Αντιβασιλεια (1833-1835) και εκσυγχρονισμος.
Παραδοσιακό και εθνικό συγκεντρωτικό κράτος
Α΄. Σκοπος, στοχοι, σχολια
1. Σκοπός: Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω, ευθύς εξαρχής, ότι με το διδακτικό υλικό, που πιο κάτω παραθέτω – το προς αφήγηση και επεξεργασία – δεν έχω την πρόθεση να «δικαιώσω» (!) τους Βαυαρούς (δεν κατέχομαι από ευρωμανία ή, κατά Κώστα Ζουράρη, από ευρωλαγνία, ούτε, βέβαια, από ευρωφοβία), αλλά να συμβάλω κατά το δυνατόν στη συνειδητοποίηση ότι η Αντιβασιλεία, την εποχή εκείνη, παρά τις συνήθειες, τη νοοτροπία, την παιδεία και τα συμφέροντα των περισσότερων κοινωνικών ομάδων, ιδίως των ηγετικών, προκρίτων και οπλαρχηγών, που διέθεταν πολιτική δύναμη, απέβλεψε στη συγκρότηση ελληνικού εθνικού συγκεντρωτικού κράτους κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, για να το καταστήσει βιώσιμο και αναπτυγμένο και να το εντάξει στη νέα εποχή. Και δεν ήρθε σε σύγκρουση μόνο με τις ηγετικές ομάδες αλλά και με πολυάριθμους ατάκτους, οι οποίοι, παρόλο που συνέβαλαν στην απελευθέρωση, δεν είχαν απαλλαγεί από τις κακές έξεις του παρελθόντος και δεν ήταν κατάλληλοι, ακόμη και με τα πλέον επιεική κριτήρια, να κριθούν άξιοι μαχητές ενός κατά το δυνατόν σύγχρονου τακτικού στρατού. Η Ευρώπη τότε, από την οποία άρχισε η βιομηχανική επανάσταση μερικές δεκαετίες πριν από την άφιξη των Βαυαρών, ήταν ήδη το κέντρο τεχνολογικών, οικονομικών, επιστημονικών, ιδεολογικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων, την επίδραση των οποίων, αργά ή γρήγορα, δέχτηκαν όλο και περισσότερες χώρες του πλανήτη. Με την επεξεργασία πρωτογενών και δευτερογενών γραπτών πηγών επιδιώκεται να υπηρετηθούν οι σκοποί του μαθήματος, η απόκτηση ιστορικής συνείδησης, η διαμόρφωση κριτικής ιστορικής σκέψης πέρα από στερεότυπα και ελληνοκεντρικές προσεγγίσεις (για τους σκοπούς βλ. το δοκίμιο ''Η ιστορία στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης'').
Εξάλλου, στην επόμενη διδακτική ενότητα, μπορεί να μελετηθεί η δεκάχρονη μοναρχική, μη συνταγματική, διακυβέρνηση του Ελληνικού Κράτους (1833-1843) σε σχέση με την πολιτική των ελληνικών κομμάτων, τις οικονομικές δυνατότητες και τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, την εξωτερική πολιτική και την αντίθεση ‘‘αυτοχθόνων’’ – ‘‘ετεροχθόνων’’. Θα κατανοηθεί πληρέστερα, κατά τη γνώμη μου, αν εξεταστεί με επίκεντρο την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την Εθνική Συνέλευση του 1843-1844, η οποία ψήφισε το σύνταγμα του 1844. (Σχετικό δοκίμιό μου σ’ αυτό το ιστολόγιο). Τα γεγονότα, σε τέτοιες περιπτώσεις, αποκαλύπτουν τις δομές.
Κατά την επεξεργασία αυτής ή της επόμενης διδακτικής ενότητας, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να εξεταστεί το έργο της Αντιβασιλείας και από το παρόν: η ιστοριογραφία, και η σχολική, οφείλει να εξετάζει τις επιπτώσεις που έχουν γεγονότα του παρελθόντος στη μετέπειτα οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή ενός τόπου. Η συζήτηση, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε κατάλληλα αποσπάσματα από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Κριτική στις αντιλήψεις περί συγκεντρωτικού κράτους, σπεύδω εδώ να αναφέρω, ήδη είχε ασκήσει ο πρωθυπουργός του Όθωνα, το 1837, Ignaz von Rudhard, Βαυαρός και αυτός, σε υπόμνημα που είχε υποβάλει στον βασιλιά, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του (Το σχετικό απόσπασμα από το υπόμνημα του Rudhart, βλ. σε δοκίμιό μου για την τοπική ιστορία σ’ αυτό το ιστολόγιο. Στο πιο κάτω παρατιθέμενο διδακτικό υλικό, δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε αυτό το απόσπασμα ούτε άλλα σχετικά. Στις προθέσεις μου, ωστόσο, ήταν να εξετάσω, στην επόμενη διδακτική ενότητα, αυτή την πλευρά του θέματος ως κάτι το μερικό σε σχέση με το γενικό, με τη θεωρία που δέχεται ότι ο εθνικισμός, ως πολιτική ιδεολογία, αποβλέπει ακριβώς σ’ αυτό, στη συγκρότηση συγκεντρωτικού κράτους (βλ. πιο κάτω τη θεωρία του Gellner). Επομένως, αν σήμερα τασσόμαστε, και εμείς και, ευρύτερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ του αποκεντρωμένου κράτους, η συγκρότηση τότε συγκεντρωτικού κράτους δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις και συνθήκες στην Ελλάδα και πέρα από αυτή. Παρά τη θέση αυτή, οι επιπτώσεις ήταν επιπτώσεις. Να σημειώσω ακόμη ότι η σχετική με το έργο της Αντιβασιλείας διδακτική ενότητα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από εμένα και τους μαθητές τμήματος της Γ΄ τάξης στο 38ο Γυμνάσιο της Αθήνας, παρουσία και διδασκόντων σ’ αυτό το σχολείο, χάρη ενός τμήματος επιμορφούμενων φιλολόγων στο Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο (Π.Ε.Κ.) Αθήνας. Στους μαθητές και στους παρισταμένους μοιράστηκαν σε φωτοτυπίες το παρακάτω προς επεξεργασία (όχι και το προς αφήγηση) διδακτικό υλικό και οι ασκήσεις (το κείμ. Β.Β.6 δόθηκε σε πιο συμπτυγμένη μορφή). Ο χρόνος των 40 λεπτών της διδακτικής ώρας τότε, αν και περιορισμένος, υπήρξε επαρκής. Επειδή ο διδακτικός χρόνος πάντοτε είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, σε περίπτωση που δεν επαρκέσει για την επεξεργασία όλου του διδακτικού υλικού, μέρος αυτού του υλικού, εκείνη τη στιγμή, ο διδάσκων το μετατρέπει σε άσκηση για το σπίτι, στην οποία μπορεί να συμπεριλάβει και γνωστικά στοιχεία που θα διευκολύνουν την απάντηση. Κάτι τέτοιο δεν χρειάστηκε τότε.
Η συγκεκριμένη διδακτική ενότητα ήταν εκείνη που θα απασχολούσε την τάξη εκείνη την ημέρα. Για τον εντοπισμό του διδακτικού υλικού δεν αφιέρωσα πολύ χρόνο. Η επιλογή του υλικού εξαρτάται από τι έχει στη διάθεσή του ο διδάσκων. Σημασία έχει, την ώρα που το αναζητεί, να έχει κατά νου ως ένα σημείο ένα κεντρικό ερώτημα ως άξονα της εκπαιδευτικής συνάντησης με τους μαθητές στην τάξη, το οποίο να το διαμορφώνουμε περαιτέρω στη φάση αυτή. Μακάρι, το ερώτημα αυτό να βασίζεται, όπως υποστηρίζει ο Bruner, σε μια ευρύτερη εννοιολογική αρχή ή θεωρία. Η διαμόρφωση του ερωτήματος είναι απαραίτητη, είναι αυτό που τελικά θα καθορίσει την επιλογή του διδακτικού υλικού, προκειμένου να υπηρετηθούν οι βασικοί σκοποί του μαθήματος. Προσδοκούμε η επεξεργασία του υλικού να γίνεται με τη συνεργασία των μαθητών, με βάση τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο ιστορικός, με τα οποία όλο και περισσότερο ο διδάσκων εξοικειώνει τους μαθητές ή τους φοιτητές.
