Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ)





ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
(ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ)


Α΄. Η παραμόρφωση της πληροφορίας


Ο άνθρωπος δεν αποτελεί οντότητα πέρα από την ιστορία, αλλά ολότητα σε συνεχή, οπωσδήποτε, αναδιαμόρφωση. Και η μεταφορά από αυτόν μιας είδησης, η καταγραφή ενός γεγονότος, η αναγωγή δηλαδή της εμπειρίας σε εννοιολογική έκφραση, συνιστά μια «κατασκευή», που γίνεται, συνειδητά ή όχι, από τον ίδιο με έννοιες, αντιλήψεις, θεωρίες, οι οποίες, όσο κι αν φέρουν τη σφραγίδα του, δεν απομακρύνονται από γνωστούς, συχνά βαθιά ριζωμένους εκφραστικούς τρόπους του κοινωνικού του περίγυρου (Alfred Schmidt, Die Kritische Theorie als Geschichtsphilosophie, München, 1976, ιταλική μετάφραση, Oltre il materialismo storico. La scuola di Francoforte e la storia, Roma, 1981, σ. 36-38). Σε κάθε περίπτωση η θεωρία, ως μηχανισμός πρόσληψης, είναι παρούσα. Και όταν ο ιστορικός έχει αποδεχθεί το αίτημα της κριτικής φιλολογικής μεθόδου, ενισχυμένο από τον θετικισμό, για ελεγμένη και ακριβή μεταφορά της πληροφορίας από την πηγή στο μελέτημά του, η πιθανότητα να μεταδοθεί αυτή παραμορφωμένη εξακολουθεί να υπάρχει. Οι λόγοι είναι οι ακόλουθοι:


1. Συχνά, μια φράση γραπτής πηγής προσφέρει μια ατελή αναπαράσταση του γεγονότος. Στο νου του ιστορικού σχηματίζεται ασυνείδητα μια ολοκληρωμένη εικόνα συμπληρωμένη με τη δική του εμπειρική ή ιδεολογική αντίληψη. Στο σημείο αυτό ο ιστορικός, για να απαλείψει το λάθος, οφείλει να επανέλθει στις πηγές και να διορθώσει – όχι να εξαφανίσει – τα νέα στοιχεία που έχει εισαγάγει με την προσθετική φαντασία του (Ch.V. Langlois - Ch. Seignobos, Introduction aux études historiques, Paris, 1898, στην ελληνική, Εισαγωγή εις τας ιστορικάς μελέτας, μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Αθήνα, 1902, σ. 232-236. Η σημασία αυτού του έργου σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες εκτιμήθηκε από την πρώτη στιγμή: François Simiand, «Introduction aux études historiques (1898). (Compte rendu de Ch.V. Langlois et Ch. Seignobos, Introduction aux études historiques)», Revue de Méta physique et de Morale, 1898, σ. 633-641, βλ. και σε ηλεκτρονική μορφή από το 2001: http://bibliotheque.uqac.uquebec. ca/ index.htm. Πρβλ. τη σύχρονη με εμάς αντιμετώπιση:·Jacques Revel, Histoire et sciences sociales. Lectures d’un débat français autour de 1900», Mil neuf cent. Revue d’histoire intellectuelle 25/1 (2007), σ. 101-126). Στην περίπτωση αυτή, η οπτική είναι θετικιστική, αν όμως δεν συντρέχουν θεωρητικοί λόγοι υπέρβασης της οπτικής των πηγών ή ελέγχου της ακρίβειας της πληροφορίας, είναι ορθή.


2. Πολλά από όσα γνωρίζουμε για το παρελθόν, δεν προκύπτουν άμεσα από τις πηγές. Όταν οι πηγές σιγούν, από τους ιστορικούς, για να αποκτηθούν νέες γνώσεις, χρησιμοποιούνται δύο τύποι συλλογισμών:


α΄. Ο αρνητικός συλλογισμός, το λατινικό argumentum ex silentio (απόδειξη από τη σιγή): Αν υπήρχε γραφή στους γεωμετρικούς χρόνους, θα σώζονταν και γραπτά μνημεία. Αν ο α λόγιος είχε φοιτήσει στο γυμνάσιο της β πόλης, το όνομά του θα περιλαμβανόταν στα επίσημα βιβλία του σχολείου.


