Η ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ COMUNITÀ, REPUBBLICA, SERENISSIMA, DOMINANTE, CITTADINO, REGNO
(Ανακοίνωση στο 3ο Διεθνές Συνέδριο Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών με θέμα Η Πελοπόννησος κατά την Τουρκοκρατία και τη Βενετοκρατία (1460-1821) (Αφιέρωμα στον ακαδημαϊκό Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου), (Γαστούνη, 5-7 Σεπτεμβρίου 2008). Επίκειται η δημοσίευση των πρακτικών του συνεδρίου. Και σε ιταλική μετάφραση, Yannis Yannopoulos, "L’avventura veneziana delle parole ‘comunità’, ‘repubblica’, ‘serenissima’, ‘dominante’, ‘cittadino’, ‘regno’", Studi Veneziani LXV (2012), σ. 677-689).
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο Σαίξπηρ,
αλλά τα σχόλια για τον Σαίξπηρ
Άντον Τσέχωφ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Άραγε οι ιστορικοί είχαν την ανάγκη ενός νέου ιστοριογραφικού κλάδου, της ιστορίας των εννοιών, για να ασχοληθούν με το περιεχόμενο των εννοιών, των ιστορικών όρων και την πιθανή διαφοροποίησή τους στον χρόνο; Κατά τη γνώμη μου, όφειλαν να το κάνουν έτσι κι αλλιώς και μερικοί σίγουρα δεν είχαν παραβλέψει αυτή την πλευρά του επαγγέλματός τους. Κι όμως, οι όροι της βενετικής ιστορίας comunità, repubblica, serenissima, dominante, cittadino, regno επαναλαμβάνονται στις ιστορικές μελέτες χωρίς αναφορές στην τυχόν διαφορετική από την αρχική σημασία τους, επειδή τους χρησιμοποιούσε το βενετικό κράτος: με τον όρο comunità (: κοινότητα), με τον οποίο φερόταν το πολίτευμα των αυτόνομων ιταλικών πόλεων από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα, η Βενετία εξακολούθησε να ονομάζει τόσο τα συμβούλια των υποταγμένων σ’ αυτή περιφερειακών κέντρων, αν και αυτά έπαυσαν να είναι αυτόνομα, όσο και με τον όρο cittadini (: πολίτες) τα μέλη των συμβουλίων τους, αν και δεν ήταν πραγματικοί πολίτες, αφού δεν είχαν, όπως παλαιότερα στις αυτόνομες πόλεις, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα κυβερνητικά αξιώματα∙ repubblica, δηλαδή δημοκρατία, ονόμαζε το πολίτευμά της, παρόλο που ήταν αριστοκρατικό∙ και αυτοαποκαλούνταν serenissima (γαληνότατη), για να επιβάλλει την αντίληψη ότι ήταν κράτος ευνομούμενο. Από τους μελετητές και αυτή η λέξη, όπως και η λέξη dominante (: κυρίαρχη, εννοείται η πόλη, η Βενετία) χρησιμοποιείται κατ’ αντονομασία. Και οι δύο ηχούν ευχάριστα, χωρίς να προβληματίζουν τον αναγνώστη. Τέλος, η Εύβοια / Negroponte, Κρήτη / Candia, η Κύπρος / Cypro, Cipro και η Πελοπόννησος/ Morea φέρονταν με τον όρο regno (: βασίλειο), παρόλο που μόνο η Κύπρος ήταν πράγματι βασίλειο πριν από τη βενετική κατάκτηση.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τα μέσα του 20ού αιώνα την ως τότε γερμανική, κυρίως, παραδοσιακή ιστορία των εννοιών φιλοσοφίας διαδέχτηκε μια νέα ιστορία των εννοιών. Κύρια χαρακτηριστικά της το ξεπέρασμα των ορίων της φιλοσοφίας, η στροφή της στην ιστορία του πολιτισμού, στις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου, η κριτική προσέγγιση των εννοιών σε σχέση με τα ιστορικά τους συμφραζόμενα, η επέκτασή της και πέρα από τη Γερμανία σε χώρες γαλλόφωνες, αγγλόφωνες και ισπανόφωνες (Βλ. σχετικά, P. D’ANGELO, «Storia dei concetti», στο M. Cometa, Dizionario degli studi culturali, a cura di R. Coglitore, F. Mazzara, Roma, Meltemi, 2004, σ. 388-396. R. KOSELLECK κ.ά., Αναζητήσεις της νεότερης γερμανόφωνης ιστοριογραφίας, Αθήνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, 2000. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΦΟΙΝΗ (επιμ.), Ιστορία των εννοιών. Διαδρομές της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, Αθήνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, 2006). Όπως παρατηρεί ένας από τους θεωρητικούς της, ο Hans-Georg Gadamer, «όποιος δεν θέλει να αφεθεί να εξουσιάζεται από το λεξιλόγιο, αλλά προσπαθεί να αποκτήσει στέρεα ιστορική συνειδητή γνώση, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει μια ολόκληρη αλυσιδωτή σειρά προβλημάτων που έχουν σχέση με την ιστορία των λέξεων και των εννοιών» (H.-G. GADAMER, Wahrheit und Methode. Grundzüge einer philosophischen Hermeneutik, Tübingen, Mohr, 1960, σ. 32. Παρατίθεται από D’ANGELO, ό.π., σ. 392). Με αυτή την πρόθεση, στις σελίδες που ακολουθούν, εξετάζονται ορισμένοι βασικοί όροι της βενετικής ιστορίας.