Η προσκόμιση, ωστόσο, στην τάξη από τον διδάσκοντα του διδακτικού υλικού προκαθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να μετριάζεται, ή και να ξεπερνιέται, αν οι μαθητές ασκούν κριτική στο διδακτικό υλικό που έχει επιλεγεί ή, ακόμη καλύτερα, αν οι ίδιοι οι μαθητές έχουν προσκομίσει υλικό που αυτοί επέλεξαν. Αυτό δεν είναι τελείως ανέφικτο, γιατί μπορεί στο σπίτι τους να υπάρχουν σχετικά βιβλία, παλαιότερα και νέα, ή, το αίτημα να φέρνουν και αυτοί διδακτικό υλικό, μπορεί να λειτουργεί ως κίνητρο, για να αποκτηθούν. Καλό είναι, ωστόσο, να μη συμβάλλουμε στη μανία του «εγκυκλοπαιδισμού», συστήνοντας την προσφυγή στις εγκυκλοπαίδειες προς άντληση «πληροφοριών». Αυτό είναι λάθος, χωρίς να αποκλείουμε τη χρησιμοποίηση δόκιμων άρθρων τους. Περισσότερο σοβαρά θα πρέπει να συμβάλλουν οι μαθητές προς αυτή την κατεύθυνση, προσφεύγοντας στη σχολική ή στην τοπική βιβλιοθήκη. Αυτές, βέβαια, σπάνια υπάρχουν. Και όταν υπάρχουν, σπάνια αξιοποιούνται. Και τούτο είναι συνέπεια του σχολικού μας συστήματος και των αδρανειών του. Παρόλο που η οργάνωση μιας ωριαίας διδασκαλίας, όπως αυτή που εδώ προτείνεται, από πολλούς θεωρείται τελείως ανέφικτη, υπάρχει πάντοτε απόθεμα διάθεσης και δυνάμεων, για να βελτιώνουμε την ποιότητα της εργασίας μας και να ασκούμε συνεχώς πίεση για σχολικές βιβλιοθήκες, για αίθουσες ιστορίας, για βιβλία, χάρτες, προβολικά μηχανήματα. Αυτές οι σκέψεις που αφορούν την αμέσως προηγούμενη εποχή, μπορούν να επεκταθούν ως εξής: Σήμερα, το διαδίκτυο, οι ‘‘Τεχνολογίες για πληροφόρηση και επικοινωνία’’, γνωστές διεθνώς με το ακρωνύμιο TIC ή ICT (Technologies for information and communication / Information and communication technologies), προσφέρουν συνεχώς νέες δυνατότητες. Στο διαδίκτυο έχει καταχωριστεί πλούσιο ιστορικό υλικό: συλλογές πρωτογενών πηγών, βιβλία και άρθρα ιστορίας, ολόκληρα επιστημονικά περιοδικά ιστορίας εκδιδόμενα ηλεκτρονικά, ενότητες επιλεγμένου για διδακτικούς σκοπούς ιστορικού υλικού, κείμενα θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας, μελέτες για τη χρήση των νέων τεχνολογιών και την αξιοποίηση των παραπάνω. Αυτό το υλικό έχει παραχθεί από πανεπιστήμια, κέντρα έρευνας ή επιμόρφωσης, ενώσεις διδασκόντων, από ερευνητές και διδάσκοντες ιστορία. Γραμμένο στις πιο διαδεδομένες ευρωπαϊκές γλώσσες, είναι ήδη εντυπωσιακά μεγάλο. Αν και πολλά απομένουν να γίνουν, δεν είναι μικρό και αυτό που έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Μέσω του διαδικτύου μπορεί να επιλύεται και το σοβαρό πρόβλημα που προκύπτει από την κατ’ ανάγκη περιορισμένη έκταση των σχολικών εγχειριδίων. Τις πληρέστερες απαντήσεις στα ερωτήματα που ανακύπτουν, μπορεί να τις αναζητεί η τάξη σε μελέτες που ήδη υπάρχουν ή δημοσιεύονται γι’ αυτό τον σκοπό στο διαδίκτυο. Χρήσιμο παράδειγμα, η μελέτη του Χρήστου Πατρινέλλη που, χωρίς να υπηρετεί σκοπιμότητες, απαντά με καθαρότητα αν υπήρχε κρυφό σχολειό στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας).
2. Στόχοι και σχόλια: Προς εκπλήρωση του πρωταρχικού σκοπού του μαθήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, όπως και των λοιπών σκοπών, μετά το αφηγηματικό μέρος, αυτό δηλαδή που κατά βάση αναπτύσσεται από τον διδάσκοντα αφηγηματικά, το οποίο καλό είναι να μην ξεπερνά το πεντάλεπτο, παρέθεσα μια σειρά από κείμενα, θέτοντας συγκεκριμένους στόχους, ως εξής:
α) Μία δευτερογενής και μία πρωτογενής πηγή (βλ. πιο κάτω κείμ. Β.Β.1 και 2), τέθηκαν, για να φανεί, με την πρώτη, ότι τον 15ο αιώνα οι Βυζαντινοί, πριν την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, έστρεφαν την πλάτη τους στην Ευρώπη, για τους γνωστούς θρησκευτικούς / πολιτισμικούς λόγους, και, με τη δεύτερη, ότι, αντίθετα, πριν από την Επανάσταση, πρώτιστα οι Έλληνες που έζησαν στην Ευρώπη και ήρθαν σε επαφή με τις ευρωπαϊκές ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, έμποροι και διανοούμενοι οι περισσότεροι, με δεσπόζουσα μορφή από τους τελευταίους τον Κοραή, είχαν δεχτεί ως αναγκαία για το ελληνικό έθνος τη σύνδεσή του με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
β) Ένα κείμενο (βλ. Β.Β.3) τέθηκε για να προσδιοριστεί η έννοια του εκσυγχρονισμού.
γ) Με τα κείμ. Β.Β.4 και 5 προσδιορίζεται η παραδοσιακή και νέα αντίληψη για το κράτος.
δ) Το κείμ. Β.Β.6 διατυπώθηκε με βάση τη θεωρία για τον εθνικισμό του τσέχου κοινωνικού ανθρωπολόγου Ernest Gellner, που δίδαξε πολλά χρόνια στην Αγγλία. Η θεωρία αυτή προεκτείνεται στα χρόνια της Αντιβασιλείας.