β΄. Ο θετικός ή αναλογικός συλλογισμός. Από τα γνωστά, όσα προκύπτουν άμεσα από τις πηγές, συμπεραίνουμε για τα άγνωστα, οπότε συμπληρώνουμε με βεβαιότητα ή πιθανότητα γνωστές σχέσεις στην ιστορία. Από το δόρυ, εύρημα των ανασκαφών, συμπεραίνουμε για τον πόλεμο, από τη γεωγραφική θέση μιας πόλης για τις εμπορικές δραστηριότητές της, από το δάσος ελάτης για το ορεινό του άγνωστου τόπου, από τη σιτοδεία σε μια προβιομηχανική κοινωνία για την ακρίβεια, από τους δουλοπάροικους για την ύπαρξη μεγάλης γαιοκτησίας. Ο θετικός ή αναλογικός συλλογισμός, από τη στιγμή που έχει συνειδητοποιηθεί ότι η ιστορία είναι ένα εκτεταμένο και περίπλοκο πεδίο σχέσεων, μπορεί να χρησιμοποιείται, αλλά με μεγάλη περίσκεψη, επειδή οι σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα δεν είναι πάντοτε ολότελα προφανείς. Επιπλέον, απαιτείται καλή γνώση της εποχής και στέρεη θεωρητική κατάρτιση. Και στον αρνητικό και στον θετικό συλλογισμό ο κίνδυνος του λάθους παραμονεύει (Langlois - Seignobos, ό.π., σ. 263-271).


3. Αλλά η μεγαλύτερη πιθανότητα παραμόρφωσης των προερχόμενων από τις πηγές πληροφοριών εξαρτάται από το σύστημα αξιών του ιστορικού (Jerzy Topolski, Metologia della ricerca storica, μετάφραση από τα πολωνικά του Riccardo Casimiro Lewanski, Bologna, 1975, σ. 489). Αυτό έχει σχέση με την προέλευση, την ιδεολογική τοποθέτηση, την παιδεία, τις σκοπιμότητες του ίδιου και των αποδεκτών του έργου του και λειτουργεί ως ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών. Επειδή συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, το οπτικό πεδίο του ιστορικού περιορίζεται, με συνέπεια ασυνείδητα ή και συνειδητά να αναζητεί όσες πληροφορίες στηρίζουν μια ορισμένη άποψη. Ένα από τα αντικείμενα που κυριολεκτικά δεινοπάθησε, εξαιτίας της κατάφωρης ιδεολογικής προσέγγισής του από ιστορικούς διαμετρικά αντίθετων ιδεολογιών, είναι ο ρόλος των κοινοτικών αρχόντων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Μέσα ωστόσο από αυτές τις σχεδόν προαποφασισμένες θεωρήσεις συχνά ανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες και φωτίστηκαν πολύπλευρα σημαντικά προβλήματα της ιστοριογραφίας. Ακόμη φάνηκε πόσο οι ιστορικοί είναι χωμένοι βαθιά μέσα στην ιστορία. Τούτο είχε ως συνέπεια να αυξηθεί η δυσπιστία του αναγνώστη για το επάγγελμα του ιστορικού. Αν και όχι σπάνια ιστορικοί με υψηλή επαγγελματική συγκρότηση, οι οποίοι έγραψαν σ’ ένα επίπεδο, όχι μόνο συνέβαλαν να ξεπεραστεί η δυσπιστία, αλλά και κέρδισαν ανεπιφύλακτα ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κοινό.


Β΄. Η γενίκευση στην ιστορία


Χαρακτηριστικό των απλών ανθρώπων είναι, όταν διηγούνται ένα περιστατικό, να αρχίζουν από ένα πολύ μακρινό σημείο τη διήγησή τους και να παρεμβάλλουν χίλιες δύο περιττές λεπτομέρειες, οι οποίες εξαντλούν την υπομονή του συνομιλητή τους. Ανάλογα και στην αφηγηματική ιστοριογραφία, ως και τον 19ο αιώνα, παρά τις παλαιότερες επισημάνσεις όπως του G. Pontano – από τις αρχές του 16ου αιώνα – ότι η brevitas (συντομία) και η celeritas (γοργότητα), αποτελούν βασικά προτερήματα του ιστορικού ύφους (Federico Chabod, Lezioni di metodo storico, Roma-Bari, 1978, σ. 20), η ιστορική αφήγηση είναι άκριτα σχοινοτενής και κουραστική. Σ’ ένα πιο ώριμο στάδιο και ο μορφωμένος άνθρωπος στις καθημερινές συναναστροφές του και, πολύ περισσότερο, ο ιστορικός στις μελέτες του σκέφτονται και εκφράζονται αφαιρετικά και όχι σπάνια γενικεύουν (Για τις γενικεύσεις, Langlois - Seignolos, ό.π., σ. 275-28· Topolski, ό.π., σ. 718-725· Θεοφιλος Βεϊκος, Θεωρία και μεθοδολογία της ιστορίας, Αθήνα, 1987, σ. 159, 195, 251-3). Η γενίκευση στην ιστορία μπορεί να είναι μια ή και περισσότερες φράσεις, στις οποίες περιέχεται ένας αριθμός όμοιων στοιχείων που είναι σημαντικά, σύμφωνα με κάποιο κριτήριο. Γενίκευση, π.χ., υπάρχει στις ακόλουθες φράσεις:


