ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ 1910:
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ Ή ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ
επέλεξα
να υποβάλλω σε συνδυασμένη ιστορική ανάλυση / αποδόμηση / κριτική προσέγγιση /
σημειωτική εξέταση, δύο πηγές παρατιθέμενες από το εγχειρίδιο της Γ΄ τάξης
Ενιαίου Λυκείου (Β. Σκουλατος – Ν. Δημακοπουλος – Σ. Κονδης, Ιστορία νεότερη και
σύγχρονη, τεύχος Β΄, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 14/2002, σ. 25 η
πρώτη, σ. 23 η δεύτερη):
η μια είναι πρωτογενής (απόσπασμα πολιτικού λόγου που εκφωνήθηκε σε ορισμένο
τόπο και χρόνο από ηγετική προσωπικότητα η οποία πήρε συγκεκριμένη θέση
καθοριστική, όπως αποδείχθηκε αργότερα, για το μέλλον της Ελλάδας) και η άλλη
δευτερογενής (αποτιμάται από διακεκριμένο συνταγματολόγο, μετά παρέλευση ετών,
η απόφαση του πολιτικού σε σχέση με τις συνέπειές της). Και οι δύο πηγές αναφέρονται
στο κρίσιμο ερώτημα αν η βουλή η οποία προέκυψε από τις εκλογές στις 8
Αυγούστου 1910 έπρεπε να εργαστεί, σύμφωνα με το ψήφισμα της προηγούμενης
βουλής, ως αναθεωρητική, χωρίς να τροποποιήσει τα σχετικά με τον βασιλικό θεσμό
θεμελιώδη άρθρα του συντάγματος του 1864 ή να εξελιχθεί σε συντακτική, για να
έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει αυτά τα άρθρα και να μεταβάλει το πολίτευμα
της χώρας, να καταργήσει, επομένως, τον θεσμό της βασιλείας.
Η πρώτη προς εξέταση πηγή, ένα μικρό απόσπασμα από τον λόγο τον οποίο
εκφώνησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις 5 Σεπτεμβρίου 1910 στην Αθήνα, στην
πλατεία Συντάγματος, είναι η εξής:
«ΕΛ.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. […] ο Στρατός έπρεπε να επανέλθη το ταχύτερον εις τους
στρατώνας, … αξιών… και επιβάλλων εν ανάγκη την σύγκλησιν Αναθεωρητικής
Βουλής […].
ΦΩΝΑΙ. «Συντακτική, Συντακτική.
ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Επαναλαμβάνω, έδωσα εις την Επανάστασιν την
συμβουλήν να αξιώση και να επιβάλη την σύγκλησιν Αναθεωρητικής Βουλής…
ΦΩΝΑΙ. Όχι, Όχι.
ΕΤΕΡΑΙ ΦΩΝΑΙ. Σιωπή, σιωπή.
ΕΛ.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Αναθεωρητικής Βουλής, ήτις θα προέβαινεν […]».
(Ελευθεριος Βενιζελος, Τα κείμενα, Αθήναι, Λέσχη Φιλελευθέρων, 1978. Μετά την εκδήλωση του
στρατιωτικού κινήματος στις 15 Αυγούστου 1909, ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τις
στήλες της εφημερίδας των Χανίων Κήρυξ, δημοσιογραφικού του οργάνου,
επιδοκίμασε την ενέργεια. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος τον κάλεσε να μεσολαβήσει,
για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις του με τα κόμματα. Οι συζητήσεις κατέληξαν στους
όρους, που επικύρωσε το Συμβούλιο του Στέμματος στις 16-1-1910: σύγκληση
Αναθεωρητικής Βουλής, διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Στις 17-3-1910, σε
ειδική συνεδρία της βουλής, ο Γεώργιος Α΄ ανέγνωσε το διάγγελμα, το οποίο
κύρωνε το βουλευτικό ψήφισμα της 18-2-1910, και προήγγελλε την επικείμενη
σύγκληση της Αναθεωρητικής Βουλής. Οι εκλογές έγιναν στις 8-8-1910. Ο
Βενιζέλος, αν και απών στο εξωτερικό, εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας.
Επέστρεψε στις 5-9-1910 και στην πλατεία Συντάγματος, την ίδια ημέρα, εκφώνησε
λόγο ενώπιον των συγκεντρωμένων πολιτών, από τον οποίο και το απόσπασμα που εδώ
εξετάζουμε. Βλ. Κ. Σβολοπουλος, «Η
είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική ζωή της Ελλάδος…», Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους (της Εκδοτικής Αθηνών), τ. 11, Αθήνα, 1977, σ. 266-279).
Η δεύτερη πηγή, μια εναλλακτική
υπόθεση για πιθανή κατάργηση το 1910 της βασιλείας, διατυπωμένη το 1934 από τον
καθηγητή του συνταγματικού δικαίου Αλέξανδρο Σβώλο, είναι η ακόλουθη:
«Αν αφίνετο το κίνημα του 1909 άνευ της ρυθμιστικής επηρείας του
προγράμματος του Ε. Βενιζέλου, ίσως κατέληγεν έκτοτε εις την κατάλυσιν της βασιλείας,
η οποία ήτο γυμνή κοινωνικών ερεισμάτων και έρημος πιστών οπαδών. Αλλ’ η αστική
τάξις και εις το σημείον αυτό ευκόλως ηκολούθησε τον Βενιζέλον, διότι εις την
επιδίωξιν της εθνικής πολιτικής, εις την οποίαν μετ’ ολίγον εντόνως απεδύθη,
η βασιλεία ήτο χρήσιμος ως σύμβολον».
Αλέξανδρος Σβώλος (1934)
(Στο
εγχειρίδιο, Β. Σκουλατος κ. ά., ό.π., σ. 23, η
παραπομπή στο Α.Ι. Σβωλοσ, Τα
ελληνικά συντάγματα, 1822-1952, Εισαγωγή, επιμέλεια Κώστας Αξελός, Αθήνα,
1972, σ. 46. Η έκδοση από τον Αξελό εμφανίζεται ως δεύτερη. Δεν υπάρχει, απ’
ό,τι ξέρω, πρώτη του ίδιου ακριβώς βιβλίου. το
παραπάνω απόσπασμα / παράθεμα του εγχειριδίου περιέχεται αυτολεξεί και στο Α.Ι.
Σβώλος,
Συνταγματικόν δίκαιον, τ. 1, Αθήνα, 1934, σ. 65. Επομένως, οφείλουμε να
προσεγγίσουμε κριτικά το απόσπασμα σε σχέση με την εποχή που γράφτηκε, το 1934,
να δούμε ποια ήταν τα πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής, πόσο ο συγγραφέας
επηρεάστηκε από αυτά και από την προσωπική του πολιτική τοποθέτηση, όπως επίσης
να δούμε με ποιες θεωρητικές προϋποθέσεις προσεγγίζει τις έννοιες, αστική τάξη
και επανάσταση. Ο διδάσκων, βέβαια, δεν διαθέτει τον χρόνο για μια τέτοια
έρευνα, ούτε είναι αυτό λόγος για να ασκηθεί αρνητική κριτική στο συγκεκριμένο
εγχειρίδιο. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι ο προσδιορισμός του χρόνου, και
του τόπου, παραγωγής μιας πηγής είναι βασική αρχή για την άσκηση κριτικής σε
μια ιστορική πηγή. Ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, είναι η εξής παρατήρηση του
ρώσου θεωρητικού της λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν: «Αν διηγούμαι (προφορικά ή γραπτά)
ένα γεγονός που μόλις προ ολίγου έζησα, όσο διηγούμαι (προφορικά ή γραπτά) αυτό
το γεγονός, βρίσκομαι κιόλας έξω από αυτό το χωρόχρονο όπου συνέβη το γεγονός.
Το να ταυτιστείς απόλυτα με τον εαυτό σου, το να ταυτίσεις το ''εγώ'' σου με το
''εγώ'' που διηγείται, είναι […] ανέφικτο». Το χωρίο παραθέτει ο
L. Somville, «Διακειμενικότητα», στο Maurice Delcroix – Fernand Hallyn (επιμ.), Introduction aux
études littéraires.
Méthode
du texte, ελληνική μετάφραση, Εισαγωγή στις σπουδές της
λογοτεχνίας. Μέθοδοι του κειμένου, Αθήνα,
2000, σ. 156. Τέλος, στο απόσπασμα του εγχειριδίου,
μετά τις λέξεις «Αν αφίνετο …» έχει τεθεί προς διευκρίνιση η φράση «το
κίνημα του 1909», που δεν υπάρχει στο κείμενο του Σβώλου. Αλλά, επειδή
ενδιαφέρει ποιον όρο, εν προκειμένω, χρησιμοποιεί ο Σβώλος και στην αμέσως
προηγούμενη φράση γράφει «προσέδιδον εις την ‘‘επανάστασιν’’», προτιμότερο
είναι να τεθεί: «Αν αφίνετο [η επανάσταση του 1909] ...»).
