Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΕΣ: CITTADINI/ΠΟΛΙΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΥΓΕΝΕΙΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΕΣ:
CITTADINI/ΠΟΛΙΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΥΤΕ NOBILI/ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΟΥΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει

Γιώργος Σεφέρης

    Ο Σπύρος Χ. Καρύδης στις 5-3-2012 στο ιστολόγιό του http://venetocrazia.wordpress.com/2012 δημοσίευσε κριτική του βιβλίου μου, Γιάννης Γιαννόπουλος, Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας. Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, 2011, στην οποία, στο δεύτερο μέρος, όπου αρχίζει η κριτική (στο πρώτο παραθέτει τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου μου), γράφει κακόπιστα και διαστρέφει όσα υποστηρίζω. Καταρχάς το βιβλίο μου είναι γραμμένο με τη συνολική αντίληψη της ιστορίας. Εξετάζει την θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων μελών του γενικού συμβουλίου σ’ όλες τις πρωτεύουσες των περιφερειών του βενετικού κράτους σε σχέση με τις τρεις θεσμοθετημένες τάξεις (ordini), τους nobili, cittadini, popolo, οι οποίες είχαν θεσμοθετηθεί από τα ανώτατα κυβερνητικά όργανα της Βενετίας. Όσοι ανήκουν σε καθεμιά θεσμοθετημένη τάξη είχαν ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτοί και οι απόγονοί τους. Nobili (ευγενείς) ήταν ΜΟΝΟ όσοι είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο μεγάλο συμβούλιο της Βενετίας και μέσα από αυτό και τα άλλα ανώτατα συλλογικά κυβερνητικά όργανα ασκούσαν την κυβερνητική εξουσία όλων των επιπέδων, ακόμη και ως ρέκτορες (διοικητές και δικαστές ταυτόχρονα) των περιφερειών του κράτους. Η Βενετία (τα κυβερνητικά όργανα τα οποία συγκροτούνταν μόνο από βενετούς ευγενείς που μετείχαν στις εργασίες του μεγάλου συμβουλίου) δεν ονόμασε per statuto (με καταστατική πράξη), όπως ήταν η πάγια διαδικασία, ΚΑΜΙΑ άλλη θεσμοθετημένη τάξη ως nobile. ΚΑΜΙΑ. Αυτή είναι η βασική θέση του βιβλίου μου, που ΑΒΙΑΣΤΑ προκύπτει από τη μελέτη της οργάνωσης του βενετικού κράτους, και όχι αυτή που αναληθώς προβάλλει ο Σπύρος Καρύδης ως δική μου: «Ο σ. [του βιβλίου Τσιταντίνοι…], ο οποίος ορίζει το έργο του ως δοκίμιο, κινείται πάνω σε μια βασική του θέση, ότι δηλαδή η ευγένεια στα ιόνια νησιά και στα Κύθηρα, λιγότερο στην Κρήτη, δεν ήταν θεσμοθετημένη, και ότι οι τίτλοι ευγένειας στη βενετική περιφέρεια ήταν απογυμνωμένοι από οποιασδήποτε μορφής πολιτική εξουσία, πέραν της τοπικής.» Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτά που γράφω παραπάνω, με τα οποία συνοπτικά εκθέτω όσα εκτενώς αναπτύσσω στο βιβλίο μου Τσιταντίνοι..., είναι ΤΕΛΕΙΩΣ διαφορετικά. Με την ευκαιρία να τονίσω ότι ως τώρα οι έλληνες μελετητές συνήθως δεν λάμβαναν υπόψη ότι τους θεσμούς, που εμφανίζονται στις βενετικές πηγές και αφορούν τη βενετική περιφέρεια, τους είχαν διαμορφώσει τα κυρίαρχα βενετικά όργανα του κέντρου. Συχνά εμφανίζουν τους θεσμούς ως αυτοφυείς. Αυτό νομίζει και ο Σπύρος Καρύδης, αλλά περιέργως ισχυρίζεται, από παρανόηση, ότι υποστηρίζω πως «η ευγένεια στα ιόνια νησιά και στα Κύθηρα, λιγότερο στην Κρήτη, δεν ήταν θεσμοθετημένη, και ότι οι τίτλοι ευγένειας στη βενετική περιφέρεια ήταν απογυμνωμένοι από οποιασδήποτε μορφής πολιτική εξουσία, πέραν της τοπικής.» Ποιες είναι οι αντιρρήσεις μου: α. Όπως λέγεται, σημαίνει ότι εγώ δέχομαι ότι υπήρχε ευγένεια στα ιόνια νησιά και στα Κύθηρα, αλλά ότι δεν ήταν θεσμοθετημένη. Αντίθετα, αβίαστα προκύπτει από τις πηγές ότι η Βενετία δεν είχε θεσμοθετήσει για τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων τίτλο ευγένειας και επομένως κάθε ισχυρισμός από τους ίδιους, άλλους ή, πολύ περισσότερο από τους ιστορικούς, ότι ήταν ευγενείς, είναι αβάσιμος (Τσιταντίνοι, σ. 87-114), β. Τι θα πει λιγότερο στην Κρήτη. Στην Κρήτη οι φερόμενοι στις πρώιμες πηγές ως milites / equites, που είχαν σταλεί από τη Βενετία στην Κρήτη τον 13o αιώνα, μετά το ‘‘κλείσιμο’’ του μεγάλου συμβουλίου της Βενετίας  το 1297, ως όμοιοι με τα μέλη του μεγάλου συμβουλίου, ονομάσθηκαν κι αυτοί με απόφαση του μεγάλου συμβουλίου βενετοί ευγενείς. Και, όταν επέστρεψαν στη Βενετία μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669, με ανάλογη απόφαση έγιναν δεκτοί στο μεγάλο συμβούλιο αυτοδικαίως (για περισσότερα Τσιταντίνοι, σ. 169-180 και 461-476). Αντίθετα, οι nobili cretesi, δηλαδή όσοι είχαν κοσμηθεί, πάλι με βενετική απόφαση, με μια δεύτερης σειράς τοπική ευγένεια (κρητική ακριβώς επειδή ίσχυε μόνο στην Κρήτη, από την οποία αποκλείονταν οι Κρητικοί, αν και τελικά με διάφορες μεθοδεύσεις εισχώρησαν αρκετοί), μετά το 1669 καθορίστηκε να γίνονται δεκτοί σε περιφερειακά συμβούλια τσιταντίνων, όπως επίσης και στη Βενετία, στη θεσμοθετημένη τάξη των γηγενών τσιταντίνων (ordine dei cittadini originari) (Τσιταντίνοι, σ. 88 και στις σελίδες των δύο παραπάνω παραπομπών).