1. Η ελληνική κοινωνία, «τελικά, στο σύνολό της δεν αποδέχτηκε το βιομηχανικό φαινόμενο, δεν επένδυσε στις δικές του προοπτικές, δεν πίστεψε στα πλεονεκτήματά του, ούτε φάνηκε διατεθειμένη να υποστεί και τους εξαναγκασμούς τους. Έχουμε ίσως να κάνουμε με μια νέα κοινωνία, υπερβολικά (παθολογικά;) προσηλωμένη στη συγκυρία (επειδή ωφελήθηκε συχνά από τη συγκυρία) και επομένως ξένη προς την υπομονή και επιμονή, τη μακροπρόθεσμη δέσμευση και τη συστηματικότητα που απαιτούν τα βιομηχανικά έργα»
(Χριστίνα Αγριαντωνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αι., Αθήνα, 1986, σ. 350).


2. Τα ελληνικά ναυτιλιακά κέντρα, νησιωτικά ή μη, στις αρχές του 19ου αιώνα ευημερούσαν.


   3. «Στο μυαλό των Βυζαντινών η χριστιανική Δύση, παρά τις πολιτικές και εθνικές διαφορές, αποτέλεσε ένα σύνολο, μια ενότητα και ακόμη περισσότερο μια συμπαγή οντότητα. Οι Βυζαντινοί απέδωσαν αυτό τον χαρακτήρα στη Δύση εξαιτίας κυρίως της πνευματικής πειθαρχίας των λαών της σε μια κοινή εξουσία, τον πάπα»
(Από το βιβλίο, Ελενη Γλυκατζη-Αρβελερ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, 1977, σ. 93).


    4. «Ο λαός της Ελλάδος δεν είναι ως οι λαοί άλλων εθνών, συγκείμενοι από μέγα πλήθος απόρων, εργατών, ακτημόνων, από όχλον θητών. Ο λαός της Ελλάδος συνίσταται από ιδιοκτήτας, δυναμένους να ζώσιν ανεξαρτήτως διά καλλιεργείας των ιδίων αυτών κτημάτων, ή διά του εμπορίου και της βιομηχανίας των, ώστε όταν ούτοι λάβωσι την ανήκουσαν αγωγήν, δύνανται να ρυθμίσωσι την κοινωνίαν, αφού μάλιστα δεν υπάρχουσιν εις την Ελλάδα ούτε υπερβολικά πλούσιοι, ούτε υπερβολικά πτωχοί, ώστε να παρασύρωσι την κοινωνίαν οι μεν εις την ολιγαρχίαν, οι δε εις την οχλαγωγίαν»
(Γ. Βαλετας, Δημητρίου Αινιάνος Άπαντα, Αθήνα, 1962, σ. 488-9. Το κείμενο έγραψε ο Δημήτριος Αινιάν το 1855, δηλαδή πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 και την εκτεταταμένη διαμόρφωση σχέσεων κολιγίας, σχεδόν δουλοπαροικίας, ανάμεσα στους νέους μεγάλους ιδιοκτήτες της γης, τους έλληνες κεφαλαιούχους επενδυτές που ήρθαν από το εξωτερικό, και τους καλλιεργητές. Οι τελευταίοι έχασαν τα δικαιώματα επί της γης που είχαν όσο ίσχυε το οθωμανικό δίκαιο. Με την απελευθέρωση από τον ξένο κατακτητή, οι έλληνες τσιφλικάδες που διαδέχθηκαν τους οθωμανούς, κατ’ εφαρμογή του ελληνορωμαϊκού δικαίου το οποίο προσδιόριζε τη σχέση μεγαλοϊδιοκτήτη και καλλιεργητή ως ιδιωτική, επισείοντας πολλοί από αυτούς την απειλή της αποβολής, που απέρρεε από αυτή τη σχέση, εκμεταλλεύονταν και εξευτέλιζαν χωρίς κανένα δισταγμό τους καλλιεργητές. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, υπό την απειλή της φυγής των κεφαλαίων, ανέχτηκαν αυτή την κατάσταση επί τριάντα χρόνια. Οι κοινωνικοί αγώνες, η κραυγαλέα διάσταση του προβλήματος, οι τεράστιες ανάγκες στοιχειώδους αποκατάστασης ελληνικών πληθυσμών τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα μέχρι οδήγησε σε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις και διανομή γης).