Λεκτική κατανόηση των πηγών
Φράσεις και έννοιες των δύο παραπάνω πηγών δεν είναι άμεσα κατανοητές. Η
λεκτική κατανόηση μερικών φράσεων και η διερεύνηση ορισμένων εννοιών,
τρεχουσών ή και ιστορικών όρων, όπως των παρακάτω, φαίνεται αναγκαία: «Ο Στρατός
έπρεπε να επανέλθη το ταχύτερον εις τους στρατώνας» (επάνοδος στη νομιμότητα, να
μη αναμειχθεί άλλο στην πολιτική). «της
ρυθμιστικής επηρείας του προγράμματος» («ρυθμιστικής», που προκαθορίζει και
επηρεάζει τουλάχιστον ως ένα σημείο την πολιτική πράξη με βάση το «πρόγραμμα», αυτό
το οποίο κάθε πολιτικός ηγέτης ή κόμμα εκθέτει πριν από τις εκλογές, για να
πληροφορήσει τους ψηφοφόρους ποιες γενικές και ειδικές πολιτικές θα ακολουθήσει
ως κυβέρνηση ή, αν δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή, ως κόμμα της
μειοψηφίας). «κίνημα»
(στρατιωτικό, που καταργεί την έννομη τάξη, αλλιώς πραξικόπημα, η λέξη
πραξικόπημα περισσότερο αρνητικά φορτισμένη. Και στους δύο όρους θα
επανέλθουμε). «Επανάστασιν» (το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909
μπορεί να θεωρηθεί επανάσταση; θα επανέλθουμε). «Συντακτική βουλή» (βουλή που
προκύπτει από εκλογές προκειμένου να συντάξει σύνταγμα, τον καταστατικό /
ιδρυτικό χάρτη, δηλαδή τον θεμελιώδη νόμο μιας πολιτείας, χωρίς να δεσμεύεται
για τη διατήρηση του προϋπάρχοντος πολιτεύματος). «Αναθεωρητική βουλή» (βουλή
κτλ., που δεσμεύεται να μην αναθεωρήσει τα θεμελιώδη άρθρα, τα σχετικά με το
πολίτευμα). «Αστική τάξις» (κατά την ανάγνωση της πηγής, έμεινα με την
εντύπωση ότι ο Σβώλος αναφέρεται στη μεγαλοαστική τάξη, στο ‘‘κεφάλαιο’’. Θα
επανέλθουμε). «Της εθνικής πολιτικής», δηλαδή της πραγματοποίησης των
εθνικών πόθων, που δεν εκπληρώθηκαν με την επανάσταση του 1821 ή αργότερα, της
προσάρτησης από την Ελλάδα διεκδικούμενων υπό οθωμανική κυριαρχία εδαφών,
σύμφωνα με τη ‘μεγάλη ιδέα’ ή με προγράμματα σαφέστερα διατυπωμένα. (Την έννοια μεγάλη ιδέα ορίζει ο Π. Καρολιδης, Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, τ. 2,
Αθήνα, 1893, σ. 164, ως εξής: «Ανόρθωσις του πεπτωκότος [του Βυζαντίου], πτώσις
του καθεστηκότος» [της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας] και, όπως διευκρινίζει (ό.π.):
«της ελευθερώσεως σύμπαντος του Ελληνικού, ανακτήσεως του Βυζαντίου και της
Αγίας Σοφίας και αναστηλώσεως του θρόνου των Κωνσταντίνων». Ο Δ. Ζακυθηνος,
Η πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα, 2/1965, σ. 86,
χαρακτηρίζει νεφελώδη αυτή την επιδίωξη και προσθέτει ότι μετά την προσάρτηση
της Θεσσαλίας και της περιοχής Άρτας, το 1881, «δύο εθνικά προγράμματα
προεβάλλοντο, εν μείζον και εν έλασσον. Το πρώτον υπεστηρίζετο υπό των εθνικών
εταιρειών […], η Ελλάς ώφειλε να περιλάβει εις τους κόλπους της τα εδάφη της
χερσονήσου του Αίμου τα κείμενα νοτίως της γραμμής, η οποία, αναχωρούσα από της
βορείου ακτής της λίμνης Αχρίδος και διερχομένη τον Αξιόν παρά το Κότσανικ και
τον Αίμον παρά το Κιουστενδήλ, εξικνείτο κατά μήκος του Αίμου μέχρι του
Ευξείνου Πόντου. […]. Το δεύτερον πρόγραμμα ήτο μετριοπαθέστερον και εξέφραζε
τας αντιλήψεις των επισήμων Ελληνικών συντελεστών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ‘‘είχε
κηρυχθή υπέρ της αυξήσεως της ελληνικής επιρροής και της προστασίας του
ελληνικού πνεύματος εις τα διαμερίσματα της νοτίου και της κεντρικής Μακεδονίας
νοτίως της γραμμής, ήτις αναχωρούσα από του Δυρραχίου επί της αδριατικής
θαλάσσης έφθανε μέχρι του αιγαίου πελάγους διερχομένη βορείως των Σερρών προς
ανατολάς και της Αχρίδος και του Μοναστηρίου προς δυσμάς’’· Ν.Β. Βλαχος,
Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα, 1935,
σ. 23, όπου, σημ. 1, τα εξής: «Τα υπό του Χαριλάου Τρικούπη διαγραφόμενα όρια
των εθνικών διεκδικήσεων συμπίπτουν περίπου προς τα όρια της ιστορικής
Μακεδονίας»).
Για την πληρέστερη κατανόηση της
φράσης του Σβώλου «η βασιλεία ήτο χρήσιμος ως σύμβολον» τα εξής: Ως
σύμβολο νοείται κάθε σημείο αναφοράς που παραπέμπει σταθερά σε μια ιδέα, σε
αποδιδόμενες θετικές ιδιότητες, πραγματικές ή πλασματικές, τις οποίες διατηρεί
ευρέως ο θεσμός ή το πρόσωπο, και όταν ακόμη έχει γίνει αντικείμενο αρνητικής
κριτικής (Ανάμεσα στον όρο βασιλεία
(σημαίνον) και στο περιεχόμενό της (σημαινόμενο) υπάρχει μια σχέση, που
προκύπτει σε ορισμένο τόπο και χρόνο από τις αρμοδιότητες / την εξουσία που
έχει, τις ιδιότητες τις αποδιδόμενες εκ των άνω και τις αποδιδόμενες από τις
διαφορετικές κοινωνικές ομάδες συνειδητά, ύστερα από λογική επεξεργασία, ή,
προπάντων, μη συνειδητά, ανάλογα με τον τρόπο που τις προσλαμβάνουν στο
φαντασιακό επίπεδο. Ο Σβώλος περιορίζεται απλώς να πει «η βασιλεία ήτο χρήσιμος
ως σύμβολον». Θα του ήταν εύκολο να πει σύμβολον ενότητος. Κατά τη γνώμη μου,
καλύτερα που δεν το κάνει, γιατί στη βασιλεία, εκείνη την εποχή οι διάφορες κοινωνικές
ομάδες, και όχι μόνο οι αγροτικές, που σε μαζική κλίμακα υπολείπονταν
περισσότερο από άλλες σε καινοφανείς γι’ αυτές πολιτικούς προβληματισμούς,
απέδιδαν περισσότερες από μία ιδιότητες. το
στίγμα δίνει ο δημοκρατικός πολιτικός Γεώργιος Φιλάρετος, που προτάσσει – και
δεν είναι ο μόνος – την εθνική ιδεολογία από κάθε άλλη: Θεωρώντας αντιπρότυπο
τον Γεώργιο Α΄, σε λόγο του το 1906, προς τέλεση πολιτικού μνημοσύνου στον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, υποστηρίζει ότι πρότυπο, το οποίο έχει εσωτερικεύσει η
ελληνική συλλογική μνήμη, αποτελεί ο ήρωας βασιλιάς. το 1909, πάλι, γράφει στον Ριζοσπάστη, στην εφημερίδα
που εκδίδει, ότι στο φαντασιακό του Έλληνα, ο εστεμμένος ηγεμόνας έχει την
εικόνα του στρατηλάτη, του πατέρα, του παιδαγωγού, του κυβερνήτη που διαρκώς
μοχθεί και αγρυπνά. Και, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είναι πεπεισμένος ότι
ο ελληνικός λαός διατήρησε την αγάπη του στον βασιλικό θεσμό, επειδή «η
βασιλική μεγαλειότης αποτελεί το ύψιστον ορατόν σημείον της εθνικής πυραμίδος»
(Μαρια Παπαδακη-Τζαβαρα,
Ο Γεώργιος Φιλάρετος και το αίτημα της δημοκρατίας. Πολιτική ιδεολογία και
πρακτική των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα, 1876-1910, Αθήνα, διδακτορική
διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνιολογίας, 2002, σ. 104-105). Ο
Φιλάρετος απευθύνεται στο κοινό της εποχής του, το οποίο, προφανώς, δεν
ξενίζεται από τέτοιες αντιλήψεις για τον βασιλικό θεσμό. για τη θέση που παίρνει στο συλλογικό
ασυνείδητο ο βασιλικός θεσμός, αναφέρω μια καταγεγραμμένη μαρτυρία, δύο
προφορικές, που συγκράτησα, επειδή μου έκαναν εντύπωση, και μια εικαστική: 1) ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φραγκίσκος
Β΄, μετά το Άουστερλιτς, το 1805, τη μάχη των τριών αυτοκρατόρων, αν και
ηττημένος, όταν επέστρεψε στη Βιέννη, χειροκροτήθηκε από τους καλούς του
υπηκόους∙ F. Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, Αθήνα, β/2002, σ.
487. Ένας μονάρχης, στο παρελθόν, όσο ο θεσμός ήταν δεδομένος, παρέμενε σύμβολο
σταθερότητας, απαντοχής και παρηγορίας, κι ύστερα ακόμη από στιγμές συντριβής. 2) Ένας
Ιταλός το 1971 μου έλεγε ότι ο τέως βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄
ήταν spada tremenda, ξίφος που προκαλούσε τρόμο (στον εχθρό). Τέτοιες
προσλήψεις του θεσμού, συνυφασμένου με μυθικές ιδιότητες, καταλαγιάζουν τους
συλλογικούς φόβους, προσφέρουν αίσθημα ασφαλείας, αντλείται από τον θεσμό
θάρρος και ευψυχία. 3) Ένας Έλληνας, το 1974, πριν από το δημοψήφισμα, με
διαβεβαίωνε ότι δεν θα ψήφιζε υπέρ της βασιλείας, διατύπωνε ωστόσο την απορία: κάποιος σαν τον Σίσκο – απεσταλμένο
τότε των Η.Π.Α. στην Ελλάδα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο – ποιον θα
σεβαστεί στην Ελλάδα, αφού δεν θα υπάρχει βασιλιάς; Και οι δύο παραπάνω
πολίτες, και ο Ιταλός και ο Έλληνας, δεν είχαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και,
κατά συνέπεια, τους έλειπε η αναλυτική ικανότητα, για να ξεπεράσουν εικόνες που
από παλιά είχαν σωρευτεί στο συλλογικό ασυνείδητο και μεταδοθεί στους ίδιους.
Αλλά και πολίτες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν κατορθώνουν, μερικές
φορές, να ξεπεράσουν ανάλογες στάσεις και συμπεριφορές. Προβάλλουν αδύνατα
επιχειρήματα, για να δικαιολογήσουν νοοτροπίες που τους έχουν υποβληθεί, από
τις οποίες δεν μπορούν να απαλλαγούν. Όπως έχει λεχθεί, οι νοοτροπίες είναι
φυλακές μακράς διάρκειας, δύσκολα αλλάζουν. Αλλά, για να μην υποτιμούμε άδικα
πολίτες με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, έχει παρατηρηθεί ότι πολλοί από
αυτούς προσεγγίζουν λογικά, με πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια, τους θεσμούς.
4) Αντίθετα, μια φωτογραφία γηραιάς Αγγλίδας, που κάθεται μόνη κι έρημη στο
φτωχικό δωμάτιό της, στον τοίχο του οποίου κρέμεται ως μόνο στολίδι το πορτρέτο
της βασίλισσας, αποτελεί «σχόλιο» απροβλημάτιστης πολιτικά στάσης. Πρβλ., πολύ
περισσότερο, τη μελέτη του Marc
Bloch, Les rois thaumaturges: étude sur le caractère surnaturel attribué
à la
puissance royale particulièrement en France et en Angleterre, préf. de Jacques Le Goff, Paris, 2000 (1/1924), η οποία αναφέρεται στην πίστη επί
επτά αιώνες σ’ ένα θαύμα, την ίαση συγκεκριμένης ασθένειας από τους γάλλους και
άγγλους βασιλείς).