    Ο Σπύρος Καρύδης όταν γράφει «ο σ. ορίζει το βιβλίο του ως δοκίμιο» προσπαθεί να αρπαχτεί από τις λέξεις. Θέλει να πει ότι ο ίδιος ο σ. δέχεται ότι το βιβλίο του δεν είναι τίποτε άλλο από ένα απλό δοκίμιο, μια πρώτη απόπειρα. Ωστόσο, η λέξη δοκίμιο, όπως εδώ, σημαίνει επίσης μελέτη επί ειδικού θέματος κριτικά διατυπωμένη, που αναζητεί την ακριβή σημασία θεσμών και όρων και αποβλέπει στον προβληματισμό του επαρκούς αναγνώστη (βλ. τη σημασία της αντίστοιχης λ. και σε λεξικά ευρωπαϊκών γλωσσών), εμπεριστατωμένη μελέτη που σκοπό έχει να συμβάλει στην εννοιολογική και κοινωνική ιστορία. Διευκρινίζεται ότι με την εννοιολόγηση επιδιώκεται η κατανόηση όρων και θεσμών στα συμφραζόμενά τους, επειδή δεν αρκεί η απλή μετάφραση των όρων, όπως περιέργως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στην ελληνική, και όχι μόνο, βιβλιογραφία. Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να τονίσω ότι το βιβλίο μου δεν στηρίζεται σε κάποια αυθαίρετη σκέψη από ιδεολογική προκατάληψη, σε κάποιο «ιδεολόγημα», όπως τόσο αυθαίρετα, άστοχα και άκομψα γράφει ο Σπύρος Καρύδης,  ούτε ξεκίνησε να γράφεται από κάποια «ιδέα», αλλά από μια διαπίστωση: μερικοί μελετητές διάβαζαν ή και διαβάζουν στις πηγές τον όρο cittadini και τον αποδίδουν χωρίς καμιά εξήγηση με τον όρο ευγενείς, άλλοι απλώς τον μετέφραζαν και τον μεταφράζουν κατά λέξη πολίτες, χωρίς να εξηγούν αν ήταν πολίτες με την πραγματική σημασία του όρου ή με κάποια άλλη διαφορετική, και οι ίδιοι ή άλλοι τους ονομάζουν και ευγενείς και πολίτες, επειδή σε μερικές πηγές τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων φέρονται ως cittadini και σε άλλες ως nobili/ευγενείς. Αλλά ακριβώς στο σημείο αυτό αρχίζει η ιστορία/ιστοριογραφία. Με άλλα λόγια, αν ο ιστορικός δεν αντιμετωπίζει κριτικά τις πηγές και δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο των όρων, δεν επιτελεί με επάρκεια το έργο του. Οι πηγές δεν έχουν όλες την ίδια βαρύτητα και όταν απλώς παρατίθενται υπάρχει ακρισία. Οι όροι δεν έχουν πάντοτε μια αρχική σταθερή σημασία. Δεν έχουν πάντοτε, αν επιβιώνουν στην εποχή μας, αυτή που είχαν άλλοτε. Αξίζει να προσδιοριστεί αν, πότε και γιατί άλλαξαν σημασία. Όλα αυτά, αν δεν τίθενται ως ερωτήματα και μένουν αναπάντητα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Φανερώνουν στοιχειώδη αδυναμία του μελετητή να ανταποκριθεί στο έργο του. Με άλλα λόγια, η ιστορία αρχίζει από τη στιγμή που ο ιστορικός προσεγγίζει κριτικά τις πηγές για να αντιληφθεί γιατί μερικές φορές τα μέλη της ίδιας θεσμοθετημένης τάξης (ordine) φέρονται ως cittadini και μερικές ως nobili. Αυτά είναι στοιχειώδη πράγματα. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να προχωρήσει καμιά ιστορική έρευνα.