5. Οι κάτοικοι του νησιού μας σε μεγάλο ποσοστό είναι εγγράματοι.
(Από ανέκδοτη επιστολή Κερκυραίου τους έτους 1868).


6. «Πάντα γαρ πέφυκε και ελασσούσθαι»
(Θουκυδιδης, Ιστορίαι, 2.64. Ο Αγγελος Βλαχος, Θουκυδίδου Ιστορία, τ. 1, Αθήνα, 1967, σ. 165, μεταφράζει: «αφού φυσική εξέλιξη για το καθετί είναι η ακμή και η παρακμή»).


Στις παραπάνω γενικεύσεις μπορούν να παρατηρηθούν τα εξής:


1. Στην πρώτη, στις 6-7 γενικευτικές φράσεις, γίνεται αναφορά στην αποδοχή του βιομηχανικού φαινομένου από την ελληνική κοινωνία τον 19ο αιώνα και, σύμφωνα με τη συγγραφέα, υπάρχει μεγάλος βαθμός γενίκευσης. Όπως διευκρινίζεται, είναι μια «πρόταση - υπόθεση» εργασίας «που απαιτεί πλήθος μελέτες για τις οικονομικές συμπεριφορές, για τους κοινωνικούς αγώνες, για την ιδεολογία και τις νοοτροπίες, ώστε να αποκτήσει πιο συγκεκριμένη υπόσταση και ακριβέστερο περίγραμμα» (Αγριαντωνη, ό.π., σ. 350).


2. Η γενίκευση 2 για τα ναυτιλιακά κέντρα είναι διαπιστωτική: η κατάσταση της ευημερίας είναι ένα γεγονός. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Topolski (Topolski, ό.π., σ. 723), σ’ αυτές τις γεγονοτογραφικές γενικεύσεις συχνά υπάρχει αοριστία. Θα γίνονταν πιο συγκεκριμένες, αν εξετάζονταν:


α) Η έκταση του φαινομένου στον χώρο, με ακριβή περιγραφή των τόπων όπου αυτό εκδηλώνεται, και αποτύπωσή τους στον χάρτη.


β) Η χρονική διάρκεια του φαινομένου με τις διακυμάνσεις του κατά τόπους. Εδώ τα αριθμητικά στοιχεία και οι γραφικές απεικονίσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.


γ) Η σχέση του φαινομένου με κάθε κοινωνική ομάδα.


δ) Η εκδήλωση του φαινομένου στον ευρύτερο χώρο και η δομική του συνάφεια. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η σύγκριση στοιχείων είναι εξαιρετικά διαφωτιστική.


ε) Οι λόγοι εκδήλωσης του φαινομένου.


3. Η γενίκευση 3, με την οποία εκτίθεται συνοπτικά η στάση των Βυζαντινών απέναντι στη χριστιανική Δύση, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αιτιολογική / εξηγητική. Η συγγραφέας σκοπό έχει να αιτιολογήσει και να εξηγήσει πώς διαμορφώνονται οι συλλογικές νοοτροπίες και τα στερεότυπα που αγνοούν τις διαφορές.


