται μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης, άλλοτε στενότερη και άλλοτε χαλαρότερη. Ανάλογες σχέσεις εξάρτησης διαπιστώνονται και στην περιοχή τρίτου βαθμού, που μπορεί να ταυτίζεται με μια διοικητική περιφέρεια. Στην ιστοριογραφία, πλέον, η ιστορία ολόκληρων περιφερειών δεν ονομάζεται τοπική ιστορία (στη γαλλική histoire locale), αλλά περιφερειακή ιστορία (histoire régionale). Το πλαίσιο συνήθως είναι καθορισμένο. Βασίζεται στη διοικητική διαίρεση, αν ο νομοθέτης σέβεται τη διαμορφωμένη στη μακρά διάρκεια προσωπικότητα μιας περιοχής. Ωστόσο, χρήσιμος είναι ο προβληματισμός, όπως αυτός διατυπώθηκε το 1913 από τον γάλλο ιστορικό Marc Bloch: «Δεν υπάρχουν από πριν δεδομένα περιφερειακά πλαίσια, με τα οποία ο ιστορικός μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Ανάλογα με τα ερωτήματα που θέτει, οφείλει να συγκροτεί ο ίδιος την περιοχή του» (Marc Bloch, LIle-de-France (Les Pays autour de Paris), Paris, 1913). Η περιφερειακή ιστορία, σε σχέση με την τοπική, έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Μερικές περιφέρειες διακρίνονται ως αγροτικές, ακόμη και εξειδικευμένες στην καλλιέργεια της αμπέλου, της ελιάς ή του καπνού, άλλες ως τουριστικές ή βιομηχανικές, ή με κριτήριο τα ιδιαίτερα προβλήματά τους ως συνοριακές. Διαφορετικές πάλι είναι οι νησιωτικές περιφέρειες: σ’ αυτές η απομόνωση, ο ‘‘νησιωτισμός’’, η περιορισμένη δυνατότητα μετακίνησης και επικοινωνίας, τις καθιστά περισσότερο παραδοσιακές, επιβάλλει τους δικούς της αργούς ρυθμούς ζωής (κατεξοχήν παράδειγμα η Ικαρία). Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ενασχόληση με την αλιεία ή κυρίως με την εμπορική ναυτιλία και τον τουρισμό σε άγονα νησιά, όπως του Αιγαίου,  βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο και η επικοινωνία έφερε νέες ιδέες και αγαθά. Παρ’ όλα αυτά, οι παλαιές πολιτισμικές δομές αποδείχθηκαν ανθεκτικές.
Αλλά ας επανέλθουμε στην τοπική ιστορία. Κύτταρό της είναι το χωριό. Διακρίνονται κυρίως δύο τύποι: Το συγκεντρωμένο – με τα σπίτια του γύρω από μια εκκλησία – και το σκόρπιο με έναν πυρήνα σπιτιών και μερικούς συνοικισμούς από πολύ λίγα σπίτια (συνήθως στη θέση τους προϋπήρχαν καλύβια). Τα σπίτια ενός χωριού χτισμένα με την προσφορότερη ύλη σε κάθε τόπο, όπως πέτρα, πηλό, ξύλο, μπορούν να είναι, είτε το ένα δίπλα στο άλλο κολλητά και με την εξώπορτα να βλέπει στον δρόμο, είτε του τύπου σπίτια με αυλή με ή χωρίς κήπο. Ένα χωριό έχει το δικό του ζωτικό χώρο: τον ιδιωτικό – κτήματα ποτιστικά και άνυδρα κατατμημένα σε πολλές μικρές ιδιοκτησίες – και τον κοινοτικό όπου τα ζώα των οικογενειών του χωριού βόσκουν ελεύθερα. Όλα τα χωριά με τα γειτονικά τους, ύστερα από συμφωνία, έχουν σταθερά σύνορα. Σε πολλά χωριά κυριαρχεί ως καλλιέργεια το σιτάρι, σε άλλα το αμπέλι, η ελιά ή ο καπνός· στα ορεινά σπέρνουν λίγο απ’ όλα, όπως σιτάρι, καλαμπόκι, βρόμη· ταυτόχρονα συντηρούν λίγα γιδοπρόβατα· σε άλλα ασχολούνται με το ψάρεμα· άλλα, ή και τα ίδια, είναι χωριά ναυτικών· άλλα, μερικά ορεινά και μερικά πεδινά, βρίσκονται σε διαρκή μετακίνηση χειμώνα - καλοκαίρι, βόσκοντας τα κοπάδια τους· τα μέλη των κτηνοτροφικών οικογενειών επεξεργάζονται το μαλλί με το χέρι και διαθέτουν στην τοπική αγορά τα υφαντά του αργαλειού τους· άλλα με πολύ μικρές δυνατότητες στη γη και στη θάλασσα είναι μαστοροχώρια, άλλα με το κατάλληλο υπέδαφος μαδεμοχώρια, που επιδίδονται στην επεξεργασία των μεταλλευμάτων.
Ανάλογες δραστηριότητες αναπτύσσονται και στις κωμοπόλεις, μικρά συγχρόνως εμπορικά και διοικητικά κέντρα. Σε μια άλλη κλίμακα – διαφορετική και μεταξύ τους – οι πόλεις είτε ατείχιστες είτε με αδύνατο περιτείχισμα όπως η Αθήνα ή το Μεσολόγγι περί το 1800 είτε με μικρό φρούριο, είναι αγροτικές, διοικητικά κέντρα, εμπορικές, κυρίως τα λιμάνια, ή ‘‘βιομηχανικές’’ με μεικτές δραστηριότητες (Για τύπους πόλεων βλ. Νικολάι Τοντόροφ, Η βαλκανική πόλη, 15ος-19ος αιώνας, τ. 1-2 Αθήνα, 1986, ιδίως τ. 1, σ. 34 κ.ε. Επίσης, Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος (Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού), τ. 1-2, Αθήνα, 1985 (με 53 ανακοινώσεις). Την μεταπολεμική πολεοδομική πορεία εξετάζει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, Για την ελληνική πόλη, Αθήνα, 1990. Βλ., επίσης, Tim Hall, Αστική γεωγραφία, Αθήνα, 2005· Paul KnoxSteven Pinch, Κοινωνική γεωγραφία των πόλεων, Αθήνα, 2009). Στις κωμοπόλεις, πολύ περισσότερο στις πόλεις, παρατηρείται η μεγαλύτερη κοινωνική διαφοροποίηση και κατανομή της εργασίας· σ’ αυτές συγκεντρώνεται η κορυφή της τοπικής κοινωνικής ιεραρχίας και καμιά φορά εκδηλώνεται μια πολύ εκλεπτυσμένη, δεκτική κάποιων επιδράσεων από άλλα κέντρα, πολιτισμική ανάπτυξη.