    Μια άλλη παρατήρηση του Σπύρου Καρύδη, άστοχη και όχι καλών προθέσεων, είναι και η εξής: «Η επιλογή βιβλιογραφίας και ο αποκλεισμός, δίχως κριτήρια, σημαντικής βιβλιογραφίας ιδιαίτερα των τελευταίων ετών αποτελεί το αδύνατο σημείο μιας μελέτης, το θέμα της οποίας, παρότι εκτείνεται σε 648 σελίδες, παραμένει ανοικτό και δεκτικό νέων προσεγγίσεων, όπως αναγνωρίζει άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας». Απαντώ ως εξής: Αν κάτι που λέγεται καλόπιστα εκλαμβάνεται κακόπιστα, το φταίξιμο δεν είναι δικό μου. Το βιβλίο μου, εκτός από ένα ή περισσότερα θέματα που μπορούν να θεωρηθούν κεντρικά, πλαισιώνεται, για να κατανοηθεί/ούν πληρέστερα από πολλά άλλα. Γι’ αυτά όλα μπορούν και αναμφισβήτητα θα γραφούν στο μέλλον πολλές μελέτες. Τα θέματα μένουν πάντοτε ανοιχτά. Ωστόσο, μερικά, από αυτά αποτελούν τον πυρήνα, τις βασικές θέσεις και την πρωτοτυπία του βιβλίου. Αλλά πέρα από αυτά και τα εξής: α. Δεν απέκλεισα καμία μελέτη και ιδιαίτερα των τελευταίων και μάλιστα από έλλειψη κριτηρίων (βαριές, αστόχαστες κουβέντες). β. Αυτό που τονίζω είναι ότι η βιβλιογραφία είναι απέραντη. γ. Δεν πραγματεύομαι στο βιβλίο την ιστορία ορισμένης περιοχής. Όταν αναπτύσσω κεφάλαια, όπως π.χ. το σχετικό με τη Ζάκυνθο, δεν ενδιαφέρομαι τόσο να εξαντλήσω την ιστορία της, αλλά να δείξω με ποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εμφανίζεται η θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων σ’ αυτή την περιφέρεια. Επέλεξα τη Ζάκυνθο ως ένα καλό παράδειγμα για να αντιληφθεί ο αναγνώστης πώς οι cittadini στη βενετική περιφέρεια εκμεταλλεύονταν ανελέητα τους ποπολάρους σε κάθε περιφέρεια. Οι προβλεπτές της Ζακύνθου περιγράφουν επαρκώς και αξιόπιστα το φαινόμενο της προαγοράς από τους τσιταντίνους εκβιαστικά σε εξευτελιστικές τιμές των καρπών της γης του νησιού που παρήγαν οι ποπολάροι. Η δυνατότητα παραγωγής και διάθεσης της σταφίδας, του κρασιού και του λαδιού σε καλές τιμές αποτελούσε την πηγή πλουτισμού των τσιταντίνων. Ο πλουτισμός τους γινόταν μεγαλύτερος με την ανελέητη αθέμιτη εκμετάλλευση των ποπολάρων (ανάλογη με παραλλαγές η συμπεριφορά των τσιταντίνων σ’ όλες τις περιφέρειες). δ. Αστόχαστα ο Σπύρος Καρύδης θεωρεί αδύνατο σημείο της μελέτης την παράλειψη βιβλιογραφίας και μάλιστα των τελευταίων ετών. Απαντώ ως εξής: δ1. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου, ελληνική και ξένη, από 750 λήμματα, καλύπτει 45 πυκνογραμμένες σελίδες (σ. 527-572), δ2. Όταν έγραφε την κριτική του, αν είχε υπόψη του κάποια μελέτη των τελευταίων ετών, με διαφορετική αντιμετώπιση των βασικών θέσεων αυτού του βιβλίου, που να μην αναπαράγει παλαιές ξεπερασμένες απόψεις, ας την ανέφερε, δ3. Θεωρεί ότι το βιβλίο της συζύγου του για τη Ζάκυνθο στο τέλος του 16ου αιώνα αναπτύσσει θέσεις για τους τσιταντίνους, για τις θεσμοθετημένες τάξεις και για τους σχετικούς όρους, οι οποίες υπερφαλαγγίζουν τις θέσεις που βιβλίου μου; Αισθάνομαι την υποχρέωση, αφού προκαλούμαι, να προείπω χωρίς την παραμικρή επικριτική διάθεση ή έπαρση, και θα επανέλθω, ότι καλό θα ήταν να ξαναγράψει το βιβλίο της ή μια επιτομή του, αφού μελετήσει προσεκτικά τους Τσιταντίνους. Γνωρίζω τις δυσκολίες. Πρέπει να δείξει γενναιότητα και να απαλλαγεί από εξαρτήσεις. Πράγμα σχεδόν ανυπέρβλητο.

Αλλά ο Σπύρος Καρύδης, όταν ερωτάται ποια βιβλιογραφία, ιδιαίτερα των τελευταίων ετών, έχει υπόψη του, την οποία στο βιβλίο μου παραλείπω να χρησιμοποιήσω, αναφέρει μόνο το βιβλίο της συζύγου του Παναγιώτας Τζιβάρα, Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθος, 1588-1594. Η νομή και η διαχείριση της εξουσίας από το Συμβούλιο των 150, Αθήνα, 2009. Το παραπάνω βιβλίο, όταν το εντόπισα το 2010, είχε ολοκληρωθεί η σελιδοποίηση των Τσιταντίνων, και δεν ήταν εύκολο να το συμπεριλάβω στη βιβλιογραφία, παρόλο που είχα κάθε λόγο να παραπέμψω στα έγγραφα του δευτέρου μέρους, «Τα [ανέκδοτα] πρακτικά του Συμβουλίου των 150 [της Ζακύνθου] των ετών 1587-1594» (σ. 397-588): Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν πολλές εκθέσεις βενετών διοικητών που άσκησαν διοίκηση και απένειμαν δικαιοσύνη σε τόπους ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, ενώ είναι λιγότερο γνωστές οι αποφάσεις των συμβουλίων των παραπάνω νησιών ή και άλλων τόπων της βενετικής περιφέρειας. Από την προσεκτική μελέτη των εκθέσεων των βενετών διοικητών και των αποφάσεων των συμβουλίων μπορούν να προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη νομή και την άσκηση εξουσίας στις περιφέρειες του βενετικού κράτους από τους διοικητές και τα τοπικά συμβούλια, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι οι αποφάσεις των συμβουλίων ήταν έγκυρες, εφόσον παρίστατο η βενετική διοίκηση της περιφέρειας (το reggimento, στη Ζάκυνθο ο προβλεπτής και οι δύο σύμβουλοι), η οποία συχνά ήταν αυτή που τις υπαγόρευε. Θα είχα και έναν ακόμη πρόσθετο λόγο να παραπέμψω στις παραπάνω αποφάσεις του συμβουλίου: τα μέλη του αναφέρονται ως cittadini και ποτέ ως nobili και επανειλημμένως σε απόφαση του αγορανόμου του νησιού του έτους 1588 καθορίζεται (Τζιβάρα, ό.π., σ. 578-580) με ποια σειρά όφειλαν οι ψαράδες να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά: έπρεπε κάθε φορά να περιμένουν πρώτα να προσέλθει και να αγοράσει η βενετική διοίκηση, έπειτα οι τσιταντίνοι και τελευταίοι όλοι οι άλλοι («prima sia fornito il clarissimo Reggimento, et poi li citadini, et altri»). Όπως βλέπετε, nobili δεν υπάρχουν. Η Τζιβάρα αυτό το επισημαίνει, ότι δεν μνημονεύονται στα παραπάνω έγγραφα ζακυνθινοί ευγενείς. Παρά το προφανές, όμως, είναι δέσμια της ως το 2009 ελληνικής βιβλιογραφίας. Δεν θέλει να δυσαρεστήσει πρόσωπα από τα οποία κρίνεται και συμβάλλουν στην εξέλιξή της (Να, μια αιτία που μένει στάσιμη η έρευνα: ο φόβος, η έλλειψη ελευθερίας). Αρκείται να πληροφορήσει τον αναγνώστη ότι τα μέλη του συμβουλίου της Ζακύνθου «απαντούν στις πηγές με τον όρο ‘‘cittadini’’, στην απόδοσή του στα ελληνικά ως ‘‘πολίτες’’» (σ. 46). Η λέξη πολίτες ωστόσο, όπως και σε άλλες μελέτες, από τις οποίες δεν αποστασιοποιείται, δεν είναι παρά απλή μετάφραση του βενετικού όρου. Σήμερα στην Ελλάδα πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα είναι όποιος έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε κυβερνητικά αξιώματα, όχι όμως και ο ζακυνθινός…«πολίτης» επί βενετικής κυριαρχίας, ο οποίος μετείχε στο τοπικό συμβούλιο και είχε δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται μόνο σε τοπικές δημόσιες θέσεις από ομοίους του. Το παραπάνω μπορεί να διατυπωθεί πιο απλά και κατανοητά ως εξής: στο βενετικό κράτος δεν είχαν όλοι τα ίδια πολιτικά δικαιώματα. Το σημαντικό είναι ότι η σ. αρκείται στην απλή μετάφραση του βενετικού όρου και δεν προσδιορίζει το περιεχόμενό του, το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Ακολουθεί, επίσης, την πεπατημένη και υποστηρίζει (ό.π.) ότι «στην αρχειακή πηγή που μελετάμε απουσιάζει φυσικά η τριμερής διάκριση των κοινωνικών ‘‘τάξεων’’ (ευγενείς, αστοί, λαός), που διαμορφώθηκε σταδιακά και εμφανίστηκε εμφανώς στο τέλος του 18ου αιώνα, αλλά και οποιαδήποτε προσφώνηση για τους πολίτες όπως ‘‘nobile’’ ή ‘‘gentiluomo’’. Ωστόσο, συνεχίζει η Τζιβάρα, σε άλλες πηγές της ίδιας εποχής, όπως σε κείμενα διοικητικού περιεχομένου ή νοταριακά κατάστιχα δεν λείπουν προσδιορισμοί ‘‘ευγένειας’’».