4. Με τη γενίκευση 4 προβάλλεται ως ελληνική (λίγο υπαρκτή σε άλλες χώρες) μια εισοδηματική και κοινωνική μεσότητα. Ο συγγραφέας αποβλέπει μέσα από την εκπαίδευση στην κοινωνική απεξάρτηση και στην πολιτική χειραφέτηση των πολλών. Η γενίκευση είναι απλουστευτική και ιδεολογική. Ως έναν βαθμό βέβαια, το 1855, έτος διατύπωσής της, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού πράγματι το αποτελούσαν μικροί ιδιοκτήτες, οι οποίοι κατά συνέπεια δεν ασκούσαν εξαρτημένη εργασία. Ωστόσο, αυτοί και από νοοτροπία και από έλλειψη μέσων δεν μπορούσαν να αναλάβουν την αυτομόρφωσή τους ούτε, πολύ περισσότερο, ήταν σε θέση να απεμπλακούν από τις οικονομικές, πολιτικές και γραφειοκρατικές élites, κεντρικές και περιφερειακές. Ο συγγραφέας, εμπνεόμενος από την ιδεολογία του διαφωτισμού, προπαγανδίζει την αυτομόρφωση, ελπίζοντας μέσα από αυτή στη βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. (Για την καλύτερη κατανόηση του αποσπάσματος, βλ. Βαλeτας, Δημητρίου Αινιάνος Άπαντα, ό.π., σ. 487-9 (όλο το σχετικό κείμενο). Τα όσα υποστηρίζει ο Αινιάν για τους μικρούς ιδιοκτήτες το 1855 αποδέχεται εν πολλοίς και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Ωστόσο, μένοντας στο καθεστώς της γαιοκτησίας, όπως αυτό διαμορφώθηκε πριν, κατά και μετά την επανάσταση, αν και τα στοιχεία δεν είναι πλήρη και ακριβή, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: Πριν από την επανάσταση, τουλάχιστο στις πιο εύφορες περιοχές, οι τουρκικές γαίες (δημόσιες και ιδιωτικές) έφταναν ως τα 2/3 των καλλιεργήσιμων γαιών. Οι υπόλοιπες ανήκαν σε χριστιανούς, είτε σε αγρότες, ως μικρή ιδιοκτησία, κυρίως σε άγονες και ορεινές περιοχές, είτε σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (κυρίως μοναστήρια) και σε τοπικούς άρχοντες ως μεγάλη ιδιοκτησία. Με και μετά την επανάσταση οι τουρκικές γαίες και πολλές μοναστηριακές πέρασαν στο κράτος και είναι γνωστές ως εθνικές.


Μετά την επανάσταση οι μικροί ιδιοκτήτες με πλήρη κυριότητα στη γη τους δεν ξεπερνούσαν το 20% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού. Τριπλάσιοι ή και περισσότεροι ήταν αυτοί στους οποίους το κράτος είχε παραχωρήσει μικρούς κλήρους από τις εθνικές γαίες. Οι αγρότες αυτής της κατηγορίας, καθώς είχαν την οικονομική (όχι νομική) κυριότητα των γαιών που καλλιεργούσαν, λίγο διέφεραν από την προηγούμενη κατηγορία. Οι υπόλοιποι αγρότες καλλιεργούσαν ως κολίγοι, επίμορτοι ή μισθωτές γαιών των μεγάλων ιδιοκτητών. Κατά και μετά την επανάσταση είχαν προστεθεί στους παλαιούς μεγάλους ιδιοκτήτες γης και νέοι: ισχυροί στρατιωτικοί αρχηγοί και το 1830 Έλληνες του εξωτερικού και κάποιοι ξένοι που αγόρασαν σε τιμές ευκαιρίας τουρκικές γαίες της Αττικής, Φθιώτιδας και Εύβοιας (με το πρωτόκολλο του Λονδίνου οι γαίες των περιοχών αυτών δεν είχαν περιέλθει στο κράτος).


5. Η γενίκευση 5 αναφέρεται σ’ ένα κοινό γνώρισμα – τον αλφαβητισμό – που αποδίδεται το 1868 σ’ ένα μέρος των κατοίκων της Κέρκυρας (αρνητικά και στο υπόλοιπο μέρος). Για να ελέγξουμε την αξιοπιστία της γενίκευσης, προκειμένου να επαληθευτεί, διαψευστεί ή να τροποποιηθεί σ’ έναν βαθμό, δύο τρόποι υπάρχουν: α) να εξετάσουμε, όσο είναι εφικτό, πόσο ο συντάκτης της ήταν καλός γνώστης των πραγμάτων και με ποια πρόθεση έγραφε, β) να αναζητήσουμε, αν υπάρχουν, απογραφικά στοιχεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η υπεροχή των αριθμητικών δεδομένων είναι ολοφάνερη. Πριν, ωστόσο, καταφύγουμε σ’ αυτά, τίθεται το εξής ερώτημα: Πότε ένα ποσοστό εγγραμμάτων μιας ορισμένης κοινωνίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεγάλο ή υψηλό; Η απάντηση είναι ότι ένας ποιοτικός χαρακτηρισμός, όπως μεγάλος ή υψηλός, δεν αντιστοιχεί απλά σ’ ένα σταθερό ποσοτικό μέγεθος αλλά σ’ ένα ποσοτικό μέγεθος σε σύγκριση με άλλα ποσοτικά μεγέθη της εποχής.