1. COMUNE / COMUNITÀ
Στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, και πέρα από αυτή στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, από το τέλος του 11ου ως τον 14ο αιώνα, όλες οι κοινωνικές ομάδες σε κάθε πόλη ένωσαν τις δυνάμεις τους με όρκο, για να απεξαρτηθούν από τον γερμανό αυτοκράτορα. Η δυνατότητα συμμετοχής των ανδρών μιας αυτόνομης/αυτεξούσιας πόλης στα συλλογικά της όργανα και ανάδειξής τους στα αξιώματα εκφράστηκε με τον λατινικό όρο commune (κοινότητα), στην ιταλική comune, ή ενίοτε και με τον συναφή όρο respublica (δημοκρατία) (M. ASCHERI, «Città-Stato e Comuni. Qualche problema storiografico», Le carte e la storia. Rivista semestrale di storia delle istituzioni 5 (1999), σ. 16-28, εδώ, 28). Ο όρος comune εμφανίζεται στις επίσημες πηγές προς το τέλος του 11ου αιώνα ως commune στη γαλλική πόλη Le Mans (1070) και ως communitas στην ιταλική πόλη Cremona (1078) (M. ASCHERI, Le città-Stato, Bologna, Il Mulino, 2006, σ. 7). Σε μια λατινική μετάφραση περί το 1143 του έργου του Αριστοτέλη Ηθικά Νικομάχεια, ο ελληνικός όρος πολιτεία (: δημοκρατία) αποδόθηκε ως communitas (N. RUBINSTEIN, «Le origini medievali del pensiero repubblicano del secolo XV», στο SIMONETTA ADORNI BRACCESI – M. ASCHERI (επιμ.), Politica e cultura nelle repubbliche italiane dal Medioevo all’Età moderna: Firenze, Genova, Lucca, Siena, Venezia, Atti del convegno, Siena, 1997, Roma, Istituto storico italiano per l’età moderna e contemporanea, 2001, σ. 5).
Η Βενετία, αν και δεν παρακολούθησε πλήρως αυτές τις εξελίξεις, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ορολογία και τους θεσμούς της εποχής. Από το 1143 φερόταν ως κοινόν / κοινότητα των Βενετιών (commune Veneciarum) και δίπλα στον δόγη έκανε την εμφάνισή του το συμβούλιο των σοφών (consilium sapientum), του οποίου τις αποφάσεις, κυρίως την εκλογή νέου δόγη, όφειλε να επιδοκιμάζει η λαϊκή συνέλευση (concio/arengo) (Το δικαίωμα εκλογής του δόγη από τη λαϊκή συνέλευση πέρασε «σε μια επίσημη επιτροπή που κατέθετε μία και μοναδική υποψηφιότητα, και αυτή ισοδυναμούσε με εκλογή»: F.C. LANE, Venice. A maritime republic, Baltimore, The John Hopkins University Press, 1973· ελληνική μετάφραση, Βενετία, η θαλασσοκράτειρα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2007, σ. 144). Με το «κλείσιμο» (serrata) όμως του Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) το 1297, το πολίτευμα διαμορφώθηκε για πέντε αιώνες, ως την κατάλυση του βενετικού κράτους το 1797, σε αριστοκρατικό, παρότι η πρακτική της λαϊκής επιδοκιμασίας (collaudatio) μετά την εκλογή νέου δόγη συνεχίστηκε για περισσότερο από έναν αιώνα. Εγκαταλείφθηκε το 1423, οπότε και η Βενετία έπαυσε να ονομάζεται commune (G. COZZI – M. KNAPTON, Storia della Repubblica di Venezia. Dalla guerra di Chioggia alla riconquista della Terraferma, Torino, UTET, 1968, σ. 100-101. É. CROUSET-PAVAN, Venise triomphante. Les horizons d’un mythe, Paris, Albin Michel, 1999, στην ιταλική, Venezia trionfante. Gli orizzonti di un mito, μετάφραση E. Pasini, Torino, Einaudi, 2001, σ. 230: «Πράγματι, όταν τον 15ο αιώνα ο όρος Comune εκλείπει από το πολιτικό λεξιλόγιο για να πάρει τη θέση του ο όρος Signoria, μπορούμε χωρίς αμφιβολία να σκεφτούμε ότι, πέρα από τη συγκρότηση του εδαφικού κράτους, αυτές οι αλλαγές σημασίας επιβεβαιώνουν την επικράτηση της αριστοκρατίας». Ανάλογα, DORIT RAINES, L’invention du mythe aristocratique. L’image de soi du patriciat vénitien au temps de la Sérénissime, τ. 1, Venezia, Istituto Veneto di Scienze. Lettere ed Arti, 2006, σ. 66). Αλλά τα κυβερνητικά όργανα της κυρίαρχης πόλης, όταν απευθύνονταν σε μια υποταγμένη πόλη, δεν αντιμετώπισαν ανάλογα και τον ταυτόσημο όρο comunità (κοινότητα). Εξακολούθησαν να τον αποδίδουν σε καθεμιά από αυτές, παρόλο που δεν εκπροσωπούνταν πλέον στο συμβούλιό της ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Μόνο με καταστατική πράξη (statutum/o), την οποία εξέδιδε η βενετική Γερουσία (Senato), τα άρρενα μέλη ενός μικρού αριθμού οικογενειών σε κάθε υποταγμένη πόλη αναγνωρίζονταν ως η θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων (ordine dei cittadini) και ως συμβούλιο των τσιταντίνων (consiglio dei cittadini).
Κάθε υποταγμένη πόλη, περιφερειακό διοικητικό κέντρο του κράτους, για να δοθεί η εντύπωση ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει, δεν έπαυσε να ονομάζεται comunità από τις βενετικές αρχές και εξακολούθησε να διοικείται από έναν ρέκτορα (rettore), συνήθως ονομαζόμενο console ή podestà, ακριβώς όπως πριν από την κατάκτηση, όταν η πόλη ήταν ακόμη αυτεξούσια. Τον ρέκτορα, ωστόσο, δεν τον επέλεγε, όπως πριν από την κατάκτηση, η πόλη. Ήταν βενετός ευγενής μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας εκλεγμένος από αυτό, για να υπηρετήσει σ’ αυτή ως εκπρόσωπός της (rappresentante) για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνηθέστερα επί διετία. Ένα επίσημο έγγραφο, η εντολή (commissione) της βενετικής Γερουσίας προς τον ρέκτορα, καθόριζε τις διοικητικές και δικαστικές δικαιοδοσίες του. Το συμβούλιο της πόλης δεν είχε πλέον όπως στην εποχή των Comuni κυβερνητικές αλλά μόνο αυτοδιοικητικές δικαιοδοσίες και οι αποφάσεις του δεν ήταν έγκυρες, χωρίς την παρουσία του προέδρου του, του ρέκτορα, στις συνεδριάσεις του. Η ελευθερία (libertas), έννοια ισοδύναμη με την ανεξαρτησία όσο η πόλη ήταν ένα Comune, είχε χαθεί. Κριτήριο εισδοχής ενός άνδρα στο συμβούλιο ήταν οι τρεις γενιές, οι τρεις βαθμίδες πολιτισμένης κατάστασης που συναντάται σε πόλη (i tre gradi di civiltà), με την έννοια ότι ο υποψήφιος, όπως επίσης ο πατέρας και ο πάππος του, όφειλαν να έχουν τόπο διαμονής την πόλη και κανείς από τους τρεις να μην έχει ασκήσει ποτέ χειρωνακτικό επάγγελμα (arte meccanica). Τον επέλεγαν οι βενετικές αρχές, κατά κανόνα ύστερα από διατύπωση θετικής γνώμης του συμβουλίου των τσιταντίνων της πόλης. Η απόφαση υποβαλλόταν προς επικύρωση στη Γερουσία. Όλοι οι τσιταντίνοι μιας πόλης αποτελούσαν διά βίου, αυτοί και οι απόγονοί τους, το γενικό της συμβούλιο (consiglio generale), το οποίο συνερχόμενο κάθε χρόνο εξέλεγε το ορισμένου αριθμού συμβούλιο της πόλης, π.χ. των 150.