ε) Ο καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Φρίντριχ Τιρς (Friedrich Thiersch) έφτασε στην Ελλάδα το 1832, έναν χρόνο πριν από τον Όθωνα, για να μελετήσει την κατάσταση που επικρατούσε. Στο σχετικό βιβλίο που έγραψε (FrÉdÉric Thiersch, De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, τ. 1-2, Leipzig, 1833, ελληνική μετάφραση, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τ. 1-2, Αθήνα [1972]), αναφέρεται και στη μορφή κράτους, την οποία οι πρόκριτοι των επαρχιών και οι οπλαρχηγοί, από νοοτροπία και συμφέρον, επιθυμούσαν να συγκροτήσει η «κυβέρνηση του βασιλέως» (βλ. κείμ. Β.Β.7). Ο ίδιος δείχνει απαρέσκεια γι’ αυτό που είχαν στον νου τους οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί. Δεν θα περιμέναμε κάτι διαφορετικό, γιατί και ο ίδιος άλλο κράτος είχε στο νου του, όπως και οι Αντιβασιλείς, οι οποίοι, όταν ήλθαν στην Ελλάδα, επιδίωξαν να την οργανώσουν σε κράτος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η φράση του Τιρς αποκτά «πλούσιο νόημα», κατά την έκφραση του Bruner (βλ. πιο πάνω σο θεωρητικό μέρος του δοκιμίου), σε σχέση με την ευρύτερη εννοιολογική αρχή του εκσυγχρονισμού (κείμενα στο Β.Β.3) και με τη θεωρία για το εθνικό κράτος (στο Β.Β.4), γιατί γίνεται κατανοητό ότι άλλη αντίληψη περί κράτους είχαν οι Βαυαροί κι άλλη οι κοινωνικές ομάδες των προκρίτων και των οπλαρχηγών. Στην Ελλάδα δεν σκέφτονταν όλοι όπως ο Κοραής. Η σύγκρουση, σύγκρουση διαχρονίας - συγχρονίας, ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν μάθει να πολιτεύονται στο οθωμανικό περιβάλλον και σ’ αυτούς που είχαν δεχτεί την επίδραση της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης, εκδηλώθηκε από τα χρόνια της Επανάστασης και του Καποδίστρια. Οι πρώτοι αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τα νέα οργανωτικά σχήματα και για έναν πρόσθετο λόγο, επειδή διαπίστωναν, από έλλειψη δικών τους εφοδίων, ότι παραμερίζονταν και ότι η διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων περνούσε σε όσους είχαν ευρωπαϊκή παιδεία. Κατά συνέπεια, οι αντιδράσεις που τελικά οδήγησαν στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 βρήκαν έδαφος, εκτός των άλλων, και στην προέλευση των δύο αυτών διαφορετικών κόσμων. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, όχι όμως και αγεφύρωτες. Ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που είπε στον Καποδίστρια να μη βιάζεται να επιβάλει τους νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν διαφωνούσε, κατά βάση, με την εισαγωγή τους (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης [στο Γ. Τερτσέτη], Αθήνα 1846, σ. 288-289: «Είπε μίαν φοράν εις τον Κυβερνήτην [ο Κολοκοτρώνης], μου ’χάλασες την Ελλάδα. – Γιατί; του απεκρίθη εκείνος. – Γιατί έπρεπε να το κάμεις πέντε φράγκικο και 15 να το αφήσεις τούρκικο, μετά 20 χρόνους να το κάμεις 10 φράγκικο και να το αφήσεις 10 τούρκικο, και πάλι μετά 20 να το κάμεις 15 φράγκικο και να το αφήσεις 5 τούρκικο, ώστε μετά 20 άλλους τόσους χρόνους να γένει όλο φράγκικο»). Η τόσο αργή, ωστόσο, σταδιακή μετάβαση που του πρότεινε, δεν είναι ο χρόνος της πολιτικής. Η συγκρότηση σύγχρονου κράτους ήταν άμεση και επείγουσα προτεραιότητα που ξεπερνούσε τις ατομικές και συλλογικές βουλήσεις.
στ) Ο στόχος, με τη σύγκριση ‘‘τουρκόπολης’’ - πολεοδομικά σχεδιασμένης πόλης (βλ. Β.Β.8), είναι προφανής: οι Βαυαροί, αν και δεν είναι οι πρώτοι, κατεξοχήν αυτοί επέμειναν στον πολεοδομικό σχεδιασμό, για να τον αντιτάξουν στην ως τότε οικιστική αταξία και στα στενοσόκακα των πόλεων της οθωμανικής περιόδου. Ακόμη και αυτός ο αναμφισβήτητα θετικός εκσυγχρονισμός δεν έγινε δεκτός χωρίς αντιδράσεις, γιατί ευθείς και πλατείς δρόμοι δεν γίνονται χωρίς να θιγούν συμφέροντα. Η λέξη τουρκόπολη τέθηκε εντός εισαγωγικών, γιατί και στις ευρωπαϊκές πόλεις, παλαιότερα, υπήρχαν στενοί δρόμοι και πολεοδομική αταξία.
ζ) Στόχος να δείξουμε, ποια ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια με την παράθεση (βλ. Β.Β.9) αριθμητικών δεδομένων του 1832 – έκταση, πληθυσμός – σε σύγκριση με αντίστοιχα στοιχεία της απογραφής του 1971, ή νεότερης, και την περιγραφή (βλ. Β.Β.10) της κατάστασης από τον Γκουστάβ Εϊχτάλ, ο οποίος, όταν έφυγε από τη Γαλλία κυνηγημένος για τις σοσιαλιστικές του ιδέες και ήρθε στην Ελλάδα, διορίστηκε από την Αντιβασιλεία σύμβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών (Γραφείο Πολιτικής Οικονομίας). Ο Εϊχτάλ περιγράφει σύντομα αλλά αξιόπιστα την καταστροφή της γης στα χρόνια της Επανάστασης, τις αρχέγονες συνθήκες ζωής των Ελλήνων και πληροφορεί για την ύπαρξη μικρής ιδιοκτησίας (Gustave Eichtal, Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1821, μετάφραση Δ. Βικέλας, επιμ. Θ.Χ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2/1974).
η) Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες τοποθετήσεις ιστορικών. Αρκεστήκαμε στη σύντομη εκτίμηση του Σβορώνου (κείμ. Β.Β.11), που αμέσως μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο έφυγε και παρέμεινε στη Γαλλία για πολλά χρόνια, κάνοντας, για τον ίδιο λόγο, την αντίστροφη πορεία από εκείνη του Εϊχτάλ. Εκεί, στο Παρίσι το 1953, έγραψε μια σύντομη νεοελληνική ιστορία με τίτλο Histoire de la Grèce Moderne – για τη σειρά Que sais-je? των εκδόσεων Presses Universitaires de France (Παρίσι) – που μεταδικτατορικά, το 1976, συμπληρωμένη και θεωρημένη από τον συγγραφέα, κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση και από τότε γνώρισε πολλές εκδόσεις (Νικος Γ. Σβορωνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, μετάφραση Αικατερίνη Ασδραχά, βιβλιογραφικός οδηγός Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Αθήνα 1976). Ο Σβορώνος, τουλάχιστον στο απόσπασμα που εξετάζουμε, εκκινεί από μια μεθοδολογία που κατουσίαν δεν είναι μαρξιστική αλλά εμπειρική. Αποφεύγει να δει τα πράγματα από μια ευρύτερη εννοιολογική αρχή ή θεωρία. Δεν τον απασχολεί το ερώτημα αν η Αντιβασιλεία επιχείρησε να οργανώσει σύγχρονο, με τα δεδομένα της εποχής εκείνης, ελληνικό κράτος, αν αυτό ήταν το ιστορικό πρόταγμα εκείνης της εποχής. Η ιστορική του σκέψη, παρά τον σεβασμό που είχε στις πηγές και στο επάγγελμα του ιστορικού, επηρεάστηκε βαθύτατα από την ιδεολογική του συγκρότηση και την πολιτική του ένταξη και από τη συγκυρία, από τις δραματικές κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν και τις, εξίσου, δραματικές τους συνέπειες. Όταν έγραφε την ιστορία του, μεγάλη μερίδα Ελλήνων εναντιωνόταν με σφοδρότητα, όπως και ο ίδιος, στον θεσμό της βασιλείας και στον ξένο παράγοντα. Η ονομαζόμενη προοδευτική ιστοριογραφία του καιρού του, μάλιστα, εμφορούμενη από το ίδιο πνεύμα, είχε προχωρήσει σε πολύ αυστηρότερες αποτιμήσεις του έργου των Βαυαρών. Ο Σβορώνος, χωρίς να έχει την παραμικρή αμφιβολία για τον αρνητικό ρόλο της ξενόφερτης βασιλείας και τότε και στην εποχή του, με ήρεμη τη συνείδησή του, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο δεν προδίδει τις ιδέες και τους αγώνες του ίδιου και της παράταξής του, περισσότερο αναφέρεται στο δικό του παρόν παρά στο παρελθόν (παροντική ιστορία) (βλ. στο κείμ. Β.Β.11 τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί και την ασκούμενη κριτική γι’ αυτές τις εκφράσεις στις υποσημειώσεις).