Η χρήση των όρων στις πηγές
Οι δύο παραπάνω ιστορικές πηγές, όπως όλες εξάλλου, προσφέρονται για
κριτική ανάλυση, την οποία μπορούμε να την ονομάσουμε σημειωτική /
σημειολογική, από τη στιγμή που με αυτή επιδιώκεται να κατανοηθεί πληρέστερα η
χρήση των λέξεων, των όρων και των νοημάτων σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Στην
πρώτη πηγή, στο απόσπασμα από τον λόγο του Βενιζέλου στην πλατεία Συντάγματος
το 1910, στην οποία δεχόμαστε ότι αποδίδονται τα διαμειφθέντα εκείνη τη στιγμή,
μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο τινά:
Εντέχνως ο Βενιζέλος, ονομάζει το στρατιωτικό κίνημα του Στρατιωτικού
Συνδέσμου στο Γουδί επανάσταση. Σε προηγούμενο σημείο του λόγου του μάλιστα
υποστηρίζει τα εξής: «Η κατά τύπον στρατιωτική αύτη εξέγερσις, εγκριθείσα διά
του λαοψηφίσματος της 14 Σεπτεμβρίου, έλαβε τον χαρακτήρα αληθούς Λαϊκής
Επαναστάσεως». Στο σημείο αυτό, οι λέξεις δοκιμάζονται. Όταν ο στρατός παύει να
υπακούει στο σύνταγμα και τους νόμους, στασιάζει. Η ενέργειά του, όταν καταλύει
το κράτος ή επιβάλλει τους όρους του στους θεσμικούς παράγοντες, όπως το 1909,
ονομάζεται κίνημα / πραξικόπημα και όλοι όσοι συμμετέχουν, διαπράττουν έγκλημα
εσχάτης προδοσίας, που τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών, την οποία μόνο με
τη χορήγηση αμνηστίας, όπως το 1909, μπορούν να αποφύγουν. Διαφορετικά, ούτε οι
λαϊκές εκδηλώσεις επιδοκιμασίας, όσο μαζικές κι αν είναι, δεν τους σώζουν.
(Πρβλ. Α. Βερεμης, «Το κίνημα του 1909», Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, ό.π., τ. 11, σ. 261-262: «Το λαϊκό συλλαλητήριο της 14ης
Σεπτεμβρίου οργανώθηκε σκόπιμα από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο σε συνεννόηση με
τους συλλόγους και τις συντεχνίες και, σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα
Χρόνος, της επομένης, όργανο του Συνδέσμου, πλέον των εβδομήκοντα χιλιάδων
πολιτών […] συνεκεντρώθησαν […] εις τον ευρύτερον χώρον του Πολυγώνου, όταν δε
εξεκίνησαν εκχυθέντες εις την οδόν Πατησίων με τας Συντεχνίας και τα Σωματεία
επικεφαλής, φέροντα τα λάβαρά των, παρουσίασαν θέαμα, το οποίον ουδέποτε άλλοτε
είχε αντικρύσει η πόλις. […] ο Πρόεδρος των Συντεχνιών Παπαφώτης […] ανέγνωσε
το ψήφισμα του συλλαλητηρίου […] ενεκρίνετο η εξέγερσις του Στρατού και του
Στόλου, συνιστάτο εις την κυβέρνησιν, όπως υποβάλη τάχιστα εις την Βουλήν
σύστημα νομοθεσίας καταδικάζον την συναλλαγήν και μέλλον να οδηγήσει εις την ανόρθωσιν
της διοικήσεως». Αιτήματα που δεν εκφράζουν μία μόνο κοινωνική τάξη). Αυτές τις εκδηλώσεις, που
πράγματι υπήρξαν, ονομάζει ο Βενιζέλος λαοψήφισμα (τι λέξη κι αυτή που
παραμένει αθησαύριστη!), προκειμένου να εμφανίσει την παράνομη ενέργεια του
στρατού επανάσταση και, πολύ περισσότερο, λαϊκή επανάσταση, αν και δεν προήλθε
εκ των κάτω, αλλά στηρίχτηκε εκ των υστέρων (στους όρους κίνημα, πραξικόπημα,
εξέγερση, επανάσταση θα επανέλθουμε). ο
Βενιζέλος, με τον χαρακτηρισμό του στρατιωτικού κινήματος ως επανάστασης, την
επιδοκιμασία της προγραμματικής θέσης του Στρατιωτικού Συνδέσμου για τη μορφή
του πολιτεύματος και τη σύγκληση, κατά συνέπεια, όχι συντακτικής αλλά
αναθεωρητικής βουλής, πέτυχε και το κύρος του Στρατιωτικού Συνδέσμου να
κρατήσει ψηλά και τον Γεώργιο Α΄ να ικανοποιήσει πλήρως και το πολιτικό του
μέλλον να προδιαγράψει, χωρίς να μετριαστεί η φήμη που τον συνόδευε. (Στα αισθήματα αφοσίωσης των αξιωματικών του
Στρατιωτικού Συνδέσμου στον βασιλιά και το σύνταγμα, όπως άλλωστε δηλωνόταν
ξεκάθαρα στο πρόγραμμα του Συνδέσμου, αναφέρεται και ο αρχηγός του
συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς σε συνέντευξή του στον ανταποκριτή της αγγλικής
εφημερίδας The Times στις 2-9-1909⋅ Γεωργια Δ. Ιγγλεζου,
«Το κίνημα στο Γουδί μέσα από τα απομνημονεύματα των στρατιωτικών του Συνδέσμου
και του τύπου της εποχής», στον τόμο Γουδί 1909. Το κίνημα που άλλαξε την
Ελλάδα, Αθήνα, Ελευθεροτυπία, Αύγουστος 2011 («Ε Ιστορικά»), σ. 186). Επιπλέον, είναι χρήσιμο να
τονιστεί ότι ο Βενιζέλος είχε την πεποίθηση ότι η διατήρηση του βασιλικού
θεσμού εξασφάλιζε την τόσο αναγκαία κοινωνική συνοχή σε χρονική στιγμή που
αναμένονταν ανακατατάξεις στη Βαλκανική και σ’ όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κανείς, εξάλλου, τότε δεν μπορούσε να προβλέψει τον θρίαμβο του Βενιζέλου στις
εκλογές, τις αντιδράσεις των παλαιών πολιτικών κομμάτων, τα επιτεύγματα στους
Βαλκανικούς πολέμους, την κήρυξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, τη δολοφονία του
Γεωργίου Α΄, την εναντίωση του Κωνσταντίνου Α΄ στην πολιτική του Βενιζέλου ο
οποίος τάχθηκε υπέρ της εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας-Γαλλίας,
προκειμένου η Ελλάδα, αν αυτές νικούσαν, να αποκομίσει μεγάλα εδαφικά οφέλη από
την υποστήριξή τους, την ταύτιση των παλαιών κομμάτων με την πολιτική της ουδετερότητας
του Κωνσταντίνου, μοναρχικών αντιλήψεων και υποστηρικτή του ομοϊδεάτη και
γυναικαδέλφου του κάιζερ (αυτοκράτορα) της Γερμανίας, τον διχασμό, τους
διωγμούς εις βάρος των βενιζελικών, τους διωγμούς των αντιπάλων μετά την
επικράτηση του Βενιζέλου και την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου. Τα χειρότερα
ήρθαν με τις εκλογές του 1920, στις οποίες ο λαός δεν εξέλεξε τον Βενιζέλο, τον
δημιουργό της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, για να περιγράψω
το αποτέλεσμα της πολιτικής του με μια φράση της εποχής. Από τις νικητήριες
δυνάμεις οι φιλοβασιλικές πολιτικές δυνάμεις, που κέρδισαν τις εκλογές, και ο
ίδιος ο Κωνσταντίνος, τον οποίο επανέφεραν, αντιμετωπίστηκαν ψυχρά ως και
εχθρικά, όπως ήταν επόμενο και όχι χωρίς συνέπειες. Η εκστρατεία στη Μικρά
Ασία, την οποία είχε αποδοκιμάσει προεκλογικά η νέα ηγεσία της χώρας, όχι μόνο
συνεχίστηκε, τέθηκαν και νέοι πιο φιλόδοξοι στόχοι. Κατέρρευσε δραματικά το
1922, συμπαρασύροντας σε φοβερή δίνη τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς
Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Στο εσωτερικό, η εκτέλεση όσων ηγετών κρίθηκαν
υπεύθυνοι της μικρασιατικής καταστροφής,
η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και τελικά η κατάργηση του θεσμού της βασιλείας
το 1924 αποτέλεσαν τις τελευταίες πράξεις μιας σύγκρουσης, οι συνέπειες της οποίας
επηρέασαν και πάλι αρνητικά την πολιτική ζωή της χώρας στα μετά το 1932 χρόνια.
Κατά την εκφώνηση λόγου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην πλατεία
Συντάγματος, οι λαϊκές αναφωνήσεις και η άκαμπτη στάση του Βενιζέλου,
σημειολογικά, συγκροτούν μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνή. Ο λαός εμφανίζεται να
θέλει συντακτική συνέλευση, για να αλλάξει το ίδιο το πολίτευμα της χώρας. δύο φορές ο λαός, οι συγκεντρωμένοι
στην πλατεία Συντάγματος πολίτες, ορθότερα μέρος των παρισταμένων, απαιτούν
συντακτική συνέλευση. Δυο φορές και ο Βενιζέλος επιμένει στη σύγκληση
αναθεωρητικής. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται, καθώς διαπιστώνει ότι ο πολιτικός,
κάμπτοντας τη λαϊκή θέληση, επιβάλλεται ως ηγέτης. Η ιστορική αυτή πηγή,
ωστόσο, δεν είναι αρκετή, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, πράγματι, ο λαός
ήταν αντιβασιλικός. Οι αναφωνήσεις Συντακτική, Συντακτική, από τους
συγκεντρωμένους στην πλατεία Συντάγματος, δεν αποτελούν απόδειξη ότι μεγάλη
μερίδα του εκλογικού σώματος ήθελε να καταργηθεί η βασιλεία. Η άρνηση, εξάλλου,
του Βενιζέλου να αποδεχθεί το αίτημα των παρισταμένων στην ομιλία του,
οφείλεται σε προειλημμένες αποφάσεις, στη διαμόρφωση των οποίων και ο ίδιος
είχε συντελέσει, όπως είδαμε. Στη στάση, εξάλλου, την οποία τηρούσαν τότε οι
ελληνικές πολιτικές δυνάμεις και η ελληνική κοινωνία απέναντι στη βασιλεία και στις
αντιδράσεις τους σε ενδεχόμενη κατάργηση του βασιλικού θεσμού, οφείλουμε να
προσμετρήσουμε, πολύ σοβαρά μάλιστα, και τις αντιδράσεις των Δυνάμεων.