Στην περίπτωση της Κέρκυρας το 1868, την αξία του ποιοτικού χαρακτηρισμού («σε μεγάλο ποσοστό») ελέγχουμε καταφεύγοντας στην επίσημη στατιστική του 1870, που δεν απέχει χρονικά από το 1868, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο για τον πληθυσμό της Ελλάδας κατά την εκπαίδευση (Βλ. σχετικά, Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1870, Αθήνα, 1872, σ. λβ΄-λη΄). Από τη σχετική μελέτη αρχικά προκύπτει ότι η επαρχία της Κέρκυρας το 1870 είχε άρρενες εγγραμμάτους 55,53% και θήλεις 44,33% (Ό.π., σ. λδ΄. Δεν υπολογίζονται τα παιδιά ως την ηλικία των 5 ετών). Με τα σημερινά δεδομένα το ποσοστό αυτό δεν φαίνεται πολύ υψηλό. Αν λάβουμε όμως υπόψη: α) ότι το 1870 η Κέρκυρα ερχόταν πρώτη στον αλφαβητισμό από όλες τις άλλες επαρχίες του ελληνικού κράτους, β) ότι το ποσοστό του αλφαβητισμού στην Ελλάδα κατά μέσο όρο ήταν πολύ χαμηλότερο (32,96% άρρενες, 7,37% θήλεις) και γ) ότι ανάλογο με της Ελλάδας ήταν το ύψος του αλφαβητισμού και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκείνα τα χρόνια (Ό.π., σ. λγ΄), τότε εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η γενίκευση 5 όχι μόνο δεν είναι υπερβολική αλλά και ότι εκφράζει συγκρατημένα την πραγματικότητα. Μας εντυπωσιάζει, μάλιστα, το στοιχείο της απογραφής του 1870, ο εξαιρετικά υψηλός, συγκριτικά, γυναικείος εγγράμματος πληθυσμός του νησιού (το 44,33% της Κέρκυρας έναντι του συνόλου ελληνικού μέσου όρου 7,37%).


6. Στη γενίκευση 6 υποστηρίζεται ότι είναι στη φύση όλων των πραγμάτων η ανάπτυξη και η κάμψη. Αποδίδεται ό,τι ισχύει για τα έμβια όντα και στις κοινωνίες. Επειδή, ωστόσο, δεν είναι γνώρισμα των κοινωνιών, οι οποίες συνεχώς αλλάζουν, αλλά των έμβιων όντων, η ανάπτυξη, η κάμψη και ο θάνατος (η ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου), η γενίκευση είναι ανιστορική. Οι ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταβολές σε μια κοινωνική ολότητα δεν είναι φυσικές αλλά ιστορικές, ενδογενείς ή / και εξωγενείς. Οι ενδογενείς μπορούν να οφείλονται, π.χ., στην αξιοποίηση παραγωγικών πόρων, στην ανάπτυξη νέας τεχνολογίας, στην άνοδο νέων κοινωνικών ομάδων, σε μεταξύ τους συγκρούσεις, σε εσωτερική οικονομική κρίση, σε επιτυχείς ή μη πολιτικούς χειρισμούς. Οι εξωγενείς ιστορικές μεταβολές μπορούν να προέρχονται από εισαγωγή νέας τεχνολογίας, εξαρτημένη ανάπτυξη, πολιτισμική επίδραση, πόλεμο, κατάκτηση κτλ. Συνεπώς αυτού του τύπου οι βιομορφικές – ανθρωπομορφικές ή ζωομορφικές κτλ. – γενικεύσεις και εξηγήσεις, με το απατηλό ένδυμα του μεταφορικού λόγου, ακριβώς επειδή δεν είναι ιστορικές, πρέπει να αποκρούονται. Γι’ αυτό και η έννοια της παρακμής, στην οποία υποκρύπτεται μια τέτοια αντίληψη, από τους ιστορικούς όλο και περισσότερο εγκαταλείπεται (Μια τέτοια αντίληψη στο βιβλίο του Oswald Spengler, Η παρακμή της Δύσης  (α΄ έκδοση στα γερμανικά ο τ. 1 το 1918,  ο τ. 2 το 1922· σχετικά με αυτό το έργο, βλ. όσα λέγονται στο δοκίμιο αυτού του ιστολογίου «Μυθιστόρημα και ιστορία»). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όλοι οι πολιτισμοί είναι όπως τα έμβια όντα ή καλύτερα όπως τα φυτά που γεννιούνται, αναπτύσσονται, παρακμάζουν και πεθαίνουν. Κριτική σ’ αυτό το έργο του Spengler και στο έργο του Arnold J. Toynbee, A study of History, London, 1934, από τον Lucien Febvre, «De Spengler à Toynbee: Quelques philosophies opportunistes de lhistoire», Revue de Métaphisique et de Morale 43/4 (1936), σ. 574-580. Για την αντιπαράθεση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση, στον νόμο και τη φύση, για τον βιολογισμό μιας υποτιθέμενης δεδομένης κατάστασης, βλ. marshall David Sahlins, The western illusion of human nature, Chicago, IL, 2008, ελληνική μετάφραση, Η ψευδαίσθηση της ανθρώπινης φύσης, Αθήνα, 2010). Συχνά, σε ό,τι προσδιορίζεται ως παρακμή μπορεί να κυοφορείται το νέο. Αλλά δεν είναι μόνο οι γενικεύσεις αυτού του τύπου παραπλανητικές. Κάθε μορφή γενίκευσης, προερχόμενη από τις πηγές ή διατυπωμένη από τους ιστορικούς μπορεί να οφείλεται σε ελλιπή γνώση των πραγμάτων, σε λανθασμένες εντυπώσεις, σε βιαστικές, σε κατάφωρα ιδεολογικές ή στερεοτυπικές εκτιμήσεις. Με μεγάλη ευκολία λέγεται, π.χ., κάθε φορά που έχει πληρότητα πελατών ένα νυκτερινό κέντρο διασκέδασης, ότι οι Έλληνες ευημερούν. Έρευνες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες έδειξαν πόσο αυτές οι γενικεύσεις απέχουν από την πραγματικότητα (Βλ., π.χ., όσα λέγονται για τη φτώχεια στις ΗΠΑ από τον Gunnar Murdal, Objectivity in social research, New York, 1969, κεφ. ΙV). Ανάλογα είναι στερεοτυπικές όσες γενικεύσεις απλουστευτικά και αβασάνιστα αποδίδουν ορισμένες ιδιότητες σε ολόκληρους λαούς, πιστούς θρησκειών ή σε επαγγελματικές κατηγορίες κτλ.