Οι εκχωρημένες στο συμβούλιο της πόλης από τη Βενετία με την πράξη υποταγής (atto di dedizione) ή με μεταγενέστερη καταστατική πράξη (statuto) αρμοδιότητες, έδιναν την ψευδαίσθηση ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν οι κοινοτικές/δημοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες όμως πολύ απείχαν από της εποχής των Comuni ή από ό,τι μπορεί να εκληφθεί στη θεωρία και στην πράξη ως κοινότητα. Ο όρος comunità επιβίωσε καταχρηστικά, για να προσομοιάζει το νέο καθεστώς με το κοινοτικό. Η ύπαρξη τριών θεσμοθετημένων τάξεων (ordini) με κυρίαρχη την πρώτη, των βενετών ευγενών, που είχε μόνη αυτή την εξουσία να νομοθετεί και να κυβερνά, ο αποκλεισμός της δεύτερης και της τρίτης από την έκδοση νόμων και τη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων, όπως και ο αποκλεισμός της τρίτης από τα συμβούλια των πόλεων, επέφερε την κατάργηση των παλαιότερων κοινοτικών θεσμών στις υποταγμένες πόλεις. Η Βενετία επέτρεψε να λειτουργήσουν μόνο αγροτικές κοινότητες (comuni rurali) με δικαιοδοσίες που διέφεραν αισθητά από περιφέρεια σε περιφέρεια. Μεγάλες, για παράδειγμα, ήταν στην επαρχία της Πάδοβας, ενώ στην Κρήτη και στη Ζάκυνθο υποτυπώδεις.
Η κατά λέξη απόδοση στην ελληνική του όρου comunità, όταν αυτός αφορά πόλεις (città), σχεδόν πόλεις (terre στις πηγές) ή απλά καστέλια (castelli) (τα καστέλια ήταν τα μικρότερα από τα περιφερειακά διοικητικά κέντρα της βενετικής περιφέρειας), με τον μακράς παράδοσης ελληνικό όρο κοινότητα, οδηγεί σε παρανοήσεις, σε συναισθηματικές και ιδεολογικές συνδηλώσεις, που απέχουν από την πραγματικότητα. Σε κάθε διοικητικό κέντρο τα μέλη του συμβουλίου των τσιταντίνων αντιμετώπιζαν τα τοπικά προβλήματα με τη δική τους οπτική, πρώτιστα για να ικανοποιούν τα δικά τους συμφέροντα. Η Βενετία προσάρμοσε στα δικά της μέτρα το υφιστάμενο πριν από την κατάκτηση καθεστώς. Σε κάθε περιφερειακό κέντρο το συμβούλιο των τσιταντίνων (κατ’ εξαίρεση στην Κρήτη σε κάθε περιφερειακό κέντρο το συμβούλιο από nobili veneti και nobili cretesi) είναι θεσμός ανάλογος με τους διαμορφωμένους από την κυρίαρχη θεσμοθετημένη τάξη θεσμούς αριστοκρατικού χαρακτήρα – ανάλογος του Μεγάλου Συμβουλίου – στην πρωτεύουσα του κράτους (Για τη συγκρότηση και λειτουργία των συμβουλίων των πόλεων και των αγροτικών κοινοτήτων, βλ. Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας. Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2010, σ. 151-422, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
Η Βενετία, αν και δεν παρακολούθησε πλήρως αυτές τις εξελίξεις, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ορολογία και τους θεσμούς της εποχής. Από το 1143 φερόταν ως κοινόν / κοινότητα των Βενετιών (commune Veneciarum) και δίπλα στον δόγη έκανε την εμφάνισή του το συμβούλιο των σοφών (consilium sapientum), του οποίου τις αποφάσεις, κυρίως την εκλογή νέου δόγη, όφειλε να επιδοκιμάζει η λαϊκή συνέλευση (concio/arengo) (Το δικαίωμα εκλογής του δόγη από τη λαϊκή συνέλευση πέρασε «σε μια επίσημη επιτροπή που κατέθετε μία και μοναδική υποψηφιότητα, και αυτή ισοδυναμούσε με εκλογή»: F.C. LANE, Venice. A maritime republic, Baltimore, The John Hopkins University Press, 1973· ελληνική μετάφραση, Βενετία, η θαλασσοκράτειρα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2007, σ. 144). Με το «κλείσιμο» (serrata) όμως του Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) το 1297, το πολίτευμα διαμορφώθηκε για πέντε αιώνες, ως την κατάλυση του βενετικού κράτους το 1797, σε αριστοκρατικό, παρότι η πρακτική της λαϊκής επιδοκιμασίας (collaudatio) μετά την εκλογή νέου δόγη συνεχίστηκε για περισσότερο από έναν αιώνα. Εγκαταλείφθηκε το 1423, οπότε και η Βενετία έπαυσε να ονομάζεται commune (G. COZZI – M. KNAPTON, Storia della Repubblica di Venezia. Dalla guerra di Chioggia alla riconquista della Terraferma, Torino, UTET, 1968, σ. 100-101. É. CROUSET-PAVAN, Venise triomphante. Les horizons d’un mythe, Paris, Albin Michel, 1999, στην ιταλική, Venezia trionfante. Gli orizzonti di un mito, μετάφραση E. Pasini, Torino, Einaudi, 2001, σ. 230: «Πράγματι, όταν τον 15ο αιώνα ο όρος Comune εκλείπει από το πολιτικό λεξιλόγιο για να πάρει τη θέση του ο όρος Signoria, μπορούμε χωρίς αμφιβολία να σκεφτούμε ότι, πέρα από τη συγκρότηση του εδαφικού κράτους, αυτές οι αλλαγές σημασίας επιβεβαιώνουν την επικράτηση της αριστοκρατίας». Ανάλογα, DORIT RAINES, L’invention du mythe aristocratique. L’image de soi du patriciat vénitien au temps de la Sérénissime, τ. 1, Venezia, Istituto Veneto di Scienze. Lettere ed Arti, 2006, σ. 66). Αλλά τα κυβερνητικά όργανα της κυρίαρχης πόλης, όταν απευθύνονταν σε μια υποταγμένη πόλη, δεν αντιμετώπισαν ανάλογα και τον ταυτόσημο όρο comunità (κοινότητα). Εξακολούθησαν να τον αποδίδουν σε καθεμιά από αυτές, παρόλο που δεν εκπροσωπούνταν πλέον στο συμβούλιό της ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Μόνο με καταστατική πράξη (statutum/o), την οποία εξέδιδε η βενετική Γερουσία (Senato), τα άρρενα μέλη ενός μικρού αριθμού οικογενειών σε κάθε υποταγμένη πόλη αναγνωρίζονταν ως η θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων (ordine dei cittadini) και ως συμβούλιο των τσιταντίνων (consiglio dei cittadini).