Ας έρθουμε τώρα στη δεύτερη πηγή, στο απόσπασμα από τη συνταγματική ιστορία
του Σβώλου: Ο διακεκριμένος συνταγματολόγος, αργότερα και πολιτικός,
υποστηρίζει ότι τότε η βασιλεία «ήτο γυμνή κοινωνικών ερεισμάτων και έρημος
πιστών οπαδών». Πόσο, όμως, τούτο είναι αληθές; Ο Σβώλος είναι και αυτός μέσα
στην ιστορία, είναι μέρος της ιστορίας. Εξέδωσε το βιβλίο του Συνταγματικόν
Δίκαιον το 1934 (Α.Ι. Σβωλος, ό.π.), που πέρα των άλλων αποτελεί ερμηνεία του δημοκρατικού συντάγματος του 1927. Τα αμέσως
προηγούμενα χρόνια από την έκδοση του έργου, στα χρόνια της συγγραφής, μετά την
τετραετή διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο (1928-1932) η πολιτική
κατάσταση ήταν συγκεχυμένη. Η πολιτική αστάθεια που επικράτησε, οφειλόταν α)
στην επίδραση την οποία είχε στην Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929,
2) στην απόδοση των προβλημάτων που προκάλεσε η κρίση στους πολιτικούς, από
αδυναμία μεγάλου μέρους των πολιτών να αντιληφθούν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα
των γεγονότων, 3) στο συνακόλουθο αποτέλεσμα των εκλογών του 1932, που δεν
έδωσε αυτοδυναμία σε κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, ούτε στο κόμμα των
Φιλελευθέρων ούτε στο Λαϊκό κόμμα, και στην αδυναμία να συνεννοηθούν αυτά,
επειδή εξακολουθούσε το κλίμα του διχασμού να σκιάζει τις συνειδήσεις πολιτικών
και πολιτών, 4) στο αποτυχημένο φιλοβενιζελικό στρατιωτικό πραξικόπημα την
επαύριο των νέων εκλογών του 1933, τις οποίες κέρδισε ο συνασπισμός των
αντιβενιζελικών κομμάτων, 5) το ίδιο έτος η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου
Βενιζέλου. Όλα αυτά έκαναν τον Σβώλο να υποστηρίξει, να διερωτηθεί κατ’ ουσίαν,
μήπως ήταν προτιμότερο να καταργηθεί το 1910 ο βασιλικός θεσμός, που εξαιτίας
της πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου υπήρξε πρόξενος του ολέθριου
διχασμού. Κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να
γίνεται σαφής, ο Σβώλος πιθανολογεί ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί, αν το 1910
δεν επηρέαζε τις εξελίξεις ο Βενιζέλος. Αλλά η βασιλεία, παρόλο που δεν
απολάμβανε τότε το μέγιστο της δημοτικότητάς της, είχε σοβαρά κοινωνικά και
πολιτικά ερείσματα (Π.Χ. Γατσωτης, Η
διεθνής συζήτηση σχετικά με το κίνημα του 1909, Αθήνα, 1995 (δακτυλογραφημένο):
σύμφωνα με τις πηγές της εποχής,
ανάμεσα στις οποίες και πρεσβευτικές εκθέσεις εκπροσώπων των Δυνάμεων στην
Ελλάδα, ο Γεώργιος Α΄ ήταν δημοφιλής στη χώρα του, διέθετε ιδιαίτερο κύρος
στους βασιλικούς κύκλους της Ευρώπης, αποτελούσε το σημαντικότερο διπλωματικό
πλεονέκτημα της χώρας του, τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου είχαν επίγνωση
του διεθνούς κύρους του, οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων αδημονούσαν μετά την
εκδήλωση του κινήματος να του εκφράσουν επίσημα την αμέριστη συμπαράστασή τους,
για να αποτρέψουν τυχόν παραίτησή του. Οι αξιωματικοί με φθόνο αντιμετώπιζαν
τους πρίγκιπες, επειδή απολάμβαναν προνόμια στο στράτευμα, μερικοί από αυτούς
θεωρούσαν ενδεχόμενη την παραίτηση ή την αντικατάσταση του Γεωργίου με άλλο
πρίγκιπα και άλλοι δεν απέκλειαν την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας, οι
περισσότεροι, ωστόσο, δεν ήταν ούτε αντιδυναστικοί ούτε αντίθετοι στο θεσμό∙ Γατσωτης,
ό.π., σ. 36, 41, 42, 44-47).
Ο Σβώλος (30 ετών το 1922, 42 το 1934) κρίνει μια απόφαση του παρελθόντος από
το δικό του παρόν με έντονη συναισθηματική φόρτιση, καθώς εξακολουθούσε να
επηρεάζει αρνητικά την πολιτική ζωή και να αποτελεί δυσεπούλωτο προσωπικό και
συλλογικό τραύμα το επώδυνο παρελθόν. (Πρβλ.
όσα αναφέρει ο Γ. Κοκκινος, «Η
δυναμική της μνήμης και της λήθης στη δημόσια σφαίρα και οι νόμοι για τη μνήμη
στη Γαλλία», στο Γ. Κοκκινος – Ελλη Λεμονιδου – Β. Αγτζιδης,
Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών
πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, Αθήνα, 2010, σ. 53, για την
τραυματική ή επίμαχη μνήμη και την κατηγοριοποίησή της από τον Tzvetan Todorov). Επιπλέον, εδώ ο χειρισμός
είναι και ιδεολογικός: μετά το 1922, ο Σβώλος, ιδεολόγος δημοκράτης, συμφωνούσε
με τις δημοκρατικές αντιμοναρχικές επιλογές του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. (Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876-1936), επικεφαλής της
πολιτικής και επιστημονικής ομάδας των ‘‘κοινωνιολόγων’’ (: σοσιαλιστών), που
συγκροτήθηκε το 1907, ηγέτης της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, από το 1910 ως το
1920 συνεργάστηκε με τον Βενιζέλο και ως υπουργός εισηγήθηκε σειρά σημαντικών
νόμων. Το 1922 ίδρυσε το κόμμα ‘‘Δημοκρατική Ένωση’’ και, μεταξύ άλλων,
εργάστηκε για την έκπτωση της δυναστείας (1924) και την ψήφιση του δημοκρατικού
συντάγματος του 1927. Ο Σβώλος συμφωνεί με τις ιδέες και πολιτικές του
Παπαναστασίου∙ βλ. το τέλος της επόμενης σημείωσης). Δεν βρισκόταν μπροστά στο
δίλημμα που αντιμετώπισε το 1910 ο Βενιζέλος, και όχι μόνο αυτός, αν η
κατάργηση ή διατήρηση της βασιλείας συνέφερε ή έβλαπτε τη χώρα. Ως προς τις
καταστροφικές συνέπειες της εμμονής του Κωνσταντίνου στην πολιτική του, κανένας
πεπεισμένος δημοκρατικός δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Και ο Σβώλος ως
Έλληνας και δημοκρατικός, παρόλο που γράφει με σχετική αυτοσυγκράτηση, δεν
απέφυγε την επίδραση δύο παραγόντων, του συναισθηματικού και του ιδεολογικού.
Αυτές τις συναισθηματικές και ιδεολογικές φορτίσεις, οι οποίες επηρεάζουν κατά
τον ένα ή τον άλλο τρόπο την κρίση, τις εκτιμήσεις του συντάκτη ενός κειμένου,
εν προκειμένω ενός ιστορικού κειμένου, η σημειωτική τις ονομάζει συνδηλώσεις (connotations). Επειδή κατά τη συγγραφή αυτές
συχνά δεν αποφεύγονται, η επισήμανσή τους από τους ιστορικούς οι οποίοι
οφείλουν να προσεγγίζουν κριτικά τα κείμενα, είναι αναγκαία. Η επισήμανση των
συναισθηματικών και ιδεολογικών φορτίσεων, των αποσιωπήσεων και παραλείψεων,
αλλά και η εφαρμογή ιστορικών θεωριών και μεθόδων περισσότερο αποτελεσματικών,
αυξάνει την επιστημονική εγκυρότητα της ιστοριογραφίας.
Ένα σχόλιο οφείλουμε και στον όρο αστική
τάξη, όπως τον χρησιμοποιεί ο Σβώλος στην πρόταση «η αστική τάξις και εις το
σημείον αυτό ευκόλως ηκολούθησε τον Βενιζέλον». Αλλά ποιο περιεχόμενο δίνει ο
Σβώλος στον όρο αστική τάξη; Πρόκειται για τη μεγαλοαστική τάξη, το
«κεφάλαιο», οπότε, χωρίς άλλη σκέψη, γεννιέται το ερώτημα μήπως, σε τελευταία
ανάλυση, και ο Σβώλος δέχεται ότι το στρατιωτικό κίνημα του 1909 ήταν μια
αστική επανάσταση ή η απαρχή της; Σε ευρύτερο απόσπασμα του έργου του, στο οποίο
περιέχεται και το απόσπασμα του εγχειριδίου, δεν είναι σαφές ποιο είναι το
ακριβές νόημα το οποίο ο Σβώλος αποδίδει στον όρο αστική τάξη. («Τον Αύγουστον του 1909 εξερράγη εις τας Αθήνας ‘‘στρατιωτικόν κίνημα’’, το οποίον,
αποτελούν κατ’ αρχάς έκφρασιν αορίστου τάσεως μεταβολής των κακώς εχόντων, προ
παντός διά την καλυτέραν στρατιωτικήν επιδίωξιν της εθνικής πολιτικής,
εξειλίχθη, διά της συνδρομής ριζοσπαστικών στοιχείων της ανδρωθείσης εν τω
μεταξύ αστικής τάξεως, εις ευρείαν κίνησιν προς πολιτικάς, διοικητικάς και
κοινωνικάς μεταρρυθμίσεις. Διά της κινήσεως αυτής επραγματοποιήθη και η α ν α θ ε ώ ρ η σ ι ς τ ο υ
Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς.
»Χειραφετηθείσα της
επηρείας του Στρατιωτικού Συνδέσμου, από τον οποίον αρχικώς εκηδεμονεύθη η ‘‘Επανάστασις του 1909’’, εισήλθεν εις
την πραγματοποίησιν συγκεκριμένων σκοπών, αφ’ ης εις το πρόσωπον του Ε.