θ) Στόχος του αποσπάσματος από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη (κείμ. Β.Β.12) είναι να φανεί πόσο τελείως διαφορετικές αντιλήψεις είχε ο ίδιος, όπως και πάρα πολλοί άλλοι, για την οργάνωση του κράτους (Η σύγχρονη ιστοριογραφία αντιμετωπίζει διαφορετικά πλέον τον Μακρυγιάννη. Βλ. Νικος Θεοτοκας, Μακρυγιάννης, Τα Νέα, Αθήνα 2010∙ Ο Ιδιος, Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα και ιστορία, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012). Η Αντιβασιλεία, γι’ αυτό τον λόγο, αν και έγινε λόγος, δεν τον διόρισε αρχηγό της χωροφυλακής. Προτίμησε τον γάλλο αξιωματικό François Graillard, συνταγματάρχη τότε, που ήξερε από ευρωπαϊκή οργάνωση και πειθαρχία. Για να μετριάσει τις δυσαρέσκειες, στον Μακρυγιάννη πρότεινε να γίνει βοηθός του αρχηγού. Εκείνος όμως δεν δέχτηκε, επειδή είχε άλλο οργανωτικό σχήμα στο νου του (βλ. κείμ. Β.Β.7) και επειδή θεώρησε την πρόταση μειωτική, όπως προκύπτει από τον παρατιθέμενο στα απομνημονεύματά του χαρακτηριστικό διάλογο με τον Γεώργιο Ψύλλα. Ο Ψύλλας τον ερώτησε: «Πώς […] δεν έμπαινες εις του Γριλλιάρη την οδηγίαν». Και ο Μακρυγιάννης απάντησε: «Πώς δεν έμπαινες εσύ […] τελώνης, όπου είσαι υπουργός του Εσωτερκού;» (Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Εισαγωγή-Σχόλια Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Αθήνα, 1957, σ. 358. Για τον Ψύλλα το περιστατικό του διαλόγου δεν είχε νόημα και δεν αναφέρει τίποτε σχετικό στα δικά του απομνημονεύματα (Γεωργιος Ψυλλας, Απομνημονεύματα του βίου μου, Αθήνα 1974).
ι) Οι μαθητές, προκειμένου να αποκομίσουν βασικές γνώσεις για τους αντιβασιλείς, να μάθουν τα ονόματά τους, τις προηγούμενες ιδιότητές τους και το έργο που επιτέλεσαν όσο χρόνο παρέμειναν στην Ελλάδα (βλ. Β.Α).
ια) Οι μαθητές, για να μάθουν την έννοια του αυτοκεφάλου (βλ. Β.1.9), να απαντήσουν την άσκηση πολλαπλής επιλογής.
ιβ) Με βάση το θεωρητικό κείμενο το σχετικό με το εθνικό συγκεντρωτικό κράτος (κείμ. Β.Β.6), να συμπεράνουν για ποιο λόγο η Αντιβασιλεία αποφάσισε να συγκροτήσει αυτοκέφαλη ελληνική εκκλησία (Β.1.9).
Β΄. Διδακτικο υλικο
Β.1. Αφήγηση: Ο Όθων βασιλιάς της Ελλάδας
και το έργο της Αντιβασιλείας
(Διον. Α. Ζακυθηνοσ, Η πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα 1965, σ. 63-67. Τα σχετικά με τη φύση του πολιτεύματος, την άφιξη του Όθωνα, το διορισμό αντιβασιλέων και το έργο που επιτέλεσαν, εκτίθενται εδώ συνοπτικά, όπως άλλωστε και από τον Ζακυθηνό).
Για το μεσοδιάστημα από τη δολοφονία του κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ως την άφιξη του Όθωνα στις 25 Ιανουαρίου 1833 στο Ναύπλιο έχει γίνει λόγος σε προηγούμενη εκπαιδευτική συνάντηση. Θυμίζουμε ότι από το 1830, το πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο υπέγραψαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με μοναρχικό κληρονομικό πολίτευμα. Οι προστάτιδες δυνάμεις απευθύνθηκαν αρχικά στον πρίγκιπα του Σαξονικού Κοβούργου Λεοπόλδο (το Κοβούργο στη Βαυαρία) και, μετά την παραίτησή του, στον Όθωνα δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο. Την εκλογή του ως βασιλιά της Ελλάδας επικύρωσε η Δ΄ Εθνική Συνέλευση στην Πρόνοια (προάστιο του Ναυπλίου) στις 27 Ιουλίου 1832 με το Β΄ ψήφισμα (αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας (1821-1832), τ. Ε΄, Αθήνα 1971, σ. 390).
Τον ανήλικο βασιλιά (γεννήθηκε το 1815), το 1833, συνόδευε τριμελής Αντιβασιλεία, που την αποτελούσαν ο άλλοτε υπουργός των οικονομικών Άρμανσμπεργκ, ο νομομαθής καθηγητής Μάουρερ και ο υποστράτηγος Έιντεκ, με την εντολή να ασκήσει τη μοναρχική εξουσία ως το 1835, που είχε οριστεί ως έτος ενηλικίωσης του Όθωνα. Κατά συνέπεια η διατήρηση της ως τότε ελληνικής κυβέρνησης («υπουργείου») Σπυρίδωνα Τρικούπη και, το ίδιο έτος, ο διορισμός νέας, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, δεν μείωνε τις αρμοδιότητές της.
Η Αντιβασιλεία απέβλεψε στην οργάνωση, καθοριστική σ’ έναν βαθμό έκτοτε, σύγχρονου κράτους, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα:
1. Διέλυσε τα σώματα του στρατού της Επανάστασης δύο μήνες μετά την ανάληψη της αρχής, παρά τις έντονες αντιδράσεις, και σύστησε, εκ νέου, τακτικό στρατό,
2) συστήθηκε το σώμα της χωροφυλακής,
3) η ελληνική επικράτεια διαιρέθηκε σε δέκα νομούς και σε 42 επαρχίες (υποδιαιρέσεις των νομών), τους δόθηκαν αρχαίες ελληνικές ονομασίες (οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν από το κράτος),
4) οργανώθηκε η τοπική αυτοδιοίκηση (διάκριση σε κοινότητες και δήμους), η κεντρική εξουσία είχε τον πλήρη έλεγχο του,
5) η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην περιφημότερη ελληνική πόλη της αρχαιότητας, την Αθήνα (1834),
6) συστήθηκε οργανισμός της δημόσιας εκπαίδευσης: ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία και δύο γυμνάσια, το ένα στο Ναύπλιο και το άλλο στη Σύρο (το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επεκτάθηκε και στην τρίτη βαθμίδα με τη λειτουργία, το 1837, του Πανεπιστημίου Όθωνος),
7) οργανώθηκε η αρχαιολογική υπηρεσία,
8) Αποτέλεσαν νόμους του ελληνικού κράτους: Οργανισμός Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων και κώδικες νόμων, κατά μετάφραση ευρωπαϊκών, Ποινικός Κώδιξ, Ποινική Δικονομία (καθορίζεται η διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης) και Πολιτική Δικονομία (η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης για αστικές υποθέσεις). Για τις αστικές υποθέσεις, οι οποίες αφορούν τον ευαίσθητο τομέα των ιδιωτικών σχέσεων και διαφορών ανάμεσα στους πολίτες, από σεβασμό στην ελληνική δικαιική παράδοση, εισαγόταν η βυζαντινή νομοθεσία (οι πολιτικοί νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, οι περιεχόμενοι εις την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου) προσωρινά, ως την έκδοση σχετικού κώδικα σύμφωνου με την ελληνική δικαιική παράδοση. (Ο σχετικός Αστικός Κώδιξ συντάχτηκε ύστερα από εκατό χρόνια και η ισχύς του άρχισε το 1946, σ’ αυτόν ενσωματώθηκε όλη η μετά τον 1835 νομοθεσία, η οποία δέχτηκε την επίδραση του ρωμαϊκού / βυζαντινού δικαίου, όπως αυτό ερμηνεύτηκε κατά κανόνα από τους νομομαθείς της γερμανικής νομικής επιστήμης και τους έλληνες που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία),
9) συγκροτήθηκε η αυτοκέφαλη ελληνική εκκλησία, δογματικά ενωμένη με την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης αλλά διοικητικά ανεξάρτητη.
