ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΤΗΣ ΜΑΚΡΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
(Ως παράδειγμα η ναυμαχία της Ναυπάκτου, 1571)
KEIMENO
Δύο συγγενείς εννοιολογικά λέξεις, το συμβάν και το γεγονός εκφέρονται στον τρέχοντα καθημερινό λόγο συχνά αδιαφόρως. Ωστόσο, όταν αρχίζουν να χρησιμοποιούνται πιο προσεκτικά, ως όροι, υπάρχει κάποια διαφορά. Το γεγονός είναι πιο σοβαρό από το συμβάν. Τροχαία περιστατικά, μικροκλοπές, ακόμη και οι συνήθεις ληστείες σε τράπεζες, καταστήματα και σπίτια, που από το βιβλίο συμβάντων της αστυνομίας περνούν στα ψιλά των εφημερίδων ή εκφωνούνται προς το τέλος των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων, όλα αυτά χαρακτηρίζονται ως συμβάντα. Συμβαίνουν και επηρεάζουν ελάχιστα ως πολύ την προσωπική και οικογενειακή ζωή των ανθρώπων. Πολύ, για παράδειγμα, όταν υπάρχει θάνατος. Αν και καθοριστικό, ένα σοβαρό γεγονός για την προσωπική ή και για τη συγκεκριμένη οικογενειακή ιστορία, εφόσον δεν επηρεάζει την ευρύτερη κοινωνία ενός τόπου, μιας χώρας κτλ., παραμένει ένα συμβάν. Η μετανάστευση ενός προσώπου από τον τόπο του σπάνια αναφέρεται ακόμη και ως απλό συμβάν. Αντίθετα, η έξοδος για μια σειρά ετών από ένα χωριό ή μια χώρα πολλών κατοίκων αποτελεί ένα γεγονός, γιατί έχει επιπτώσεις, μερικές φορές πολύ σοβαρές, για την ιστορία ενός χωριού, μιας περιοχής, μιας χώρας. Η μάζα των συμβάντων που συνιστά σ’ αυτή την περίπτωση το γεγονός, η μάζα των γεγονότων, κατά άλλη διατύπωση, είναι μια έννοια, πέρα από το συμβάν και το μοναδικό γεγονός. Η αντίληψη που εκφράζεται από την ιστοριογραφία για το γεγονός ανταποκρίνεται σε μια γενικότερη αντίληψη της κοινωνίας γι’ αυτό. Γεγονός είναι ό,τι ξεπερνά κατά πολύ τη διάσταση ενός συμβάντος. Ως γεγονότα θεωρούνται κατά παράδοση οι μάχες, οι πόλεμοι, οι κυβερνητικές μεταβολές, οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, η υπογραφή συνθηκών, οι οικονομικές κρίσεις, οι λιμοί, οι λοιμοί, οι καταποντισμοί.
Τα κατάλοιπα του παρελθόντος, πηγές της ιστορικής γνώσης, όταν πέφτουν τα φώτα, αξιολογούνται και εκτίθενται, συνήθως από επαγγελματίες του είδους, που επειδή μελετούν και καταγράφουν την ιστορία ενός τόπου κτλ. ονομάζονται ιστορικοί. Το προϊόν του μόχθου τους φέρεται ως ιστορία, όπως και το αντικείμενό τους, ή – προς διάκριση από αυτό – ως ιστοριογραφία. Οι όροι της ρωμαϊκής εποχής res gestae (τα γενόμενα) και historia rerum gestarum (ιστορία των γενομένων) εκφράζουν αυτή τη διάκριση ανάμεσα στο αντικείμενο της έρευνας, τα γενόμενα, και το προϊόν που παράγεται από το υποκείμενο που την πραγματοποιεί, δηλαδή τον ιστορικό.
Στην πολιτική ιστορία, στις αξιομνημόνευτες πράξεις (res gestae) εστιάζουν και οι ρωμαίοι ιστορικοί. Δέχθηκαν την επίδραση της ελληνικής ιστοριογραφίας, αλλά και των καταγεγραμμένων ανά έτος (per annum) στη Ρώμη σπουδαιότερων χρονικών (annales maximi). Από αυτά αρχικά επηρεάστηκαν οι χρονογράφοι, οι οποίοι έγραφαν στην ελληνική κι ύστερα στη λατινική γλώσσα, σ’ έναν βαθμό και οι ιστορικοί. Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους σημασία αποδόθηκε και στην εκφορά του ιστορικού λόγου, στο ύφος. Ο ρωμαίος ρήτορας Κικέρων (106-43 π.Χ.) θεωρεί την ιστοριογραφία ως το πιο μεγάλο ρητορικό είδος (opus oratorium maxime) και της αποδίδει διδακτική δυνατότητα: η ιστορία διδάσκει (historia magistra est), είναι δασκάλα στη ζωή (magistra vitae). Ο Σαλλούστιος (86-34 π.Χ.) στις δύο ιστορικές μονογραφίες του, De Catilinae coniuratione και Bellum Iugurthinum, εισάγει το ηθικολογικό κριτήριο: το αρχαίο μεγαλείο της Ρώμης οφείλεται στην ακεραιότητα (integritas), στην αρετή (virtus) των πολιτών, στις παλαιές αρετές (pristinae virtutes) της γερουσιαστικής θεσμοθετημένης τάξης (ordo senatorius). Η κρίση της res publica (δημοκρατίας, αλλά αριστοκρατικής) στην εγκατάλειψη του ήθους των προγόνων (mos maiorum), στην απληστία (avaritia) αυτής της άρχουσας τάξης. Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) στο χρονογραφικό έργο του Ab Urbe condita (Από την ίδρυση της Πόλης, της Ρώμης, 753 π.Χ.-9 μ.Χ.) εμφανίζει το παρελθόν αντάξιο του μεγαλείου της εποχής του. Ο Τάκιτος (56-117 μ.Χ.) στα δύο έργα του, Historiae και Annales, προσεγγίζει κριτικά τις πηγές, επιδιώκει να είναι αμερόληπτος, επιλέγει τους δραματικούς τόνους, αρέσκεται σε ψυχολογικές και ηθικολογικές ερμηνείες[3].