Βενιζέλου εύρεν αρχηγόν κύρους και πρωτοβουλίας, διωχετεύθη δε κυρίως εις το
τότε ιδρυθέν κόμμα των Φιλελευθέρων. –Η αναθεώρησις του Συντάγματος εχρησιμοποιήθη
μάλλον ως ευφυής διέξοδος διά την εγκοίτωσιν της ακαθορίστου μεταρρυθμιστικής
κινήσεως, παρά διότι απετέλει το κύριον φάρμακον της καταστάσεως.
»Η έξαψις,
σημειωτέον, της εποχής εκείνης εστρέφετο όχι μόνον κατά των παλαιών πολιτικών
κομμάτων, αλλά και κατά του Στέμματος και της Αυλής, καθ’ όλων δηλαδή των
στοιχείων της πολιτικής αριστοκρατίας.
–Εξ άλλου, συγκεκριμέναι εκδηλώσεις του κοινωνικού ζητήματος, ένεκα της
υποβοσκούσης αξιώσεως των αγροτών της Θεσσαλίας προς αποκατάστασιν και της
αρχομένης αφυπνίσεως της εργατικής
και υπαλληλικής τάξεως, προσέδιδον εις την ‘‘Επανάστασιν’’ περισσότερον πλάτος. Αν αφίνετο άνευ της ρυθμιστικής
επηρείας του προγράμματος του Ε. Βενιζέλου, ίσως κατέληγεν έκτοτε εις την
κατάλυσιν της βασιλείας, η οποία ήτο γυμνή κοινωνικών ερεισμάτων και έρημος
πιστών οπαδών. Αλλ’ η αστική τάξις και εις το σημείον αυτό ευκόλως
ηκολούθησε τον Βενιζέλον, διότι εις την επιδίωξιν της εθνικής πολιτικής, εις
την οποίαν μετ’ ολίγον εντόνως απεδύθη, η βασιλεία ήτο χρήσιμος ως σύμβολον.
Όσον δ’ αφορά το κοινωνικόν ζήτημα, η ‘‘Επανάστασις’’ εχάραξε πολιτικήν
αστικού συγχρονισμού, διευκολύνασα την μεταγενεστέραν αντιμετώπισιν
αυτού διά της νομοθεσίας. Η υπό του Α. Παπαναστασίου πολιτική και επιστημονική
ομάς των ‘‘κοινωνιολόγων’’ προώθησε έκτοτε συστηματικώς την κοινωνικήν
πολιτικήν του κράτους». Α.Ι. Σβωλος, Συνταγματικόν δίκαιον, ό.π.,
τ. 1, σ. 64-65∙ Ο Ιδιος, Τα
ελληνικά συντάγματα, ό.π., σ. 45-46). Μια πρώτη εξήγηση μπορεί να θεωρηθεί το ότι ως
αστική τάξη, εν μέρει, νοούνται οι πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που ήταν σε
θέση να προσλαμβάνουν, με το δικό της τρόπο η καθεμιά, την ευρωπαϊκή πολιτική
σκέψη και πρακτική, να προωθούν ιδέες οι οποίες δεν ήταν, ωστόσο, μόνο
«αστικές» αλλά και σοσιαλιστικές, να διατυπώνουν αιτήματα και να προτείνουν
μεταρρυθμίσεις, α) για να υπάρξει κράτος δικαίου, απαλλαγμένο από τις ολέθριες
πελατειακές σχέσεις, ικανό να προστατεύει και τις ασθενέστερες κοινωνικές
τάξεις (με απαλλοτριώσεις υπέρ των ακτημόνων της Θεσσαλίας, μειώσεις φόρων,
εργατική νομοθεσία), β) για να γίνει η Ελλάδα κράτος ‘‘σύγχρονο’’, που
σημαίνει να προσεγγίσει, όσο γίνεται περισσότερο, το επίπεδο οργάνωσης και
ανάπτυξης των ευρωπαϊκών κρατών. (Σύγχρονο σε σχέση με κάποιο άλλο που δεν
είναι. Η διαδικασία ανάπτυξης ενός μη «σύγχρονου» κράτους, που προσβλέπει στα
τεχνολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά επιτεύγματα ενός
«συγχρόνου», η διαδικασία μετάβασης από την αγροτική στη βιομηχανική εποχή,
ονομάζεται εκσυγχρονισμός. Συνώνυμοι είναι, αν δεν προκύπτουν από τα
συμφραζόμενα κάποιες εννοιολογικές αποκλίσεις, οι όροι εξευρωπαϊσμός,
εκδυτικισμός, επειδή, την εποχή αυτή ‘‘σύγχρονα’’ κράτη θεωρούνται τα κράτη της
δυτικής –και κεντρικής– Ευρώπης. Την τάση αυτή των χωρών που προσβλέπουν στην
ανάπτυξη, προσπαθώντας να ακολουθήσουν πρακτικές των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών
χωρών, εύστοχα επισημαίνει, με αντίστροφη διατύπωση των όρων, ο Karl Marx το
1874: «Η χώρα που είναι βιομηχανικά αναπτυγμένη, απλώς προβάλλει προς τις
υπανάπτυκτες χώρες την εικόνα του μέλλοντός τους») και γ) το κυριότερο, για να
είναι σε θέση η Ελλάδα, καθώς αναμένονταν εξελίξεις και ανακατατάξεις στον
πολιτικό χάρτη της περιοχής, να πραγματοποιήσει τους εθνικούς της πόθους, οπότε
το αίτημα για μεταρρυθμίσεις πρόβαλλε, με τον πιο επιτακτικό και οξύ τρόπο, ως
άμεσο. Παρ’ όλα αυτά, επειδή δεν ήταν όλες οι κοινωνικές δυνάμεις μόνο
‘‘αστικές’’, όπως οι αγρότες της Θεσσαλίας ή οι εργάτες στις πόλεις, η χρήση
του όρου αστική τάξη στο συγκεκριμένο σημείο εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε
παρανοήσεις, γιατί βέβαια το 1909 στους αστούς, σε όσους δηλαδή επιδίδονταν σε
τοποθετήσεις μεγάλων, κυρίως, κεφαλαίων σε επιχειρήσεις με σκοπό το κέρδος,
δεν υψώνονταν ανυπέρβλητα εμπόδια από τον νόμο να κάνουν πράξη τις επιδιώξεις
τους. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στο Ελληνικό κράτος δεν υπήρξε
θεσμοθετημένη τάξη ευγενών με προνόμια, όπως στην Ευρώπη, όπου η ανερχόμενη
αστική τάξη επαναστάτησε (τον 17ο αιώνα στην Αγγλία ήρθε σε συμβιβασμό
με την αριστοκρατία και τον 18ο αιώνα στη Γαλλία ήρθε σε ρήξη με το
παλαιό καθεστώς και πέτυχε την κατάργηση των προνομίων της αριστοκρατίας προς
όφελός της). Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα τα αιτήματα όσων
επιδίδονταν σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, παρά την ύπαρξη ανασχετικών
παραγόντων, δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούν μια επανάσταση. Πέρα από αυτά,
το ίδιο το εμπειρικό υλικό των πηγών μας επιτρέπει να συναγάγουμε ότι ο
Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν ενεργούσε για λογαριασμό της αστικής τάξης,
ελαυνόταν από τον εθνικισμό, που ωθούσε στην πραγμάτωση των μεγάλων οραμάτων. (Ο εθνικισμός έδωσε τη μεγάλη ώθηση στη συγκρότηση
εθνικών κρατών, στην ταχύτερη προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της βιομηχανικής
εποχής, στη συσπείρωση και την αποτελεσματικότερη απόκρουση της απειλής που
προέρχεται από άλλα κράτη, είναι η ισχυρή πολιτική ιδεολογία, με την οποία λαοί
υπό ξένη κυριαρχία κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Όταν, όμως, ξεπερνά τα όρια
της νηφάλιας ανάλυσης, γίνεται καταστροφικός, σωρεύει δεινά και τούτο γιατί
χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι εθνικιστές, για να παραθέσουμε ένα
απλό παράδειγμα, χαίρονται, όταν οι ομοεθνείς τους μετανάστες / απόδημοι
απολαμβάνουν δικαιώματα, προκόβουν στο εξωτερικό, στέλνουν εμβάσματα στους
δικούς τους, όχι όμως εξίσου για τους ξένους μετανάστες στη δική τους χώρα. Και
επειδή ο εθνικισμός τον 19ο και 20ό αιώνα στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια,
στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο έγινε συχνά ανεξέλεγκτος με όλες τις
γνωστές συνέπειες, μεταπολεμικά, παρά τις περιοδικές εξάρσεις του, υπάρχει η
τάση να αποδοκιμάζεται. μετά την
τρομακτική εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, επιχειρείται η προώθηση αρχών,
όπως η αυτοδιάθεση των λαών, η συνεννόηση, η ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία
ανάμεσα στα κράτη, ο σεβασμός της πολιτισμικής ταυτότητας και της γλώσσας κάθε
μεγαλύτερου ή μικρότερου κοινωνικού συνόλου, των μειονοτήτων, των μεταναστών,
των προσφύγων, η πρόσληψη του παρελθόντος με κριτική διάθεση και χωρίς
εθνοκεντρικές ρητορείες και αποσιωπήσεις που δεν προάγουν την εθνική
αυτογνωσία, η μελέτη της ιστορίας των άλλων λαών με ανάλογα κριτήρια και χωρίς
διάθεση υποτίμησης ή υπερεκτίμησής της, ο σεβασμός του δικού μας πολιτισμικού
παρελθόντος, αλλά και των άλλων πολιτισμών των διαφορετικών από τον δικό μας, η
αντιμετώπιση όλων ως κληρονομιάς, ως πλούτου, τον οποίο αξίζει να διαφυλάξει η
ανθρωπότητα και αφορά όλους μας. Διεθνείς οργανισμοί, πολιτικά κόμματα, μη
κυβερνητικές οργανώσεις,
διανοούμενοι τάσσονται και
εργάζονται υπέρ του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της κατάργησης των
βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής, της αλληλεγγύης, της μέριμνας υπέρ των
ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, της υποστήριξης των χωρών του τρίτου κόσμου,
της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. ως
αρχή κοινωνικής συμβίωσης προβάλλεται η κοινωνία πολιτών, στην οποία τα μέλη
της απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, ίση μεταχείριση, έχουν ίδιες υποχρεώσεις,
χωρίς διακρίσεις τάξης, μόρφωσης, καταγωγής, φύλου, θρησκεύματος, πεποιθήσεων,
χρώματος. Παρά τις υπέροχες αυτές αρχές και στις πιο «ιδανικές» κοινωνίες
πολιτών, επειδή αυτές δεν έχουν χάσει την ιστορική τους μνήμη, προκύπτουν
οξύτατα προβλήματα, τα οποία κατ’ ανάγκη απαιτούν θαρραλέα πολιτική
αντιμετώπιση. Ως μέτρο, προς υπεράσπιση των παραπάνω αρχών, μπορεί να είναι ένα
διπλό «όχι» τόσο στον νοσηρό εθνικισμό όσο και στον όχι λιγότερο νοσηρό
αντιεθνικισμό, ο οποίος παραλύει τα ανακλαστικά και τις αντιστάσεις αυτής της
κοινωνίας). Ως αστική
τάξη, με την ευρεία έννοια, μπορούν να θεωρηθούν οι πολιτικές και κοινωνικές
δυνάμεις εκείνες οι οποίες δεν απέβλεπαν σε ριζικές κοινωνικοπολιτικές ανατροπές
αλλά σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών
κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, ενίσχυαν παρά έθιγαν ένα δυτικού, ‘‘αστικού’’,
τύπου καθεστώς. Ωστόσο, επειδή κατά τη γνώμη μου δεν έχει εξαντληθεί η
διερεύνηση τόσο του όρου αστική τάξη, τον οποίο αόριστα χρησιμοποιεί ο Σβώλος, όσο
και των αστικού τύπου μεταβολών στα αμέσως επόμενα μετά το 1909 χρόνια, θα
επανέλθουμε σε σχέση και με τον όρο επανάσταση.