Το πρόβλημα, ωστόσο, της γενίκευσης συνδέεται και με τη συνολική ιστορική έκφραση. Ο σύγχρονος ιστορικός, ξεκινώντας από τις δικές του θεωρητικές προϋποθέσεις, περιορίζει σημαντικά την αφήγηση ως τρόπο ιστορικής έκφρασης και υιοθετεί την ανάλυση τόσο στην περιγραφή όσο και στην εξήγηση των ιστορικών καταστάσεων. Επιμένει μάλιστα περισσότερο στην περιγραφή – στην ανάλυση του πώς –  και είναι πολύ επιφυλακτικός σε εξηγήσεις – ανάλυση του γιατί – και συνεπώς σε γενικεύσεις που περιέχουν τον κίνδυνο της απλούστευσης και του λάθους.


Τέλος, ο ιστορικός, ανάλογα με το είδος της ιστορικής μελέτης, φαίνεται πως είναι προτιμότερο στο στάδιο της σύνθεσης να επιλέγει τον καταλληλότερο κάθε φορά βαθμό αφαίρεσης και να αποφεύγει τα άκρα, και τις ασήμαντες λεπτομέρειες και τις αόριστες γενικότητες. Κατά κανόνα, μια μονογραφία γράφεται λιγότερο αφαιρετικά από ένα γενικό έργο. Και ο ειδικός και ο προσεκτικός αναγνώστης, εξάλλου, συχνά αξιολογεί μια ιστορική μελέτη και από αυτή την πλευρά.