Β.2. Ιστορική ανάλυση: Σύγκρουση του παλαιού με το νέο
1. Το 1453 η Κωνσταντινούπολη δε θέλει να σωθεί από τους Λατίνους, αυτούς τους μισητούς ετεροθαλείς αδελφούς. Από αυτούς προτιμά ακόμα και τους Τούρκους.
Fernand Braudel (Écrits sur l’histoire, Paris 1969, σ.296).
2. Η εξάπλωσις και διάδοσις της παιδείας εις το γένος μας […] δεν ομοιάζει την κατάστασιν της δεκάτης πέμπτης εκατονταετηρίδος, οπόταν ήρχισαν οι Ευρωπαίοι να φωτίζονται.[…] Η μετάδοσις των επιστημών εις την Ελλάδα […] είναι αληθινή μετακένωσις από τα κοφίνια των αλλογενών εις τα κοφίνια των Ελλήνων.
Αδαμάντιος Κοραής, 1811 (Αδαμαντιος Κοραης, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, Αθήνα 1979, σ. 157, επιστολή της 4-11-1811∙ Ο Ιδιος, «Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης (Προλεγόμενα εις τον ΣΤ΄ τόμον των Παραλλήλων Βίων του Πλουτάρχου)», στο Γ. Βαλετας, Κοραής, Άπαντα τα πρωτότυπα έργα, τ. Α2, Αθήνα [1964], σ. 1016, όπου και τα εξής: «Προθυμήθητε να μετακενώσετε […] την παιδείαν της φωτισμένης Ευρώπης. Διά να ευκολύνετε την μετακένωσιν, ανάγκη είναι να πλουτίσετε τας πόλεις με βιβλιοθήκας, τα σχολεία με διδασκάλους φωτισμένους εξ ιδίας σας δαπάνης» […] με «την ανάλογον με την δύναμιν εκάστου συνεισφοράν εις την μεγαλυτέραν απ’ όλας τας χρείας, την χρείαν της παιδείας του έθνους». Ο ΣΤ΄ τόμος του Πλουτάρχου – Η΄ της Ελληνικής Βιβλιοθήκης –, στον οποίο ως πρόλογος οι Στοχασμοί αυτοσχέδιοι…, από όπου τα παραπάνω αποσπάσματα, εκδόθηκε το 1814. Bλ. Νικος Α. ΒΕης (εισαγωγή), Κοραή, Εκλεκτές σελίδες, επιμέλεια και εκλογή Μ.Χ. Οικονόμου, Αθήνα 1951, σ. 47. Ο Κοραής στο Παρίσι από το 1805 ως το 1827, στην πολύτομη σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη, εξέδωσε αρχαίους έλληνες συγγραφείς με δαπάνη των Ζωσιμάδων και «ομογενών Χίων». Βέης, ό.π., σ. 46 κ.ε. Βλ., επίσης, τα παραπάνω αποσπάσματα στο Αδαμαντιος Κοραης, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και η αυτοβιογραφία του, πρόλογος Κ.Θ. Δημαρας, τ. Α΄, Αθήνα 1984, σ. 561-563. Ο παραστατικός όρος «μετακένωσις» του Κοραή ισοδυναμεί με τους όρους πολιτισμική επίδραση, διάχυση, διείσδυση, ώσμωση (στη γαλλική και αγγλική acculturation). Ανάμεσα σε μια ισχυρότερη πολιτισμική περιοχή, σ’ ένα κέντρο, και σε μια ασθενέστερη, σε μια περιφέρεια, αναπτύσσονται οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις. Καθώς, όμως, το κέντρο έχει τη δυνατότητα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό κατά περίπτωση, να επιβάλλεται στην περιφέρεια, οι σχέσεις αυτές είναι άνισες. Οι κοινωνικές ομάδες μιας περιφερειακής χώρας, από διαφορετική νοοτροπία, ιδεολογία ή και συμφέρον η καθεμιά, δεν τηρούν ενιαία στάση απέναντι στην πολιτισμική διείσδυση του κέντρου. Άλλες την αποδέχονται και άλλες, για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, προβάλλουν πολιτισμική αντίσταση. Η στάση τους, ωστόσο, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις ιδεολογικές και πολιτισμικές προτιμήσεις τους. Ιδιαίτερα μετά το 1800, με τη βιομηχανική ανάπτυξη και τη βαθμιαία διεύρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα, η αποδοχή ή απόρριψη του νέου τίθεται περισσότερο πιεστικά. Όλες σχεδόν οι κοινωνικές ομάδες μιας περιφερειακής χώρας, αργά ή γρήγορα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, παρά τις αντιστάσεις που προβάλλουν οι περισσότερες, παίρνουν μέρος σ’ αυτές τις ανταλλαγές. Αλλά και οι ίδιες οι περιφερειακές χώρες, για να ενταχθούν στη βιομηχανική εποχή, πιο απλά για να μη μείνουν πίσω, έχουν ανάγκη τις χώρες του κέντρου που υπερτερούν σε γνώσεις, τεχνολογία, συστήματα οργάνωσης της εκπαίδευσης, της οικονομίας, του κράτους. Έχουν ακόμη ανάγκη από συμμαχίες. Καθώς, όμως, όλα αυτά δεν προσφέρονται αδαπάνως από το κέντρο, στο εσωτερικό κάθε περιφερειακής χώρας διαμορφώνονται πολιτικές προσέγγισης του κέντρου αλλά και αντίστασης στις υπερβολικές απαιτήσεις του. Η μετακένωση, επομένως, και με την πλέον στενά πολιτισμική της σημασία, νοείται ως μέρος ενός συστήματος που δεν είναι μόνο πολιτισμικό αλλά, πρωτίστως, οικονομικό και πολιτικό.
Δείγμα καθαρά πολιτισμικής αντίστασης, που αγνοεί τελείως όλες αυτές τις πτυχές του ιστορικού προβλήματος, αποτελούν, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής αποσπάσματα του Απόστολου Μακράκη (1884), που επιτίθεται με σφοδρότητα κατά του Κοραή και της Ευρώπης: Ο «αρχιστράτηγος Σατανάς δολίως και σκολιώς και υποκριτικώς εισήγαγεν εις το έθνος την φιλοσοφίαν του Βολταίρου και την παιδείαν του Κοραή, ίνα δι’ αυτών εκτυφλώση και αποπλανήση το έθνος από του Χριστού» και «Το σχέδιον του Διαβόλου ήρξατο εφαρμοζόμενον επί του έθνους αφ’ ού χρόνου ο μετακενωτής της μωρίας Κοραής εξέδωκε τον πρόδρομον της Ελληνικής Βιβλιοθήκης το 1805». Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ο αιώνα, Αθήνα, 1989, σ. 90. Βλ. σ’ αυτό το βιβλίο και άλλες, ως και σύγχρονες, κατάφωρα ιδεολογικές και ανιστορικές, τοποθετήσεις, περισσότερο προσεκτικά διατυπωμένες).
3. Εκσυγχρονισμός: Η χώρα που είναι βιομηχανικά αναπτυγμένη, απλώς προβάλλει προς τις υπανάπτυκτες την εικόνα του μέλλοντός τους.
Karl Marx, 1874 (Τη φράση του Karl Marx για τον εκσυγχρονισμό αναφέρει ο Francis Fukuyama, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Αθήνα 1993, σ. 109).