Στις δύο πηγές, στον Βενιζέλο και στον Σβώλο, συναντούμε τους όρους
στρατιωτικό κίνημα, στρατιωτικό πραξικόπημα, εξέγερση, επανάσταση. Κάθε κίνημα
κτλ. έχει μια ‘‘ατομικότητα’’, τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία
επιχειρεί η ιστορική έρευνα να διακριβώσει. Από τη μελέτη ομοειδών φαινομένων,
κινημάτων κτλ., και την καταγραφή των πλέον κοινών χαρακτηριστικών τους, σ’ ένα
επίπεδο γενικό και αφηρημένο (με αφαίρεση των δευτερευόντων στοιχείων),
προκύπτουν οι ορισμοί. Αυτοί, ωστόσο, που τους διατυπώνουν, επειδή δεν είναι
δυνατόν να έχουν υπόψη τους όλο το υπάρχον εμπειρικό υλικό, όλες, ας πούμε, τις
επαναστάσεις όπου γης, και συχνά εκκινούν από διαφορετικές θεωρητικές ή
ιδεολογικές προϋποθέσεις (συχνά αυτά τα δύο δεν είναι ανεξάρτητα το ένα από το
άλλο), οι ορισμοί των ιστορικών όρων, ιδιαίτερα των πιο σημαντικών, όπως η
επανάσταση, είναι πολλοί. Επέλεξα, αρχικά, έναν από αυτούς για την επανάσταση,
τον οποίο θεωρώ χρήσιμο / εργαλειακό, με την έννοια ότι μπορεί να μας βοηθήσει
να προσεγγίσουμε, να ξεδιαλύνουμε τις έννοιες που εδώ μας απασχολούν, τον εξής,
του πολιτειολόγου Sigmund Neumann
(1904-1962): «επανάσταση είναι μια ευρεία, εκ θεμελίων μεταβολή της πολιτικής
οργάνωσης, της κοινωνικής δομής, του οικονομικού ελέγχου επί της ιδιοκτησίας
και του κυρίαρχου πριν μύθου για την κοινωνική τάξη, άρα μια μεγάλη ρήξη στη
συνέχεια της εξέλιξης». (Βλ. θεωρίες για την επανάσταση
και ορισμούς της, ανάμεσα στους οποίους και του Νeumann, στο πρώτο κεφάλαιο του L. Stone, The causes of the English Revolution
1529-1642, London, 1972).
Εκκινώντας από αυτόν τον ορισμό, μπορούμε, νομίζω, και στην ιστορική
έρευνα και σε κάθε εκπαιδευτικού χαρακτήρα δραστηριότητα, να δούμε αν η ‘‘δική
μας’’ επανάσταση, αυτή που εδώ εξετάζουμε, είναι όντως επανάσταση, ποια από τα
παραπάνω στοιχεία του ορισμού υπάρχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε ποιο
βαθμό. ο Neumann διατυπώνει έναν εξαιρετικά
χρήσιμο ορισμό, παρόλο που δεν προσθέτει ποιοι επιχειρούν μια επανάσταση και
γιατί, αν απαιτείται ευρεία συμμετοχή, αν είναι έργο μιας ή περισσότερων
κοινωνικών τάξεων, αν αυτοί που την επιχειρούν –πρώτιστα όσοι ηγούνται– ενεργούν
βάσει σχεδίου, αν, κατά τη διατύπωση του Κορνήλιου Καστοριάδη, στοχάζονται κατά
κάποιον τρόπο αυτό που κάνουν και γιατί το κάνουν. (Κ. Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα,
Αθήνα, 2/2003, σ. 110. Από την ομιλία «Τι σημαίνει επανάσταση;», ό.π.,
σ. 109-121, στη σ. 109, ο εξής ορισμός: «η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των
θεσμών μιας κοινωνίας, όσων θεσμών φυσικά εξαρτώνται από τη ρητή θέσμιση, με τη
συλλογική δράση αυτής της κοινωνίας ή του μεγαλύτερου μέρους της». ως ρητή και διαυγασμένη με την έννοια:
όχι απαραιτήτως απόλυτα συνειδητή, αλλά οπωσδήποτε προϊόν σκέψης. η κοινότητα στοχάζεται κατά κάποιον
τρόπο αυτό που κάνει και γιατί το κάνει, στην προσπάθειά της να αλλάξει τους
θεσμούς, δηλαδή να πάρει στα χέρια της τη μοίρα της).
Για τον Neumann
ένα γεγονός είναι επανάσταση, αν από αυτό επέρχεται μεγάλη ρήξη σε βασικούς
τομείς της υπάρχουσας συνέχειας. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η
εξέταση των αιτίων που την προκάλεσαν. Για να γίνει, εξάλλου, αντιληπτή η ρήξη,
απαιτείται και η γνώση της πρότερης κατάστασης. Λυδία λίθος, ωστόσο, είναι η
γνώση αυτού που προκύπτει. Σύμφωνα με τον ορισμό του, οι βίαιες μαζικές
συγκρούσεις, όπως, π.χ., στην Αγγλία το 1640-1648 (επικράτηση των δυνάμεων υπό
τον Κρόμβελ, πτώση της δυναστείας των Στούαρτ), στην βόρεια Αμερική το
1774-1782 (απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας των Η.Π.Α.), στη Γαλλία (η
Γαλλική Επανάσταση από το 1789-1815, από το 1799-1815 ως δ΄ φάση οι
Ναπολεόντειοι Χρόνοι), στη Ρωσία το 1917 (η Ρωσική ή Οκτωβριανή Επανάσταση) ή
τα ειρηνικά τεχνολογικά επιτεύγματα, κυρίως από τη δεκαετία του 1780,
προάγγελοι της βιομηχανικής εποχής, είναι επαναστάσεις, γιατί με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, αν και διαφορετικές ως προς τα μέσα και τις μεθόδους, προκάλεσαν
μεγάλες ρήξεις, βαθιές μεταβολές, στον άμεσο ή σε μεταγενέστερο χρόνο.
Χρήσιμες, ακόμη, για περαιτέρω προβληματισμό ως προς τον όρο επανάσταση
– και τον όρο αντεπανάσταση – είναι οι σκέψεις του Fernand Braudel, οι σχετικές με τη β΄ φάση της Γαλλικής
Επανάστασης (1792-1794), στα χρόνια όπου η Γαλλία, όπως τονίζει, «γνώρισε σε
τραγικό βαθμό τη βία». Θέτοντας το ερώτημα τι νόημα έχει η επανάσταση όταν στο
όνομα του ανθρώπου εκτρέπεται στη βία, απαντά ως εξής:
«Το νόημα που αποκτά πλέον ο επαναστατικός ουμανισμός είναι η
νομιμοποίηση της βίας, όταν αυτή τίθεται στην υπηρεσία του δικαίου, της
ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της πολυαγαπημένης πατρίδας. Μιας βίας
που ο επαναστάτης μπορεί να είναι ή ο δράστης ή το θύμα της, γιατί όταν κανείς
‘‘κατεβαίνει στο δρόμο’’, μπορεί να νικήσει, μπορεί όμως και να πέσει και να
αφήσει εκεί την τελευταία του φωνή διαμαρτυρίας. Αλλά το θάρρος της βίας –θάρρος να πεθαίνει κανείς ή να χτυπάει– δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό παρά μόνο
όταν είναι το μόνο μέσο για να καμφθεί η μοίρα των ανθρώπων και να γίνει πιο
ανθρώπινη, πιο αδελφική. Με λίγα λόγια, η επανάσταση είναι η βία στην υπηρεσία
ενός ιδεώδους. Ανάλογες είναι οι ρίζες της αντεπανάστασης. Το σφάλμα της
απέναντι στην ιστορία είναι ότι κοιτάζει προς τα πίσω, τείνει να γυρίσει πίσω.
Αλλά η επιστροφή στο παρελθόν δεν είναι δυνατή παρά μόνο ως έκτακτο και
στιγμιαίο φαινόμενο. Μακροπρόθεσμα, μια οποιαδήποτε δράση δεν μπορεί να έχει
ιστορικό βάρος, δεν μπορεί να έχει διάρκεια, παρά μόνο όταν συμπορεύεται με την
ιστορία, όταν προσθέτει τη δική της ταχύτητα στην ταχύτητα της ιστορίας αντί να
πασχίζει μάταια να την αναχαιτίσει» (F. Braudel, ό.π., σ. 488, 492. Και
στη σ. 485 τα εξής: «Πολλές φορές δίνουμε ειδική σημασία στον όρο επανάσταση,
όταν τον χρησιμοποιούμε για κάποια εθνική απελευθέρωση». Επομένως, ακόμη και με
αυτή την ειδική σημασία του όρου επανάσταση, ο όρος εθνικοαπελευθερωτική
επανάσταση είναι προτιμότερος από τον όρο πόλεμος της ανεξαρτησίας).