Κάθε υποταγμένη πόλη, περιφερειακό διοικητικό κέντρο του κράτους, για να δοθεί η εντύπωση ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει, δεν έπαυσε να ονομάζεται comunità από τις βενετικές αρχές και εξακολούθησε να διοικείται από έναν ρέκτορα (rettore), συνήθως ονομαζόμενο console ή podestà, ακριβώς όπως πριν από την κατάκτηση, όταν η πόλη ήταν ακόμη αυτεξούσια. Τον ρέκτορα, ωστόσο, δεν τον επέλεγε, όπως πριν από την κατάκτηση, η πόλη. Ήταν βενετός ευγενής μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας εκλεγμένος από αυτό, για να υπηρετήσει σ’ αυτή ως εκπρόσωπός της (rappresentante) για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνηθέστερα επί διετία. Ένα επίσημο έγγραφο, η εντολή (commissione) της βενετικής Γερουσίας προς τον ρέκτορα, καθόριζε τις διοικητικές και δικαστικές δικαιοδοσίες του. Το συμβούλιο της πόλης δεν είχε πλέον όπως στην εποχή των Comuni κυβερνητικές αλλά μόνο αυτοδιοικητικές δικαιοδοσίες και οι αποφάσεις του δεν ήταν έγκυρες, χωρίς την παρουσία του προέδρου του, του ρέκτορα, στις συνεδριάσεις του. Η ελευθερία (libertas), έννοια ισοδύναμη με την ανεξαρτησία όσο η πόλη ήταν ένα Comune, είχε χαθεί. Κριτήριο εισδοχής ενός άνδρα στο συμβούλιο ήταν οι τρεις γενιές, οι τρεις βαθμίδες πολιτισμένης κατάστασης που συναντάται σε πόλη (i tre gradi di civiltà), με την έννοια ότι ο υποψήφιος, όπως επίσης ο πατέρας και ο πάππος του, όφειλαν να έχουν τόπο διαμονής την πόλη και κανείς από τους τρεις να μην έχει ασκήσει ποτέ χειρωνακτικό επάγγελμα (arte meccanica). Τον επέλεγαν οι βενετικές αρχές, κατά κανόνα ύστερα από διατύπωση θετικής γνώμης του συμβουλίου των τσιταντίνων της πόλης. Η απόφαση υποβαλλόταν προς επικύρωση στη Γερουσία. Όλοι οι τσιταντίνοι μιας πόλης αποτελούσαν διά βίου, αυτοί και οι απόγονοί τους, το γενικό της συμβούλιο (consiglio generale), το οποίο συνερχόμενο κάθε χρόνο εξέλεγε το ορισμένου αριθμού συμβούλιο της πόλης, π.χ. των 150.
Οι εκχωρημένες στο συμβούλιο της πόλης από τη Βενετία με την πράξη υποταγής (atto di dedizione) ή με μεταγενέστερη καταστατική πράξη (statuto) αρμοδιότητες, έδιναν την ψευδαίσθηση ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν οι κοινοτικές/δημοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες όμως πολύ απείχαν από της εποχής των Comuni ή από ό,τι μπορεί να εκληφθεί στη θεωρία και στην πράξη ως κοινότητα. Ο όρος comunità επιβίωσε καταχρηστικά, για να προσομοιάζει το νέο καθεστώς με το κοινοτικό. Η ύπαρξη τριών θεσμοθετημένων τάξεων (ordini) με κυρίαρχη την πρώτη, των βενετών ευγενών, που είχε μόνη αυτή την εξουσία να νομοθετεί και να κυβερνά, ο αποκλεισμός της δεύτερης και της τρίτης από την έκδοση νόμων και τη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων, όπως και ο αποκλεισμός της τρίτης από τα συμβούλια των πόλεων, επέφερε την κατάργηση των παλαιότερων κοινοτικών θεσμών στις υποταγμένες πόλεις. Η Βενετία επέτρεψε να λειτουργήσουν μόνο αγροτικές κοινότητες (comuni rurali) με δικαιοδοσίες που διέφεραν αισθητά από περιφέρεια σε περιφέρεια. Μεγάλες, για παράδειγμα, ήταν στην επαρχία της Πάδοβας, ενώ στην Κρήτη και στη Ζάκυνθο υποτυπώδεις.