Θα σχολιάσω τα παραπάνω ως εξής:

α. Αρκείται να κάνει λόγο για κοινωνικές ‘‘τάξεις’’, χωρίς να εξηγεί γιατί θέτει τη λέξη ‘‘τάξεις’’ εντός εισαγωγικών. Δεν εξηγεί τι νόημα της αποδίδει. Ο βενετικός όρος ordine, τον οποίο αποδίδω στους Τσιταντίνους ως θεσμοθετημένη τάξη, σημαίνει κοινωνική ομάδα στην οποία το βενετικό κράτος είχε εκχωρήσει ορισμένα προνόμια με καταστατική πράξη (statuto). Τα προνόμια είναι ισόβια και κληρονομικά. Οι θεσμοθετημένες τάξεις (ordini) της Βενετίας ήταν τρεις, nobili, cittadini, popolari, σταθερά επί πεντακόσια χρόνια (1297-1797). Nobili ήταν μόνο όσοι είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο μεγάλο συμβούλιο της Βενετίας. cittadini, ορισμένες κατηγορίες κατοίκων της Βενετίας και τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων. Όλοι οι άλλοι ήταν popolari. Ο όρος ordine, διαφορετικός από τον όρο κοινωνική τάξη, είναι λέξη κλειδί για την εξήγηση του status των μελών της βενετικής κοινωνίας: τα προνόμια στην πρώτη περίπτωση εκχωρούνται και καθορίζονται επακριβώς με καταστατική πράξη (statuto) την οποία εκδίδει το κράτος, ενώ οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι περιχαρακωμένες και ο προσδιορισμός σε ποια ανήκει κανείς δεν προέρχεται άνωθεν αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους με κριτήρια υποκειμενικά και αντικειμενικά, τα οποία προσπαθούν να καθορίζουν, χωρίς να συμφωνούν πάντοτε μεταξύ τους, οι ιστορικοί ή και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες. Στο βενετικό κράτος ο υπήκοος αλλάζει θεσμοθετημένη τάξη μόνο με απόφαση του κράτους. Ενώ η βελτίωση της κοινωνικής τάξης δεν είναι αρκετή για την ένταξη σε θεσμοθετημένη τάξη με περισσότερα προνόμια χωρίς απόφαση του κράτους. Ο διακεκριμένος τρόπος ζωής, η μη άσκηση χειρωνακτικού επαγγέλματος, ο πλούτος, η μόρφωση κτλ., δεν είναι αρκετά χωρίς απόφαση του κράτους για αλλαγή θεσμοθετημένης τάξης.