Γ΄. Η γενίκευση με τη μορφή όρου


 Η σύγχρονη ιστοριογραφία, πέρα από όσα παραπάνω υποστηρίχθηκαν, χρησιμοποιεί στο στάδιο της ανάλυσης, εκτός από το καθημερινό περιγραφικό λεξιλόγιο, και ένα ειδικό, το οποίο συνεχώς επεξεργάζεται σε συνεργασία με τις κοινωνικές επιστήμες. Αν, π.χ., σε δεδομένο τόπο και χρόνο εκδηλώθηκε μια απλή κοινωνική αναταραχή ή μια εξέγερση ή μια επανάσταση, αυτό το καθορίζει ο ιστορικός, αφού μελετήσει τις σχετικές με το γεγονός πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, όπως και τις θεωρητικές απόψεις τις διατυπωμένες από ιστορικούς ή ειδικούς των κοινωνικών επιστημών. Ο ιστορικός συχνά αναγκάζεται να εκθέσει στην ανάλυσή του όλη τη συλλογιστική την οποία, στηριγμένος στη θεωρία, και στις πηγές, ακολούθησε προκειμένου να καταλήξει σε ορισμένο συμπέρασμα. Ο συντάκτης μιας πηγής μπορεί να χρησιμοποιεί τη λέξη ξεσηκωμός, που δεν αποτελεί όρο, ή να εκφράζεται περιγραφικά (πήραν τα όπλα). Ένας άλλος μπορεί την ίδια ενέργεια να τη χαρακτηρίζει ως ανταρσία. Ας υποθέσουμε ότι αυτή η ενέργεια ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, την οποία ο πρώτος δεν είχε τη δυνατότητα να τη χαρακτηρίσει ως τέτοια και ο δεύτερος, ζυμωμένος με την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν μπορούσε και δεν ήθελε να απομακρυνθεί από αυτή. Αλλά και οι πηγές που δεν προσφέρουν την εξήγηση του γεγονότος ενδιαφέ­ρουν τον ιστορικό. Και η οπτική τους είναι ιστορία: Ο πρώτος συντάκτης της συγκεκριμένης πηγής μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε πώς προσλαμβάνει τα πράγματα ο ίδιος ή, ενδεχομένως, και η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει, ενώ ο δεύτερος, ο συντάκτης της άλλης πηγής, και εκείνος μας δίνει τη δυνατότητα να ερευνήσουμε πώς διαμορφώθηκε η κυρίαρχη ιδεολογία. Γι’ αυτό οι ιστορικοί όλο και περισσότερο δεν αρκούνται στην οπτική των πηγών, εξετάζουν την ικανότητα διατύπωσης, τον τρόπο σκέψης, τις προθέσεις του δημιουργού της πηγής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποφεύγουν και την αναχρονιστική πρόσληψη του γεγονότος, την προβολή της δικής τους νεωτερικής οπτικής στο παρελθόν, την εξήγηση του παρελθόντος με τα δικά τους παροντικά κριτήρια. Επίσης, δεν δέχονται ανεπιφύλακτα μια θεωρία. Η διατύπωσή της μπορεί να στηρίχτηκε σε τελείως διαφορετικό εμπειρικό υλικό που δεν επιτρέπει τη διατύπωση καθολικών θεωρητικών σχημάτων. Σχετική με έναν τέτοιο προβληματισμό και εξαιρετικά γόνιμη υπήρξε η συζήτηση, για τις κοινωνικές τάξεις στη Γαλλία των αρχών του 17ου αιώνα, ανάμεσα σε δύο ιστορικούς, τον Γάλλο Roland Mousnier και τον Ρώσο Boris Porshnev (Βλ. Ettore Rotelli, «La struttura sociale nell’itinerario storiografico di Roland Mousnier», εισαγωγή στο Roland Mousnier, Le gerarchie sociali dal 1450 ai nostri giorni, Milano, 1971, σ. VII-L). Σε γενικές γραμμές, ο Mousnier, υιοθετώντας την οπτική των πηγών, υποστήριξε στις μελέτες του ότι την εποχή αυτή στη Γαλλία δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις (classes), αλλά οι γνωστές θεσμοθετημένες τάξεις (ordres, états), του κλήρου, των ευγενών και η τρίτη, στην οποία ανήκε όλος ο άλλος πληθυσμός. Και θεώρησε ως αναχρονισμό την αναφορά σε κοινωνικές τάξεις. Αντίθετα, ο Porshnev, στηριγμένος και αυτός σε πηγές, απαντώντας στον Mousnier, επέμενε στην ύπαρξη κοινωνικών τάξεων, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία γι’ αυτές. Στη συζήτηση που γενικεύτηκε πήραν μέρος και πολλοί άλλοι γνωστοί ιστορικοί. Το συμπέρασμα από τις σχετικές αντιπαραθέσεις, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Η οπτική μιας εποχής είναι χρήσιμη. Θεσμοθετημένες τάξεις αναμφισβήτητα υπήρξαν. Η αποδοχή, ωστόσο, της οπτικής των πηγών καθόλου δεν εμποδίζει να διακρίνουμε και κοινωνικές τάξεις και σύμφωνα με τις αναφορές που γίνονται στις πηγές γι’ αυτές και σύμφωνα με τη μια ή την άλλη θεωρία. Η αναγνώρισή τους από τον ιστορικό εξηγεί περισσότερα, αν κρίνουμε από τις επιπτώσεις που είχε η ύπαρξή τους. Επομένως, η οπτική των πηγών και η οπτική της θεωρίας είναι συμπληρωματικές. Από τη διαλεκτική συνάντησή τους κερδισμένη βγαίνει η ιστοριογραφία (Τη συζήτηση για θεσμοθετημένες τάξεις (ordres) και κοινωνικές τάξεις (classes), όπως και τη σχετική βιβλιογραφία, βλ. στο βιβλίο μου Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2011, σ. 21-31).