Η κατά λέξη απόδοση στην ελληνική του όρου comunità, όταν αυτός αφορά πόλεις (città), σχεδόν πόλεις (terre στις πηγές) ή απλά καστέλια (castelli) (τα καστέλια ήταν τα μικρότερα από τα περιφερειακά διοικητικά κέντρα της βενετικής περιφέρειας), με τον μακράς παράδοσης ελληνικό όρο κοινότητα, οδηγεί σε παρανοήσεις, σε συναισθηματικές και ιδεολογικές συνδηλώσεις, που απέχουν από την πραγματικότητα. Σε κάθε διοικητικό κέντρο τα μέλη του συμβουλίου των τσιταντίνων αντιμετώπιζαν τα τοπικά προβλήματα με τη δική τους οπτική, πρώτιστα για να ικανοποιούν τα δικά τους συμφέροντα. Η Βενετία προσάρμοσε στα δικά της μέτρα το υφιστάμενο πριν από την κατάκτηση καθεστώς. Σε κάθε περιφερειακό κέντρο το συμβούλιο των τσιταντίνων (κατ’ εξαίρεση στην Κρήτη σε κάθε περιφερειακό κέντρο το συμβούλιο από nobili veneti και nobili cretesi) είναι θεσμός ανάλογος με τους διαμορφωμένους από την κυρίαρχη θεσμοθετημένη τάξη θεσμούς αριστοκρατικού χαρακτήρα – ανάλογος του Μεγάλου Συμβουλίου – στην πρωτεύουσα του κράτους (Για τη συγκρότηση και λειτουργία των συμβουλίων των πόλεων και των αγροτικών κοινοτήτων, βλ. Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας. Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2010, σ. 151-422, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
2. REPUBBLICA, SERENISSIMA REPUBBLICA, DOMINANTE
Μερικές πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας, όπως η Βενετία, η Φλωρεντία και το Μιλάνο, τον 15ο και 16ο αιώνα επεκτάθηκαν με τη δύναμη των όπλων, ενώ οι γερμανικές με πολιτικά μέσα. Καθεμιά από αυτές τις ιταλικές πόλεις ως κυρίαρχη (dominante) εξακολούθησε να είναι η πρωτεύουσα του κράτους, ενώ οι αντίστοιχες γερμανικές ήταν ισότιμες με τις προσαρτημένες (M. BERENGO, «Città italiana e città europea, spunti comparativi», στο La demografia storica delle città italiane. Relazioni e comunicazioni presentate al Convegno tenuto ad Assisi nei giorni 27-29 ottobre 1980, Bologna, Cooperativa Libraria Universitaria Editrice, 1982, σ. 3-19. Εκτενώς, Ο ΙΔΙΟΣ, L’Europa delle città. Il volto della società urbana tra Medioevo ed Età moderna, Torino, Einaudi, 1999, XVI-1042 σελίδες). Αντίθετα, στις υποταγμένες ιταλικές πόλεις δεν ίσχυσε καθεστώς πραγματικής ισοτιμίας. Οι πολίτες των κυρίαρχων ιταλικών πόλεων είχαν μόνο αυτοί πολιτικά δικαιώματα και με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο εμφανή συμπεριφέρονταν ως κύριοι στις υποταγμένες. Έτσι ενισχυόταν η ταυτότητά τους ως Βενετών, Φλωρεντινών κτλ., αλλά και η ταυτότητα των υποταγμένων, αρνητικά τις περισσότερες φορές, επειδή είχαν αποκλειστεί από τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα πόλη (M. ASCHERI, «La città-Stato italiana: una vicenda storica conclusa?», Kos. Rivista di medicina, cultura e sience umane 241 (ottobre 2005), σ. 40-45: εδώ 45).
Από τον 15ο αιώνα στη Βενετία, οι νέοι όροι dominium, Signoria, Serenissima Signoria «υποδήλωναν έναν ιδιαίτερο οργανισμό που είχε ορισμένες καταστατικές λειτουργίες» (G. COZZI – M. KNAPTON, ό.π., σ. 101) και ήταν ισοδύναμοι με τη νέα σημασία, που η λέξη status/stato (κατάσταση) προσέλαβε, αργότερα, του κράτους. Η Βενετία ως Serenissima Repubblica (Serenissima ονομάστηκε και η Γένοβα από το 1551 με αυτοκρατορικό διάταγμα), ή κατ’ αντονομασία απλώς ως Serenissima (Γαληνοτάτη), πρόβαλλε, και επέβαλλε στην επικράτειά της, την ιδεολογικά φορτισμένη αντίληψη ότι ήταν κράτος ευνομίας διεπόμενο από υψηλό αίσθημα ευθύνης και δικαιοσύνης στις σχέσεις του με τα άλλα κράτη, με τις υποταγμένες πόλεις και με τους υπηκόους της. Οι υπήκοοι, όπως τα συμβούλια τσιταντίνων των περιφερειακών κέντρων, μπορούσαν να απευθύνονται στις βενετικές αρχές, τόσο στις περιφερειακές όσο και στις κεντρικές, και να ζητούν την έκδοση δίκαιων διοικητικών ή δικαστικών αποφάσεων. Πόσο, ωστόσο, η Βενετία ανά τους αιώνες υπήρξε κράτος ευνομίας και πόσο οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τα αρμόδια όργανα με ήρεμη / γαλήνια συνείδηση, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ένα ναι ή με ένα όχι. Οι υπήκοοι, όταν υπέβαλλαν τα αιτήματά τους στις βενετικές αρχές ονόμαζαν τη Βενετία Serenissima Repubblica. Όταν όμως ο Cesare Beccaria δημοσίευσε το 1764 το περίφημο δοκίμιό του Dei delitti e delle pene, για να ασκήσει δριμεία κριτική στα δικαιικά συστήματα της εποχής του, περισσότερο από κάθε άλλο είχε στο νου του ως αρνητικό παράδειγμα το βενετικό (Ανάμεσα στις πρώτες εκδόσεις C. BECCARIA, Dei delitti e delle pene, τ. 1-2, Monaco [: Firenze], Andrea Bonducci, 1764. Η μετάφραση στην ελληνική του Αδαμάντιου Κοραή σε τελευταία ανατύπωση Αθήνα, 1989. Βλ. και πρόσφατη μετάφραση: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΘΗΝΑ ΣΙΜΟΓΛΟΥ, Περί εγκλημάτων και ποινών, Αθήνα, 2009). Επομένως, όταν από τους μελετητές σήμερα αντί να αναφέρεται ως βενετικό κράτος ή απλώς ως Βενετία, επιλέγεται αυτή να ονομάζεται Γαληνοτάτη (Serenissima), όχι κατ’ ανάγκη ηθελημένα, αλλά κατ’ αντονομασία μόνο και μόνο για να αποφεύγεται η επανάληψη, διατυπώνεται μια ιδεολογικά / αξιολογικά φορτισμένη άποψη, αναπαράγεται τόσο όψιμα, ετεροχρονισμένα, η κυρίαρχη βενετική ιδεολογία. Έτσι, χωρίς την ελάχιστη παρουσίαση του ισχύοντος θεσμικού καθεστώτος, ο ανυποψίαστος παραλήπτης του μηνύματος διατίθεται χωρίς να το συνειδητοποιεί ευνοϊκά σ’ αυτό το καθεστώς.