β. Για τη διάκριση από την Τζιβάρα της κοινωνίας των ιόνιων νησιών επί βενετικής κυριαρχίας σε ευγενείς, αστούς και λαό τα εξής: Υπάρχουν όντως πηγές που ονομάζουν τους τσιταντίνους των νησιών ευγενείς. Οι ίδιοι δεν έχαναν ευκαιρία ανεπίσημα να διακηρύσσουν ότι είναι ευγενείς. Ήταν όμως; Στις νοταριακές πράξεις, π.χ., φέρονται, κατά δήλωσή τους, ως ευγενείς. Επίσης, τα έντεκα τελευταία χρόνια  πριν από την κατάλυση του βενετικού κράτους (από το 1786), σε επίσημα έγγραφα, επειδή το κράτος αδυνατούσε να καλύψει στοιχειωδώς τις ανάγκες του και δανειζόταν χρήματα από αυτούς, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να τους αναφέρει και ως ευγενείς, αν και ούτε τότε ούτε στο παρελθόν είχε εκδώσει σχετική καταστατική πράξη (statuto). Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, η Βενετία, παρά το αίτημα κυρίως των υποταγμένων πόλεων της απέναντι από τη Βενετία στερεάς, αρνήθηκε κατηγορηματικά να δεχθεί ως μέλη στο μεγάλο συμβούλιο εκπροσώπους τους. Οι πόλεις, επειδή οι εκπρόσωποί τους θα έπρεπε να φέρουν τίτλο ευγένειας, για να μετέχουν σ’ ένα συμβούλιο ευγενών, πρότειναν ο τίτλος τους να μην είναι κληρονομικός, όπως των βενετών ευγενών, αλλά προσωπικός. Οι βενετοί ευγενείς, ωστόσο, έμειναν ανένδοτοι ως το τέλος. Σημασία έχει τι το κράτος (αυτοί που έχουν πάγια την εξουσία, δηλαδή οι ευγενείς, αλλιώς ονομαζόμενοι πατρίκιοι) θέλει να αναγνωρίσει στους υπηκόους του. Κανείς δεν μπορεί να το υποκαταστήσει. Ισχύει πάντοτε και είναι απαράβατη η αρχή: civitas sibi princeps (η πόλη, η πολιτεία, το κράτος είναι η ίδια ηγεμόνας, έχει ηγεμονική εξουσία). Αυτά για τους υποτιθέμενους ευγενείς. Όσο για τους αναφερόμενους ως αστούς, ως δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη των νησιών, τους φερόμενους στις πηγές ως civili, τα εξής: οι civili, όντως είχαν χαρακτηριστικά αστικής τάξης, αλλά αυτοί δεν επιδίωκαν να αναγνωριστούν ως κοινωνική τάξη (classe) αλλά ως δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη στον τόπο τους, ως secondo ordine στις βενετικές πηγές. Στο βιβλίο μου για τους Τσιταντίνους, στο υποκεφάλαιο L’ordine dei cittadini και l’ordine dei civili (σ. 295-320) κυρίως παραπέμπω σε πηγές που δημοσίευσε σε δύο βιβλία του ο Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, το ένα του 2000 και το άλλο του 2002 (το δεύτερο δεν αναφέρεται από την Παναγιώτα Τζιβάρα). Παρόλο όμως που οι civili είχαν αστικά χαρακτηριστικά, αν κρίνουμε από τις ενασχολήσεις τους (δικηγόροι, γιατροί, επιχειρηματίες…) ζητούσαν να αναγνωριστούν ως δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη μετά την πρώτη του νησιού τους, με ανάλογα μικρότερα προνόμια από τα μέλη εκείνης. Οι civili, παρά τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, δεν μπορούν να αποδίδονται στην ελληνική ως αστοί, με όρο που από την ιστορία και τις κοινωνικές επιστήμες προσδιορίζεται μια κοινωνική τάξη, η αστική, και όχι μια θεσμοθετημένη τάξη. Οι civili, όπως προκύπτει από τις πηγές, είναι κοινωνική ομάδα που κι αυτή έχει, σ’ έναν τουλάχιστο βαθμό, και προβάλλει, όπως οι τσιταντίνοι, την civiltà, τα χαρακτηριστικά της πολιτισμένης κατάστασης. Η civiltà, η κατάσταση που μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο σε πόλη (civitas > civilitas > civiltà), καθορίζεται από τη Βενετία διαβαθμισμένα: για την εισδοχή στη θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων κυρίως απαιτείται ο υποψήφιος να μην έχει ασκήσει επί τρεις γενιές, ο ίδιος, ο πατέρας και ο πάππος του, χειρωνακτικό επάγγελμα, ενώ ένας ποπολάρος για να γίνει νοτάριος αρκούσαν και στη Βενετία και στη βενετική περιφέρεια οι δύο γενιές πολιτισμένης κατάστασης (βελτίωνε την κοινωνική του θέση, χωρίς να παύει να είναι ποπολάρος). Οι civili δεν συμπεριφέρονται ως κοινωνική τάξη, όπως π.χ. οι αστοί στη Γαλλία πριν και κατά τη γαλλική επανάσταση, αλλά διεκδικούν ευνοϊκότερη μεταχείριση εντός του συστήματος των βενετικών θεσμοθετημένων τάξεων. Επομένως δεν μπορούμε να δημιουργούμε ένα όλο με τρεις ανόμοιους όρους, δύο που δηλώνουν θεσμοθετημένες τάξεις (λατ. ordines) και έναν κοινωνική τάξη (λατ. classis).

 Πέρα από τα παραπάνω, η Τζιβάρα δεν απομακρύνεται από τη συνήθεια ορισμένων ελλήνων μελετητών που αρκούνται, παραδόξως, στην απλή μετάφραση και ορισμένων άλλων όρων κατά λέξη, χωρίς να προσπαθούν να εξιχνιάσουν το περιεχόμενό τους. Θα αναφερθώ συνοπτικά στους όρους comunità, repubblica και cittadini (για περισσότερα στους Τσιταντίνους, αλλά και σε σχετικό άρθρο μου στο διαδίκτυο: ιστολόγιο Γιάννη Γιαννόπουλου).