4. Η οθωμανική εξουσία ευνοούσε τον τοπικισμό […], παραχωρώντας σε κοινότητες και περιοχές μεγάλο βαθμό διοικητικής αυτονομίας και ανεχόμενη την ανομοιογένεια στο διοικητικό σύστημα.
John Petropulos, 1968 (John A. Petropulos, Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece 1833-1843, Princeton (New Jersey) 1968, ελληνική μετάφραση, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), τ. 1, Αθήνα 1985, σ. 28).
5. Βάση κάθε καλής διοίκησης είναι η τάξη και η ομοιομορφία. Οι πολίτες του ίδιου κράτους πρέπει να διοικούνται με τους ίδιους νόμους.
Ανώνυμος Γάλλος, 1782 (Fernand Braudel, L’identité de la France, τ. 1, Paris 1990, σ. 76).
6. Στις παραδοσιακές κοινωνίες το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, οι παραδόσεις, τα τραγούδια, οι χοροί, οι πρακτικές γνώσεις κτλ. μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Από τόπο σε τόπο, συχνά, ισχύει άλλη φορολογία. Οι δικαστές βγάζουν αποφάσεις σύμφωνα με τους νόμους αλλά και με τα τοπικά έθιμα.
Γύρω στο 1800, κάθε ευρωπαϊκό κράτος:
α) θέτει σε ισχύ νόμους που ισχύουν σ’ όλη τη χώρα. Όλες τις αποφάσεις τις παίρνει η κυβέρνηση από το κέντρο (από την πρωτεύουσα) και τις εφαρμόζουν υπάλληλοι, που τους διορίζει και ελέγχει η κυβέρνηση (συγκεντρωτικό κράτος).
β) Διαδίδει σ’ όλους τους κατοίκους του κράτους, στους μικρούς στα σχολεία και στους μεγάλους με λόγους κτλ., έναν πολιτισμό. Γι’ αυτόν τον ένα πολιτισμό, το ένδοξο παρελθόν και την «αδιάσπαστη» συνέχειά του γράφουν οι ιστορικοί. Από αυτόν τον πολιτισμό εμπνέονται, συχνά, οι ποιητές, οι πεζογράφοι, οι θεατρικοί συγγραφείς, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και οι μουσικοσυνθέτες. Ο πολιτισμός αυτός είναι ένας ενιαίος υψηλός εθνικός πολιτισμός, που διαφέρει αρκετά από τους πολλούς τοπικούς πολιτισμούς. Μ’ αυτό τον σκοπό, ακόμη, το κράτος διαδίδει μια ενιαία γλώσσα, που διαφέρει αρκετά από τις τοπικές διαλέκτους. Οι κάτοικοι αρχίζουν να μιλούν, όλο και πιο πολλοί, και την ενιαία, την επίσημη, γλώσσα, αισθάνονται υπερήφανοι για το παρελθόν του οποίου θεωρούνται κληρονόμοι, νιώθουν ότι όλοι ανήκουν σε μια ενιαία κοινότητα, σ’ ένα έθνος, και ότι όλοι μαζί πρέπει να υπερασπίζουν κάθε γωνιά της πατρίδας τους και να φροντίζουν για την πρόοδο και την ανάπτυξή της. Έτσι το κράτος καλλιεργεί ενιαία εθνική συνείδηση.
γ) Με όλα αυτά, το εθνικό κράτος προσπαθεί να αναπτύξει την οικονομία, την άμυνα, την κοινωνία και τον πολιτισμό, με πρότυπα τα ευρωπαϊκά κράτη, που ήταν πιο ισχυρά και έγιναν πολύ ισχυρότερα, περνώντας, πρώτα αυτά, στη βιομηχανική εποχή μετά το 1800. Μέσο για τη διάδοση του ενιαίου υψηλού εθνικού πολιτισμού, της γλώσσας και της ιστορίας του, είναι τα δημόσια σχολεία, που την ίδρυσή τους αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος. Με τη διδασκαλία σ’ αυτά και των άλλων μαθημάτων (των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, των ξένων γλωσσών), διευκολύνεται το πέρασμα στη νέα εποχή.
οι άνθρωποι των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνιών, όταν αφήνουν τα χωριά τους και εγκαθίστανται στις πόλεις, αναζητώντας καλύτερη τύχη, δεν προσαρμόζονται εύκολα στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον (Στο πολιτισμικό περιβάλλον των πόλεων οι άνθρωποι των παραδοσιακών κοινωνιών αντιμετωπίζουν νέες καταστάσεις. Στις πόλεις οι κοινωνικές ανισότητες είναι κατά πολύ εντονότερες. Η ανάπτυξη των πόλεων, επίσης, στη νέα εποχή έχει εκτός από θετικές και αρνητικές πλευρές. Αλλά και το εθνικό κράτος δεν υπερασπίζεται μόνο την πολιτική του ανεξαρτησία. Πολλές φορές, η εθνική ιδεολογία ωθεί το κράτος και την κοινωνία στα άκρα: σε παράλογες εδαφικές διεκδικήσεις που οδηγούν σε καταστρεπτικούς πολέμους και, στο όνομα της εθνικής ενότητας, ομοιομορφίας και «καθαρότητας», σε απάνθρωπες ρατσιστικές ενέργειες).
Τα παραπάνω θεωρητικά προκύπτουν από την εμπειρία: η Αντιβασιλεία, για να διαμορφώσει έναν υψηλό ελληνικό εθνικό πολιτισμό, πρώτα και κύρια στράφηκε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, στη διδασκαλία της γλώσσας και της ιστορίας του. Στον πολιτισμό, που θαύμαζαν οι Ευρωπαίοι και ο ίδιος ο πατέρας του Όθωνα, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος.
Με βάση τη θεωρία του Ernest Gellner, 1983 (Ernest Gellner, Nations and nationalism, Oxford 1983, ελληνική μετάφραση, Έθνη και εθνικισμός, Αθήνα 1992. Σχετικά με τη θεωρία του Gellner για τον εθνικισμό και την αξιολόγησή της, βλ. David McCrone, Η κοινωνιολογία του εθνικισμού. Οι αυριανοί μας πρόγονοι, Αθήνα 2000, σ. 171-219, όπου, στις σ. 171-172, τα εξής: «Χωρίς αμφιβολία η θεωρία του Gellner για τον εθνικισμό υπήρξε καίριας σημασίας για το πώς αντιλαμβανόμαστε το φαινόμενο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι απόψεις του συγκροτούν το θεωρητικό περίγραμμα τόσο για όσους συμφωνούν όσο και για όσους διαφωνούν μαζί του. [...] η σύγχρονη μελέτη του εθνικισμού ξεκίνησε ουσιαστικά με το έργο του Ernest Gellner […] κανενός το έργο δεν είχε τον αντίκτυπο που είχε το έργο του Ernest Gellner στη σύγχρονη αναζήτηση και στο διάλογο πάνω στο θέμα […] τα γραπτά του αποτελούν σημείο αναφοράς περισσότερο από εκείνα οποιουδήποτε άλλου»).
7. Οι οπλαρχηγοί και τα τζάκια θα ήθελαν να βλέπουν στην κυβέρνηση του βασιλέως μια παραλλαγή της διοίκησης των πασάδων.
Thiersch, 1833 (Thiersch, Η Ελλάδα, ό.π., τ. 2, σ. 20).
8. ‘‘Τουρκόπολη’’ και πολεοδομικός σχεδιασμός.
9. Η Ελλάδα το 1832: έκταση 47,7 τ. χλμ., κάτοικοι 712.608
Η Ελλάδα το 1971: ’’ 131, 981 ’’ ’’ ’’ 8.768.641
Ε.Σ.Υ.Ε.
10. Στην Αργολίδα έμειναν ελάχιστα δέντρα. Στη διάρκεια της επανάστασης ξυρίστηκε όπως με ξυράφι. Στην περιοχή της Θήβας οι κάτοικοι πάρα πολύ φτωχοί … ενδημικοί πυρετοί … κοιμούνται με τα ρούχα … φωτίζονται με δαυλούς πεύκων … έχουν όλοι ιδιοκτησία.