Είναι
η στιγμή, πλέον, να απαντηθεί το ερώτημα, το οποίο εύλογα τίθεται, για τον όρο
που μπορεί να προκριθεί ως καταλληλότερος, όταν γίνεται αναφορά στην παρέμβαση
του στρατού στα πολιτικά πράγματα της χώρας το 1909. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
στον λόγο του αρχικά χρησιμοποίησε τη λέξη εξέγερση, ως την πλέον κατάλληλη
για την περίσταση, επειδή δεν ενοχλεί, χωρίς προφανώς την πρόθεση να της δώσει
το βάρος που έχει ένας ιστορικός όρος. Στην ιστοριογραφία η εξέγερση ως όρος
χρησιμοποιείται, προκειμένου να δηλωθεί μια βίαιη μαζική δράση, η οποία δεν
αποβλέπει στη ριζική ανατροπή των θεσμών, αλλά προκαλείται επειδή έχει σωρευθεί
δυσαρέσκεια, αγανάκτηση ή και απόγνωση, είτε για κατάφωρα άδικες και παράνομες
ιδιοποιήσεις του μόχθου των χωρικών από τους ιδιοκτήτες της γης ή από πιεστικά
όργανα του κράτους είτε για άκρως επαχθή φορολογικά και άλλα μέτρα μιας
κυβέρνησης. Η στάση του Νίκα (532), π.χ., στην Κωνσταντινούπολη είναι μια
εξέγερση εξαιτίας κυρίως των σκληρών φορολογικών μέτρων του Ιουστινιανού, η
οποία δεν απέβλεπε στην ανατροπή του καθεστώτος. Όπως είναι γνωστό, στη θέση
του Ιουστινιανού οι εξεγερμένοι επιχείρησαν να υψώσουν τον Υπάτιο. εξεγέρσεις, αμέτρητες στην παγκόσμια
ιστορία, οι αγροτικές, γνωστές και ως jacqueries, είναι αυθόρμητες βίαιες μαζικές
εκδηλώσεις φτωχών αγροτών στρεφόμενες τοπικά εναντίον των καταπιεστικών
ιδιοκτητών της καλλιεργούμενης από αυτούς γης ή / και των κρατικών φοροεισπρακτόρων (Ο όρος jacquerie, αρνητικός, απαξιωτικός αρχικά, προέρχεται από το κύριο
όνομα του Jacques Bonhomme, ενός ‘‘αγαθού ανθρώπου’’, όπως δηλώνει το επώνυμο /
το παρωνύμιο, ενός ‘‘ηλίθιου’’, που πήρε μέρος στην αγροτική εξέγερση, η οποία
ξέσπασε τον Μάιο-Ιούνιο του 1358 στις Β και ΒΔ επαρχίες του Παρισιού. Το όνομα Jacques, από τότε και όσο διαρκούσε το παλαιό καθεστώς (l’ancien
régime),
κατάντησε προσωνύμιο του χωρικού. Για τη ζακερί του 1358, βλ. Marie-Terèse de medeiros,
Jacques et chroniqueurs. Une étude comparée des récits contemporains
relatant la jacquerie de 1358, Paris, 1979). Μια εξέγερση μπορεί τελικά να
γενικευθεί, να στραφεί εναντίον και της κυβέρνησης που καλύπτει τους ιδιοκτήτες
της γης. Λήγει α) με καταστολή και εξόντωση των υποκινητών / αρχηγών, και όχι
μόνο αυτών, γιατί μια γενικευμένη εξέγερση, μπορεί να πάρει απρόβλεπτες
διαστάσεις, β) με συμβιβασμό, με την υπόσχεση των ιδιοκτητών ή / και του
κράτους ότι θα τηρηθούν οι παλαιές συμφωνίες, β1) από το φόβο μιας νέας τοπικής
εξέγερσης η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή των ιδιοκτητών και των
ανθρώπων του περιβάλλοντός τους, β2) για να μην φύγουν οι χωρικοί και
αναζητήσουν άλλα αφεντικά, όπως τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, όταν πολλοί
χωρικοί εγκατέλειπαν τα τσιφλίκια του Βελή πασά στη Θεσσαλία. Οι χωρικοί, και
όχι μόνο, δεν «κοιτούν μπροστά», αναφέρονται σ’ ένα συνήθως μυθικό παρελθόν, σε
μια χρυσή εποχή, τότε που όλα ήταν καλά, όταν υπήρχαν στοργικοί βασιλείς και
ευσπλαχνικοί λειτουργοί του υψίστου. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η
στρατιωτική επέμβαση του 1909, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως
εξέγερση.
Από τις παράνομες επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας
συνήθως οι εμπειρίες είναι αρνητικές ή και τραγικές, όταν αυτές, όπως οι
αντεπαναστάσεις, κοιτάζουν προς τα πίσω, για να διασώσουν με την εγκαθίδρυση
δικτατοριών ξεπερασμένα στη συνείδηση των πλέον ενεργών πολιτών καθεστώτα, τη
στιγμή ακριβώς που οι πλέον ενεργές πολιτικά κοινωνικές δυνάμεις επιχειρούν να
τα ανατρέψουν ή νέες πολιτικές δυνάμεις έχουν καταλάβει την εξουσία νόμιμα και
είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις που θίγουν προνόμια. Γι’ αυτές
τις στρατιωτικές επεμβάσεις, κατάλληλοι είναι οι όροι στρατιωτικό πραξικόπημα,
στρατιωτική δικτατορία. Εντονότερα φορτισμένος, ακόμη περισσότερο απαξιωτικός,
είναι ο όρος χούντα (junta,
λέξη ισπανική, ένωση, εννοείται συνωμοτική), που πρώτιστα αποδίδεται στις
αναρίθμητες (31 μόνο στη δεκαετία 1945-1955) στρατιωτικές επεμβάσεις και
δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.
Αλλά η στρατιωτική επέμβαση το 1909 δεν
είναι πραξικόπημα, όρος αρνητικά φορτισμένος, δεν είναι «χούντα». Ο
Στρατιωτικός Σύνδεσμος «κοίταζε μπροστά». Η ανάληψη δράσης από αυτόν, μας
θυμίζει περισσότερο την επέμβαση του στρατού στην Αθήνα το 411 π.Χ., όταν
επέστρεψε στην πόλη και αποκατέστησε τη δημοκρατία. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος
είχε τη φρόνηση να μην αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και όταν διαπίστωσε,
παρά τις πιέσεις που άσκησε, ότι τίποτε το αξιοσημείωτο δεν γινόταν, έκαμε τη
σωστή κίνηση, κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και συνετέλεσε, χάρη σ’ αυτή του
την επιλογή, σε μεταρρυθμίσεις, ή με μια άλλη διατύπωση, στην «ανακαίνισιν
του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας» (Δ. Ζακυθηνός, ό.π., σ. 92). Εκείνη τη χρονική στιγμή, όπως
δέχεται ο Fernand Braudel,
αναφερόμενος σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μεταρρυθμίσεις συμπορεύονταν με την
ιστορία και πρόσθεταν τη δική τους ταχύτητα στην ταχύτητα της ιστορίας (F. Braudel,
ό.π., σ. 492). Μεταρρυθμίσεις αξιοσημείωτες,
τις οποίες δεν παραλείπει να αξιολογήσει θετικά η σύγχρονη ιστοριογραφία (βλ.,
μεταξύ άλλων, Χ. Χατζηιωσηφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα,
τ. A1, Αθήνα, 1999, σ. 32, στην εισαγωγή του ίδιου). Αυτές, αν και δεν ήταν «μια
ευρεία, εκ θεμελίων μεταβολή της πολιτικής οργάνωσης, της κοινωνικής δομής, του
οικονομικού ελέγχου επί της ιδιοκτησίας και του κυρίαρχου πριν μύθου για την
κοινωνική τάξη, άρα μια μεγάλη ρήξη στη συνέχεια», σύμφωνα με τον ορισμό του Sigmund Neumann, δεν ήταν μικρής σημασίας. Ο
Γ.Θ. Μαυρογορδάτος υπό τον τίτλο «Η επανάσταση του 1909», χωρίς να παρασύρεται,
χωρίς να χάνει την αίσθηση του μέτρου, παρατηρεί: «Επανάσταση ασφαλώς δεν
υπήρξε το ίδιο το στρατιωτικό κίνημα. Επανάσταση όμως μπορεί να θεωρηθεί το σύνολο των εξελίξεων που πυροδότησε το
κίνημα [...] και οδήγησαν στην ανάληψη της εξουσίας από νέες πολιτικές και
κοινωνικές δυνάμεις, [...] [στην] αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911 εις βάρος
της ιδιοκτησίας, [...] [στην] αναγκαστική απαλλοτρίωση και διανομή των
τσιφλικιών, [...] [στην] ανατροπή της ‘‘κρατικοδίαιτης’’ [αστικής τάξης] και
στην επικράτηση της άλλης με επικεφαλής τους καθαυτό επιχειρηματίες (εμπόρους,
βιομηχάνους και εφοπλιστές)» (Γ.Θ. Μαυρικορδατος, «Οι πολιτικές εξελίξεις
από το Γουδί ως τη μικρασιατική καταστροφή», στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 6: Η εθνική ολοκλήρωση, 1909-1922, σ. 9). Με αυτή και μόνο την έννοια το 1909 κατέληξε σε
‘‘αστική’’ επανάσταση. Την ερμηνεία αυτή έδινε χαρακτηριστικά και ο ίδιος ο
Ελευθέριος Βενιζέλος το 1912: «‘‘Προ της επαναστάσεως [...] (οι τρόφιμοι) του
προϋπολογισμού διηύθυνον κυρίως την Ελλάδα. Ήδη αι τύχαι αυτής διευθύνονται
κυρίως παρ’ εκείνων οίτινες τροφοδοτούν την στήλην των εσόδων του
προϋπολογισμού’’» (Γ.Θ. Μαυρικορδατος, ό.π.).