Από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα όσοι κατείχαν θέσεις εξουσίας στις πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας, και πέρα από την Ιταλία, προκειμένου να αυξήσουν τη δύναμή τους και επιτύχουν την απεξάρτησή τους από τον γερμανό αυτοκράτορα, συμμάχησαν με τις κοινωνικές δυνάμεις της πόλης τους και όλοι μαζί μετέχοντας στα κοινά δημιούργησαν μια δημοκρατική οπωσδήποτε μορφή πολιτεύματος, σε άλλες πόλεις περισσότερο δημοκρατική και σε άλλες λιγότερο. Αυτό το πολίτευμα επικράτησε να ονομάζεται με τη λατινική λέξη commune ή communitas (ιταλ. comune, comunità), δηλαδή κοινότητα, για να τονιστεί ότι όλοι (αν όχι παντού όλοι, πολλοί) από κοινού οι κάτοικοι μετείχαν στη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων και ήταν ως εκ τούτου cives / cittadini: πολίτες. Ως commune Veneciarum φέρεται και η Βενετία από το 1143 ως το 1297, αλλά και αργότερα ως το 1423, όσο ο λαός (popolo), αν και τυπικά πλέον, όφειλε να επιδοκιμάζει την εκλογή του νέου δόγη, για να είναι έγκυρη. Ύστερα παύει να ονομάζεται commune, γιατί έχει χάσει το πολίτευμα και το τελευταίο ίχνος λαϊκής συμμετοχής. Η ίδια η Βενετία, ωστόσο, παρόλο που οι υποταγμένες σ’ αυτή πόλεις δεν ήταν πια comuni / comunità, εξακολούθησε να ονομάζει comunità τα συμβούλια τους. Με την ίδια λογική, εξακολούθησε να ονομάζει και τα μέλη των συμβουλίων cives / cittadini, παρόλο που δεν ήταν πραγματικοί πολίτες του κράτους, αλλά είχαν μειωμένα πολιτικά δικαιώματα. Στο παρελθόν, όσο οι πόλεις τους ήταν ακόμη comuni (κοινότητες), cittadini (: πολίτες) ονομάζονταν όσοι είχαν δικαίωμα να εκλέγουν και να εκλέγονται στα κυβερνητικά αξιώματα της αυτόνομης πόλης τους. Η Βενετία, χρησιμοποιώντας τον όρο comunità για τα συμβούλια των υποταγμένων πόλεων, ήθελε να δείξει ότι σχεδόν τίποτε δεν είχε αλλάξει, αφού τα μέλη των συμβουλίων εξακολουθούσαν να αποφασίζουν, αν και όχι αυτόνομα, όχι βέβαια για κρατικά αλλά για τοπικά ζητήματα και να εκλέγουν και να εκλέγονται όχι σε κρατικά αξιώματα αλλά σε μικρής σημασίας δημόσιες θέσεις του τόπου τους. Αν επομένως η χρήση του όρου comunità από τη Βενετία είναι καταχρηστική, η απλή μετάφρασή του στην ελληνική με τον ελληνικό όρο κοινότητα, που έχει μια τελείως διαφορετική παράδοση ως όρος, δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις και οδηγεί στην εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων. Εξάλλου, πέρα από την παραπάνω με ιστορικά επιχειρήματα ξεκάθαρη διευκρίνιση του όρου comunità, και το εξής: οι cittadini ως μέλη των συμβουλίων των υποταγμένων πόλεων δεν εκλέγονταν από όλους τους κατοίκους και είχαν προνόμια ισόβια και κληρονομικά. Τέτοια αριστοκρατικού τύπου συμβούλια, ευγενών στη Βενετία και στην Κρήτη, τσιταντίνων στις πόλεις πρωτεύουσες των άλλων βενετικών περιφερειών, ασφαλώς δεν μπορούν να θεωρούνται κοινοτικά. Και δεν ήταν, όπως υποστηρίζει η Τζιβάρα, «ο διαμεσολαβητής του πληθυσμού» της Ζακύνθου. Το συμβούλιό της έθετε τα προβλήματα του νησιού, ποτέ όμως, όπως είναι αυτονόητο, δεν μεσολαβούσε υπέρ των ποπολάρων, για να εκθέσει τα παράπονά τους, τα οποία κυρίως αφορούσαν όσα εις βάρος του πληθυσμού διέπρατταν τα ίδια τα μέλη του συμβουλίου. Η Τζιβάρα, κι αυτό είναι σοβαρή έλλειψη του βιβλίου της, δεν αντλεί στοιχεία από τις εκθέσεις των προβλεπτών Ζακύνθου, τις οποίες δημοσίευσε ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, προκειμένου να δείξει, όχι με ιδεολογικά αλλά με ιστορικά κριτήρια, πόσο ανελέητα εκμεταλλεύονταν οι τσιταντίνοι της Ζακύνθου τους χωρικούς του νησιού ιδίως με τη μέθοδο της προαγοράς των καρπών της γης. Η σοβαρότατη αυτή έλλειψη του βιβλίου της Τζιβάρα ισοδυναμεί με απόκρυψη της πραγματικότητας.

 Όταν το βενετικό κράτος έπαυσε να αυτοπροσδιορίζεται ως comune, δήλωνε την υπόστασή του με τους όρους stato, dominio, signoria, repubblica. Ο τελευταίος όρος, λιγότερο σε χρήση απ’ ό,τι το stato, επέτρεπε στη θεσμοθετημένη τάξη που είχε την εξουσία, στους ευγενείς, να προβάλλει το βενετικό κράτος ως ευνομούμενο και το βενετικό πολίτευμα ως υπέρτερο του ηγεμονικού, με το επιχείρημα ότι οι νόμοι στη Βενετία ψηφίζονταν από συλλογικά όργανα και δεν εξέφραζαν τη θέληση ενός μόνου προσώπου, του ηγεμόνα. Αλλά ακόμη και το μεγάλο συμβούλιο της Βενετίας, το οποίο έπρεπε να εγκρίνει, για να έχουν ισχύ, και τις αποφάσεις των άλλων μικρότερων αριθμητικά συλλογικών οργάνων, είχε σε σχέση με τους ενηλίκους άρρενες κατοίκους της Βενετίας μικρό αριθμό μελών (1.000 ως 2.500 κατά εποχές). Με τόσο μικρό αριθμό πραγματικών πολιτών (cittadini) (προσώπων με πλήρη πολιτικά δικαιώματα), το πολίτευμα ήταν αριστοκρατικό και η μετάφραση επομένως του ονοματικού συνόλου Repubblica di Venezia σε Δημοκρατία της Βενετίας (για βενετική Δημοκρατία, κάνει λόγο η Παναγιώτα Τζιβάρα) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξάλλου, στον ύστερο μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους ο όρος res publica / repubblica δεν σήμαινε πάντοτε δημοκρατία αλλά γενικώς το πολίτευμα. Όλες αυτές οι αποδόσεις των όρων κατά λέξη στην ελληνική, στις οποίες ενδίδει και η Παναγιώτα Τζιβάρα, απλώς παραπλανούν τον έλληνα αναγνώστη και, κατά συνέπεια, δεν προάγουν την ιστορική γνώση.

Επίσης, θα αναφερθώ σε μερικά ακόμη σημεία τόσο του πρώτου μέρους του βιβλίου της όσο και του τέλους, στην περιληπτική απόδοση του περιεχομένου του στην ιταλική, στο Riassunto (ό.π., σ. 697-701), όπου με μεγαλύτερη ελευθερία εκφράζεται η Παναγιώτα Τζιβάρα.