Eichtal, 1834 (Eichtal, ό.π., σ. 37 και 60-61).
11. Νίκος Σβορώνος: «Η εθνική και φιλελεύθερη επανάσταση των Ελλήνων κατέληγε στη δημιουργία ενός μοναρχικού κράτους...» (Εδώ ο ιστορικός δεν ερμηνεύει αλλά, με την κατασκευή της αντίθεσης φιλελεύθερη επανάσταση - μοναρχικό κράτος, παρουσιάζει, με εξωιστορικά ιδεολογικά κριτήρια, ως αντιφατική, παράδοξη και παράλογη την εξέλιξη των πραγμάτων. Και στο κατέληγε, εξάλλου, υπάρχει μια έμφαση που δείχνει την αρνητική στάση και διάθεση του συγγραφέα και την πρόθεσή του να διαθέσει ανάλογα και τον αναγνώστη) «...που η διοργάνωσή του αφέθηκε σε ξένο πρίγκιπα..» (Και εδώ εμφανίζεται ως παράδοξη η λύση: «σε ξένο πρίγκιπα». Η φράση γίνεται αρνητικά εμφατικότερη με το «αφέθηκε» (δόθηκε απόλυτη εξουσία σ’ έναν ξένο, σ’ έναν επομένως που τίποτε δεν τον συνέδεε με τη χώρα, επειδή μόνο και μόνο ήταν πρίγκιπας, για να οργανώσει το κράτος κατά τις αντιλήψεις του, αγνοώντας τον λαό της) αντί ανατέθηκε. Η φράση, όπως εξάλλου και η προηγούμενη, είναι συνδηλωτική (βλ. παραπάνω τη σχετική θεωρία που αντιστοιχεί στις σημ. 5 και 6), φορτισμένη, ανακαλεί στη μνήμη συναισθήματα που έτρεφε – και τρέφει, σε σχέση με τα παρελθόντα και τα παρόντα – μεγάλη μερίδα των Ελλήνων απέναντι στον ξένο παράγοντα και στον θεσμό της βασιλείας. Ο συγγραφέας κατασκευάζει το παρελθόν στα μέτρα του δικού του παρόντος. Η συνδήλωση αντικαθιστά την ερμηνεία. Με τέτοιες, όμως, συνδηλώσεις, η ιστορική συνείδηση που προκύπτει από την ανάγνωση της ιστορίας είναι απατηλή. Το πρόβλημα δεν είναι το πώς θα θέλαμε να εξελιχθούν τα πράγματα στην Ελλάδα αλλά το πώς εξελίχθηκαν και γιατί) « …Τον Όθωνα συνόδευε ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας… Κυβέρνησε τη χώρα μ’ ένα αυστηρά συγκεντρωτικό σύστημα… σχημάτισε μια ''ελληνική κυβέρνηση'' πραγματικοί υπουργοί ήταν οι αντιβασιλείς… έλυσε το στρατιωτικό πρόβλημα με πνεύμα στρατιωτικής κατοχής σε ξένη χώρα..», (Η επίλυση του στρατιωτικού ζητήματος, πράγματι, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Η φράση, ωστόσο, είναι υπερβολικά φορτισμένη. Γεννά τα ίδια συναισθήματα, που επισημάναμε στις δύο προηγούμενες σημειώσεις. Εξετάζοντας το πρόβλημα, που προέκυψε, οφείλουμε να το δούμε και εκ των άνω, από την πλευρά της Αντιβασιλείας, και εκ των κάτω, από την πλευρά των αγωνιστών: Οι αντιβασιλείς, με την κατάργηση των σωμάτων της Επανάστασης απέβλεψαν στη συγκρότηση σύγχρονου, κατά το δυνατόν, τακτικού στρατού. Γι’ αυτό απομάκρυναν, χωρίς διάκριση, όχι μόνο αυτούς που εξακολουθούσαν να ζουν ληστεύοντας τους χωρικούς, αλλά και όλους όσοι κρίθηκαν ακατάλληλοι για να υπηρετήσουν στον τακτικό στρατό. Η απόφαση αυτή βελτίωσε το επίπεδο του στρατού, είχε, όμως, ως συνέπεια πολλές ομάδες ατάκτων να πάρουν τα βουνά και η ληστεία να γνωρίσει μεγάλη έξαρση. Εναντίον τους άρχισε η καταδίωξη. Δεν πήγαν καλά τα πράγματα και για τους απλούς αγωνιστές, που δεν ακολούθησαν τον δρόμο της παρανομίας. Πολλοί έμειναν, χωρίς κανένα πόρο ζωής, αβοήθητοι. Είναι αυτοί που υπερασπίζεται ο Μακρυγιάννης. Αναγκαίο, ωστόσο, κρίνεται να προχωρούμε, πέρα από αυτό το επίπεδο των εντυπώσεων, σ’ ένα δεύτερο, σ’ αυτό που το μερικό κατανοείται και ερμηνεύεται σε σχέση με μια ευρύτερη εννοιολογική αρχή ή θεωρία, όπως ήδη έχουμε τονίσει. Κατά τα άλλα, για τον ιστορικό και για τον αναγνώστη τα συναισθήματα, οι κρίσεις και επικρίσεις, είναι, όπως φαίνεται, αναπόφευκτες. Η διατύπωση αξιολογικών και υποκειμενικών κρίσεων, σύμφωνα με τον E.P. Thompson, «Η ιστορική λογική», στο Γερaσιμος Κουζeλης – Κοσμaς Ψυχοπαiδης (επιμ.), Επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα 1996, σ. 479-482), είναι ως δραστηριότητα και ορθή και σπουδαία για την ταυτότητα των αξιών και των στόχων κάθε γενιάς, φύλου ή κοινωνικής τάξης. Και είναι αναπόφευκτη, γιατί ποτέ οι άνθρωποι δεν μένουν μόνο στις λογικές προσεγγίσεις, προχωρούν και στις αξιολογικές. Το παρελθόν ανέκαθεν, μεταξύ άλλων πραγμάτων, ήταν το αποτέλεσμα ενός διαλόγου γύρω από αξίες. Εμείς, ωστόσο, σεβόμενοι το έργο του ιστορικού, οφείλουμε να αναστέλλουμε τις δικές μας αξίες ώσπου να ανακτηθεί η ιστορία. Έπειτα είμαστε ελεύθεροι να προβάλουμε τη δική μας κρίση γι’ αυτή. Μια τέτοια κρίση, βέβαια, πρέπει η ίδια να υπόκειται στον ιστορικό έλεγχο, να ταιριάζει στο υλικό. Πρώτα πρέπει να βρεθούμε στη θέση αυτών που δρούσαν στο παρελθόν και να δούμε ποιες αξίες υποστήριζαν κι ύστερα να τις επιδοκιμάσουμε ή να τις αποδοκιμάσουμε. Η δική μας επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Κι όμως, με μια άλλη έννοια, θα αλλάξει τα πάντα. Και τούτο, γιατί αποκτά νόημα η ιστορία σε σχέση με ορισμένες αξίες, τις οποίες, ενδεχομένως, θέλουμε να επεκτείνουμε και να ενδυναμώσουμε στο δικό μας παρόν), « ...απολύοντας τα ελληνικά στρατεύματα και αντικαθιστώντας τα μ’ ένα εθελοντικό σώμα στρατολογημένο στη Βαυαρία με γερό μισθό...» (Η φράση με γερό μισθό, σημειολογικά, έχει την ίδια αξία με τις λέξεις κατέληγε, αφέθηκε και τη φράση με πνεύμα στρατιωτικής κατοχής των προηγούμενων σημειώσεων. Η φράση με γερό μισθό γράφτηκε, για να ανακληθεί στη μνήμη μια αντίθεση που προκαλεί αγανάκτηση: ενώ πολλοί Έλληνες αγωνιστές της Επανάστασης δεν είχαν να φάνε, οι Βαυαροί στρατιώτες έπαιρναν γερό μισθό. Η αγανάκτηση, ωστόσο, πριν «ανακτηθεί η ιστορία» (βλ. προηγούμενη σημείωση), είναι ολέθρια. ). «...Μόνο μια δύναμη χιλίων ως χιλίων διακοσίων Ελλήνων στρατιωτικών μπόρεσε να μπει στο νέο στρατό και στη χωροφυλακή» (Την ίδια αξία έχουν και οι φράσεις μόνο μια δύναμη… μπόρεσε να μπει στο νέο στρατό).