Επομένως, αυτή καθαυτή η δράση του
Στρατιωτικού συνδέσμου δεν μπορεί
να χαρακτηριστεί ως επανάσταση, αλλά ως στρατιωτικό κίνημα, με έναν όρο
ηπιότερο από το πραξικόπημα, ο οποίος πέρασε, εν πολλοίς, και στην παλαιότερη
αφηγηματική ιστοριογραφία, που δεν έδειχνε ιδιαίτερη επιμέλεια για την ορολογία
(Βλ. εκτενείς αναφορές στις
αφηγηματικές πηγές και στην παλαιότερη βιβλιογραφία στο Γ. Δερτιλης,
Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Αθήνα,
1977, σ. 172 κ.ε: «Το κίνημα του 1909». Και ένας τόμος με εννιά σχετικά
μελετήματα φέρει τον ίδιο τίτλο: Το κίνημα στο Γουδί, 1909, Αθήνα, Τα
Νέα, 2010). αν και κάθε στρατιωτική επέμβαση δεν
παύει να είναι μια παράνομη και άκρως επικίνδυνη ενέργεια με απρόβλεπτες
συνέπειες, καθώς τα πράγματα είναι ενδεχόμενο να εξωθηθούν στα άκρα, καλό είναι
να γίνεται διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνες που «κοιτάζουν μπροστά» και στα
στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως της 21ης Απριλίου 1967, που για εφτά
χρόνια και τρεις μήνες ως στρατιωτική δικτατορία αναζωπύρωσε το εμφυλιοπολεμικό
κλίμα και γύρισε την Ελλάδα πίσω. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, όπως
επισημαίνει ο Fernand Braudel,
«η επιστροφή στο παρελθόν δεν είναι δυνατή παρά μόνο ως έκτακτο και στιγμιαίο
φαινόμενο. Μακροπρόθεσμα, μια οποιαδήποτε δράση δεν μπορεί να έχει ιστορικό
βάρος, δεν μπορεί να έχει διάρκεια, παρά μόνο όταν συμπορεύεται με την ιστορία»
(F. Braudel,
ό.π., σ. 492).
Όσο για τον όρο επανάσταση, τον οποίο και ο
Βενιζέλος και ο Σβώλος χρησιμοποιούν, αναφερόμενοι στο κίνημα του 1909, δεν
πρέπει να μας δημιουργεί σύγχυση. Είδαμε πώς τον χρησιμοποίησε ο Βενιζέλος σ’
εκείνη την περίσταση. Ανάλογα και ο Σβώλος: αρχικά, την επέμβαση του στρατού
στα πολιτικά πράγματα της χώρας τη χαρακτηρίζει «στρατιωτικόν κίνημα», το οποίο
αποτελούσε «έκφρασιν αορίστου τάσεως μεταβολής των κακώς εχόντων, προ παντός
διά την καλυτέραν στρατιωτικήν επιδίωξιν της εθνικής πολιτικής». Και συνεχίζει
(βλ. παραπάνω το σχετικό κείμενο): «εξειλίχθη […] εις ευρείαν κίνησιν προς
πολιτικάς, διοικητικάς και κοινωνικάς μεταρρυθμίσεις» «διά της συνδρομής
ριζοσπαστικών στοιχείων της ανδρωθείσης εν τω μεταξύ αστικής τάξεως». Επιπλέον
προσθέτει, «συγκεκριμέναι εκδηλώσεις του κοινωνικού ζητήματος, ένεκα της
υποβοσκούσης αξιώσεως των αγροτών της Θεσσαλίας προς αποκατάστασιν και της
αρχομένης αφυπνίσεως της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως, προσέδιδον εις την
‘‘Επανάστασιν’’ περισσότερον πλάτος». Αν και πάντοτε υπάρχει περιθώριο για
διαφορετικές θεωρητικές εκτιμήσεις, στο κείμενο του Σβώλου ο όρος επανάσταση
εισάγεται ξαφνικά ως δεδομένος, αφού υποστηρίζεται ότι «αρχικώς εκηδεμονεύθη η
‘‘Επανάστασις’’ του 1909» από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ακόμη κι αν ο Σβώλος
συνυπολόγιζε, για να κάνει χρήση του όρου, τις εκδηλώσεις που απέβλεψαν, όπως
υποστηρίζει, σε πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στην
αντιμετώπιση του αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας και στην υποστήριξη «της
ανδρωθείσης εν τω μεταξύ αστικής τάξεως», και πάλι δεν μπορούμε να δεχτούμε
χωρίς επιφυλάξεις ότι το 1909 πραγματοποιήθηκε μια επανάσταση. Ο Σβώλος εισάγει
τον όρο περισσότερο γιατί ήταν σε κοινή χρήση παρά για να χαρακτηρίσει ακριβώς
ένα συγκεκριμένο γεγονός. Σε ταραγμένες εποχές, εξάλλου, οι όροι κίνημα,
πραξικόπημα, επανάσταση χρησιμοποιούνται συγκεχυμένα, ανάλογα με την ιδεολογική
τοποθέτηση του καθενός. Ενώ κινηματίες, όπως του 1909, και πραξικοπηματίες,
όπως της 21ης Απριλίου 1967, αναλαμβάνουν δράση, χωρίς να κρατούν
θεωρητικά εγχειρίδια στα χέρια τους. Οι αξιωματικοί και του 1909 και του 1967,
για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, έσπευσαν να τις χαρακτηρίσουν ως
επανάσταση. Φαίνεται, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υποστηριχθεί
σοβαρά. Οι ιστορικοί, παρά τις διαμάχες και τις διαφορετικές ερμηνευτικές
προσεγγίσεις, εύκολα διακρίνουν ένα πραξικόπημα από μια επανάσταση.
Ως εδώ με τις ιστορικές έννοιες. Όσο για την κριτική, η οποία ασκήθηκε
παραπάνω στην τρίτη κατά σειρά πηγή, μπορούν να προστεθούν τα εξής: Ο συντάκτης
της Αλέξανδρος Σβώλος (1892-1956), βαθύτατα δημοκρατικός, έχει από τους
νηφάλιους μελετητές ευρύτατη αναγνώριση και για το επιστημονικό του έργο και
για τη στάση του στην ύστερη κατοχική και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο: ως
πρόεδρος της Π.Ε.Ε.Α. (Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστής και
ως ‘‘κυβέρνησης των Βουνών’’), από τις 29 Απριλίου 1944
(έδρα της το χωριό Βίνιανη Ευρυτανίας) (Σ.Ν. Γρηγοριαδης, Ιστορία της σύγχρονης
Ελλάδας, 1941-1974, Αθήνα, 2011 (1/1973), τ. 3, σ. 21) και όλο το επόμενο
χρονικό διάστημα ως την έναρξη του Εμφυλίου το 1946 προσπάθησε να τον αποτρέψει
και με τη λήξη του, ηγούμενος μικρής κοινοβουλευτικής ομάδας, επέμεινε στη
συμφιλίωση. Η κριτική, επομένως, δεν οφείλεται στο ότι στον γραπτό του λόγο διακρίνει
κανείς κάποια προσωπική ή ιδεολογική ασυνέπεια. Θα μπορούσε μάλιστα αυτή να
είναι ‘‘δριμύτερη’’, αλλά τα κείμενα του Σβώλου αντέχουν στην κριτική. Η
αναγνώριση, εξάλλου, την οποία έχει το έργο του ως σήμερα από συνταγματολόγους
δεν είναι μικρής σημασίας, ούτε, όμως, αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση προσεκτικής
κριτικής. Ο ιστορικός, εξάλλου, που ως άνθρωπος μπορεί να τρέμει μπροστά και
στην πιο μικρή εξουσία, όταν ασκεί το επάγγελμά του, συχνά είναι έτοιμος να τα
βάλει ακόμη και με τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της ιστορίας. Παρά τη θετική
αυτή πλευρά του επαγγέλματός του, πολλές φορές, δυστυχώς, υποκύπτει σε εύκολους
ιδεολογικούς χειρισμούς. Μετράει αυτά που γράφει, έχοντας κατά νου άτομα ή
ομάδες εξουσίας. Με άλλη διατύπωση, από υπολογισμό εγκλωβίζεται σε αντιλήψεις
και μεθόδους και δεν αναπτύσσει τη σκέψη του ελεύθερα. Δεν αντέχει τη μοναξιά,
γράφει, για να κερδίσει τον έπαινο του κύκλου στον οποίο θέλει να ανήκει, για
να έχει την υποστήριξη ενός δικτύου φίλων… Το μόνο που δεν σκέφτεται, μερικές
φορές, είναι τούτο, ότι για τις συμπαρατάξεις, τους συμβιβασμούς, τις σιωπές ή
τις καθυστερήσεις στην πρόσληψη θεωριών και μεθόδων, οι άνθρωποι της
συντεχνίας, αργά ή γρήγορα, θα τον πιάσουν στα πράσα. Η συντεχνία των
ιστορικών, τελικά, είναι αμείλικτη.
Θα πείτε, ίσως, ότι αυτά δεν ισχύουν για
τους διδάσκοντες Ιστορία. Κι όμως, ισχύουν. Οι μαθητές τους, σ’ όλη τους τη
ζωή, επανέρχονται και διαλέγονται μαζί τους και τους θυμούνται με ευγνωμοσύνη,
αν συνετέλεσαν στη διεύρυνση των οριζόντων τους, αν τους ανέβασαν στον λόφο,
για να αποκτήσουν εποπτεία του χώρου. Αντίθετα, δεν τρέφουν τα ίδια αισθήματα,
αν τους κράτησαν κάτω, αν προσπαθούσαν να τους επιβάλουν με αποσιωπήσεις και
μονομερείς τοποθετήσεις τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα, ή αν αρκέστηκαν
στην άκριτη αναπαραγωγή του εγχειριδίου. Και, όπως είναι γνωστό, αποτελεί
μεγάλη τύχη για έναν νέο να συναντήσει έναν δάσκαλο στα λίγα ή πολλά χρόνια που
είχε την ευκαιρία να φοιτήσει σε σχολείο, μηδέ του πανεπιστημίου εξαιρουμένου.
Η διδασκαλία της ιστορίας, μπορεί, παρά τις
αντιδράσεις, να βρει τον δρόμο της. Οι θεράποντές της και στις τρεις βαθμίδες
της εκπαίδευσης αξίζει να κερδίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους και η
ιστορία ως γνωστικό αντικείμενο να συντελέσει πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση
σκεπτόμενων πολιτών. Ο καθένας ας είναι έτοιμος να συναντήσει, σε συμβολικό
επίπεδο, την Νέγκρα Ανγκούστιας, ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του
Φρανσίσκο Ρόχας Γκονσάλες, που το 1944, μ’ αυτό, κέρδισε το κρατικό βραβείο της
μεξικανικής λογοτεχνίας. Η Ανγκούστιας δεν είναι μόνο όμορφη και αφελής αλλά
και άγρια, ανελέητη αρχηγός συμμορίας. Αν δεν ήταν τόσο άγρια, το μυθιστόρημα
θα κατέρρεε και δεν θα συντελούνταν το θαύμα κάποια ωραία πρωία, όταν αφέθηκε
να τη δαμάσει ένας ταπεινός δημοδιδάσκαλος που της μάθαινε να διαβάζει. Η
Ανγκούστιας παντρεύεται το δάσκαλό της, παντρεύεται και τον πολιτισμό (F. Braudel, ό π., σ. 577).
Οι συσχετισμοί δικοί σας.
Γιάννης
Γιαννόπουλος, τελευταία επεξεργασία 30-03-2012