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο repubblica, που μπορεί να εκληφθεί ως πολιτικό σύστημα στο οποίο όλοι άμεσα ή έμμεσα μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς καμιά αναφορά στην πραγματική σημασία, στην ελληνική αποδίδεται ως δημοκρατία. Ο όρος repubblica (< res publica: δημοκρατία) απέκτησε την πρωταρχική σημασία του στην αρχαία Ρώμη, όπου την εξουσία μοιράζονταν κατά κάποιο τρόπο η Γερουσία και ο λαός (senatus populusque romanus). Στο πολίτευμα της αρχαίας Ρώμης, ωστόσο, δεν υπερίσχυαν τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Η προφανής υπεροχή της Γερουσίας προσέδιδε στο καθεστώς αριστοκρατικό χαρακτήρα. Αντίθετα, στον ύστερο μεσαίωνα και στους πρώιμους νεότερους χρόνους, στην εποχή των Comuni και αργότερα ακόμη σε μερικές πόλεις, όπως στη Φλωρεντία, ίσχυσαν πραγματικοί δημοκρατικοί θεσμοί. Το 1438 ο Poggio Bracciolini, γνωστός διανοούμενος στην υπηρεσία της Φλωρεντίας, έγραφε σχετικά στον δούκα του Μιλάνου:
Τη δική μας repubblica δεν την κυβερνούν ούτε μερικοί τσιταντίνοι ούτε οι αριστοκράτες, αλλά όλος ο λαός γίνεται δεκτός με ίσο δικαίωμα στα δημόσια αξιώματα· τούτο έχει ως επακόλουθο οι μεγάλοι τσιταντίνοι και οι απλοί τσιταντίνοι, οι ευγενείς και οι μη ευγενείς, να είναι ενωμένοι για να υπηρετήσουν την ελευθερία, την οποία για να την υπερασπιστούν δεν κοιτάζουν πώς θα αποφύγουν τα έξοδα ούτε φοβούνται τους κόπους (Το απόσπασμα στο M. ASCHERI, Le città-Stato, ό.π., σ. 147).
Κριτήρια για την εκλογή υποψηφίου στα αξιώματα ήταν η αναγνώριση / το κύρος (dignitas), η αρετή / η αξία (virtù) και όχι ο πλούτος ή η ευγένεια του πολίτη (cittadino) (RUBINSTEIN, ό.π., σελ. 18).
Παράλληλα, από τις αρχές του 14ου αιώνα η λέξη repubblica εξελίχθηκε σε έναν γενικό και αόριστο όρο ή απέκτησε περισσότερες σημασίες της αρχικής. Δήλωνε κάθε πολιτικό σύστημα, ακόμη και μοναρχικό. Έλεγαν ‘‘res publica imperii’’, ‘‘res publica regnis nostri’’» (M. ASCHERI, «La Siena del Buon Governo (1287-1355)», στο SIMONETTA ADORNI BRACCESI - M. ASCHERI (επιμ.), Politica e cultura, ό.π., σ. 84). Ο Bartolo Cavalcanti (1503-1562), μελετητής του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πολύβιου, στο έργο του Trattati sopra gli ottimi reggimenti delle repubbliche antiche e moderne ονομάζει repubbliche τα διάφορα κατά Πλάτωνα είδη πολιτευμάτων και repubbliche miste (μεικτά πολιτεύματα) τα πολιτεύματα της εποχής του (Βλ. B. CAVALCANTI, Trattati sopra gli ottimi reggimenti delle repubbliche antiche e moderne, Milano, Società tipografica de’ Classici italiani, 1805 (1/1555), σ. 1-3).
Ο όρος repubblica εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και στη Βενετία, όπου μόνο οι βενετοί ευγενείς (nobili veneti) είχαν πολιτικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο, εξέφραζε τον ιδιότυπο χαρακτήρα του βενετικού ρεπουμπλικανισμού: οι βενετοί ευγενείς, που είχαν όλη την κυβερνητική εξουσία, εξέλεγαν στα κυβερνητικά συμβούλια και στα αξιώματα αποκλειστικά ομοίους τους ύστερα από ψηφοφορία, δηλαδή με τις συνήθεις στα δημοκρατικά πολιτεύματα διαδικασίες. Όταν, όμως, στο ανώτατο κυβερνητικό όργανο του κράτους, στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio), από το οποίο προέρχονταν όλα τα άλλα κυβερνητικά όργανα, μετείχαν επί πέντε αιώνες (1297-1797) μόνο λίγοι κάτοικοι της πόλης, από 1.000 ως 2.500 κατά καιρούς, οι βενετοί ευγενείς, το πολίτευμά της ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατικό, αλλά αριστοκρατικό. Μόνο μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου είχαν το προνόμιο να εκλέγονται στα κυβερνητικά συμβούλια και σε όλα τα άλλα αξιώματα (magistrati, κοινώς offici) της Βενετίας και των περιφερειών. Οι άλλοι cittadini, τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα διοικητικά κέντρα των περιφερειών του κράτους ( τα territori και τις province που υποδιαιρούνταν σε territori), δεν εκπροσωπούνταν στο Μεγάλο Συμβούλιο και δεν είχαν δικαίωμα εκλογής σε κανένα αξίωμα, ούτε στο λιγότερο σημαντικό, του κέντρου και της περιφέρειας. Ο θεωρητικός εξάλλου του πολιτεύματός της με το μεγαλύτερο κύρος, ο Gasparo Contarini, υποστήριξε ότι ήταν μεικτό (G. CONTARINI, De magistratibus et republica Venetorum libri V, Parisiis, ex officina M. Vascosani, 1543): η ύπαρξη ανωτάτου άρχοντα, του δόγη, του προσέδιδε μοναρχικό χαρακτήρα, Γερουσίας αριστοκρατικό και Μεγάλου Συμβουλίου δημοκρατικό. Ανάλογα, όπως παρατηρεί ο σύγχρονός μας μελετητής Matteo Casini, από βενετούς και άλλους συγγραφείς εκείνης της εποχής προβλήθηκε ο αναγεννησιακός μύθος της Serenissima Repubblica ως το ιδεατό πρότυπο πολιτικής και θεσμικής εμπειρίας (M. CASINI, «Note sul linguaggio politico veneziano del Rinascimento», στο SIMONETTA ADORNI BRACCESI – M. ASCHERI (επιμ.), Politica e cultura nelle Repubbliche italiane, ό.