«Υπήρξαν οι Ιταλοί στρατιώτες πολύ αξιέπαινοι, όχι μικρότερη τιμή για τη στρατιωτική τους ανδρεία κέρδισαν οι Ισπανοί, αλλά πάνω από τους άλλους οι Έλληνες, δείχνοντας δύναμη ψυχής και πειθαρχία ταυτόχρονα, όπως εκείνοι που ήταν πιο εκπαιδευμένοι σ’ εκείνον τον στρατό, γνωρίζοντας κάθε πλεονέκτημα στο να επιφέρουν πλήγματα και να αποφεύγουν τα χτυπήματα των εχθρών. Επιχειρούσαν με τον μέγιστο γι’ αυτούς έπαινο και με αξιοθαύμαστο όφελος»[21]. Χωρίς να συσχετίζει την αναγνώριση της αξίας τους με τη συμβολή τους στη νίκη αναφέρει ακόμη ο Παρούτα (στο ίδιο πνεύμα και άλλοι παλαιοί και νέοι συγγραφείς) ότι μετά τη νίκη ελευθερώθηκε μεγάλος αριθμός χριστιανών. Κρατούνταν, γράφει, στις τουρκικές γαλέρες σε αθλιότατη δουλεία, ενώ είναι γνωστό από άλλες πηγές ότι και στις γαλέρες των δυτικών οι συνθήκες για όλους τους κωπηλάτες, πολύ περισσότερο για τους σκλάβους, ήταν επίσης άθλιες[22].
Ο Γιλντιρίμ, για να εξηγήσει τη στάση των στρατεύσιμων στο στάδιο της επάνδρωσης του οθωμανικού στόλου το 1571 και την ήττα, ανατρέχει στην ιστορία των επιστρατεύσεων από την περιφέρεια της Ναυπάκτου επί εβδομήντα χρόνια, από το 1499, έτος κατάκτησής της από τους Οθωμανούς, ως τις παραμονές της ναυμαχίας, όταν έπλευσε ο στόλος σ’ αυτή με επικεφαλής τον καπουδάν πασά Müezzinzade Ali pasha, για να καλύψει κατά το δυνατόν με επιστρατευμένους τα κενά του. Η διοικητική περιφέρεια όλα αυτά τα χρόνια λόγω των συχνών ναυτικών επιχειρήσεων κάθε τόσο επιβαρυνόταν να επιστρατεύει άνδρες και να εξασφαλίζει αναγκαίες για τον στόλο και τα πληρώματα προμήθειες. Τα πληρώματα, πολεμιστές και κωπηλάτες, προέρχονταν από τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς και από οθωμανούς σπαχήδες, κάτοχους 13 ζιαμετίων και 287 τιμαρίων της περιφέρειας, που είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία ως ιππείς. Οι Έλληνες ήταν έμπειροι θαλασσινοί, ως δραστήριοι πειρατές και κουρσάροι, σύμφωνα με τον Γιλντιρίμ, και οι σπαχήδες, που δεν είχαν διαφορετική καταγωγή από τους πρώτους, αφού, όπως γράφει, προέρχονταν από το παιδομάζωμα (devshirme), περισσότερο ήταν ικανοί για χερσαίες επιχειρήσεις. Λόγω της κόπωσης από τις αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις, οι διαταγές συχνά δεν εκτελούνταν. Στην ιστορία του ο οθωμανός Σελανίκι Μουσταφά Εφέντη (Selaniki Mustafa Efendi) υποστήριξε το 1864[26] ότι γι’ αυτό τον λόγο ο καπουδάν πασάς στις παραμονές της ναυμαχίας με δυσκολία και με άσκηση βίας κατόρθωσε να συγκεντρώσει έναν μη ικανοποιητικό αριθμό πολεμιστών και κωπηλατών από αυτό το παραδοσιακό κέντρο, ενώ και οι σπαχήδες της περιφέρειας, καθώς δεν ήταν άνθρωποι της θάλασσας, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στο ακέραιο. Μερικοί μάλιστα δεν πήραν μέρος στη ναυμαχία με τον ισχυρισμό ότι είχε λήξει η θερινή περίοδος, στην οποία όφειλαν να προσφέρουν υπηρεσία, και αναχώρησαν ακόμη και με την άδεια των αρχών για τις εστίες τους. Επίσης, στην οθωμανική ήττα, σύμφωνα με τον Γιλντιρίμ, συνέβαλαν και οι θρησκευτικοί αρχηγοί κοντινών στις βενετικές κτήσεις διοικητικών περιφερειών, των Ιωαννίνων και του Κάρλελι (Αιτωλίας και Ακαρνανίας), οι οποίοι λησμόνησαν την παραδοσιακή διαμάχη του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με τον πάπα και επένδυσαν στη δυτική βοήθεια, για να απαλλαγούν από την οθωμανική κυριαρχία[27].