   α. Αρχικά, υποστηρίζει ότι μετά το 1484, έτος κατά το οποίο η Ζάκυνθος περιήλθε υπό τη βενετική κυριαρχία, όσοι με την ενθάρρυνση της Βενετίας εγκαταστάθηκαν στο νησί προερχόμενοι από άλλους τόπους βενετικής κυριαρχίας, έφεραν μαζί τους και το πρότυπο κοινοτικής κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό ωστόσο δεν είναι ακριβές. Το συμβούλιο, πέρα από το ότι δεν μπορεί να ονομάζεται κοινοτικό, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν, προέκυψε με ορισμένη διαδικασία που είχε καθορίσει η Βενετία: με την αρχική πράξη αφοσίωσης/υποταγής (atto di dedizione) ή με άλλη καταστατική πράξη (statuto) (βλ. στους Τσιταντίνους τα παραδείγματα της Κέρκυρας, των Κυθήρων και της Βοστίτσας). Δεν έχουν διασωθεί, ή δεν έχουν εντοπιστεί προς το παρόν, όλες αυτές οι πράξεις, που αφορούν τον κάθε τόπο χωριστά, αλλά είναι παρόμοιες. Η έρευνα στο μέλλον είναι βέβαιο δεν θα φέρει στο φως κανένα statuto με το οποίο να εκχωρείται τίτλος ευγένειας σε τσιταντίνους περιφερειακού συμβουλίου.

   β. Αν το συμβούλιο των 150 στη Ζάκυνθο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της γερουσίας, από το 1578 ως το 1594, επέμενε στη αναπαραγωγή του και δεν ανανεωνόταν κάθε έτος με τη συνήθη διαδικασία, με την ψήφο των μελών του γενικού συμβουλίου, όλων δηλαδή των τσιταντίνων του νησιού, αυτό μπορεί να ήταν μια μη αποδεκτή από τη Βενετία ενέργεια, όχι όμως μια πράξη αυτονομίας. Πάει πολύ ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Αυτά τα έγραφε παλιά ο Ερμάννος Λούντζης, μέλος κι αυτός της ίδιας θεσμοθετημένης τάξης, που ήθελε να παρουσιάσει τα νησιά ως ημιαυτόνομα κράτη. Όπως προκύπτει από τις πράξεις του συμβουλίου των 150 της Ζακύνθου αυτών των ετών, που δημοσιεύει η σ., το συμβούλιο συνεδρίαζε στη σάλα του βενετού προβλεπτή του νησιού («nella sala solita del clarissimo signor Proveditor»), όπως ήδη έχουμε παρατηρήσει, κάτι που δεν το επισημαίνει, από το οποίο και μόνο, ωστόσο, φαίνεται ότι το συμβούλιο δεν ενεργούσε αυτόνομα. Εξάλλου, αν και αυτό που θα πω δεν προκύπτει από τα συγκεκριμένα έγγραφα, κάθε απόφαση του συμβουλίου, για να είναι νόμιμη και έχει ισχύ, έπρεπε να λαμβάνεται (αυτό ίσχυε παντού) παρουσία του προβλεπτή ή και των δύο ακόμη συμβούλων, και αυτών βενετών ευγενών, που αποτελούσαν τη βενετική διοίκηση (reggimento) του νησιού.

   γ. Τέτοιοι αποκλεισμοί, όπως αυτή μελών του γενικού συμβουλίου της Ζακύνθου, αν και δεν προκύπτει από τα δημοσιευόμενα κείμενα, σκοπό ασφαλώς έχουν την ‘‘κάθαρση’’ από όσους δεν έχουν την civiltà (χειρώνακτες κτλ.), σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτών που επικρατούν πρόσκαιρα ή και μονιμότερα. Αποκλείονται παντού από τον 16ο αιώνα κι ύστερα όσο το δυνατόν περισσότεροι, για να μπορούν όσοι απομένουν να εξασφαλίσουν τη νομή της εξουσίας και να μην υπερκεραστούν από δραστήριους ανερχόμενους αστικών χαρακτηριστικών ‘‘νέους ανθρώπους’’ (πρβλ. όσα στους Τσιταντίνοι, σ. 60 και αλλού). Η στρατηγική του αποκλεισμού με την ενίσχυση του συλλογικού φαντασιακού, του αριστοκρατικού αισθήματος υπεροχής, οργανώνεται σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, από ευγενείς στη Βενετία και από τσιταντίνους στην περιφέρεια. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, θεωρώντας καλύτερη άμυνα διαφύλαξης των προνομίων τους την επίθεση, χαρακτηρίζουν με τα πλέον απαξιωτικά επίθετα τους ποπολάρους, δηλαδή τα μέλη της πολυάριθμης τρίτης θεσμοθετημένης τάξης. Όλοι οι τσιταντίνοι της βενετικής περιφέρειας συμπεριφέρονταν ανάλογα. Μάχονταν, υποστηρίζοντας ότι έλειπε από τους άλλους η civiltà, για να τους αποκλείσουν. Διακηρύσσοντας όμως οι τσιταντίνοι πόσο ήταν οι ίδιοι άξιοι τιμής και οι άλλοι άξιοι περιφρόνησης, δεν γίνονταν ευγενείς. Δεν είναι σωστό να πιστεύουμε σε οβιδιακές μεταμορφώσεις.

   δ. Από τη σ. εμφανίζεται ως μοναδικό γεγονός η απαίτηση του συμβουλίου τσιταντίνων της Ζακύνθου να μην γίνονται δεκτοί σ’ αυτό ξένοι που δεν ήταν τσιταντίνοι στον τόπο προέλευσής τους και δεν είχαν διαμονή ορισμένων ετών στη Ζάκυνθο. Συνήθως τα συμβούλια προσπαθούσαν να αποκλείσουν την εισδοχή τσιταντίνων από άλλους τόπους, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για δέκα χρόνια αλλά η Βενετία επέμενε στα πέντε.