π., σ. 309). Είναι επομένως τελείως παραπλανητικό να αναφέρεται ως Repubblica di Venezia και να μεταφράζεται ως Δημοκρατία της Βενετίας ή, πολύ περισσότερο, να αποκαλείται Γαληνότατη Δημοκρατία (Serenissima Repubblica). Το ίδιο αστόχαστα, μερικές φορές, κατ’ αντονομασία η Βενετία αναφέρεται ως Dominante, με τρόπο που διαφεύγει η σημασία του όρου, χωρίς να συνειδητοποιείται ότι dominante (: κυρίαρχη) ήταν η πόλη, μικρή μερίδα της πόλης (η θεσμοθετημένη τάξη των βενετών ευγενών), που εξουσίαζε τόπους και ανθρώπους. Αυτές οι κατ’ αντονομασία διατυπώσεις ηχούν ευχάριστα, συχνά όμως, παραπλανούν τον παραλήπτη του μηνύματος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν η χρήση του όρου και το σύνολο των συμφραζομένων παύουν να φανερώνουν το βάρος της κυριαρχίας. Πολύ περισσότερο, το συμβούλιο τσιταντίνων στη Ζάκυνθο ή τα συμβούλια τσιταντίνων στα διαμερίσματα (territori) της Πελοποννήσου στη διάρκεια της τριακονταετίας 1685-1715 υπερέβαλλαν, όταν πρόβαλλαν την απαίτηση να αναγνωρίζει η Βενετία τις περιφέρειές τους ως repubbliche, επειδή το βενετικό κράτος τους είχε εκχωρήσει το δικαίωμα να αποφασίζουν, παρουσία των βενετικών αρχών, για θέματα τοπικής σημασίας (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Οι τσιταντίνοι, ό.π., σ. 361 και 484). Πέρα των άλλων επιχειρημάτων, οι αρμοδιότητες των συμβουλίων τους δεν ήταν αρκετές, για μια πραγματική χρήση του όρου. Και όταν ακόμη οι βενετικές αρχές δεν κατόρθωναν να ασκούν αποτελεσματικά την διοικητική και δικαστική εξουσία, αυτά δεν έπαυαν να είναι χωρίς κυβερνητικές δικαιοδοσίες συμβούλια περιφερειών υποκείμενων στην κυρίαρχη πόλη. Δεν ήταν αυτόνομα / αυτεξούσια καθεστώτα με κοινοτικούς / δημοκρατικούς θεσμούς άξια να ονομάζονται comuni ή repubbliche. Το βενετικό κράτος δεν ήταν ένα σύγχρονο ομόσπονδο κράτος.
Από τον 15ο αιώνα στη Βενετία, οι νέοι όροι dominium, Signoria, Serenissima Signoria «υποδήλωναν έναν ιδιαίτερο οργανισμό που είχε ορισμένες καταστατικές λειτουργίες» (G. COZZI – M. KNAPTON, ό.π., σ. 101) και ήταν ισοδύναμοι με τη νέα σημασία, που η λέξη status/stato (κατάσταση) προσέλαβε, αργότερα, του κράτους. Η Βενετία ως Serenissima Repubblica (Serenissima ονομάστηκε και η Γένοβα από το 1551 με αυτοκρατορικό διάταγμα), ή κατ’ αντονομασία απλώς ως Serenissima (Γαληνοτάτη), πρόβαλλε, και επέβαλλε στην επικράτειά της, την ιδεολογικά φορτισμένη αντίληψη ότι ήταν κράτος ευνομίας διεπόμενο από υψηλό αίσθημα ευθύνης και δικαιοσύνης στις σχέσεις του με τα άλλα κράτη, με τις υποταγμένες πόλεις και με τους υπηκόους της. Οι υπήκοοι, όπως τα συμβούλια τσιταντίνων των περιφερειακών κέντρων, μπορούσαν να απευθύνονται στις βενετικές αρχές, τόσο στις περιφερειακές όσο και στις κεντρικές, και να ζητούν την έκδοση δίκαιων διοικητικών ή δικαστικών αποφάσεων. Πόσο, ωστόσο, η Βενετία ανά τους αιώνες υπήρξε κράτος ευνομίας και πόσο οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τα αρμόδια όργανα με ήρεμη / γαλήνια συνείδηση, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ένα ναι ή με ένα όχι. Οι υπήκοοι, όταν υπέβαλλαν τα αιτήματά τους στις βενετικές αρχές ονόμαζαν τη Βενετία Serenissima Repubblica. Όταν όμως ο Cesare Beccaria δημοσίευσε το 1764 το περίφημο δοκίμιό του Dei delitti e delle pene, για να ασκήσει δριμεία κριτική στα δικαιικά συστήματα της εποχής του, περισσότερο από κάθε άλλο είχε στο νου του ως αρνητικό παράδειγμα το βενετικό (Ανάμεσα στις πρώτες εκδόσεις C. BECCARIA, Dei delitti e delle pene, τ. 1-2, Monaco [: Firenze], Andrea Bonducci, 1764. Η μετάφραση στην ελληνική του Αδαμάντιου Κοραή σε τελευταία ανατύπωση Αθήνα, 1989. Βλ. και πρόσφατη μετάφραση: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΘΗΝΑ ΣΙΜΟΓΛΟΥ, Περί εγκλημάτων και ποινών, Αθήνα, 2009). Επομένως, όταν από τους μελετητές σήμερα αντί να αναφέρεται ως βενετικό κράτος ή απλώς ως Βενετία, επιλέγεται αυτή να ονομάζεται Γαληνοτάτη (Serenissima), όχι κατ’ ανάγκη ηθελημένα, αλλά κατ’ αντονομασία μόνο και μόνο για να αποφεύγεται η επανάληψη, διατυπώνεται μια ιδεολογικά / αξιολογικά φορτισμένη άποψη, αναπαράγεται τόσο όψιμα, ετεροχρονισμένα, η κυρίαρχη βενετική ιδεολογία. Έτσι, χωρίς την ελάχιστη παρουσίαση του ισχύοντος θεσμικού καθεστώτος, ο ανυποψίαστος παραλήπτης του μηνύματος διατίθεται χωρίς να το συνειδητοποιεί ευνοϊκά σ’ αυτό το καθεστώς.