Αν το χωριό, η κωμόπολη ή η πόλη είναι δεδομένα ως αντικείμενα της τοπικής ιστορίας, ο προσδιορισμός μιας μικρής περιοχής, όπως είδαμε, είναι έργο του ιστορικού. Για τον εντοπισμό των ιδιαιτεροτήτων της, οι οποίες την καθιστούν ξεχωριστή, ο ιστορικός πρέπει να στραφεί στον μακρότατο χρόνο της γεω­γραφίας και στον μακρό χρόνο της ιστορίας. Η ατομικότητα μιας μικρής περιοχής είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από την επίδραση του φυσικού τοπίου στο κοινωνικό σύνολο το εγκατεστημένο σ’ αυτή και από τις παρεμ­βάσεις που πραγματοποιεί το κοινωνικό σύνολο στο τοπίο.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι ένας εκτεταμένος χώρος αποτελείται από μια σειρά φυσικών τοπίων. Με βάση τα γενικά χαρακτηριστικά τους, αυτά διακρίνονται σε ορεινά, πεδινά, παραθαλάσσια κ.ά., καθώς και σε ενδιάμεσες πολυάριθμες ποικιλίες εξαιτίας του ανάγλυφου, της ποιό­τητας του εδάφους, του μικροκλίματος, των νερών, της βλάστησης. Σύμφωνα με το γεωγράφο Maximilien Sorre, το μικροκλίμα, π.χ., «είναι μια έννοια από τις πιο χρήσιμες, τις πιο ρεαλιστικές». Και εξηγεί: «Το κλίμα παρουσιάζει σε κάθε τόπο μια εντελώς ξεχωριστή ατομικότητα που μερικές φορές διαφέρει ακόμη και από την πιο γειτονική. Μια ελαφρά διαφορά υψομέτρου, ο αντίθετος προσανατολισμός των κλιτύων του ίδιου λόφου, το πέρασμα από την κατωφέρεια στο πλάτωμα, η διάρκεια της ηλιοφάνειας, η φορά του ανέμου, η θερμοκρασία, το ύψος της βροχόπτωσης κι όλα αλλά­ζουν. Και ταυτόχρονα το τοπίο της βλάστησης και οι αντιδράσεις του οργα­νισμού μας...» (Maximilien Sorre, Les fondements biologiques de la géographie humaine. Essai d’une écologie de l’homme, Paris, 1943, τ. 1, σ. 14. H αναφορά γίνεται από τον Fernand Braudel, L’identité de la France, ό.π., σ. 58-59 και 384 σημ. 60).
Ωστόσο, κάθε μικρή περιοχή είναι παράγωγο όχι μόνο της φύσης αλλά και της ιστορίας. Ο τόπος, στον οποίο εγκαθίσταται αρχικά μια ανθρώπινη ομάδα, συχνά γίνεται για μακρό χρόνο εδραία διαμονή της. Από την πρώτη στιγμή αρχίζει με τις παρεμβάσεις της στο τοπίο, που δεν σταματούν ποτέ, να μετασχηματίζει, να εκπολιτίζει τον φυσικό χώρο. Με αυτή τη διαδικασία ο φυσικός χώρος, τον οποίο η ομάδα καταλαμβάνει και διευθετεί με τη δική της αντίληψη, μετατρέπεται σε μια ιστορική, σε μια πολιτισμική περιοχή. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη τη σημασία της γεωγραφίας και των ανθρώπινων πολιτισμικών παρεμβάσεων σε έναν μικρό τόπο, μπορούμε να τον ονομάζουμε μικρή γεωγραφική πολιτισμική περιοχή ή απλά μικρή περιοχή.
Εξαιτίας της γεωγραφίας και της ιστορίας, των φυσικών δυσκολιών και των περιορισμένων τεχνικών δυνατοτήτων, η μικρή περιοχή δεν μπορούσε εύκολα να επικοινωνεί με άλλους τόπους. Μερικές φορές, άγονες ακατοίκητες εκτάσεις πέρα από τη μικρή περιοχή ή συνηθέστερα φυσικά εμπόδια, όπως δύσβατα βουνά και απότομες ακτές, δυσχέραιναν κατά πολύ τη μετακίνηση προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις. Οι χερσαίοι δρόμοι, εξάλλου, δεν ήταν παρά ημιονικοί και στον ελληνικό χώρο άρχισαν να κατασκευάζονται αμαξιτοί, με αργούς ρυθμούς, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (Μαρία Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880, Αθήνα, 1989, σ. 20-21, 25). Οι μετακινήσεις των απλών ανθρώπων γίνονταν με τα πόδια ή σπανιότερα με ζώα, με τα οποία πραγματοποιούνταν και οι μεταφορές. Μεγαλύτερες ποσότητες αγαθών μπορούσαν να μεταφερθούν με μικρά πλοία που εξυπηρετούσαν παράκτιες περιοχές. Ως τις αρχές του 20ού αιώνα – για μερικές περιοχές ως και μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο – τα είκοσι και τα τριάντα χιλιόμετρα, τα οποία σήμερα διανύονται με το αυτοκίνητο σε λίγα λεπτά της ώρας, ήταν μια υπολογίσιμη απόσταση. Με τέτοιες συνθήκες ήταν επόμενο οι άνθρωποι να μετακινούνται πολύ λίγο. Γι’ αυτό, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι τοπικές ιδιαιτερότητες, σ’ έναν βαθμό, οφείλονται στην απομόνωση εξαιτίας των αποστάσεων. Περισσότερο καθοριστική μάλιστα υπήρξε η απομόνωση για τις περιοχές που ήταν μακριά από τους μεγάλους οδικούς άξονες.
Ο ιστορικός, για να προσδιορίσει μια μικρή περιοχή, οφείλει να διακρίνει πέρα από την ομοιογένεια του τοπίου, και την πολιτισμική ομοιογένεια. Αυτό θα το πετύχει, αν εξετάσει τα χαρακτηριστικά αρκετών συνεχόμενων χωριών. Μέσα σ’ αυτά θα εντοπίσει μια ομάδα χωριών, με ή χωρίς κωμόπολη ως κέντρο, με ομοιότητες στις οικονομικές δραστηριότητες, με εφαρμογή κοινών μεθόδων καλλιέργειας, χρήση όμοιων εργαλείων, ανέγερση σπιτιών με την ίδια αρχιτεκτονική αντίληψη, με οικογενειακή και κοινωνική οργάνωση που δεν διαφέρει. Τους κατοίκους αυτών των χωριών, λόγω της μακράς εδραίας διαμονής ή και της κοινής καταγωγής, συνδέουν κοινά οπωσδήποτε ήθη, έθιμα, συνήθειες, παραδόσεις, τραγούδια, χοροί και ένα κοινό γλωσσικό ιδίωμα. Όλα τα παραπάνω σε πρώτη ματιά δεν φαίνεται να είναι διαφορετικά από άλλων γειτονικών μικρών περιοχών. τελικά, ωστόσο, από μερικά τουλάχιστο κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία, συχνά προκύπτουν αβίαστα οι ιδιαιτερότητες εκείνες που προσδιορίζουν μια μικρή περιοχή με τη δική της ατομικότητα και έναν πληθυσμό με τη δική του πολιτισμική ταυτότητα. Στη συνεκτίμηση των στοιχείων ο ιστορικός οφείλει να προσέξει ακόμη, ανάμεσα σε άλλα, αν οι οικογένειες ενός χωριού δέχονται να πάρουν ή να δώσουν γαμπρούς και νύφες σε άλλα χωριά, αν οι κάτοικοι ενός χωριού πηγαίνουν και γίνονται με ευχαρίστηση δεκτοί στα πανηγύρια των χωριών της περιοχής κτλ.
Με την έλευση της σύγχρονης εποχής και η μικρή περιοχή αλλάζει. Kαι πάλι όμως, η καθεμιά έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες που την καθιστούν διαφορετική από τις άλλες. 

Δ.4. Το τοπικό και το ευρύτερο
Ένας τόπος, παρά τις ιδιαιτερότητές του που τον καθιστούν μοναδικό, δεν υπάρχει ανεξάρτητα από άλλους ευρύτερους: Αυτοί μπορεί να είναι γεωγραφικές περιφέρειες όπως η Πελοπόννησος, εθνικοί χώροι όπως η Ελλάδα, ευρύτερες περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Ευρώπη, η Δυτική Ευρώπη ή η Μέση Ανατολή, εκτεταμένοι χώροι ενοποιημένοι μέσα από την αγορά, γνωστοί ως οικονομίες-κόσμοι, όπως η Ευρώπη επί τέσσερις αιώνες (1400-1800) ή το οθωμανικό κράτος την ίδια περίπου εποχή (Για τη σημασία του όρου οικονομία-κόσμος, βλ. Fernand Braudel, La dynamique du capitalisme, Paris, 1985). Ξεκινώντας από το 1800, όλοι οι τόποι, σε διαφορετικό βαθμό αλλά όλο και περισσότερο, αποτελούν έκτοτε μέρη του συνεχώς διευρυνόμενου ενοποιημένου χώρου των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Νέα ώθηση από τον 19ο αιώνα και ως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού έδωσαν ο σιδηρόδρομος, ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, ο κινηματογράφος, το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, η ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω του διαδικτύου, το κινητό τηλέφωνο. Οι αποστάσεις που ήταν σημαντικό πρόβλημα, όταν δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα μετακίνησης, έχουν γίνει πλέον πολύ μικρότερες ή εκμηδενιστεί από μια άποψη. Τα σύνορα, όσο κι αν λαμβάνονται μέτρα διασφάλισής τους, δεν είναι εμπόδιο όσο άλλοτε. Παραβιάζονται από ανθρώπους που αναζητούν καλύτερη τύχη, οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί υποχωρούν, το εμπόριο διεξάγεται όσο ποτέ άλλοτε ελεύθερα, η παγκοσμιοποίηση είναι η νέα πραγματικότητα.
Αν όμως το τοπικό ως μερικό εξαρτάται, τουλάχιστο ως ένα σημείο, από το όλο, στο οποίο ανήκει, άλλο τόσο και το όλο κατανοείται και εξηγείται με την ανάλυση των μερών. Κατά συνέπεια, η τοπική ιστορία, όπως υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο Pierre Goubert (1915-2012), μπορεί να χρησιμεύει και στην αποκάλυψη προβλημάτων που φωτί­ζουν τη γενική ιστορία (Pierre Goubert, «Local History», Daedalus c (winter 1971), σ. 113-127). Πρωτοποριακή ιδιαίτερα σε σχέση με τη δημογραφική ιστορία είναι η διατριβή του για την κοινότητα Beauvais της Γαλλίας τον 17ο αιώνα (Pierre Goubert, Beauvais et le Beauvaisis de 1600 à 1730. Contribution à l’histoire sociale de la France au XVIIe siècle, préface de Daniel Roche, (Les classique de la Sorbonne) Paris,  2013 (1/1960)). Από έναν μεγάλο αριθμό ιστορικών οι οποίοι στρέφονται στον μικρόκοσμο, στη μικροϊστορία, αλλιώς εθνοϊστορία, που παρουσιάζει το δικό της αυτόνομο ενδιαφέρον και συμβάλλει στην κατανόηση του μεγάκοσμου, της μεγάλης ιστορίας, περιορίζομαι να αναφέρω δύο πολύ γνωστά έργα μεταφρασμένα και στην ελληνική: το βιβλίο του ιταλού ιστορικού Carlo Ginzburg για την τύχη ενός μυλωνά του 16ου αιώνα, θύμα της Ιερής Εξέτασης (Carlo Ginzburg, Il formaggio e i germi. Il cosmo di un mugnaio del Cinquecento, Milano, 1976, ελληνική μετάφραση, Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα, Αθήνα, 1994), και το βιβλίο του γάλλου ιστορικού Emmanuel Le Roy-Ladurie με τον τίτλο Montaillou, που εξετάζει την ιστορία, γύρω στα 1300, αυτού του χωριού των γαλλικών Πυρηναίων σε σχέση με τις πίστεις, τις ιδεολογίες, τις νοοτροπίες, τις διώξεις των Καθαρών από την Ιερή Εξέταση, τους τότε αργούς χρόνους (Emmanuel Le Roy Ladurie, Montaillou, village occitan de 1294 à 1324, Paris, 1975, ελληνική μετάφραση, Μονταγιού. Ένα οξιτανικό χωριό από το 1294 έως το 1324, Αθήνα, 2008).
Ο ερευνητής γράφοντας από το παρόν διακρίνει και κατανοεί το διαφορετικό και το ιδιαίτερο. Συγκρίνει το τοπικό που μελετά, με το κοντινό, το παρόμοιο, το διαφορετικό. Γι’ αυτό, η τοπική ιστορία δεν νοείται ως παράρτημα της γενικής ιστορίας. Χωρίς να χάνει την επαφή της με τη μεθοδολογία της μεγάλης ιστορίας, διατηρεί, ταυτόχρονα, την αυτοτέλειά της και τα δικά της ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Προσφέρει την αμεσότητα και την αίσθηση του βιωμένου, επιτρέπει να βρεθούμε κοντά στον άνθρωπο, τον καθημερινό και οικείο με σάρκα και οστά, αλλά και να κατανοήσουμε τη δική μας κατάσταση, χωρίς να παρασυρόμαστε σε ανεδαφικές νοσταλγικές αναπολήσεις του παρελθόντος.
                                                                                                                       
    Δ.5. Η ασταθής τοπική ισορροπία.
Οι ενδογενείς και εξωγενείς μεταβολές
Οι περισσότεροι τόποι, ως πρόσφατα, έζησαν μέσα στις στερήσεις. Οι μήνες πριν από τη συγκομιδή, κάθε άνοιξη, ήταν οι πιο δύσκολοι. Όσοι είχαν εξασφαλίσει το ψωμί της χρονιάς τους, θεωρούνταν ευυπόληπτοι νοικοκύρηδες. Στους τόπους αυτούς η οικογένεια, το χωριό, η κωμόπολη, η πόλη, η μικρή περιοχή αποτελούσαν ολότητες σε ασταθή ισορροπία. Ενδογενείς ή εξωγενείς μεταβολές, δομικές, συγκυριακές, συνήθη φαινόμενα ή απρόσμενα γεγονότα, μπορούσαν να περιορίσουν ή να εντείνουν την αστάθεια. Ενδογενείς παρεμβάσεις στις δομές (εκχερσώσεις από τις οικογένειες, κατασκευή μικρών αρδευτικών έργων με προσωπική εργασία από τις κοινότητες κτλ.) είχαν πρόσκαιρα ή και μονιμότερα θετικά αποτελέσματα. Ενώ άλλες ενδογενείς μεταβολές (αποψίλωση δασών, απόπλυση και χαμηλή απόδοση της γης, αύξηση του πληθυσμού, όλο και μικρότεροι κλήροι διάσπαρτοι κτλ.) καθιστούσαν ασταθέστερη την ισορροπία. Μια χρονιά αφορίας, εξάλλου, πολύ περισσότερο η δυσμενής φάση μιας οικονομικής συγκυρίας μερικών ετών επιδείνωνε την κατάσταση, με συνέπεια οι ασθενέστεροι που αποτελούσαν το πλήθος, να αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας και της απόγνωσης.
Σε τέτοιες συνθήκες οι κοινωνίες, για να ζήσουν, ανοίγονται προς τα έξω. Άντρες, κυρίως νέοι, έπαιρναν τον δρόμο της μετανάστευσης, εποχικής ή μακροχρόνιας. Πρώτα πρώτα με την απομάκρυνση, έστω και ενός, από την οικογένεια τα στόματα λιγόστευαν. Έπειτα, με την επιστροφή του εποχικού μετανάστη μπορούσαν, ως ένα σημείο, να καλυφθούν ανάγκες σε ψωμί, λάδι, αλάτι κτλ. ή ακόμη, κυρίως όταν η αμοιβή του σπανιότερα ήταν σε χρήμα, να καταβληθούν φόροι, να επιστραφούν δανεικά ή να αγοραστούν εντελώς απαραίτητα αγροτικά εργαλεία. Η μακροχρόνια μετανάστευση επέτρεπε την κάλυψη σοβαρότερων αναγκών: προίκα αδερφής, αγορά κτημάτων, χτίσιμο καλού σπιτιού από μαστόρους κτλ.
Στην κορυφή των τοπικών κοινωνικών ιεραρχιών, από τη βυζαντινή και την οθωμανική εποχή, βρίσκονταν οικογένειες συνήθως με μεγάλη, ή σχετικά μεγάλη, έγγεια ιδιοκτησία, την οποία αύξησαν με τη διαχείριση των κοινοτικών αξιωμάτων και την είσπραξη των φόρων. Η κατανομή και είσπραξη των φόρων, καθώς και η απόσπαση μεγάλου μέρους από την παραγωγή των καλλιεργητών της γης καθιστούσαν την κοινωνική ισορροπία ασταθέστερη. Με την είσοδο στην νεωτερική εποχή και τη διεύρυνση της αγοράς, την τοπική κοινωνική κορυφή κατέλαβαν και νέες οικογένειες. Η ανάπτυξη της μεταβατικής κτηνοτροφίας και της χειροτεχνικής ‘‘βιομηχανίας’’ επέτρεψαν τη συσσώρευση κεφαλαίων. Πηγές εισροής ρευστού χρήματος εξάλλου υπήρξαν η μετανάστευση, το εμπόριο και οι θαλάσσιες μεταφορές. Όλα αυτά επέφεραν, ως ένα σημείο, και τον τοπικό δομικό μετασχηματισμό. Άνισα βέβαια: Η Ύδρα προεπαναστατικά έγινε ένα ισχυρό ναυτιλιακό κέντρο, ο Πειραιάς, με μερικές καλύβες ψαράδων στις αρχές του 19ου αιώνα, εξελίχτηκε σταδιακά, χάρη και στις πολιτικές επιλογές, σ’ ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου. Στην ορεινή Ευρυτανία, όμως, εκατό ολόκληρα χρόνια από την προσπάθεια του Ιωάννη Καποδίστρια και της Αντιβασιλείας να προωθήσουν τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της γεωργίας, το 1929, χρησιμοποιούνταν μόνο 33 σιδεράλετρα (Λεωνίδας Καλλιβρετακης, Η δυναμική τον αγροτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα, 1990, σ. 64: Η Ευρυτανία διέθετε 5.974 ξύλινα, 33 σιδερένια και 1 βενζινάλετρο, ενώ η πεδινή Λοκρίδα 788 ξύλινα, 4.952 σιδερένια και 6 βενζινάλετρα).

Οι ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταβολές, ενδογενείς ή εξωγενείς, σ’ έναν τόπο ενδεικτικά μπορούν να οφείλονται: α) οι ενδογενείς στην αξιοποίηση παραγωγικών πόρων, στην εντατικοποίηση της παραγωγής, στην ανάπτυξη νέας τεχνολογίας, στην άνοδο νέων κοινωνικών ομάδων, σε συγκρούσεις ανάμεσα σ’ αυτές, σε εσωτερική οικονομική ανάκαμψη ή κρίση, σε αθρόα μετανάστευση ενεργού πληθυσμού, σε επιτυχείς ή ανεπιτυχείς πολιτικούς χειρισμούς, σε θανατηφόρες επιδημίες, σε καταστροφικούς σεισμούς ή κατολισθήσεις, σε πληθυσμική άνοδο ή κάμψη, σε ανακατανομή της γης με αγορές ή πωλήσεις, β) οι εξωγενείς στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, σε διεύρυνση της αγοράς, σε ξένες επενδύσεις, πολιτισμική επίδραση, εγκατάσταση νέων πληθυσμών, επιδρομές, πόλεμο, κατάκτηση κτλ.
                                                   
Ε΄. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ε.1. Οι πηγές της τοπικής ιστορίας
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου, όποιου ενδιαφέρεται για την τοπική ιστορία, είναι η διάσωση των πηγών της. Γι’ αυτό, η σύσταση τοπικών αρχείων, η στελέχωσή τους και η συνεχής ενίσχυση και στήριξη του έργου τους αποτελεί μια πολύ αξιέπαινη συνειδητή ενέργεια. Ο θεωρητικός προβληματισμός και η ευαισθητοποίηση για το εύρος του πεδίου της τοπικής ιστορίας οδηγεί στον εντοπισμό, τη συγκέντρωση, την ορθή ταξινόμηση και τη συντήρηση όλου εκείνου του υλικού που θα μπορούσε να διευκολύνει, σήμερα και στο μέλλον, όσους θελήσουν να το μελετήσουν. Καθώς ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη πώς έχουν τα πράγματα σήμερα, το ενδια­φέρον των τοπικών αρχείων στρέφεται αποκλειστικά στις γραπτές πηγές, ενώ για άλλες ενδιαφέρονται η αρχαιολογική υπηρεσία, τα λαογραφικά μου­σεία κτλ., χρειάζεται συντονισμός. Όλων των κατηγοριών οι πηγές είναι χρήσιμες.
Τη σύγχρονη ιστοριογραφία ενδιαφέρουν τα ακόλουθα είδη ιστορικών πηγών:
α) Το τοπίο, ο χώρος. Το έδαφος, το μικροκλίμα, η βλάστηση, η νοσηρότητα, το αγροτικό τοπίο, οι δρόμοι επικοινωνίας κ.ά., αποτελούν τις πρώτες και μεγάλης σημασίας πηγές για την τοπική ιστορία.
β) Οικισμοί – χωριά, κωμοπόλεις, πόλεις – και η διάταξή τους στον χώρο. Παρά την εντατική ανθρώπινη παρέμβαση σήμερα στον χώρο, έχουν σωθεί μικρά, σε μερικές περιπτώσεις και μεγαλύτερα, τμήματα παλαιότερων οικισμών, στα οποία το παρελθόν επιβιώνει. Ο κόσμος του χτες δεν έχει εντελώς χαθεί.
γ) Κτίρια. Σπίτια, αγροτικές και «βιομηχανικές» εγκαταστάσεις, εκκλησίες, μοναστήρια, δημόσια και κοινοτικά κτίρια.
δ) Εργαλεία, μηχανές.
ε) Οικιακά σκεύη, φορεσιές – καθημερινές και γιορτινές – και πολλά άλλα χειροτεχνήματα.
στ) Αφηγηματικές. Τα μικρά χρονικά, οι υποκειμενικές προσλήψεις του τοπικού, οι χρονογραφίες, τα απομνημονεύματα, τα ημερολόγια, οι ιστορίες. Το είδος αυτών των πηγών, που ευνόησε η ιστοριογραφία ως τις αρχές του 19ου αιώνα, εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό. Αρκεί να προσεγγίζεται κριτικά.
ζ) Έγγραφα, βιβλία, κατάστιχα δημόσια, κοινοτικά, ενοριακά, εκκλησιαστικών αρχών, συλλόγων, ιδιωτικά (εταιρειών, εμπόρων, πλοιάρχων κτλ.), συμβολαιογραφικές πράξεις, λογιστικά βιβλία, μητρώα συντεχνιών, κτηματολόγια, κώδικες κτλ.
η) Απογραφές. Οθωμανικές, βενετικές, του ελληνικού κράτους από το 1828 και συστηματικότερα από το 1861 ή άλλες τοπικές (Βλ. ΜΙΧΑΗΛ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, Αθήνα τ. Α΄/1 1973, τ. Α΄/2 1974, τ. Β΄ 1975, τ. Γ΄ 1976ˑ Γιαννης Μπαφουνης (προλεγόμενα - επιμέλεια), Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861, Αθήνα, 1991ˑ Βαγγελης Τολης, Ιστορική δημογραφία του ελλαδικού χώρου. Το παράδειγμα της Ύδρας (18ος-19ος αιώνας), Αθήνα, 2010. Σχετικά με σειρά προβλημάτων, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, «Χωροταξικός σχεδιασμός και πληθυσμός στη μεταπολεμική Ελλάδα. Σχεδιασμός με ποια δεδομένα;», στο www.demography-lab.prd.uth.gr/kotzamanis.pdfΑντωνης Μιχαλεας, Δημογραφία, Αθήνα, 2005).
θ) Επιστολές απλών ανθρώπων, όπως συγγενών, φίλων, στρατιωτών, ναυτικών, μεταναστών ή ακόμη τοπικών λογίων και άλλων (η συγκέντρωσή τους, όπως και των πηγών με ένδειξη ιγ, απαιτεί ιδιαίτερη επίπονη έρευνα).
ι) Προφορικές που έχουν καταγραφεί: τραγούδια, μύθοι, παραδόσεις, έθιμα, γιορτές, πανηγύρια, χοροί, κηρύγματα, λόγοι.
ια) Λογοτεχνικά έργα που κινούνται σ’ έναν υπαρκτό χώρο, κυρίως πεζο­γραφήματα, στα οποία αποτυπώνεται το καθημερινό: η ζωή στο χωριό ή στην πόλη, οι νοοτροπίες. Ο ιστορικός οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός με τα αληθοφανή τεχνάσματα της λογοτεχνικής περιγραφής και να αναζητεί όχι τόσο αυτό που οι συγγραφείς θέλησαν να πουν όσο εκείνο που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν.
ιβ) Γλυπτά και ζωγραφικά. Τέμπλα εκκλησιών, τοιχογραφίες, φορητές θρησκευτικές εικόνες, συμβολικές παραστάσεις, έργα λαϊκής τέχνης, αφιερώματα κτλ.
ιγ) Φωτογραφίες. Οικισμών, αγροτικών τοπίων, λιμανιών, σπιτιών, βιοτεχνικών και βιομηχανικών εγκα­ταστάσεων, δρόμων, σιδηροδρομικών σταθμών ατομι­κές, οικογενειακές, ομάδων από πανηγύρια, θρησκευτικές τελετές, παρελά­σεις, πολιτικές και άλλες συγκεντρώσεις κτλ. Συλλέγεται και φωτογραφίζεται το παλαιό αλλά και το σύγχρονο.
ιδ) Δίσκοι, παλαιοί και νέοι με τοπικά τραγούδια. Μπορούν να μαγνητο­φωνούνται και από τον ερευνητή.
  ιε) Ταινίες του έντεχνου κινηματογράφου, επικαίρων ή μορφωτικών και τουριστικού ενδιαφέροντος που πολλά διασώζουν (πρβλ. ιγ). Συνειδητά ενεργώντας, καλό είναι να βιντεοσκοπούνται σημερινές εκδηλώσεις και απλές καθημερινές δραστηριότητες.
ιστ) Προφορικές (όσες δεν έχουν καταγραφεί). Ιδιαίτερης σημασίας για τον ερευνητή της τοπικής ιστορίας. Ο ζωντανός άνθρωπος, με όλο το δομικό φορτίο που μεταφέρει, αποτελεί ανεξάντλητη πηγή του τοπικού. Αρκεί να ξέρουμε να τον «ανακρίνουμε». Είναι η μόνη πηγή που απαντά σ’ αυτό που ρωτάμε. Κατάλληλα ερωτηματολόγια που καλύπτουν όλο το πεδίο της τοπικής ιστορίας (βλ. Ε.2) μπορούν να δώσουν πλούσιο ιστορικό υλικό, όσο μένει ακόμη ζωντανό στη μνήμη. Η νέα γενιά, καθώς τα τελευταία χρόνια οι καιροί αλλάζουν, δεν μπορεί να έχει την ίδια σχέση με το παρελθόν, αυτή που είχε η παλαιότερη γενιά. 

Ε.2. Επίπεδα της τοπικής ιστορίας
Μια μελέτη που ερευνά από όλες τις πλευρές, στη διαπλοκή τους, την ιστορία ενός τόπου, χωριού, κωμόπολης, πόλης ή μικρής περιοχής, είναι μια μελέτη συνολικής ιστορίας. Μπορεί όμως να είναι συνολική ιστορία και η έρευνα ενός επιμέρους θέματος. Η μερική διαπραγμάτευση ανταποκρίνεται σε μια αποδεκτή ερευνητική πρακτική ή ακόμη είναι συνέπεια της εξειδίκευσης, της ανάπτυξης ιστορικών κλάδων που προσεγγίζουν ορισμένες πήγες με τις δικές τους ειδικές θεωρητικές γνώσεις και μεθόδους. Η συνολική ιστορία, βέβαια, δεν παύει να έχει ως τελικό στόχο τη συνολική διαπραγμάτευση, περισσότερο όμως, σ’ ένα προηγούμενο στάδιο, είναι ένας τρόπος ιστορικής εξήγησης κάθε μέρους σε σχέση με την αμοιβαία εξάρτησή του με κάθε άλλο μέρος και των μερών με το όλο (βλ. και Δ.3). Με αυτές τις προϋποθέσεις και η συνολική και η μερική ιστορική εργασία είναι συνολική ιστορία.
     Ένα ιστορικό όλο μοιάζει με ένα κτίριο. Υποδομή έχει τα θεμέλια και μέρη τους ορόφους. Ανάλογα νοούνται και τα επίπεδα, τα μέρη, κάθε ιστορικού όλου. Η διάταξή τους αρχίζει με την υποδομή, με τον φυσικό χώρο, στον οποίο ζει ένα κοινωνικό σύνολο, και κλείνει με τον τελευταίο όροφο, την πολιτισμική έκφραση αυτού του συνόλου. Τα επίπεδα της τοπικής ιστορίας και τα περιεχόμενά τους, σε εντελώς γενικές γραμμές, προσδιορίζονται ως εξής:
α) Ο χώρος. Το έδαφος, το υπέδαφος, οι πεδιάδες, οι κοιλάδες, τα βουνά τα δάση, οι πηγές, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα έλη, το μικροκλίμα, οι οικισμοί, οι αγροί, ποτιστικοί και άνυδροι, και η διάταξή τους στον χώρο, τα λιβάδια, οι δρόμοι (χερσαίοι, θαλάσσιοι), οι αποστάσεις· τα άγρια ζώα, τα έντομα, τα βότανα (Ιδιαίτερα χρήσιμο το έργο του Max Derruau, Ανθρωπογεωγραφία, Αθήνα, 1987. Για την κοινότητα του χωριού, τις φυσικές βάσεις των αγροτικών οικονομιών, το έδαφος, το κλίμα, τον πληθυσμό (οικολογία - επιδημιολογία), τις μεταναστευτικές κινήσεις, την κοινωνική κινητικότητα, τις τεχνικές και τα αγροτικά συστήματα, τον εκχρηματισμό στις αγροτικές οικονομίες, τις σχέσεις τοπικής και κεντρικής εξουσίας, βλ. Ο αγροτικός κόσμος στο μεσογειακό χώρο, Πρακτικά του Ελληνογαλλικού Συνεδρίου (Αθήνα 4-7 Δεκ. 1984), Αθήνα, 1988. Ανάλυση χρήσιμης βιβλιογραφίας για την τοπική ιστορία βλ. στη μελέτη, Ελένη Θ. Κοβάνη, Οι εμπειρικές έρευνες στην αγροτική Ελλάδα, Αθήνα, 1986. Για τη σχέση ιστορίας και γεωγραφίας, βλ. H.C. Barby κ.ά., The relations of history and geography. Studies in England, France and the United States. Twelve previously unpublished essays on historical geography, University of Exeter Press, 2002).
Αυτή η γεωγραφική προσέγγιση δεν αρκεί να αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο κάθε τοπικής ιστορίας. Κατά τη διαπραγμάτευση κάθε επιπέδου χωριστά χρησιμοποιούνται στοιχεία του πρώτου αυτού επιπέδου, όπως και κάθε άλλου, για να εξηγηθεί το καθετί μέσα από τις αμοιβαίες σχέσεις και εξαρ­τήσεις που υπάρχουν.
Ως προς την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στην ιστορία ενός τόπου δεν γίνεται αποδεκτός σήμερα ο απόλυτος γεωγραφικός ντετερμινι­σμός του Friedrich Ratzel (1844-1904) ανάμεσα στο πρώτο επίπεδο, της γεωγραφίας, και στα άλλα, της ανθρώπινης δράσης, υπάρχει αμοιβαία σχέση. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται απόλυτος, αλλά μετριοπαθής / διαλεκτι­κός ντετερμινισμός (Βασικό παραμένει το έργο του Lucien Febvre, La terre et lvolution humaine, Paris, 1922). Ο βαθμός καθορισμού της ιστορίας ενός τόπου από το πρώτο και από τα άλλα επίπεδα ποικίλλει στον τόπο και στον χρόνο. Πόσο ένα κοινω­νικό σύνολο ενός τόπου εξαρτάται στη μακρά διάρκεια από τη γεωγραφία και πόσο αυτό ξεπερνά τους φυσικούς καταναγκασμούς με τα μέσα που διαθέτει, καλείται ο ιστορικός να το προσδιορίσει.
β) Η οικονομία. Οι οικονομικές δραστηριότητες: 1. στον πρωτογενή τομέα: γεωργία, κτηνοτροφία, ξύλευση, αλιεία, εξόρυξη, 2. στον δευτερογενή, στη ‘‘βιομηχανία’’: οικοτεχνία, χειροτεχνία (δραστηριότητες τεχνιτών που μεταφέρονται από τόπο σε τόπο ή γίνονται σε μόνιμες εγκαταστάσεις, σε εργαστήρια), βιοτεχνία, βιομηχανία, 3. στον τριτογενή τομέα: εμπόριο, μετα­φορές, δανεισμός από τοκογλύφους, τράπεζες και άλλες δημόσιες και ιδιω­τικές υπηρεσίες που εξυπηρετούν το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτή­των. Στο επίπεδο αυτό ακόμη εξετάζονται: το ύψος της παραγωγής, τα εισοδή­ματα, ο τρόπος ιδιοποίησής τους, η χρήση, συσσώρευση και τοποθέτηση του χρήματος, οι ανταλλαγές, η επάρκεια και οι τιμές των αγαθών, η κατανάλω­ση, η διατροφή (σε σχέση και με τις νοοτροπίες) ακόμη οι κυκλικές διακυ­μάνσεις ανάμεσα στην επάρκεια και στην έλλειψη, οι οικονομικές κρίσεις η αυτοκατανάλωση, η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς, η σχέση οικονο­μίας και κράτους. Όλα τα παραπάνω ανήκουν στα ενδιαφέροντα της οικο­νομικής ιστορίας.
γ) Η τεχνική. Όλα τα εργαλεία, οι μηχανές, με μια λέξη τα όργανα που χρησιμοποιούνται σ’ όλους τους παραγωγικούς τομείς. Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται σ’ αυτούς τους τομείς όπως στην καλλιέργεια της γης, στη φροντίδα των ζώων. Τα μέσα και οι τεχνικές στην παρασκευή του φαγητού, στην κατασκευή ενδυμασίας, κατοικίας, αρδευτικών έργων, δρόμων, γεφυρών, υδρόμυλων και ανεμόμυλων, μέσων μεταφοράς, εργαστηρίων. Με αυτά ασχολούνται ειδικοί κλάδοι της ιστορίας, όπως η ιστορία της μαγειρικής, της ενδυμασίας ή της τεχνικής. Ειδικότερα ο κλάδος που μελετά παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, με σκοπό τη συναγωγή ιστορικών συμπερασμάτων, ονομάζεται βιομηχανική αρχαιολογία (π.χ., η μελέτη των εγκαταστάσεων και του τεχνικού εξοπλισμού των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση της τοπικής τεχνικής από την ευρύτερα διαδεδομένη ή την εισαγόμενη.
δ) Η κοινωνία. Προέλευση και πρώτη εγκατάσταση των κατοίκων ενός τόπου, μεταγενέστερες εγκαταστάσεις (προς αυτή την κατεύθυνση η μελέτη των τοπωνυμίων, ή και των επωνύμων, που παρουσιάζουν αντοχή μέσα στον χρόνο, είναι πολύ χρήσιμη). Κεντρική θέση στη μελέτη της τοπικής ιστορίας κατέχει η οικογένεια, όπως επίσης τα γένη ή και οι φυλές. Η διάρθρωση της οικογένειας (εκτεταμένη, σύνθετη, πυρηνική), οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της και της οικογένειας προς τα έξω – ιδίως στην επέκταση συμμαχιών με τον γάμο και στη σύναψη πελατειακών σχέσεων – εξηγούν πολλά. Επίσης σημαντική στο επίπεδο αυτό είναι η εξέταση σε ποιο βαθμό η κοινωνία ενός χωριού είναι εξισωτική (Περισσότερα, σχετικά, στο βιβλίο μου Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας, Αθήνα, 2011, σ. 365 κ.ε.: Οι αγροτικές κοινότητες στη βενετική περιφέρεια), έχει συνοχή, είναι κοινότητα, ή πόσο σ’ ένα χωριό, πολύ περισσότερο στις πόλεις, υφίστανται κοινωνικές ομάδες με την έννοια των κοινωνικών τάξεων και των επαγγελματικών κατηγοριών όπως, π.χ., των συντεχνιών. Η κοινωνική ιστορία σήμερα έχει την τάση να μελετά «προσωπογραφίες» ομάδων, όπως ακόμη τις δραστηριότητές τους ή τις παραγωγικές και άλλες σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες και την ποιότητα αυτών των σχέσεων ή ακόμη την ανάπτυξη μιας ομάδας εις βάρος άλλης ή άλλων.
Αλλά το ενδιαφέρον δεν είναι μικρό και για τη θέση μέσα στην κοινωνία των φύλων (αντρών - γυναικών) και την ηλικιών (παιδιών, ώριμων, ηλικιωμένων). Όπως επίσης αποκαλυπτική για τη γνώση μιας κοινωνίας είναι η μελέτη των αποκλινόντων (ληστών/πειρατών, μάγων/μαγισσών, επαιτών, άρρωστων από τρέλα, φυματίωση, λέπρα κτλ.).
Η εικόνα και η εξήγηση της κοινωνικής ιστορίας ενός τόπου ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της καθημερινής ζωής της.
ε) Η δημογραφία. Η τοπική ιστορία ως δημογραφική εξετάζει και εξη­γεί την πυκνότητα ενός πληθυσμού στον χώρο και τις διακυμάνσεις του στον χρόνο. Ειδικότερα μελετά, εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα, την αναπαρα­γωγή ενός πληθυσμού (σε σχέση με την ηλικία του γάμου, το εισόδημα, το αγροτικό ή αστικό περιβάλλον, τις νοοτροπίες των κοινωνικών ομάδων), τη φθορά (τη μακροβιότητα, τη θνησιμότητα, τις αιτίες θανάτου), την κινητικό­τητα (την πρόσκαιρη, μακροχρόνια ή οριστική μετανάστευση στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, την παλιννόστηση, τις νέες εγκαταστάσεις στον τόπο). Ένα πληθυσμικό σύνολο εξετάζεται και κατά το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, το επάγγελμα κτλ.
στ) Η πολιτική. Εξετάζονται η οργάνωση και η λειτουργία των αρχών της κρατικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, το θετό και εθιμικό δίκαιο, η απονομή της δικαιοσύνης, οι ποινές, οι φυλακές, η αστυνομία, ο στρατός, η αγορανομία, η αγροφυλακή, η είσπραξη των φόρων, οι υγειονο­μικές, δασικές, γεωργικές και άλλες υπηρεσίες. Μεγάλη σημασία έχει η εξακρίβωση ποιες επιπτώσεις είχε για την τοπική ιστορία στον σύντομο, μέσο και μακρό χρόνο η περιφερειακή πολιτική, την οποία άσκησε η κεντρική εξουσία και η πολιτική της ίδιας της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε σχέση με τις εξαρτήσεις, τους πόρους, το όραμα. Επίσης, αξίζει να ερευνηθεί η εκσυγ­χρονιστική πολιτική, που ασκήθηκε στην ελληνική περιφέρεια και στην πρωτεύουσα τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Πόσο το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση ή ιδιώτες ενδιαφέρθηκαν για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, την ηλεκτροδότηση, την ίδρυση και λειτουργία σχολείων, νοσοκομείων κτλ.
Στο επίπεδο αυτό εξετάζεται ανάλογα και η εκκλησιαστική διοίκηση, επι­σκοπική και ενοριακή, και καθεαυτήν και στις σχέσεις της με τις πολιτικές αρχές, κρατικές και κοινοτικές.
ζ) Η πολιτισμική έκφραση. Οι δραστηριότητες του επισκόπου και των άλλων κληρικών, η επίδρασή τους στις συνειδήσεις των κατοίκων ενός τόπου, το περιεχόμενο του κηρύγματος, η συλλογική θρησκευτική ζωή, ο αριθμός των εκκλησιαζομένων, η συμμετοχή στα μυστήρια, η τήρηση του όρκου κτλ. μαρτυρούν για την παρουσία της εκκλησίας σ’ έναν τόπο και για τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων με τη θρησκεία. Σ’ αυτά είναι απαραίτητο να προστεθούν, προκειμένου να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα, οι λαϊκές, παγανιστικές, μαγικές και δεισιδαίμονες πίστεις. Πώς εξηγείται η έκφρασή τους; Ως συνέχιση μιας, π.χ., προχριστιανικής κατάστασης που επιβιώνει; Ως αντίδραση σε μια απόμακρη, καμιά φορά, εκκλησία ή σε μια πιε­στική εξουσία;
Τις κοινές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στους ηλικιωμένους, στις γυναίκες, στα παιδιά, στους άνδρες, στην οικογένεια, στις σχέσεις των δύο φύλων, στην εργασία, στα γράμματα, στην αρρώστια και ειδικότερα στις επιδημίες, στη θεραπεία με διαδεδομένες εμπειρικές πρακτικές ή από πρακτικούς και επιστήμονες γιατρούς, στον θάνατο, στο υπερφυσικό, στη φύση κτλ. ερευνά η ιστορία των νοοτροπιών. Ενώ τη στάση και συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων απέναντι στις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές, στις άλλες κοινωνικές ομάδες, στους αποκλίνοντες περισσότερο εξετάζει η ιστορία των ιδεολογιών. Τέλος η μελέτη της πολιτισμικής έκφρασης ολοκληρώνεται με την εξέταση της καθημερινής συλλογικής έκφρασης και των συλλογικών προτιμήσεων. Το κοινό γλωσσικό ιδίωμα, οι καθημερινές συνήθειες, η εξωτερική εμφάνιση, τα έθιμα, οι συναναστροφές, οι αναφορές στο παρελθόν, οι μνήμες, οι γιορτές, οι τελετές, τα πανηγύρια, ο τρύγος, τα ξεφλουδίσματα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι παραστάσεις στα κεντήματα, στα υφαντά, σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, συνδέονται παραστατικά και συμβολικά με επιθυμίες, υλικές ανάγκες, αρθρωμένες κοινωνικές σχέσεις. Ο Pierre Goubert, στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη συμπεριφορά μερικών γάλλων εμπόρων που έζησαν στην προεπαναστατική Γαλλία, εκφράζεται ως εξής για τις δυσκολίες διείσδυσης στο πολιτισμικό / νοοτροπιακό επίπεδο: «Δεν είναι τα μυστικά της δουλειάς, τα καλύτερα κρυμμένα, αλλά του νου» (Pierre Goubert, Familles marchandes sous lancien régime: les Danse et les Motte, de Beauvais, Paris, 1959, σ. IV).
Η πολιτισμική έκφραση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως η αναπαράσταση ενός εξωτικού ή ειδυλλιακού κόσμου, ενός ιδανικού και νοσταλγικού χαμένου παραδείσου. Το πολιτισμικό επίπεδο δεν κατανοείται ανεξάρτητα από τα άλλα επίπεδα της τοπικής ιστορίας και δεν αποκαλύπτεται με επιφανειακές γραπτές περιγραφές εθίμων ή με βιντεοσκοπήσεις χορευτικών εκδηλώσεων στην πλατεία ενός χωριού, αν και ομολογουμένως η προβολή από την ΕΤ3 τα τελευταία χρόνια πολιτισμικών δράσεων στην πλατεία ενός ελληνικού χωριού ήταν ό,τι σημαντικότερο έχει γίνει ως τώρα στην Ελλάδα. Η αυθόρμητη αυτή καταγραφή, χωρίς την εμβάθυνση ιστορικών και ανθρωπολόγων, αλλά και χωρίς την άσκοπη επιτήδευση που δείχνουν μερικές φορές οι ειδικοί, έγινε αποδεκτή από το ευρύ και το περισσότερο απαιτητικό κοινό.
Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι καθένα από τα επίπεδα που περιγράψαμε παραπάνω, κατανοείται καλύτερα αν ο ιστορικός είναι εξοικειωμένος με την κοινωνική επιστήμη που αντιστοιχεί στο κάθε επίπεδο, αν στο στάδιο της έρευνας αντιμετωπίζει τα ιστορικά προβλήματα που τίθενται, μελετώντας και σχετικά έργα αυτών των επιστημών. Η ιστοριογραφία, για να εισδύσει περισσότερο αποτελεσματικά στο εμπειρικό υλικό της, συναντάται με τη γεωγραφία, την τεχνική, την πολιτική οικονομία, την κοινωνιολογία, τη δημογραφία, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, την κοινωνιογλωσσολογία.
Όσο όμως κι αν ο ιστορικός έχει τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικείωση με θεωρίες και μεθόδους, αφού αποτελούν το μέσο και όχι το σκοπό, ας μη χάνεται σ’ αυτές για να μείνει ιστορικός, ένας δρόμος υπάρχει: της επιστροφής στο αντικείμενό του, π.χ. στην ιστορία του χωριού που μελετά γι’ αυτό χρειάζεται να μιλήσει. Οφείλει, εξάλλου, να μην αγνοεί και τον αποδέκτη του μηνύματος που διασώζει τις δικές του μνήμες ή και συζεί με μια μυθική αντίληψη για το παρελθόν του, την οποία εύπεπτα και ευχάριστα συχνά αναπαράγουν και διαδίδουν με τον λόγο ή την εικόνα ειδικευμένοι στην παραγωγή έργων δημόσιας ιστορίας. Αν διαλέγεται κριτικά και με αυτά, αφού αποτελούν μέρος της ιστορίας, τότε το δικό του έργο, μαζί με άλλα που υπάρχουν ή θα ακολουθήσουν, μπορεί να συνιστά μια αληθινή πολιτισμική παρέμβαση. Αυτή η προσδοκία αποκτά ιδιαίτερο νόημα, πρώτιστα για τον ίδιο τον ιστορικό, όταν είναι απαλλαγμένη από την πρόθεση να αποτελέσει τη νέα εξουσία στη θέση μιας άλλης. 

ΣΤ΄. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Στρεφόμαστε στο παρελθόν όχι για να το ξαναζήσουμε και να μείνουμε προσκολλημένοι σ’ αυτό, αλλά για να το κατανοήσουμε από βαθιά συναίσθηση και σεβασμό στον άνθρωπο του παρελθόντος, στα κοινωνικά σύνολα που μόχθησαν να επιβιώσουν. Στρεφόμαστε στο τοπικό παρελθόν για να περιγράψουμε καταστάσεις και να τις εξηγήσουμε στις αμοιβαίες εξαρτήσεις τους, για να αποκαλύψουμε μηχανισμούς, για να απαλλαγούμε από προκαταλήψεις που επηρεάζουν αρνητικά το συλλογικό ασυνείδητο, για να διαμορφώσουμε ιστορική σκέψη και συνείδηση, για να οξύνουμε την ιστορική μας κρίση, για να εντείνουμε την ευαισθητοποίησή μας απέναντι στα προβλήματα του χτες και, μέσα από αυτά, του σήμερα και του αύριο. Σπουδάζουμε την τοπική ιστορία για όλα αυτά και για να αυξήσουμε και βαθύνουμε τις εμπειρίες μας, για να ενισχύσουμε την προσωπική, οικογενειακή και συλλογική μνήμη και συνείδηση.
Αλλά για να αντιληφθούμε πώς έχουν τα πράγματα, οφείλουμε να απαλλαγούμε από την ιδέα ότι η ιστορία έχει ως έργο να καταγράφει αποκλειστικά τα σπουδαία και μεγάλα. Μια τέτοια αντίληψη που μας έχει υποβληθεί, έχει προκαλέσει αισθήματα μειονεξίας, καθώς επίσης την αποστροφή και τη σιγή για ολόκληρες περιοχές του τοπικού ή τη μυθοποίηση άλλων. Οι τοπικοί πολιτισμοί δεν είναι επιτρεπτό να αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι, επειδή ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινωνίες ολίγων γραμμάτων και οι γνώσεις μεταδίδονταν εμπειρικά από γενιά σε γενιά με τον προφορικό λόγο, επειδή οι πρόγονοί μας έζησαν μέσα σε πολλές στερήσεις, είχαν ταπεινά σπίτια, φτωχικά ρούχα ή συνήθειες που δεν αποδεχόμαστε στο σύνολό τους σήμερα. Ας μη μας προκαλούν αμηχανία αλλά σεβασμό όλα αυτά. Ανάλογη εξάλλου ήταν η ζωή και στις τοπικές κοινωνίες χωρών που στερεοτυπικά μάθαμε να θαυμάζουμε. Η αξία του τοπικού δεν βρίσκεται στο εντυπωσιακό, στο εξαιρετικό, στο μνημειακό ή στη φυλετική καθαρότητα. Εντοπίζεται στην καθημερινότητα, στις δυνατότητες, στα προβλήματα, στις επιλογές, στις λύσεις, στις πίστεις και στις αξίες τους. Οι τοπικοί πολιτισμοί διασώζουν, όταν δεν πρόφτασε να τους σαρώσει η νεωτερική εποχή, ένα πλήθος από στοιχεία, όπως αυτά προέκυψαν μέσα από σκληρούς αγώνες, τους οποίους τα κοινωνικά σύνολα έδωσαν, για να επιβιώσουν, σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Όσα απομένουν από αυτούς τους πολιτισμούς είναι οι μόνοι πολύτιμοι θησαυροί με τους οποίους τόσοι πολλοί έχουν μια άμεση και εγκάρδια οικειότητα χάρη στις δικές τους παραστάσεις από τη συμμετοχή τους στην τοπική ζωή ή σε εκδηλώσεις που συνδέονται με αυτή, χάρη στις αφηγήσεις αγαπημένων τους προσώπων με τις οποίες έθρεψαν τα παιδικά τους χρόνια. Όλοι οι αναρίθμητοι σύλλογοι των «απανταχού» διασκορπισμένων κατοίκων ενός χωριού ή μιας μικρής ή ευρύτερης πολιτισμικής περιοχής που παραμένουν δυσδιάκριτες συλλογικότητες σ’ έναν τόπο μακριά από τον δικό τους, σύλλογοι που ιδρύθηκαν στις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, συγκροτούνται από τη βαθιά εσωτερική επιθυμία των μελών τους, ακόμη και δεύτερης και τρίτης γενιάς, για να διατηρήσουν δεσμούς με τον τόπο καταγωγής των ίδιων ή των προγόνων τους και να ανακαλύψουν ή ενισχύσουν στοιχεία που τους συνδέουν με το παρελθόν. Η μελέτη της τοπικής ιστορίας και η συμμετοχή σε εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα δεν συνιστά οπισθοδρόμηση. Μ’ αυτές πλουτίζονται τα πολιτισμικά αποθέματα, ρίχνονται βαθύτερες ρίζες στο παρελθόν.
Παλαιοί συμμαθητές και συμμαθήτριες συνοικίας της Αθήνας στη διάρκεια συναντήσεων, που πραγματοποιούν κάθε τόσο, αναπολούν τα παλιά. Μου έλεγε ένας από αυτούς πρόσφατα: αυτή είναι η δύναμή μας.

Γιάννης Γιαννόπουλος, 9/7/2013