Χαίρομαι αφάνταστα ως Έλληνας όταν οι Έλληνες διακρίνονται, όπως στη ναυμαχία της Ναυπάκτου που, σύμφωνα με τον Παρούτα, ξεχώρισαν περισσότερο από τους άλλους. Ωστόσο, γι’ αυτούς η χαρά μου μεταπίπτει σε λύπη, μόλις συνειδητοποιώ ότι οι Έλληνες τότε τελούσαν άλλοι υπό οθωμανική και άλλοι υπό βενετική κυριαρχία και ότι η υπηρεσία που πρόσφεραν οι επιστρατευμένοι και στους δύο στόλους ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν με γενναιότητα προ παντός άλλου για τη σωτηρία τους, πλήττοντας, άθελά τους ασφαλώς, θανάσιμα ακόμη και αδελφούς Έλληνες που υπηρετούσαν στον αντίπαλο στόλο. Αυτοί που έχασαν τη ζωή τους, αλλά κι εκείνοι που επέζησαν, ακόμη και όσοι απελευθερώθηκαν, δεν ήταν παρά θύματα της ιστορίας. Οι Έλληνες εξάλλου που απηύθυναν εκκλήσεις πριν και μετά τη ναυμαχία ή κινήθηκαν ένοπλοι εναντίον των Οθωμανών[32], ελπίζοντας, όπως και οι τελευταίοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, να απαλλαγούν από τον κατακτητή με τη βοήθεια της Δύσης, υπερεκτίμησαν την κατάσταση και δεν είναι ακριβές ότι όσοι τελούσαν υπό βενετική κυριαρχία έσπευσαν «να παράσχουν με ενθουσιασμό τη βοήθειά τους»[33].
Στην Κρήτη, για παράδειγμα, κατά την επάνδρωση των γαλερών το 1570 και το 1571, πέρα από κάποιους ευγενείς και τσιταντίνους, στην πλειονότητά τους Βενετούς, που εμφανίζονται στις πηγές ως εθελοντές, το μεγάλο πλήθος, οι ποπολάροι από τα χωριά του νησιού, όλοι Έλληνες, έκαναν το παν να αποφύγουν τη στράτευση, επειδή ήξεραν το μέγεθος της περιπέτειας και των κινδύνων από τη σκληρή μεταχείριση στις γαλέρες, από τις επιδημίες, τις τρικυμίες και τις ναυμαχίες. Για τις δυσκολίες στην απογραφή των στρατευσίμων, υπάρχει μεγάλος αριθμός γραπτών πηγών. Η μάζα των γεγονότων (μεγάλη μάζα στοιχείων και μαζικών κατά χιλιάδες όμοιων συμπεριφορών) δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Και το 1570 που δεν δόθηκε καμιά ναυμαχία οι απώλειες των Κρητικών ήταν μεγάλες. Σύμφωνα με έκθεση ανώτατου βενετού αξιωματούχου το 1571, «οι χωρικοί στους οποίους έπεσε ο κλήρος τελευταία, για να καλύψουν τα κενά εκείνων που πέθαναν [το 1570], αναλογιζόμενοι τι έπαθαν οι προηγούμενοι […] κατέφυγαν στα βουνά και δεν θα επιστρέψουν παρά μόνο με τη βία». Ανάλογα και σε άλλη έκθεση: «Ο κόσμος της υπαίθρου, φοβισμένος […], κατέφυγε στα βουνά και κρυβόταν όσο μπορούσε. Και οι ίδιοι οι κύριοι των χωριών τους κάλυπταν […] διέθεταν ισχυρά μέσα, για να προσελκύσουν χωρικούς στα χωριά τους και να έχουν μεγαλύτερα έσοδα, επιδίωκαν με τις εύνοιες και με κάθε άλλο τρόπο να τους απαλλάξουν». «[…] ολόκληρα χωριά πρόβαλλαν αντίσταση ή άδειαζαν από ανθρώπους». Τελικά, από τις 7.000 Κρητικούς που υπηρέτησαν στις γαλέρες το 1570 και άλλους τόσους το 1571, χάθηκαν τα δύο αυτά χρόνια περισσότεροι από 4.000[34].
[36] Pust, ό.π., σ. 7.
[37] Σφυροερας, ό.π., σ. 36.