   ε. Κατά συνέπεια, όσο κι αν όλα αυτά τα συμβούλια είναι κλειστά, ανοίγουν με απόφαση της Βενετίας κατά περιόδους, όπως στη διάρκεια και μετά τον κρητικό πόλεμο (1645-1669), για να δεχθούν ως μέλη τους πρόσφυγες τσιταντίνους και κρητικούς ευγενείς. Ο τίτλος των τελευταίων εκτός Κρήτης δεν αναγνωριζόταν και μετέπιπτε στον τίτλο του τσιταντίνου. Αν η σ. εκκινούσε από αυτή την παραδοχή, θα οδηγούνταν σε ασφαλέστερα συμπεράσματα και στη μελέτη της «Βυζαντινοί ‘‘αρχοντόπουλοι’’ και ‘‘ευγενείς’’ βενετοί υπήκοοι: με αφορμή την επανάγνωση του προνομίου της οικογένειας Σκορδίλη», Θησαυρίσματα 38 (2008), σ. 387-434. Αστοχεί, επειδή δεν αντιμετωπίζει κριτικά τις παραγόμενες από τσιταντίνους, αρχοντόπουλους, κρητικούς ευγενείς και συμβούλια τσιταντίνων πηγές. Είναι ενδιαφέρον να γνωρίζουμε ότι αυτοί αρέσκονταν να αυτοπροσδιορίζονται ως ευγενείς. Συμφωνούσε όμως το κράτος, που μόνο αυτό είχε την εξουσία να χορηγεί τους τίτλους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Ο Henri Berr από το 1921 (Henri Beer, Lhistoire traditionnelle et la synthèse historique, Paris, 1921) έδειξε τους κινδύνους της érudition. Από αυτή την έμφορτη με λογιότητα εργασία της Τζιβάρα απουσιάζει η θεωρία και η κριτική σκέψη. Αρκείται στην παθητική πρόσληψη του περιεχομένου των πηγών, οι οποίες, ωστόσο, είναι πολύ ενδιαφέρουσες, καθώς δείχνουν πώς αυτοπροβάλλονται κάποιοι ως ευγενείς, παρόλο που δεν τους είχε δοθεί ο τίτλος.

   στ. Επειδή οι τσιταντίνοι αποτελούν θεσμοθετημένη τάξη (ordine), την πρώτη στον τόπο τους, δεν είναι ορθό να εμφανίζονται ως κοινωνική τάξη (classe sociale) και μάλιστα ως διευθυντική (dirigente). Σχετικά με την τελευταία λέξη, το εξής: ενίοτε μεγεθύνουμε υπέρμετρα αυτό που μελετάμε, προσδίδοντας στο τοπικό διαστάσεις, οι οποίες προσιδιάζουν σε ομάδες του κέντρου που διαχειρίζονται την άλλου μεγέθους κεντρική εξουσία.

    Συμπερασματικά, το πρωτογενές υλικό που εκδίδει η Τζιβάρα περιέχει στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν τη θέση του βιβλίου μου. Από τις αποφάσεις του συμβουλίου τσιταντίνων της Ζακύνθου φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι τσιταντίνοι της βενετικής περιφέρειας δεν διανοούνταν σε επίσημα δημόσια έγγραφα να ονομάζουν εαυτούς ευγενείς. Το πράγμα, αν και είναι τόσο απλό και ξεκάθαρο, η Τζιβάρα παραδόξως δεν το επισημαίνει.

    Δεν θα επιμείνω περισσότερο, αν και έχω και άλλα να παρατηρήσω. Ο Σπύρος Καρύδης στο ιστολόγιό του, στο οποίο προβάλλει δραστηριότητες σχετικές με τις βενετικές σπουδές, κατ’ εξαίρεση επικρίνει μόνο τον συγγραφέα των Τσιταντίνων και μάλιστα χωρίς να έχει εγκύψει στο βιβλίο, χωρίς να το έχει διαβάσει. Επιπλέον, κριτής αξίζει κανείς να είναι αν τα βάζει με αυτούς που είναι εν τοις πράγμασι. Αλλά για κάτι τέτοιο οι Ιταλοί λένε ci vuole fegato (χρειάζεται να έχεις συκώτι, να το λέει η ψυχή σου, να τολμάς). Εμείς κάπως αλλιώς το λέμε. Ο Σπύρος Καρύδης έσπευσε να ασκήσει κριτική, πριν διερωτηθεί αν είναι βάσιμα αυτά που υποστηρίζει, υποκύπτοντας υπέρμετρα σε δύο από τα επτά επίπεδα της κειμενικότητας, την προθετικότητα (intentionality), δηλαδή τη συνειδητή, την εμπρόθετη με­ταβίβαση ενός μηνύματος, υπολογίζοντας στην αποδεκτότητα (acceptability), στην ύπαρξη ακροατηρίων και αναγνωστών που απο­δέχονται το επικοινω­νιακό προϊόν, ικανοποιούνται μ’ αυτό και το εγκρίνουν.

 Η ιστορία ωστόσο είναι δύσκολο αγώνισμα, το οποίο γίνεται ακόμη δυσκολότερο για όσους από σκοπιμότητα δεν τηρούν την αρχή του ευ αγωνίζεσθαι. Συνήθως πρόκειται για όσους δεν αντιμετωπίζουν την ενασχόληση με αυτή ως αγώνισμα ελευθερίας αλλά ως μέσο ένταξης ή ενίσχυσης της θέσης τους σ’ ένα δίκτυο φίλων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε μερικούς είναι ανυπόφορο να αντιληφθούν το τελείως προφανές, το ότι στο βενετικό κράτος για πεντακόσια χρόνια υπήρχαν τρεις ordini (θεσμοθετημένες τάξεις): nobili, cittadini, popolari. Τα προνόμια και οι τίτλοι που φέρουν τα μέλη των δύο πρώτων και τα δικαιώματα της τρίτης, όπως και οι υποχρεώσεις της καθεμιάς, καθορίζονται από το κράτος, από την πρώτη θεσμοθετημένη τάξη που έχει την εξουσία. Τίποτε δεν αλλάζει, επειδή οι τσιταντίνοι της βενετικής περιφέρειας επέμεναν ανεπίσημα να προβάλλονται ως ευγενείς. Στα επόμενα χρόνια, όσοι θελήσουν να γράψουν για το κράτος της θάλασσας (και της ξηράς), αν συνεχίσουν να αναμασούν τα ίδια και τα ίδια χάριν της αποδεκτότητας και δεν αλλάξουν ρότα, δεν θα μπορέσουν να περάσουν τον κάβο χωρίς απώλειες.

    Γιάννης Γιαννόπουλος, Αθήνα, 28/12/12


210 8225130


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου