Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ, Η ΓΕΝΕΣΗ ΕΝΟΣ ΟΝΟΜΑΤΟΣ...





Δωδεκάνησος, η γένεση ενός ονόματος
και η αντιμετώπισή του από τους Ιταλούς[1]



    Δωδεκάνησος ή Δωδεκάνησα ονομάζονται τα νησιά του ΝΑ Αιγαίου Πελάγους, που περιήλθαν στην Ελλάδα το 1947 και όλα μαζί ανήκουν σήμερα διοικητικά στο νομό Δω­δε­κανήσου. Ο πρώτος από τους δύο τύπους (με την κατάληξη -ος) είναι λογιότερος και επι­σημότερος, ενώ ο δεύτερος (Δώδεκα Νησιά > Δωδεκάνησα) δημοτικότερος και γι’ αυτό περισσότερο διαδεδομένος. Από την αρχαιότητα τα νησιά αυτά είναι γνωστά ως (Νότιες) Σποράδες. Η ίδια η λέξη σποράδες (εν. σποράς, -άδος) δείχνει ότι δεν αποτελούν ένα αυστηρά συγκροτημένο γεωγραφικό σύνολο. Όπως έχει παρατηρηθεί, μεταξύ των άλλων, κυρίως από Ιταλούς μελετητές, αν και όχι χωρίς σκοπιμότητα, η Αστυπάλαια περισσότερο είναι νησί των Κυκλάδων, ενώ το απομακρυσμένο Καστελλόριζο, μαζί με τις πα­ρακείμενες νησίδες, αποτελεί ξεχωριστή νησιωτική συ­στάδα[2]. Η σύνθεση, ωστόσο, του πληθυσμού όλων των νησιών τις τελευταίες τρεις χιλιε­τίες, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία, η εκχώρηση αυτονομίας στα περισσότερα και οι κοινοί αγώνες για τη διατήρησή της κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, η κατάληψη από την Ιταλία όλων των νησιών που σήμερα αποτε­λούν το νομό Δωδεκανήσου και οι κοινοί αγώνες για την ένωσή τους με την Ελλάδα, συνιστούν –πέρα από τα γεωγραφικά– πολιτισμικά και πολι­τικά στοιχεία που τα καθιστούν ενιαίο σύνολο.

    Η Δωδεκάνησος, παρά το όνομα που δηλώνει ορισμένο αριθμό νησιών, απαρτίζεται από πολλά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες. Ως νησιά λογαριάζονται σήμερα –όλα κα­τοικημένα– τα εξής δεκαπέντε: Αγαθονήσι, Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο ή Μεγίστη, Κως, Λειψοί, Λέρος, Νίσυρος, Πάτμος, Ρόδος, Σύμη, Τήλος και Χάλκη. Στα νησιά δε συνυπολογιζόταν από το 1921 ως το 1954 το Αγαθονήσι[3]. στην απογραφή του πληθυσμού του 2001, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλά­δας (Ε.Σ.Υ.Ε.), χαρακτηρίζονται ως νησίδες, και κατονομάζονται, 93, από τις οποίες κατοικούνται οι δεκατρείς[4].

     Το όνομα Δωδεκάνησος, που απαντά στις γραπτές πηγές της βυζαντινής περιόδου για πρώτη φορά τον 8ο αιώνα μ. Χ., το 765 και το 781,  δεν αποδιδόταν στη σημερινή Δωδε­κάνησο, αλλά στις Κυκλάδες, στα δώδεκα νησιά περί τη Δήλο[5]. Το όνομα, προφανώς, όπως μας επιτρέπει να υποθέσουμε η μαρτυρία του Στράβωνα (π. 64 π. Χ. - 19 μ. Χ.) στα Γεωγραφικά του (Ι΄, 485), που παραθέτει κατάλογο δώδεκα νησιών (Άνδρος, Κέως, Κί­μωλος, Κύθνος, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος, Τήνος) είναι πολύ παλαιότερο[6].

     Μετά το 1204 το όνομα διατηρήθηκε και αναφερόταν στο δουκάτο του Αιγαίου, επι­κράτεια του Βενετού Μάρκου Σανούδου και των διαδόχων του (1204-1437)[7], που κι αυτό περιελάμβανε δώδεκα νησιά των Κυκλάδων (Αμοργός, Ανάφη, Αντίπαρος, Ίος, Κίμωλος, Μήλος, Νάξος, Πάρος, Σα­ντορίνη, Σίφνος, Σύρος, Φολέγανδρος)[8]. Τα νησιά του βενετικού δουκάτου αναφέρονται ως Δωδεκάνησα και αργότερα, στα γεωγραφικά έργα του Μελετίου (έγραψε στο τέλος 17ου - αρχές 18ου αιώνα) και των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, των Δη­μητριέων, του 1791[9], όπως, επίσης, σε δύο σύντομα χρονικά του 16ου αιώνα[10], σε ιστορικό δημοτικό τραγούδι που περιέχεται σε κώδικα του 17ου αιώνα της μονής Ιβήρων (Άγιο Όρος)[11] και σε παροιμιώ­δεις στίχους[12].

    Στην περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης (1522-1912) τα νησιά της σημερινής Δωδεκανήσου μαζί με την Ικαρία αποτέλεσαν διοικητική περιφέρεια του Οθωμανικού Κράτους γνωστή ως σα­ντζάκι της Ρόδου (δεν υπαγόταν πάντοτε σ’ αυτό το Καστελλόριζο). Από τα νησιά του σαντζακίου, τα δύο μεγαλύτερα, η Ρόδος και η Κως, τελούσαν υπό την αμεσότερη διοί­κηση των οθωμανικών αρχών, ενώ τα άλλα –στις πηγές μνημονεύονται δώδεκα: Αστυ­πάλαια, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο ή Μεγίστη, Λέρος, Νίσυ­ρος, Πάτμος, Σύμη, Τήλος και Χάλκη– έλαβαν ευρέα προνόμια κοινοτικής αυτοδιοίκη­σης / αυτονομίας. Οι κοινοτικοί άρχοντες που εκλέγονταν σε κάθε νησί από τους κατοί­κους είχαν το δικαίωμα της παράστασης στις περιφερειακές οθωμανικές αρχές και της υποβολής υπομνημάτων με αντιπροσώπους στις κεντρικές της πρωτεύουσας του κρά­τους, της είσπραξης κατ’ αποκοπή ορισμένου ετήσιου φόρου (maktu) και της εκδίκασης αστικών κυρίως υποθέσεων σύμφωνα με το παραδεδομένο βυζα­ντινό δίκαιο και τα το­πικά έθιμα. Οι κάτοικοι των προνομιούχων νησιών απαλλάσσονταν από τη στράτευση. Το ίδιο καθεστώς ίσχυε και για τα μικρότερα νησιά, ή νησίδες, τα κοντινά και υπαγόμενα στα δώδεκα προνομιούχα. Τα δώδεκα αυτά νησιά ενεργούσαν συχνά από κοινού, αν και δεν έλειψαν οι μεταξύ τους αντα­γωνισμοί, για την αναγνώριση και ανανέωση των προνομίων τους μετά την άνοδο στο θρόνο νέου σουλ­τάνου. Η έκδοση προνομιακού ορισμού ήταν μια πράξη σχεδόν τυ­πική. Το καθεστώς διασαλεύτηκε στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και στα αμέ­σως επόμενα χρόνια. Λόγω της συμμε­τοχής σ’ αυτή της Κάσου και άλλων νησιών, η Πύλη αρνήθηκε την εκχώρηση και πάλι των παλαιών προνομίων, αλλά από το 1835 σε τέσσερα, τουλάχιστον, από αυτά (Κάλυ­μνο, Λέρο, Πάτμο, Ικαρία) που αποτέλεσαν μαζί με τη Σάμο από το 1828 ελληνική διοι­κητική περιφέρεια, ονομαζόμενη Τμήμα των Ανατολικών Σποράδων, επειδή μόνο η Σά­μος αποτέλεσε αυτόνομη ηγεμονία, τους εκχωρήθηκαν τα παλαιά προ­νόμια αυτοδιοίκη­σης, κατ’ αποκοπή καταβολής ετήσιου φόρου, απαλλαγής από τη στράτευση. Από 1869, όμως, το Οθωμανικό Κράτος, αποβλέποντας στο διοικητικό του εκσυγχρονισμό, στην ενιαία δη­λαδή και άμεση διοικητική αντιμετώ­πιση των υπηκόων του, αποφάσισε να ασκήσει τη διοίκηση με δικά του όργανα[13]. Τότε οι κάτοικοι των δώδεκα νησιών, των Σποράδων όπως φέρονται στις πηγές, ξεκίνησαν αγώνα για τη διατήρησή τους με σειρά υπομνημάτων και άλλων ενεργειών, ακόμη και μετά την επικράτηση των Νεο­τούρκων το 1908, όταν αυτοί πήραν αυστηρότερα μέτρα. Συγκε­κριμένα, το 1909 με ορισμό της Πύ­λης, απευθυνόμενο στο βαλή του Αρχι­πελάγους, κα­ταργούνταν το σύνολο των προνομίων από τα νη­σιά[14]. Έδρα του βαλή, διοικητή της μείζονος διοικητικής περιφέρειας του βιλαε­τίου του Αρχιπελάγους, ήταν η Ρόδος. Το βιλαέτι, αυτά τα χρόνια, περιελάμβανε δύο σαντζάκια (νομούς), της Ρόδου και της Χίου υπό τη διοίκηση, το καθένα, ενός μου­τεσαρίφ. Στα σα­ντζάκια υπάγονταν οι καζάδες (επαρχίες) υπό τους καϊμακάμηδες. Οι κα­ζάδες του σα­ντζακίου της Ρόδου ήταν τρεις, Ρόδου, Σύμης και Καρπάθου. Οι καζάδες υποδιαιρούνταν σε ναχιγέδες υπό τους μουδίρηδες. Στον καζά Ρόδου υπάγονταν, εκτός από τους ναχιγιέ­δες της Ρόδου, του Κάστελλου και της Λίνδου στο ίδιο το νησί, οι ναχι­γέδες  της γειτονι­κής Χάλκης και του απομακρυσμένου Καστελ­λόριζου. Τον καζά Σύμης συγκροτούσαν οι ναχιγιέδες της Σύμης και της Επισκοπής (Τή­λου), ενώ τον καζά Καρ­πάθου οι ναχιγιέδες Καρπάθου και Κάσου. Από τους καζάδες του σαντζακίου της Χίου, που εδώ μας ενδια­φέρουν, αναφέρουμε της Κω με τους ναχι­γιέδες της Κω και της Νισύρου, της Καλύ­μνου με τους ναχιγιέδες της Καλύμνου και της Αστυπάλαιας, και τον καζά Λέρου με τους ναχιγιέδες της Λέρου και της Πάτμου (στον τελευταίο υπα­γόταν και οι κοντινοί στην Πάτμο Λειψοί) και τον καζά της Ικα­ρίας[15].

    Αλλά το 1912 τα πράγματα πήραν νέα τροπή. Τα νησιά –με εξαίρεση τα πιο απομα­κρυσμένα, την Ικαρία και το Καστελλόριζο– κατέλαβε το ένα μετά το άλλο από τις 28 Απριλίου ως τις 20 Μαΐου η Ιταλία[16]. Χωρίς καθυστέρηση οι Ιταλοί, το ίδιο έτος, επισήμα­ναν δύο αξίες ιταλικών γραμματοσήμων της εποχής με τη λέξη Egeo και επτά αξίες με τα ονόματα των δεκατριών νησιών που κατέλαβαν: Κάλυμνος, Κάσος, Κως, Χάλκη, Λέρος, Λειψοί, Νίσυρος, Πάτμος, Επισκοπή (Τή­λος), Ρόδος, Κάρπαθος, Σύμη, Αστυπάλαια[17].

     Από τα νησιά, που δεν επιχείρησαν να τα καταλάβουν οι ιταλικές δυνάμεις το 1912, την Ικαρία και το Καστελλόριζο, το πρώτο στις 17 Ιουλίου 1912 επαναστάτησε και σε τέσσε­ρις μήνες, μετά την κατάληψή του από τον ελληνικό στρατό, ενσωματώθηκε στην ελλη­νική επικράτεια (ως σήμερα υπάγεται στο νομό Σάμου). Το δεύτερο, το Καστελλό­ριζο, μετά την κατάκτηση των άλλων νησιών, οι Οθωμανοί το υπήγαγαν στη διοικητική περι­φέρεια του Ικονίου, στη συνέχεια το επόμενο έτος επαναστάτησε, στο τέλος του 1915 το κατέλαβε η Γαλλία, η οποία το 1921 το παρέδωσε στους Ιταλούς[18]. Από τότε ακο­λού­θησε την τύχη των νησιών που οι τελευταίοι είχαν καταλάβει το 1912.

    Αρχικά, τα νησιά που κατέλαβαν οι Ιταλοί, φέρονταν, το Μάιο του 1912 και για σύ­ντομο ακόμη χρονικό διάστημα, ως νησιά του Αιγαίου ή ως (Νότιες) Σποράδες, στην ιτα­λική βιβλιογραφία και αργότερα. Ακόμη και το συνέδριο των εκ­προσώπων τους που συ­νήλθε στην Πάτμο από τις 2-4/15-17 Ιουνίου του ίδιου έτους, για να κηρύξει την αυτονο­μία τους, αποτελεί το Κοινόν των νησιωτών του Αιγαίου Συνέδριον και με ψήφι­σμά του ονoμάζει το σύνολον των ούτω αυτονομουμένων νήσων ‘‘Πολιτείαν του Αι­γαίου”[19].

     Μετά, όμως, την παρέλευση έτους, περίπου, τα νησιά αυτά ονομάστηκαν Δωδεκάνη­σος / Δωδεκάνησα. Η ελ­ληνική ιστοριογραφία αποδίδει την προέλευση του ονό­ματος στα δώ­δεκα προνομιούχα νησιά και προσδιο­ρίζει το χρόνο εμφά­νισής του πριν από την ιταλική κατάληψη. Σύμφωνα με τον Ermanno Armao, υποπρό­ξενο που υπηρετούσε και πριν από το 1921 στην ιταλική διοίκηση των νησιών, η Δωδεκάνησος ως όνομα, για να προσ­διοριστούν μερικές από τις νήσους Σποράδες, είναι τελείως πρόσφατο δημιούργημα και φαίνεται ότι από ελληνικές εφημερίδες για πρώτη φορά το 1909, όταν αυτές ασχολήθη­καν με μια κίνηση των δώδεκα προνομιούχων νη­σιών του ΝΑ Αιγαίου εναντίον της οθω­μανικής κυβέρνησης, χρησιμοποιήθηκαν οι τύποι αι Δώδεκα Νήσοι ή η Δωδεκάνησος[20]. Το ίδιο έτος επίσης, στο υπόμνημα που υπέβαλαν οι δύο εκπρόσωποι των δώδεκα νησιών την 1 Νοεμβρίου στην Κων­σταντι­νούπολη, στην κυβέρνηση των Νεο­τούρκων, προκειμένου αυτή να αναγνωρίσει και επι­κυρώσει τα παλαιά τους προνόμια, στην αρχή ανα­φέρουν ότι υπάρχει ομάς νήσων, Δωδε­κάνησος καλου­μένη και συγκειμένη εκ των νήσων Καλύμνου, Σύμης, Λέρου, Ικαρίας, Πά­τμου, Αστυπα­λαίας, Νισύρου, Χάλκης, Τήλου, Καρ­πάθου, Κάσου και Καστελλορίζου. Στον τίτλο, ωστόσο, του υπομνήματος, όπως επίσης στην αρχή και το τέλος του, τα νησιά αναφέρο­νται ως Δώδεκα Νότιες Σποράδες Νήσοι ή απλώς ως Δώ­δεκα Σποράδες[21], γιατί, προφανώς, το όνομα Δωδεκά­νησος, για τους αποδέ­κτες του υπο­μνήματος, δεν ήταν τί­ποτε περισσότερο από μια λέξη δηλωτική ενός αριθ­μού νησιών. Τη σύνθετη αυτή λέξη, ανεκτή στην οθωμανική και στην ελληνική γλώσσα, όπως και η λέξη Τετράνησος, δηλω­τική άλλοτε, σε παλαιότερα φιρμάνια και υπομνή­ματα, των τεσσάρων νησιών Ικαρία, Πάτμος, Λέρος και Κάλυμνος[22], χρησιμο­ποίησαν οι συντά­κτες του υπομνήματος, προκειμέ­νου να τονιστεί στις οθωμανι­κές αρχές εναργέστερα ότι τα δώδεκα νησιά συ­γκροτούσαν από παλαιά, από Σουλεϊμάν Α΄ το 1522, ενιαίο σύνολο που τε­λούσε υπό κοινό προνομιακό καθεστώς αυτοδιοίκησης.

     Σ’ αυτή τη Δωδε­κάνησο, γνωστή ως Σποράδες ως τότε, όφειλαν το όνομά τους τα νη­σιά που κατέλαβαν οι Ιταλοί το 1912, αν και αυτά δεν ήταν ακριβώς τα ίδια. Για τους Έλληνες, καθώς η Ικαρία έπαψε να ανήκει οριστικά σ’ αυτά και το Καστελλό­ριζο δεν περιήλθε στην ιταλική κα­τοχή παρά το 1921, με την προσθήκη της Ρόδου και της Κω και πάλι τα νησιά ήταν δώ­δεκα. Το ένα μετά το άλλο τα δώδεκα αυτά νησιά στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πο­λέμου, από το Δεκέμβριο του 1912 ως το Φεβρουάριο του 1913, με δημοψηφίσματα που διατύπωσαν το καθένα χωριστά, ζητούσαν την ένωση με την Ελ­λάδα. Σ’ ένα από αυτά, στο από 3 Ιανουαρίου 1913 δημοψήφισμα της Τήλου, επισημαί­νεται εύστοχα ότι […]των Σποράδων νήσων, […] η προσωρινή Ιταλική κατοχή παρημπό­δισε δυστυχώς και αυτών την κατάληψιν παρά της μητρός ημών Ελλάδος. Η Ελλάδα είχε καταλάβει τα άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αλλά η ιταλική κατοχή εμπόδισε την κατάληψη και των Σποράδων. Σε κανένα από τα δώδεκα δημοψηφίσματα δεν αναφέρεται όνομα Δωδε­κάνησος. Αυτά τα δημοψηφίσματα, ωστόσο, το 1913, μαζί με σύ­ντομα ιστο­ρικά σημειώματα για κάθε νησί, για τη Ρόδο, Χάλκη, Σύμη, Τήλο, Αστυπά­λαια, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Κάσο, Κάρπαθο, γραμμένα από διακεκριμέ­νους ανθρώπους των νησιών, επιμελήθηκε και εξέδωσε στην Αθήνα ο γνωστός Ρόδιος δικηγόρος αγωνι­στής Γεράσιμος Δρακίδης σε βιβλίο με τίτλο Λεύκωμα των Δωδεκανή­σων[23]. Σε μια σε­λίδα του βιβλίου ο Δρακίδης[24] αναφέρεται και στον πληθυσμό των νη­σιών. Τον πίνακα συνέταξε στην ελληνική και στη γαλλική. Επάνω, έγραψε στην ελλη­νική Πληθυσμός των Δωδεκανήσων και από κάτω, πιο προσεκτικά, στη γαλλική Πληθυ­σμός των δώδεκα αιγαίων νησιών, Population de douze îles Egéennes. η Ρόδος και η Κως και δέκα από τα άλλοτε δώδεκα προνομιούχα αποτέλεσαν τη Δωδεκάνησο που διεκδι­κούσε το δικαίωμα να ενωθεί με την Ελλάδα. Από δω, με το Λεύκωμα Δρακίδη, γι’ αυτά τα νησιά, αρχίζει, κατά τη γνώμη μου, η καθιέρωση και επικράτηση του ονόματος Δωδε­κάνησος.

     Αλλά και οι Ιταλοί, με το δικό τους διαφορετικό τρόπο, αποδέχτηκαν το όνομα. Απο­δίδοντας μεγαλύτερη σημασία στη Ρόδο, την οποία ήθελαν να κρατήσουν, αν στο μέλλον αναγκάζονταν να παραιτηθούν από την κυριαρχία των άλλων νησιών, ονόμασαν τη νέα τους κτήση Ρόδος και Δωδεκάνησος, Rodi e Dodecaneso, και επισήμαναν, όπως είδαμε, μια σειρά ιταλικών γραμματοσήμων με τα ονόματα δεκατριών νησιών (ένα η Ρόδος και δώδεκα ακόμη). Σ’ αυτά συμπεριέλαβαν, εγκαθιστώντας διοικητική αρχή και υπηρεσίες, και τους Λειψούς, που ως προσάρτημα της Πάτμου μέχρι τότε δε μνημονεύονταν ως ένα από τα προνομιούχα νησιά[25].

     Για το έτος καθιέρωσης και την προέλευση του ονόματος Δωδεκάνησος υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα ιταλική εκδοχή, η οποία διατυπώνεται σ’ ένα σύντομο ιταλικό κείμενο, του 1920, με τον τίτλο Dodecaneso που δε διεκδικεί εύσημα συστηματικής με­λέτης. Σ’ αυτό ορθώς υπο­στη­ρίζεται ότι πριν από την ιταλική κατάληψη των νησιών τέ­τοιο όνομα δεν υπήρχε (βλ. και όσα είπαμε παραπάνω). Ο συντάκτης του, ο Giotto Dai­nelli, γεωγράφος / γεωλόγος με πλούσιο συγγραφικό έργο, ως τα χρόνια μετά το Β΄ Πα­γκόσμιο Πόλεμο, και με πολλές διακρίσεις στα τελευταία χρόνια της επιστημονικής του δράσης, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του, επικαλεί­ται τις πολλές γραπτές μαρτυρίες (scritti) της χρονικής περιόδου κατά την οποία πραγμα­τοποιήθηκε η στρατιω­τική κατάληψη των νησιών, όταν ακόμη αυτά, όπως λέει, δεν είχαν κανένα κοινό όνομα. Από τότε, όμως, άρ­χισε να γίνεται πάντοτε λό­γος για τη Ρόδο και τη Δωδε­κάνησο (Rodi e Dodecaneso), σαν να είναι η Δωδεκάνησος μια συ­στάδα νησιών τελείως χωρισμένη από τη Ρόδο. Αλλά, διερωτάται ο Dainelli, μή­πως τα νησιά είναι δώ­δεκα; Και απαντά: Ούτε αυτό [αληθεύει], γιατί είναι άπειρα. Είναι ο τέ­λειος αριθμός –το δώδεκα και όχι το έντεκα ή το δεκατρία– που διευκόλυνε την ανά­κληση και εδραίωση της ανά­μνησης του μεσαιω­νικού ονόματος. Για να πετύχουν οι Ιτα­λοί αυτόν τον τέλειο αριθμό, προσθέτει, τύπωσαν δώδεκα σειρές διαφορετικών γραμμα­τοσήμων και ανύψω­σαν τους Λειψούς στην τιμή να είναι ένα από τα δώδεκα νησιά της Δωδεκανήσου. Κι έτσι, με τέτοια, προσδιορί­στηκε επίσημα[26], το 1912, ότι η Ιταλία είχε καταλάβει τη Ρόδο και τη Δωδεκάνησο (Rodi e il Dodecaneso). Οι κοινοβουλευτικοί μας, συνεχίζει ο Dainelli, με την υπέρμετρη επιθυμία τους να παρουσιάζουν πάντοτε κατιτί παραπάνω, κατέφυγαν στη φωτισμένη συμβουλή κάποιου γραφειοκράτη, που ανακάλυψε το όνομα της Δωδεκανή­σου. Κι αν δεν έφτασαν ως εκεί, επηρεάστηκαν, ωστόσο, από τη μοναδικό­τητα εκείνου του ωραίου κλασικίζοντος (classicizzante) ονόματος. Κι έδωσαν στα νησιά την ενότητα. Το 1920, καταλήγει ο Dai­nelli, ήταν περιττή η αναφορά μαζί με τη Δωδεκά­νησο και της Ρό­δου. Τουλάχιστον στον προφορικό λόγο, είχε ξεπερα­στεί αυτή η διατύ­πωση, αφού όλοι πια λένε Δωδεκάνησος και γίνονται χωρίς άλλο αντι­ληπτοί[27].

     Στα παραπάνω μπορεί να παρατηρηθεί ότι ο Dainelli γράφει σε εποχή έντονων διπλω­ματικών διαβουλεύσεων και αβεβαιότητας για την τύχη των νησιών και, προ­κειμένου να μετριάσει και διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την επικράτηση του ελληνι­κού ονόματος Δωδεκάνησος, που πρόδιδε την ελληνικότητα των νησιών, υποστηρίζει ότι το όνομα ανέσυραν δήθεν από το παρελθόν οι ίδιοι οι Ιταλοί. Μια τέτοια εκδοχή μπορούσε να αποπροσανατολίσει τους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους, δεν ήταν κακή ακόμη και για εσωτερική κατανάλωση. Ταυτόχρονα, επηρεασμένος ή και σύμφω­νος με τις ιδέες του ανερχόμενου φασισμού, βρίσκει την ευκαιρία να επιρρίψει την ευθύνη στους κοινοβουλευτικούς και στους γραφειοκράτες. Εύκολη κριτική: οι κοινοβουλευτικοί, αορίστως, παρασύρθη­καν, δήθεν, από κάποιον όχι λόγιο αλλά γραφειοκράτη που ανέσυρε από το παρελθόν το μεσαιωνικό όνομα. Και ηπιότερα: Υιοθέτησαν το όνομα, χωρίς να αναλογιστούν τις συ­νέπειες, επειδή επηρεάστηκαν από τη μοναδικότητα εκείνου του ωραίου κλασικίζοντος ονόματος. Από τα ονοματικά σύνολα που χρησιμοποιεί ο Dainelli ‘μεσαιωνικό όνομα’ και ‘ωραίο κλασικίζον όνομα’ –κάθε κλασικό ή έστω κλασικίζον, σύμφωνα με τις αντι­λήψεις της εποχής, είναι ωραίο!– συνάγεται ότι ήξερε καλά τη σχετική βιβλιογραφία για το παλαιό όνομα των Κυκλάδων Δωδεκάνησος, τόσο το ‘μεσαιωνικό’, τη νησιωτική πε­ριφέρεια που είχε αυτό το όνομα επί Βυζαντίου και το δουκάτο του Αιγαίου, που κι αυτό είχε τα ίδια σχεδόν νησιά, όπως είδαμε, και ανήκε περισ­σότερο από δύο αιώ­νες «στους δικούς τους»[28], στους Βενε­τούς Σανούδους, όσο και το ‘κλασικίζον’ που παρα­πέμπει στη μαρτυρία του Στράβωνα για τα δώδεκα νησιά περί τη Δήλο. Γνώριζε, επομένως, αποφεύγει όμως να το πει, ότι εκείνα τα νησιά δεν ήταν τα ίδια με αυτά, που κατακτήθηκαν το 1912. Επιπλέον, δεν κάνει κανένα λόγο για τα προνόμια των δώδεκα νησιών της οθωμανι­κής περιόδου, δεν αναφέρει καν ότι το όνομα Δωδεκάνησος είναι ελ­ληνικό. Κατά βάθος δέχεται ότι δε συνέφερε τους Ιταλούς η επικράτησή του. γι’ αυτό, επιχειρώντας να μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, πρόβαλε ως ιταλική επιλογή το όνομα και συνέδεσε τις επεκτατικές ενέργειες του πα­ρόντος στη Μεσόγειο με παρόμοιες προγονικές του παρελθόντος. Οι Ιταλοί που ήθελαν να ανα­δειχθούν κι αυτοί σε αποικιακή δύναμη, τις έντυναν –το ίδιο έκαναν και οι Γάλλοι, οι πρώτοι διδάξαντες[29]– με μια ιδεολο­γική κατασκευή. Για να εξω­ραΐσουν την επεκτα­τική πολιτική τους, για να την περιβά­λουν με το μανδύα του ενός πο­λιτισμού με εκσυγ­χρονιστικό πρόσωπο, έναντι του οποίου καθετί άλλο ήταν υπανάπτυξη και καθυστέρηση, εμφανίζονταν ως συνεχιστές μιας πα­λαιότερης προγονικής τους προ­σπάθειας, επαγγέλ­λονταν ότι, κινούμενοι στα χνάρια του αρχαίου ρωμαϊκού ή λατινικού πολιτισμού, πρό­θεσή τους είχαν να προωθήσουν ένα νέο ρωμαϊκό ή λατινικό πολιτισμό, μια nuova ro­manità ή latinità, όπως φέρεται στις πηγές[30]. Ο Dainelli, που έγραψε αυτό το μελέτημα για την προέλευση του ονόματος Δωδε­κάνησος το Δεκέμ­βριο του 1920, μετά δυόμισι χρό­νια (Primavera 1923) και πριν από την έκδοση του βιβλίου του, στο οποίο περιέχεται, πρόσθεσε στο τέλος του μελετή­ματος, προφανώς με ικανοποίηση, ότι τα νη­σιά παραμένουν υπό ιταλική κυριαρχία[31]. Ο σκοπός είχε επιτευχθεί, αλλά η δημοσίευση του κειμένου δεν ήταν πε­ριττή. Αυτές οι συνδέσεις με το παρελθόν, είναι πάντα χρήσι­μες, εξάπτουν τη φαντασία και κάνουν πιο εύπιστους τους πολλούς που, για να ξεπεράσουν τα προβλήματα προσωπικότητας ή της πεζής και σκληρής καθημερινότητάς τους, οραματίζονται μια Ιταλία που θα τους κάνει υπερήφανους, όταν θα ανακτηθεί η Μεσόγειος και γίνει πάλι mare nostrum, όπως παλιά.

     Αλλά το όνομα Δωδεκάνησος, που παρέπεμπε και σ’ έναν αριθμό νησιών που έζησαν επί αιώνες σε καθεστώς αυτονομίας, εξυπηρετούσε, πραγματικά, μόνο τους Έλληνες, γιατί στα διαβή­ματά τους και στα δημοσιεύματά τους, τα οποία απέβλεπαν στην ένωση με την Ελλάδα, αναφέρονταν μ’ ένα ελληνικό όνομα, που έκλεινε μέσα όλα τα υπό ιτα­λική κατοχή νησιά. Αυτό το όνομα και τα παράγωγά του από ελληνικής πλευράς κυριάρ­χησαν χωρίς καμιά δυσκολία, όπως προκύ­πτει από τα ελληνικά κείμενα που είδαν το φως της δημο­σιότητας τα αμέσως επό­μενα χρόνια[32]. Με την ίδια ευκολία το όνομα πέρασε και στην ξένη βιβλιογραφία και στα επίσημα δι­πλωματικά έγγραφα (συνθήκες κ. ά.)[33].

     Η επικράτηση του ονόματος Δωδεκάνησος το 1920 ήταν πια γεγονός και για τους Ιτα­λούς. Το ότι ήταν περιττή και γι’ αυτούς, όπως διαπιστώνει και ο Dainelli, η αναφορά μαζί με τη Δωδεκάνησο και της Ρόδου φαίνεται από τον τίτλο που εκείνο το έτος απέ­νειμε η ιταλική κυβέρνηση στον πρώτο πολιτικό κυβερνήτη –ως τότε στρατιωτικό– των νησιών, τον οποίο ονόμασε Αντιβασιλέα της Δωδεκανήσου, Reggente del Dode­canneso[34]. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, με δύο ελληνοϊταλι­κές συμ­φωνίες, του 1919 στο Παρίσι και του 1920 στις Σέβρες, η Ιταλία πα­ραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, στην οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να πα­ράσχει εντός διμήνου ευρεία αυτονομία. Τότε, το 1919, ο αντιπρόσωπος των Δωδεκανήσιων Σκεύος Ζερβός στο υπόμνημά του προς το συνέδριο των παρισίων, αναφέρθηκε κατηγορηματικά και στην προέλευση του ονόματος: εκ του αριθμού του συγκροτήματος ελήφθη το τούτων όνομα ΔΩΔΕΚΑ – ΝΗΣΟΙ[35]. Με την ανατροπή, ωστόσο, των πραγμά­των στη Μικρά Ασία, τα δύο επόμενα χρόνια, την καταγγελία της τελευταίας συμφωνίας από την κυβέρ­νηση Μουσολίνι, το 1922[36], την παραίτηση, το 1923, σύμφωνα με το άρθρο 15 της συνθήκης της Λωζάν­νης, της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα και τίτλο υπέρ της Ιταλίας επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου[37], την πλήρη επικράτηση του φασιστικού καθεστώτος, 1924-1925, το όνομα Δωδεκάνησος εγκαταλείφθηκε από τους Ιταλούς[38]. Η αντικατάστασή του με ένα ιταλικό εντάσσεται στην πολιτική του εξιταλισμού των πάντων, που τότε άρχιζε να εφαρμόζεται συστημα­τικά. Το 1924 ορίστηκε Κυβερνήτης των Αιγαίων Νη­σιών, Governatore delle Isole Egee, ο Mario Lago[39]. Στο εξής, τα νησιά που κατέλαβαν οι ιταλικές ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις το 1912 και, επιπλέον, το Καστελλόριζο το 1921, στην ιταλική βιβλιογραφία, για μερικά χρόνια, φέρονται, ως επί το πλείστον, ως Νησιά του Αιγαίου, Isole dell'Egeo, ή ως Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου, Isole Italiane dell'Egeo[40]. Το τελευταίο αυτό όνομα επισημοποιήθηκε με διάταγμα το 1930[41] και διατηρή­θηκε στα επίσημα ιταλικά έγγραφα ως το 1943, έτος συνθηκολόγησης, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, της Ιτα­λίας με τη Βρετανία και τις Η.Π.Α.

     Ακόμη και το 1947, όταν πλέον η Δωδεκάνησος περιήλθε στην Ελλάδα, ο Giuseppe Gianni, της Ιταλικής Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, δέχεται, όπως ο Dainelli, ότι το όνομα Δωδεκάνησος για τα νησιά που κατείχε η Ιταλία από το 1912 ως το 1943 είναι με­σαιωνικής προέλευσης, το θεωρεί όμως ατυχές. Υποστηρίζει ότι για τα νησιά μας στο Αιγαίο χρησιμοποιήθηκε, επίσης, το όνομα Δωδεκάνησος, που παλαιά προσδιόριζε μια πολιτική περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία, όμως, ήταν πιο εκτεταμένη και, επιπλέον, διαφορετική από τη δική μας κτήση. Το όνομα ξεθάφτηκε, για να αποδοθεί συμβατικά σ’ αυτή. Καταχρηστικά, ωστόσο, γιατί στην πραγματικότητα, χωρίς να λογα­ριάσουμε και το Καστελλόριζο, στο Αιγαίο υπό ιταλική κυριαρχία περιήλθαν δεκατρία και όχι δώδεκα νησιά των Νότιων Σποράδων[42]. το επιχεί­ρημα του Gianni,  όχι δώδεκα αλλά δεκατρία, δεν είναι μόνο ένα πολύ αδύνατο αλλά και ένα άνευ σημασίας επιχείρημα, από τη στιγμή που το ιταλικό όραμα για το imperium είχε πια καταρρεύσει.

     Το ίδιο επιχείρημα το σχετικό με το όνομα Δωδεκάνησος και τον αριθμό των νησιών, όπως θα δούμε, είχε διατυπώσει οχτώ χρόνια πριν από τον Gianni, το 1939, και ο Renzo Sertoli Salis, όταν τη Δωδεκάνησο διοικούσε ένα από τα μέλη της ονομαζόμενης φασι­στικής τετρανδρίας, ο Cesare De Vecchi (1936-1940), που εφάρμοσε σκληρή πολιτική εξιταλισμού, και εκφασισμού, του δωδεκανησιακού πληθυσμού. Είναι ένας από τους τρεις Ιταλούς συγγραφείς, μαζί με τον Giuseppe Gerola και τον Ermanno Armao που αγνοούν τελείως την εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το όνομα ήταν ιταλικής έμπνευσης. Ο gerola, αμέσως μετά την κατάληψη των νησιών, πήρε εσπευ­σμένα εντολή από το ιταλικό υπουργείο Παιδείας να μεταβεί σ’ αυτά και, ως ειδικός στη μελέτη των μνημείων του μεσαιωνικού προγονικού παρελθόντος, να αναδείξει από αυτή την πλευρά τη σχέση της Ιταλίας με τα νησιά που κατέλαβε. Γνωστή τακτική, όπως εί­δαμε, της αποι­κιοκρατίας. Ο δεύτερος, ο Armao, ένας Λεβαντίνος γεννημένος στη Σμύρνη, καταγόταν από βενετική οικογένεια που, πριν από την εγκατάστασή της στη Σμύρνη, κατοικούσε στην Τήνο επί αιώνες. Ως κρα­τικός υπάλληλος στη Ρόδο, υποπρόξενος, και πριν από το 1921, έτος έκδοσης του έργου του, στο οποίο περιέχονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την προέλευση του ονόματος, γνώριζε πολύ καλά τα πράγματα. Ο τρίτος, ο Sertoli Salis, που προαναφέραμε, ένθερμος θεωρητικός του φασισμού[43], σ’ ένα από τα πολλά έργα που συνέγραψε, αυτό του 1939 το σχετικό με τα νησιά που κατέλαβαν οι Ιταλοί το 1912, δεν ανα­φέρεται στην προβληματική εκδοχή Dainelli. Ήταν προτιμότερη η κατάργηση του ελλη­νικού ονόματος Δωδεκάνησος από την αδέξια αντιμετώπιση, μέσω ενός ελληνικού ονό­ματος, της σύνδεσης παρόντος-παρελθόντος, της τόσο επιθυμητής κατά τα άλλα στο φα­σιστικό καθεστώς.


     Αλλά ας δούμε τις απόψεις των τριών αυτών συγγραφέων. Ο Gerola, αφού επισκέ­φθηκε τα νησιά το ένα μετά το άλλο, χώρισε, με βάση τα δικά του ενδιαφέροντα, τις δε­κατρείς Σποράδες, όπως ονομάζει τα νησιά στο βιβλίο του, σε τρεις πλήρως διακριτές ομάδες: α) στα νησιά των Ιπποτών (Ρόδο, Σύμη, Χάλκη, Λέρο, Επισκοπή, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο), όπου τα κτίρια των Ιπποτών και η εξέλιξη της ξεχωριστής τεχνοτροπίας τους τα καθιστούν από πολ­λές πλευρές ενδιαφέροντα, β) στα βενετικά νησιά (Αστυπά­λαια, Κάρπαθο, Κάσο) με βε­νετικές οχυρώσεις εξαιρετικά φτωχές και γ) στα νησιά της Πάτμου και των Λειψών με κτίσματα κάποιας υστεροβυζαντινής σημασίας. Κατά τα άλλα οι δεκατρείς Σποράδες που κατέλαβαν οι ιταλικές ναυτικές και στρατιωτικές δυνά­μεις δεν αντιστοιχούν, όπως υπο­στηρίζει, σε κανένα νησιωτικό πυρήνα καλά καθορι­σμένο ούτε από γεωγραφική ούτε από πολιτική ή ιστορική άποψη. Αλλά και η παλαιά Δωδεκάνησος, προσθέτει, η οποία προέκυψε από τα προνόμια αυτονομίας που της είχαν εκχωρήσει διάφοροι σουλτάνοι, δεν περιελάμβανε το σύνολο των Σποράδων που εμείς καταλάβαμε. Η Ρόδος και η Κως δε συγκαταλέγονταν σ’ αυτή, ενώ, αντίθετα, σ’ αυτή ανήκαν η Ικαρία και το καστελλόριζο που δεν περιήλ­θαν στην Ιταλία, όπως επίσης οι Λειψοί που όμως δεν κατονομάζονταν [ως προσάρτημα ενός από τα προνομιούχα νησιά, της Πάτμου]. Ο gerola αποδοκιμάζει το όνομα Δωδεκά­νησος, ως τεχνητό / πλαστό δη­μιούργημα μετά την ιταλική κατάληψη των νησιών. Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν εκ­πλήσσει, γιατί, αν κρίνουμε από τα παλαιά ιταλικά ονόματα των νησιών, τα μόνα που παραθέτει, όπως Langò για την Κω, Le Simie για τη Σύμη, Palmosa για την Πάτμο[44], αντι­λαμβανόμαστε ότι ήταν διατεθειμένος να δεχτεί μόνο ό,τι συνέδεε το παρόν με εκείνο το παρελθόν που μπορούσε να εκληφθεί ως ιταλικό[45]. Παρ’ όλο που από τους Έλληνες δεν έλειπαν οι ιστορικές γνώσεις, οι Ιταλοί εύκολα παρουσίασαν τα δυτικά πολιτισμικά κα­τάλοιπα του παρελθόντος ως δικά τους. Έτσι σχεδόν πέρασε απαρατήρητη η οικειοποί­ηση από αυτούς πρωτίστως της πολιτισμικής κληρονομιάς των Ιωαννιτών Ιπποτών που κα­τείχαν τα περισσότερα νησιά επί δύο και πλέον αιώνες (από το 1309 τη Ρόδο, από το 1314 την Κω και τη Λέρο ως το 1522). Το μοναχικό αυτό τάγμα που έδρασε στην Ανα­τολή, ήταν βέβαια καθολικό, οι ιππότες όμως προέρχονταν από διαφορετικές ευρωπαϊκές εθνοτικές ομάδες και από τα μνημεία τους, για τα οποία οι Ιταλοί έδειξαν ιδιαίτερο εν­διαφέρον και τα εμφάνιζαν ως προγονικά, πολλά αρχιτεκτονικά και εικαστικά στοιχεία τους δεν ήταν ιταλικά.

     Αλλ’ ας έρθουμε στη μαρτυρία του Armao, τη μόνη που δεν είναι ιδεολογικά διαμε­σολαβημένη. Ο Armao πληροφορεί ότι η Ρόδος και τα γειτονικά νησιά, όλα σήμερα, όπως λέει, ανήκουν στην Ιταλία, με εξαίρεση την Ικαρία που κι αυτή συγκαταλεγόταν στα ονο­μαζόμενα προνομιούχα Δώδεκα Νησιά ή Δωδεκάνησος υπό τουρκική κυριαρχία πριν από το 1912. Από τη μαρτυρία του αυτή είναι σαφές ότι ο ίδιος, όπως και ο Gerola, γνώριζε πολύ καλά την αληθή προέλευση του ονόματος. Προσθέτει, μάλιστα, για να μην υπάρχει σύγ­χυση ως προς αυτή, τα εξής: στους μεσαιωνικούς συγγραφείς απαντάται πολλές φορές η λέξη Δωδεκάνησος αναφερόμενη στις Κυκλάδες (ανάμεσα σ’ αυτές η Νάξος, η Τήνος, η Αμοργός κτλ.), αλλά η Δωδεκάνησος ως όνομα, για να προσ­διοριστούν μερικές από τις νήσους Σποράδες, είναι τελείως πρόσφατο δημιούργημα και φαίνεται ότι από ελληνικές εφημερίδες για πρώτη φορά το 1909, όταν αυτές ασχολήθη­καν με μια κίνηση των δώδεκα προνομιούχων νη­σιών του ΝΑ Αιγαίου εναντίον της οθω­μανικής κυβέρνησης, χρησιμοποιήθηκαν οι τύποι αι Δώδεκα Νήσοι ή η Δωδεκάνησος [46].

     Ο Sertoli Salis, που γράφει δεκαεφτά χρόνια αργότερα, επειδή ήταν ελληνικό το όνομα και πρόδιδε την ελληνικότητα των νη­σιών, προσπάθησε να το υπονομεύσει. Με προφανή ιδεολογική πρόθεση, το 1939, στο βιβλίο του που αναφέρεται στην ενδεκαετή περίοδο από την κατάληψη ως την πλήρη αναγνώριση της ιταλικής κυριαρχίας στα νη­σιά, στο κεφάλαιο που επέγραψε Τα Ιταλικά Νησιά του Αι­γαίου και οι διαφορές τους από την οθωμανική Δωδεκάνησο, ενοχλημένος, επειδή αυτά εξακολουθούσαν να ονομάζονται Δω­δεκάνησος, εκθέτει ως εξής τα πράγματα: Τα Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου, Isole Italiane dellEgeo, είναι, σύμφωνα με την καταλογο­γράφηση του άρ­θρου 15 της συνθήκης της Λωζάννης του 1923, τα ακόλουθα: Αστυπά­λαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Επι­σκοπή [Τήλος], Νίσυρος, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Λειψοί, Σύμη, Κως και Καστελλό­ριζο, Castelrosso, δεκατέσσερα επομένως και πέρα από αυτά υπάρχουν ακόμη οι νη­σίδες που είναι προσαρτήματά τους. Αυτά τα νησιά συχνά ονομάζονταν, και ονομάζονται ακόμη κατα­χρηστικά, Δωδεκάνησος. Κατ’ εξαί­ρεση, στα επίσημα έγγραφα της ιταλικής κυβέρνησης εμφανίζονται ως Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου, Isole Isole Italiane dellEgeo. πράγματι, αυτά είναι δεκατέσσερα και όχι δώδεκα και, αν δε θέλουμε να λογαριάσουμε το Καστελλόριζο, το οποίο είχε καταληφθεί ξεχωρι­στά [το 1921], τότε είναι δεκατρία. Το όνομα προέρχεται από την ονομαζόμενη τουρκική Δωδεκάνησο, με το οποίο ήταν γνω­στές οι δώδεκα Νότιες Σποράδες. Δεν ανήκαν σ’ αυ­τή η Ρόδος και η Κως, αντίθετα περι­λαμβάνονταν η Μεγίστη (Meis-adah), δηλαδή το Castelrosso [Κα­στελλόριζο] και η Ικα­ρία ή Nicaria και δεν εμφανίζονταν οι Λειψοί που εξαρτιόνταν διοικητικά από την Πά­τμο. Γι’ αυτό με την ιταλική κατάκτηση, την προ­σθήκη της Ρόδου και της Κω στη θέση της Ικαρίας και του Καστελλόριζου και την προ­σθήκη, επιπλέον, των Λειψών, η Δωδε­κάνησος συγκροτούνταν από δεκατρία νησιά αντί για δώδεκα, ενώ μόνο δώδεκα, αυτά ακριβώς που αποτελούσαν το σύνολο της οθωμανι­κής Δωδεκανήσου, συνιστούσαν τα ονομαζόμενα προνομιούχα νησιά του τουρκικού κα­θεστώτος. Στο χρόνο της ιταλικής κα­τάληψης αυτά ήταν κατανεμημένα σε δύο σαντζά­κια, της Ρόδου και της Χίου[47].

     Με την τελευταία αυτή παρατήρηση ο Sertoli Salis, θέλει, προφανώς, να πει, όπως και ο Gerola, ότι τα νησιά που κατέλαβαν οι Ιταλοί το 1912, πριν από το έτος αυτό δεν συνι­στούσαν ένα ενιαίο σύνολο και, επομένως, δε δικαιολογείται να φέρουν κοινό όνομα. Αλλά όλη η συλλογιστική του είναι λανθασμένη. Οι Ιταλοί εξαρχής, το 1912, όπως εί­δαμε, ονόμασαν επισήμως τα νησιά που κατέλαβαν, Ρόδος και Δωδεκά­νησος, Rodi e Do­decaneso. Τα νησιά, επομένως, της δικής τους Δωδεκανήσου, αφού μόνοι τους πρόσθε­σαν στα δέκα από τα δώδεκα προνομιούχα δύο ακόμη, την Κω και τους Λειψούς, ήταν δώδεκα ακριβώς, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

     Στην ιταλική αριθμητική, στην οποία προσέφυγε ο Sertoli Salis, με συνέπεια να βγάζει τα Δωδεκάνησα δεκατρία, οι Έλληνες της Δωδεκανήσου αντέταξαν τη δική τους: όπως είδαμε, στη θέση των δύο νησιών, της Ικαρίας και του Καστελλόριζου, που δεν κα­τέλαβαν οι Ιταλοί το 1912, έβαλαν τη Ρόδο και την Κω. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως θα έλεγε ο Dainelli, πέτυχαν τον τέλειο αριθμό. Δεν είχαν κανένα λόγο, όπως οι Ιταλοί, να διαχωρί­σουν τη Ρόδο από τα άλλα νησιά. Αντίθετα, θέλησαν να τα στεγάσουν υπό ένα κοινό ελ­ληνικό όνομα, για να μπορούν να το αντιτάξουν στα ιταλικά σχέδια. Με μια μόνη λέξη οι Έλληνες πρό­βαλλαν την ελληνικότητα όλων των υπό ιταλική κατοχή νησιών. Ήταν η ελ­ληνικότητά τους που τα καθιστούσε ενιαίο σύνολο. Ως τέτοιο δικαιολογημένα έφερε ένα κοινό ελληνικό όνομα, το οποίο, εξ αυτού του λόγου, και επικράτησε. Γι’ αυτό το ενιαίο σύνολο ελληνικών νησιών, το υπό ιταλική κατοχή, το αίτημα της ένωσής του με την Ελ­λάδα εκφράστηκε μονολεκτικά με το όνομα Δωδεκάνησος. Αν σ’ αυτά, μετά το 1921, προστέθηκε και ένα δέκατο τρίτο, το Καστελλόριζο –δέκατο τέταρτο, σύμφωνα με τους Ιταλούς και με το άρθρο 15 της συνθήκης της Λωζάννης που οι ίδιοι το υπαγόρευσαν– αυτό δεν είχε σημασία. Το ελλη­νικό όνομα Δωδεκάνησος είχε πια επικρατήσει διεθνώς. Το επίσημο ιταλικό όνομα, Ιτα­λικά Νησιά του Αιγαίου, Isole Italiane dellEgeo, που προσπάθησαν να περάσουν οι Ιτα­λοί καθυστερημένα, έμεινε, όπως διαβεβαιώνει και ο Sertoli Salis, στα χαρτιά, στα έγγραφα που αντήλ­λασσαν μεταξύ τους οι ιταλικές αρχές. Δεν είχε τη δύναμη να αντικαταστήσει το όνομα Δωδεκάνησος, αυτή τη μαγική λέξη, που αντιμαχόταν, πριν ακόμη αρχίσει η παράθεση των επιχειρημάτων, την ιταλική κυριαρχία. Οι Δωδεκανήσιοι, εξάλλου, που κατοικούσαν στα νησιά και αντιπάλευαν την πολιτική του εξιταλισμού τους, όπως και οι Δωδεκα­νή­σιοι οι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό που με υπομνήματα και παραστάσεις διε­θνώς συ­νέχιζαν να κρατούν ανοιχτό το δωδεκανη­σιακό ζήτημα, δεν ήταν δυνατόν, έτσι κι αλλιώς, να δεχτούν το ιταλικό όνομα.

    Με το άρθρο 14 της συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, που υπογράφηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1947, η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυτον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λιψόν, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας[48]. Το όνομα Δωδεκάνησος, που επί τριάντα χρόνια συνδέθηκε με προσδοκίες και αγώνες, διατηρήθηκε χωρίς καμιά συζήτηση, όπως ήταν επόμενο, και μετά την ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα. Αυτά από το 1948 ως το 1955 αποτέλεσαν τη γενική διοίκηση Δωδεκανήσου και από το 1955 και εξής το νομό Δωδε­κανήσου[49].





[1] Συνοπτικότερα Γιάννης Γιαννόπουλος, Σύντομη ιστορία της Δωδεκανήσου, Πενήντα χρόνια από την ενσωμάτωση, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 1997, σ. 7-8.
[2] Giuseppe Gerola, I monumenti delle tredici Sporadi, Bergamo 1914, σ. 3. Giuseppe Gianni, «L’ opera dell’ Italia in Egeo», Estratto dall’ Universo, Rivista dell’ Istituto Geografico Militare, Anno XXVII – N. 4 – Luglio – Agosto 1947, σ. 1.
[3] Στην απογραφή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλά­δας (Ε.Σ.Υ.Ε.) του 1951 χαρακτηρίζεται ως νησίδα, με διάταγμα στις 18 Φεβρουαρίου 1954 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα και στην απογραφή του 1961 φέρεται πια ως νησί.
[4] Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 76 και πίνακας Α στις σ. 78-79 και για τον πραγματικό πληθυσμό της απογραφής του 2001 βλ. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τχ. δεύτερο, αρ. φύλλου 715, 12 Ιουνίου 2002, σ. 9359-9362.
[5] Κ. Άμαντος, Μικρά Μελετήματα, Αθήνα 1940, σ. 351-52. Δ. Ζακυθηνός, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω Βυζαντινώ Κράτει», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 17 (1941), σ. 254-55. Χ. Ι. Παπαχριστοδούλου, Ιστορία της Ρόδου, Αθήνα 1972, σ. 248. Δωδεκάνησος, ως Κυκλάδες, και σε αυτοκρατορικό έγγραφο του 1198 (Ζακυθηνός, ό. π., 19 (1949), σ. 23) και στο Χρονικό του Μορέως (Παπαχριστοδούλου, ό. π.). Πρβλ. και Ermanno Armao, Nomi antichi e moderni delle isole del Mar Egeo, Firenze 1947 (Ανάτυπο από: Rivista Geografica Italiana, 54/τχ. 5-6 (1947)), σ. 250-258).
[6] Ο Εrmanno Armao, In giro per il Mar Egeo con Vincenzo Coronelli, Note di topologia, toponomastica e storia medievali, Dinasti e famiglie italiane in Levante, Firenze 1951, σ. 298 παρατηρεί: «Ο κατάλογος του Στράβωνα που αριθμούσε δώδεκα νησιά, γέννησε πιθανώς τη λέξη Δωδεκάνησος που για πρώτη φορά εμφανίζεται σ’ ένα χρονικό του 780 […] και το 802 σ’ ένα νόμο της Ύστερης Αυτοκρατορίας (Basso Impero, [δηλαδή του Βυζαντίου]) που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια διοικητική υποδιαίρεση του θέματος της Θάλασσας του Αιγαίου, του οποίου δεν είναι γνωστή η ακριβής έκταση» και παραθέτει τον κατάλογο των δώδεκα νησιών που μνημονεύονται από τον Στράβωνα και των δώδεκα νησιών του Δουκάτου της Νάξου.
[7] Ανάμεσα στο 1204 και στο 1205 ο Βενετός civis Marco Sanudo κατέλαβε τη Νάξο και άλλα νησιά, λαμβάνοντας τον τίτλο του δούκα του Αιγαίου Πελάγους, dux Egeopelagi. Καθώς νομιμοποιήθηκε από το λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τυπικά δεν είχε καμιά εξάρτηση από τη Βενετία. Τα επόμενα χρόνια, τυχοδιώκτες σύντροφοί του κατέλαβαν ο Marino Dandolo την Άνδρο ως φέουδο του Σανούδου, οι Andrea και Geremia Ghisi την Τήνο, Μύκονο, Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο, ο Filocalo Navigaioso τη Λήμνο. Για τα παραπάνω βλ. Paolo Revelli, LEgeo (Dalletà micenea ai tempi nostri), Milano 1912, σ. 58 και ανάμεσα στις σ. 56-57, δύο χάρτες, της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, 1204-1261, ο πρώτος και των βενετικών κτήσεων στο Αιγαίο μετά τη συνθήκη ειρήνης με τον Σουλεϊμάν, 1540, ο δεύτερος. Ακόμη F. THIRIER, La Romanie vénitienne au moyen âge, Le développement et l’ exploitation du domain colonial vénitien, Paris 1959. G. T. DENNIS, «Problemi storici concernenti i rapporti tra Venezia, i suoi domini diretti e le signorie feudali nelle isole greche», στο συλλογικό έργο A. PERTUSI (επιμ.), Venezia e il Levante fino al secolo XV, volume I, parte prima, Firenze 1973, σ. 219-235. P. LOCK, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500, μτφρ. Γιώργος Κουσουνέλος, Αθήνα 1998. ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΤΕΖΟΥ, Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, Βενετικές και γενουατικές κτήσεις, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (της Εκδοτικής Αθηνών), τ. Θ΄, σ. 244-278. Ν. ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες, ό. π., τ. Ι΄, σ. 188-189.
[8] Adolphe Reinach, L’ autonomie des îles grecques, Paris 1913, σ. 277-278. Armao, ό. π., σ. 298, ο οποίος παρατηρεί: «Μετά το 1207 τα Δωδεκανήσια (τα Δώδεκα Νησιά) και Δουκανήσια (τα νησιά του Δούκα) υποδηλώνουν τα δώδεκα νησιά τα υποκείμενα στην άμεση κυριαρχία των δουκών του Αρχιπελάγους ή της Νάξου».
[9] Τα σχετικά χωρία α) του Μελετίου («καλούνται αύται [οι Κυκλάδες] Δωδεκάνησα ή […] Δουκάνησα») και β) των Δανιήλ Φιλιππίδη – Γρηγορίου Κωνσταντά («εξουσίασε ταις Κυκλάδες και μερικαίς από ταις Σποράδες. από τότε Δωδεκάνησα, λέξι διεφθαρμένη από το Δουκάνησα») στον Άμαντο, ό. π., σ. 351, όπου και οι παραπομπές. (Όπως είναι βέβαια αυτονόητο, η  λ. Δωδεκάνησα δεν αποτελεί παραφθορά του Δουκάνησα).
[10] Στο ένα «Επήρεν τα Δωδεκάνησα (ο Σουλτάν Σουλεϊμάν) […] ζμδ΄» και στο άλλο «εξοίκισεν ο Μπαρμπαρούσος τα Δωδεκάνησα»  (Άμαντος, ό. π., σ. 352).
[11] Βλ. Δέσποινα Β. Μαζαράκη, Μουσική ερμηνεία των δημοτικών τραγουδιών της μονής των Ιβήρων, Αθήνα 1967, σ. 88, στον επίλογο της μελέτης, γραμμένο από τον εκδότη των τραγουδιών Bertrand Bouvier:
             Όλα τα Δωδεκάνησα στέκουν αναπαμένα
             κ ι η Πάρος η βαριόμοιρη στέκεται αποκλεισμένη […].
 Η Πάρος λεηλατήθηκε το φθινόπωρο του 1537 από το γνωστό αρχιπειρατή –καπουδάν πασά (αρχιναύαρχο) τότε του Οθωμανικού Κράτους– Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (Παρπαρούσος στο τραγούδι). βλ. Bertrand Bouvier, Δημοτικά τραγούδια από χειρόγραφο της μονής των Ιβήρων, Αθήνα 1960, σ. 41, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[12] Βλ. Άμαντος, ό. π., σ. 351: Ό,τ’ είν’ η Πάρος κι η Αξιά  / δεν είν’ τα Δώδεκα Νησιά. 
[13] Αλέξανδρος Σ. Καρανικόλας, Νότιες Σποράδες, Σελίδες από την ιστορία των προνομίων τους, Αθήνα 1971 (Ανάτυπο Παρνασσός, τ. 13, αριθ. 3), σ. 20 κ. ε. υπομνήματα (του 1845 και 1876) και απόφαση του οθωμανικού συμβουλίου του κράτους σε ελληνική μετάφραση (1875). Στα δύο τελευταία, όλα τα νησιά φέρονται ως Σποράδες.
[14] Reinach, ό. π. , σ. 327. Σκεύος Ζερβός, Η Δωδεκάνησος, Η διά μέσου των αιώνων ιστορία των Δωδεκανήσων, Αι υπηρεσίαι των προς την ανθρωπότητα και τα δίκαια των, Λονδίνο 1919, σ. 64. Το κείμενο αυτό αποτελεί υπόμνημα που έγραψε ο Ζερβός τον Ιανουάριο του 1919 και ως αντιπρόσωπος των Δωδεκανήσιων το υπέβαλε, τυπωμένο στην αγγλική και γαλλική, στο συνέδριο της ειρήνης των παρισίων (Ζερβός, ό. π., σ. 80 και σημ. 1).
[15] Ι. Χλωρός, Λεξικόν Τουρκοελληνικόν, Κωνσταντινούπολη 1899, τ. 2, σ. 2066-2082. Gerola, I monumenti, ό. π., σ. 3. Ermanno Armao, Annuario amministrativo e statistico per l’ anno 1922, Roma 1923, σ. 78. Renzo Sertoli Salis, Le Isole Italiane dell’ Egeo dall’ occupazione alla sovranità, Roma 1939.
[16] Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 55. Πρβλ. Armao, Annuario, ό. π., σ. 78. Rosita Orlandi, L’ occupazione italiana di Rodi e del dodecaneso, [Milano] 1982 (ανάτυπο από: Storia e Politica, XXI/τχ. 1, 1982). Η ίδια, Le isole italiane dell’ Egeo (1912-1947), Bari 1994. Από γεωγραφική άποψη Orazio Pedrazzi, Dalla Cirenaica all’ Egeo, Rocca S. Casciano 1913. Carlo Traversi, Storia della cartografia italiana delle Isole Egee e dell’ Albania, Firenze 1965. Β. ΣφυρόεραςΆννα ΑβραμέαΣ. Ασδραχάς, Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους, Αθήνα 1985.
[17] Η επισήμανση έγινε με τα ιταλικά ονόματα των νησιών: calimno, Caso, Cos, Karki, Leros, Lipso, Nisiros, Patmos, Piscopi, Rodi, Scarpanto, Simi, stampalia. Οι σειρές αυτές των επισημασμένων ιταλικών γραμματοσήμων κυκλοφόρησαν ως το 1927, οπότε σταδιακά αντικαταστάθηκαν από ιταλικά χωρίς επισημάνσεις. Ε[λληνική] Φ[ιλοτελική] Ε[ταιρεία], «Δωδεκάνησος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Θ΄, σ. 603. Πρβλ. Giovanni Chiavarello, I francobolli dello stato libero dell’ Egeo, 1912 e loro annullamenti, Napoli 1973. 
[18] Armao, Annuarioό. π., σ. 115.
[19] Γεράσιμος Δ. Δρακίδης, Λεύκωμα των Δωδεκανήσων, Αθήνα 1913, σ. 26 κ.ε. Χάρης Μ. Κουτελάκης, Ιστορικό αρχείο νήσου Τήλου, Αθήνα 1979, σ. 198. Το 1912, επίσης, ονομάζουν νησιά του Αιγαίου η Zeanne Z. Stephanopoli, Les îles de l’ Égée, leurs privilèges, Avec documents et notes statistiques, Athénes 1912, νησιά του Αρχιπελάγους ο S. I. Vallinakis, Mémoire de lunion des îles de lArchipel, ??? 1912, και νησιά της θάλασσας του Αιγαίου ο Jean Leune, Les îles de la mer Égée, Paris 1912. Επίσης νησιά του Αιγαίου η Raccolta degli Atti per l’ ordinamento provvisorio delle Isole dell’ Egeo, a cura del Comando del Corpo di spedizione nell’ Egeo, 6a Divisione Speziale, Roma 1913, Σποράδες ή δεκατρείς Σποράδες ή Νότιες Σποράδες, όπως εμφανίζονται στους ακόλουθους τίτλους: Comando 6a Divisione speciale, Cenni monografici sulle Sporadi Meridionali, Rodi 1912. G. Gerola, Il periplo delle tredici Sporadi, Milano 1913. Ο ίδιος, I costumi muliebri delle tredici Sporadi, Bergamo 1913. A. Martelli, Pesca e industria spugne nelle Sporadi Meridionali, Roma 1913. G. Gerola, I monumenti delle tredici Sporadi, ό. π. Ο ίδιος, Buondelmonti e le tredici Sporadi, Bologna 1914. Ο ίδιος, Rodi e le Sporadi italiane, Firenze 1916. B. Pace, Ricognitioni archeologiche nelle Sporadi, Roma 1916.
[20] Armao, Annuario, ό. π., σ. 79. Την αρθρογραφία προκάλεσαν τα εξής γεγονότα: Στις 10 Ιουλίου 1908 τέθηκε σε ισχύ το νέο σύνταγμα των Νεοτούρκων. Μετά την παρέλευση λίγων ημερών, στις 27 Ιουλίου, η Πύλη, αποβλέποντας στην εξομοίωση όλων των επαρχιών του κράτους, απαιτούσε τηλεγραφικώς νέους φόρους, τη χρήση της τουρκικής στα δικαστήρια και την άμεση στρατολόγηση όλων όσοι είχαν στρατεύσιμη ηλικία. Οι κάτοικοι των δώδεκα νησιών, αντιδρώντας στα νέα αυτά μέτρα, το Σεπτέμβριο του 1909 προκάλεσαν τη σύγκληση συνεδρίου στη Σύμη, όπου οι εκπρόσωποί τους αποφάσισαν να στείλουν εκπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, για να προβούν σε παραστάσεις στην Πύλη και στις πρεσβείες των δυνάμεων, οι οποίες δεν απέδωσαν καρπούς. Νέα τηλεγραφική διαταγή, στις 10 Μαρτίου 1910, απαιτούσε την εφαρμογή στα δώδεκα νησιά όλων των φορολογικών νόμων και την άμεση στρατολόγηση των στρατευσίμων. Οι τελευταίοι προτίμησαν να εκπατριστούν, οι περισσότεροι στην Ελλάδα και πολλοί από αυτούς με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων να καταταγούν στον ελληνικό στρατό (Ζερβός, ό. π., σ. 64-67).
[21] Υπόμνημα προς υποστήριξιν του καθεστώτος των 12 Νοτίων Σποράδων Νήσων υποβληθέν εις την Σεβ. Αυτοκρατορικήν Κυβέρνησιν υπό των πληρεξουσίων αυτών Μιχ. Βενιαμίν και Μιχ. Νεοκλ. Καλαβρού, Εν Κωνσταντινουπόλει 1909, Τυπ. ‘‘Εμπορικόν’’ Αριστοβούλου, Αναστασιάδου και Σίας. Το υπόμνημα αναδημοσιεύει και ο Ι. Κ. Φραγκόπουλος, Ιστορία της Καλύμνου, Αθήνα 21995, σ. 109 (σημ. 1) - 114. Νότιες Σποράδες ονομάζει τα νησιά, το επόμενο έτος, και ο Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Περί των εν νοτίαις Σποράσι εθίμων, Κωνσταντινούπολις 1910. Σποράδες, Sporadi, και επεξηγηματικά Sporadi Meridionali σε χάρτη ο Revelli, LEgeo, ό. π., στην αρχή του βιβλίου.
[22] Καρανικόλας, ό. π., σ. 24 και 27. Πρβλ. Ν. Λ. Φορόπουλος, «Δωδεκανησιακός αγώνας και διανοούμενοι», Ιστορικά, τχ. 73, εφημ. Ελευθεροτυπία, 8 Μαρτίου 2001, σ. 43.
[23] Γεράσιμος Δ. Δρακίδης, Λεύκωμα των Δωδεκανήσων, Αθήνα 1913 (τα δημοψηφίσματα σ. 87 κ. ε., της Τήλου σ. 90).
[24] Δρακίδης, ό. π., σ. 86.
[25] Armao, Annuario, σ. 78.
[26] Τα έντονα γράμματα δική μου επιλογή.
[27] G. Dainelli, NellEgeo, Firenze 1923, σ. 59-77: Dodecaneso (γραμμένο το 1920). Το ίδιο έτος 1920, ο Ναπολιτάνος λοχαγός Tommaso Cerone που υπηρέτησε στα νησιά επί διετία, 1915-1917, εξέδωσε βιβλίο που έχει στον τίτλο του τη λέξη Δωδεκάνησος: T. C. Cerone, Nel Dodecaneso, Impressioni dOriente, Napoli 1920, για να μάθει ο Ιταλός αναγνώστης του κάτι για τα νησιά που από οκταετίας κατείχαν οι Ιταλοί. Τον Cerone τον συνεπήρε η Ανατολή, και τούτο γιατί, όπως παρατηρεί, στα νησιά από ελλιπή μόρφωση των κατοίκων και αργή διάδοση της νεοτερικότητας επιβιώνει η παράδοση. Για τον Cerone ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα σύνολο επιμέρους ιταλικών στοιχείων, π.χ., η προσαγόρευση των μεγαλύτερων από τους νεότερους με τη λέξη μπάρμπα, όπως ακριβώς στις ιταλικές περιοχές Veneto και Liguria, επίσης όροι με τους οποίους οι κάτοικοι αναφέρονται στη θάλασσα, στους ανέμους, στο χρώμα των ιστίων. Όλα αυτά στρέφουν αμέσως το νου στη θύμηση άλλων εποχών, πολύ ευτυχέστερων, όπως λέει, για την εμπορική μας ναυτιλία. Τότε την Ανατολική Μεσόγειο χτυπούσαν, με όλες τις σημασίες, τα χρώματα των ακμαίων ναυτικών ρεπουμπλικανικών κρατών μας και οι λόφοι αυτών των νησιών ήταν κατάσπαρτοι από βενετσιάνικα καστέλια: εκείνες τις εποχές οι συνήθειες, η άσκηση του εμπορίου, η θαλασσοπλοΐα, η γλώσσα αυτών των πληθυσμών είχαν δεχτεί κυρίαρχα την επίδραση των ένδοξων ανθρώπων μας της θάλασσας και στο Μανδράκι αντηχούσε το ιδίωμα της Βενετίας, της Πίζας, της Γένοβας της Νάπολης, τη στιγμή που οι γαλέρες αραγμένες στα λιμάνια φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα, στρατιώτες, αγροτικά προϊόντα! (Cerone, ό. π., σ. 5). Καλύτερα από όλους γνώριζε πόσο το όνομα Δωδεκάνησος είχε επικρατήσει, όπως προκύπτει ακόμη και από φράσεις σαν αυτή που ακολουθεί, o Armao, Annuario, ό. π., σ. 3: Oggi il calendario ufficiale in tutto il Dodecaneso è il calendario italiano.
[28] BrunialtiGrandi, ό. π., τ. 3, σ. 501: Το Αιγαίο, από το 12ο αιώνα, πεδίο ανταγωνισμού Βενετίας και Γένοβας, «delle due imcapabili nostre repubbliche».
[29] Για το ρόλο της Γαλλίας ως αποικιακής μεσογειακής δύναμης, που κατέλαβε την Αλγερία σταδιακά από το 1830, τη θεωρία του λατινισμού / νεολατινισμού που διαμόρφωσε η γαλλική «Σχολή του Αλγερίου» από το τέλος του 19ου αιώνα, το ανασκαφικό και ερευνητικό έργο της, τον Louis Bertrand, έναν από τους βασικούς εκφραστές της, τις σχέσεις του με τον Μουσολίνι, την επάνοδο, σύμφωνα με τη θεωρία, στις αρχαίες εμπειρίες, όταν η Μεσόγειος ήταν μια κλειστή λίμνη του λατινικού κόσμου, τον εκγαλλισμό της Δυτικής Αφρικής, δηλαδή την αφομοίωση από αυτή του γαλλικού πολιτισμού, μέσω μιας εκπολιτιστικής αποστολής παρόμοιας με των Λατίνων «προγόνων» και μιας αγροτικής εκσυγχρονιστικής επανάστασης βλ. Ερατώ Πάρη, «Η πνευματική γένεση της «Μεσογείου» του Φερνάν Μπρωντέλ», Ίστωρ, 8 (1995), σ. 5-38, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Για τη σχέση των Ιταλών διανοουμένων με το φασισμό βλ. Michel Ostenc, Intellectuels italiens et fascisme, 1915-1929, Paris 1983.
[30] A. Desio, Le Isole Italiane dell’ Egeo, Roma 1931. F. Dessy, « L’ agricoltura nelle Isole Italiane dell’ Egeo », Economia Nazionale, έτος 24, Ιούνιος 1932 (Ανάτυπο). U. Soleri, L’ apicoltura nelle Isole Italiane dell’ Egeo, Roma 1932.
[31] Dainelli, Nell’ Egeo, ό. π., σ. 77.
[32] Δρακίδης, ό. π.
[33] Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, στις 26 Απριλίου 1915 στη μυστική συνθήκη του Λονδίνου ανάμεσα στην Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) και την Ιταλία, για να μετάσχει η τελευταία ως σύμμαχός τους, στο άρθρο 12, συμφωνήθηκε να λάβει η Ιταλία ως κτήση της all the islands of the Dodecanesos. Αλέξανδρος Πάλλης, Η Δωδεκάνησος (εκ του αγγλικού), Αθήνα 1918, σ. 8. S. Servos, Rhodes, capitale du Dodecanèse, Paris 1919. Σκεύος Ζερβός (επιμ.), White Book, The Dodecanese: Resolutions and Documents concerning the Dodecanese, 1912-1919, London [1920;]. A. Tsacalakis, Le Dodécanèse, étude de droit international, Alexandrie 1928. Λένα Διβάνη – Φωτεινή Κωνσταντοπούλου, Δωδεκάνησος, Η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση, Διπλωματικά έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα 1996 (έγγραφα του 1920 και 1942-1948).
[34] Στις 7 Αυγούστου 1920, τρεις μέρες πριν από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, διορίστηκε ως Αντιβασιλέας Δωδεκανήσου, Reggente del Dodecanneso, ο κόμης Carlo Senni. Cesare Marongiu Buonaiuti, La politica religiosa del Fascismo nel Dodecanneso, Napoli 1979, σ. 31 (εκτενώς εξετάζει τη θρησκευτική πολιτική που ασκήθηκε από την Ιταλία στις αποικίες της. Ο ΙΔΙΟΣ, Politica e religioni nel colonialismo italiano, 1882-1941, Milano 1982). Δωδεκάνησο ονομάζουν τα νησιά εκείνα τα χρόνια και Ιταλοί συγγραφείς: T. R. Cerone, Nel Dodecaneso, Impressioni dOriente, Napoli 1920. A. Legnani, Il Dodecaneso e la sua base navale, Taranto 1923. A. Brunialti – S. Grande, Il Mediteranneo, volume terzo, Il Mediteranneo Orientale, Torino 1927, σ. 496 και 503. 
[35] Ζερβός, Η Δωδεκάνησος, ό. π., σ. 17.
[36] Ο Orazio Pedrazzi, βουλευτής του ιταλικού κοινοβουλίου, όπως λέει στο βιβλίο του Il Levante mediterraneo e lItalia, Milano 1925, σ. 11, ταξίδεψε στην Ανατολική Μεσόγειο και διαπίστωσε από κοντά ότι η Μεσόγειος δεν ήταν mare nostrum, όπως παλιά. Την υπεροχή είχαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Ειδικότερα, στη Δωδεκάνησο, όπως αποκαλεί τα νησιά, παρά την κατάληψή της από το 1912, επί δώδεκα χρόνια στα σχολεία των  νησιών δε διδάχτηκε ούτε μια λέξη από την ιταλική γλώσσα, με εξαίρεση στα ιταλικά σχολεία της Ρόδου (Pedrazzi, ό. π., σ. 37). μόνο το 1922 με την ανάδειξη της Εθνικής Κυβέρνησης [Μουσολίνι] άρχισε να εκδηλώνεται με αυτοπεποίθηση η νέα βούληση. Λίγες μέρες πριν από την Πορεία στη Ρώμη το 1922, ο υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας στο Λονδίνο έδειξε ότι ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει όλο το Αρχιπέλαγος, εκτός από τη Ρόδο, ακόμη και τη Χάλκη που απέχει ένα βήμα από τη Ρόδο (Pedrazzi, ό. π., σ. 38). Οι πληθυσμοί της Δωδεκανήσου δεν είναι πληθυσμοί εγχρώμων, δεν έχουν ανάγκη εκπολιτισμού αλλά βοήθειας (Pedrazzi, ό. π., σ. 41). Έχουμε και εμείς σήμερα, και για πάντα, μια «Ιταλία της Ανατολής», un’ «Italia del Levante» (Pedrazzi, ό. π., σ. 52). Ενδιαφέροντα και τα ακόλουθα: Αν ήμουν υποχρεωμένος να επιλέξω έναν τόπο διαμονής στη Δωδεκάνησο, το νησί που θα απέκλεια θα ήταν η Κάλυμνος, βραχώδης και ανίσκια, όπου οι εκατό δικηγόροι και οι πενήντα γιατροί, πτυχιούχοι του προσιτού και βολικού πανεπιστημίου της Αθήνας, χειραγωγούν τους εκατό φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι στο ίδιο πανεπιστήμιο, για να αντιτάξουν την ελληνική διανοητική αντίσταση στην αμείλικτη πορεία του ιταλικού πολιτισμού (Pedrazzi, ό. π., σ. 70).
[37] Τριαντ. Α. Γεροζήσης (επιμ.), Δωδεκάνησα, Συνθήκες - νόμοι - στατιστικές - χάρτες, 1947-1997, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1998, σ. 17.
[38] Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 56.
[39] Φορόπουλος, ό. π., σ. 44, όπου φωτογραφία απόφασης του lago, του 1926.
[40] βλ. Vittorio Alhadeff, Lordinamento giuridico di Rodi e delle altre isole italiane dellEgeo, Milano 1927. Giuseppe Gianni, Le isole italiane dellEgeo, Firenze 1928 και Ministero delle colonie-Ufficio studi e propaganda, Le colonie italiane di diretto dominio, Notiziario geografico-economico, Con appendice sul possedimento delle isole italiane dellEgeo, Roma 1929.
[41] Enciclopedia Italiana, τ. 13 (1932), σ. 526: Egeo, Isole Italiane dell’ .
[42] Gianni, ό. π., σ. 1.
[43] Ο Renzo Sertoli Salis συνέγραψε βιβλία, μερικά από τα οποία εξέδωσε η Scuola di mistica fascista ‘‘Sandro Italico Mussolini’’ στο Μιλάνο, και άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Dotrina Fascista κ. α., για την ιταλική αποικιακή πολιτική, το αποικιακό δίκαιο, τους ρατσιστικούς αποικιακούς νόμους κτλ. πριν από το 1943, το έτος συνθηκολόγησης της Ιταλίας και της πτώσης του φασιστικού καθεστώτος. Τα μεταπολεμικά του δημοσιεύματα αναφέρονται στην τοπική ιστορία της Valtellina στη Λομβαρδία.
[44] Οι περιηγητές το 16ο αιώνα ονομάζουν την Πάτμο και Παρμόζα ή Palmosum. Κωνσταντίνα Φιλοπούλου-Δεσύλλα, Ταξιδιώτες της Δύσεως πηγή για την οικονομική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους χρόνους του Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς, 1520-1566, Αθήνα 1984, σ. 142.
[45] Gerola, I monumenti, ό. π., σ. 3-4.
[46] Armao, Annuario, ό. π.,σ. 78- 79. Ο ΙΔΙΟΣ, Vincenzo Coronelli, ό. π., σ. 184.
[47] Sertoli Salis, ό. π., σ. 3 (σχετική παραπάνω η σημ. 14).
[48] γεροζήσης, ό. π., σ. 74.
[49] Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 73-74.