Nίκος Σβορώνος, 1953 (Σβορωνος, ό.π., σ.77-78).
12. Θέλουν να με κάμουν αρχηγόν της χωροφυλακής. Τους έδωσα γνώμη να βάλουν απ’ ούλους διά να ενωθεί το Κράτος με τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. Διορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και με διορίζουν κι εμένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά. «Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέματά μου βγάζω». Τότε, […] πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του κάκου κοπιάζομεν. Και δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας.
Γιάννης Μακρυγιάννης, 1833 (Μακρυγιαννη Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 352).
1. Πώς σκέφτηκαν το 1453 οι Βυζαντινοί και πώς το 1811 ο Κοραής; (κείμ. Β.Β.1 και 2).
2. Σε δύο στήλες, με τίτλο στην πρώτη παραδοσιακό κράτος και στη δεύτερη εθνικό συγκεντρωτικό κράτος, να γράψετε λέξεις που έχουν σχέση με αυτές τις έννοιες (κείμ. Β.Β.4, 5, 6, 7).
3. α) Να γράψετε τα ονόματα και τις προηγούμενες ιδιότητες των αντιβασιλέων και β) να αναφέρετε πέντε τουλάχιστον τομείς, με μία ή δύο λέξεις τον καθένα, για τους οποίους πήραν αποφάσεις οι αντιβασιλείς (βλ. παραπάνω Β.Α).
4. Από δικές σας εμπειρίες να δώσετε τα χαρακτηριστικά μιας «τουρκόπολης» και μιας πόλης, εκείνων των χρόνων (είτε των πριν είτε των μετά), με πολεοδομικό σχεδιασμό.
5. Ποια ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα, όταν ήρθε ο Όθωνας; (κείμ. Β.Β.9 και 10).
6. Ο Σβορώνος (κείμ. Β.Β.11) αντιμετωπίζει την Αντιβασιλεία:
— σύμφωνα με τη νέα πολιτική που αυτή εφάρμοσε;
— σύμφωνα με τις δικές του ιδεολογικές αντιλήψεις;
7. Η ιδεολογία και νοοτροπία του Μακρυγιάννη:
α) Ποιους νοιάζεται, οι αντιβασιλείς γιατί δεν τον άκουσαν; (κείμ. Β.Β.12),
β) Για ποια «στενά» κάνει λόγο, γιατί δεν ήθελε να τα βάλει; (κείμ. Β.Β.12),
γ) Λέγοντας ο Μακρυγιάννης «του κάκου κοπιάζομεν», «δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας», βλέπει πίσω ή μπροστά; (κείμ. Β.Β.12). (Η ερώτηση, έτσι διατυπωμένη, διευκολύνει την απάντηση, αλλά και την κατευθύνει, γι’ αυτό μπορεί να τεθεί ανοιχτά: συμφωνείτε μαζί του; ή πώς κρίνετε και με ποιο κριτήριο τα όσα λέει, σ’ όλο το απόσπασμα, ο Μακρυγιάννης;).
8. Το 1833 η Αντιβασιλεία προχώρησε στη συγκρότηση αυτοκέφαλης ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας.
α) Τι σημαίνει αυτοκέφαλη εκκλησία (βλ. παραπάνω Β.Α.9):
— διοικούμενη από δικό της ανώτατο όργανο, δογματικά
ενωμένη με κάθε άλλη ομόδοξη
— διοικητικά και δογματικά ανεξάρτητη
— αυτή η εκκλησία η οποία αποφασίζει για διοικητικά και
δογματικά θέματα διά της συνόδου των αρχιερέων της.
δογματικά θέματα διά της συνόδου των αρχιερέων της.
β) Γιατί η Αντιβασιλεία την απέσπασε από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης; (βλ. κείμ. Β.Β.6).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (για περαιτέρω μελέτη)
Γεωργιος Ψyλλας, Απομνημονεύματα του βίου μου, εισαγωγή Ν.Κ. Λούρος, έκδοσις και σημειώσεις Ε.Γ. Πρεβελάκης, Αθήνα 1974.
Παyλος B. Πετρiδης, Σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, τ. 1: 1821-1862, Αθήνα 1995.
Τριαντaφυλλος Α. Γεροζhσης, Το σώμα των αξιωματικών και η θέση του στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία (1821-1975), τ. 1-3, Αθήνα 1996.
Ανδρεας Καστaνης, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, 1828-1834, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα 1995.
Λενα Διβaνη, Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), Αθήνα 2001.
Στεφανος Παπαγεωργιου, Η στρατιωτική πολιτική του Ιωάννου Καποδίστρια. Δομή, οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, διδακτορική διατριβή, Πάντειος ΑΣΠΕ, Αθήνα 1983.
Κωστhς Βaρφης, Η δομή και η λειτουργία του ναυτικού κατά την καποδιστριακή περίοδο. Τα χρόνια της προσαρμογής (1828-1831), διδακτορική διατριβή, Πάντειος ΑΣΠΕ, Αθήνα 1988.
Δημητριος Ν. Βερναρδακης [1833-1907], Καποδίστριας και Όθων, Αθήνα 1967.
Gilbert Cassard, Οι Έλληνες και ο βασιλεύς Όθων, Αθήνα 1861.
Ζαχαριας Λ. Παπαντωνιου, Όθων και η ρωμαντική δυναστεία: Λουδοβίκος Α΄, Όθων, Λουδοβίκος Β΄, Αθήνα, 1934.
Δημητριος Α. Πετρακακος, Κοινοβουλετική ιστορία της Ελλάδος, τ. 2α: Οθώνειος περίοδος (1833-1862), επί τη βάσει αποκλειστικώς των αρχείων Μονάχου, Βιέννης, Λονδίνου, Το απόρρητον αρχείον των πρώτων βασιλέων…, Αθήνα 1946.
John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τ. 1-2, Αθήνα 1985-1986.
Δημητρης Λιατσος, Η βαυαροκρατία και οι αγωνιστές του 21, Θεσσαλονίκη 1983.
Wolf Seidl, Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήνα 1984.
Νικολαος Ι. Πανταζοπουλος, Νεοελληνικό κράτος και ευρωπαϊκή κοινότητα. Ο καταλυτικός ρόλος των Βαυαρών, Αθήνα 1998.
Θεόδωρος Ε. Θεοδωρου, Η κοινωνική διάσταση της πολιτικής διαφωνίας Όθωνα και Μαυροκορδάτου το 1841, πρόλογος Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Αθήνα 1978.
Δημητρης α. Σακκης, Νεοσύστατο ελληνικό κράτος, 1833-1848, τ. 1: Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνιστώσες της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, Αθήνα 2001.
CHARLES A. FRAZEE, The Orthodox Church and independent Greece, 1821-1852, London, 1969, ελληνική μετάφραση, Ορθόδοξος εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία, 1821-1852, Αθήνα 1987.
Σπυρος Ν. Τρωιανος – Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου, Εκκλησία και πολιτεία. Οι σχέσεις τους κατά τον 19ο αιώνα (1833-1852), Αθήνα, 2001.
Γιάννης Γιαννόπουλος, Τελευταία ενημέρωση 28-11-2013
Γιάννης Γιαννόπουλος, Τελευταία ενημέρωση 28-11-2013