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο repubblica, που μπορεί να εκληφθεί ως πολιτικό σύστημα στο οποίο όλοι άμεσα ή έμμεσα μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς καμιά αναφορά στην πραγματική σημασία, στην ελληνική αποδίδεται ως δημοκρατία. Ο όρος repubblica (< res publica: δημοκρατία) απέκτησε την πρωταρχική σημασία του στην αρχαία Ρώμη, όπου την εξουσία μοιράζονταν κατά κάποιο τρόπο η Γερουσία και ο λαός (senatus populusque romanus). Στο πολίτευμα της αρχαίας Ρώμης, ωστόσο, δεν υπερίσχυαν τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Η προφανής υπεροχή της Γερουσίας προσέδιδε στο καθεστώς αριστοκρατικό χαρακτήρα. Αντίθετα, στον ύστερο μεσαίωνα και στους πρώιμους νεότερους χρόνους, στην εποχή των Comuni και αργότερα ακόμη σε μερικές πόλεις, όπως στη Φλωρεντία, ίσχυσαν πραγματικοί δημοκρατικοί θεσμοί. Το 1438 ο Poggio Bracciolini, γνωστός διανοούμενος στην υπηρεσία της Φλωρεντίας, έγραφε σχετικά στον δούκα του Μιλάνου:
Τη δική μας repubblica δεν την κυβερνούν ούτε μερικοί τσιταντίνοι ούτε οι αριστοκράτες, αλλά όλος ο λαός γίνεται δεκτός με ίσο δικαίωμα στα δημόσια αξιώματα· τούτο έχει ως επακόλουθο οι μεγάλοι τσιταντίνοι και οι απλοί τσιταντίνοι, οι ευγενείς και οι μη ευγενείς, να είναι ενωμένοι για να υπηρετήσουν την ελευθερία, την οποία για να την υπερασπιστούν δεν κοιτάζουν πώς θα αποφύγουν τα έξοδα ούτε φοβούνται τους κόπους (Το απόσπασμα στο M. ASCHERI, Le città-Stato, ό.π., σ. 147).
Κριτήρια για την εκλογή υποψηφίου στα αξιώματα ήταν η αναγνώριση / το κύρος (dignitas), η αρετή / η αξία (virtù) και όχι ο πλούτος ή η ευγένεια του πολίτη (cittadino) (RUBINSTEIN, ό.π., σελ. 18).
Παράλληλα, από τις αρχές του 14ου αιώνα η λέξη repubblica εξελίχθηκε σε έναν γενικό και αόριστο όρο ή απέκτησε περισσότερες σημασίες της αρχικής. Δήλωνε κάθε πολιτικό σύστημα, ακόμη και μοναρχικό. Έλεγαν ‘‘res publica imperii’’, ‘‘res publica regnis nostri’’» (M. ASCHERI, «La Siena del Buon Governo (1287-1355)», στο SIMONETTA ADORNI BRACCESI - M. ASCHERI (επιμ.), Politica e cultura, ό.π., σ. 84). Ο Bartolo Cavalcanti (1503-1562), μελετητής του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πολύβιου, στο έργο του Trattati sopra gli ottimi reggimenti delle repubbliche antiche e moderne ονομάζει repubbliche τα διάφορα κατά Πλάτωνα είδη πολιτευμάτων και repubbliche miste (μεικτά πολιτεύματα) τα πολιτεύματα της εποχής του (Βλ. B. CAVALCANTI, Trattati sopra gli ottimi reggimenti delle repubbliche antiche e moderne, Milano, Società tipografica de’ Classici italiani, 1805 (1/1555), σ. 1-3).
Ο όρος repubblica εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και στη Βενετία, όπου μόνο οι βενετοί ευγενείς (nobili veneti) είχαν πολιτικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο, εξέφραζε τον ιδιότυπο χαρακτήρα του βενετικού ρεπουμπλικανισμού: οι βενετοί ευγενείς, που είχαν όλη την κυβερνητική εξουσία, εξέλεγαν στα κυβερνητικά συμβούλια και στα αξιώματα αποκλειστικά ομοίους τους ύστερα από ψηφοφορία, δηλαδή με τις συνήθεις στα δημοκρατικά πολιτεύματα διαδικασίες. Όταν, όμως, στο ανώτατο κυβερνητικό όργανο του κράτους, στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio), από το οποίο προέρχονταν όλα τα άλλα κυβερνητικά όργανα, μετείχαν επί πέντε αιώνες (1297-1797) μόνο λίγοι κάτοικοι της πόλης, από 1.000 ως 2.500 κατά καιρούς, οι βενετοί ευγενείς, το πολίτευμά της ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατικό, αλλά αριστοκρατικό. Μόνο μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου είχαν το προνόμιο να εκλέγονται στα κυβερνητικά συμβούλια και σε όλα τα άλλα αξιώματα (magistrati, κοινώς offici) της Βενετίας και των περιφερειών. Οι άλλοι cittadini, τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα διοικητικά κέντρα των περιφερειών του κράτους ( τα territori και τις province που υποδιαιρούνταν σε territori), δεν εκπροσωπούνταν στο Μεγάλο Συμβούλιο και δεν είχαν δικαίωμα εκλογής σε κανένα αξίωμα, ούτε στο λιγότερο σημαντικό, του κέντρου και της περιφέρειας. Ο θεωρητικός εξάλλου του πολιτεύματός της με το μεγαλύτερο κύρος, ο Gasparo Contarini, υποστήριξε ότι ήταν μεικτό (G. CONTARINI, De magistratibus et republica Venetorum libri V, Parisiis, ex officina M. Vascosani, 1543): η ύπαρξη ανωτάτου άρχοντα, του δόγη, του προσέδιδε μοναρχικό χαρακτήρα, Γερουσίας αριστοκρατικό και Μεγάλου Συμβουλίου δημοκρατικό. Ανάλογα, όπως παρατηρεί ο σύγχρονός μας μελετητής Matteo Casini, από βενετούς και άλλους συγγραφείς εκείνης της εποχής προβλήθηκε ο αναγεννησιακός μύθος της Serenissima Repubblica ως το ιδεατό πρότυπο πολιτικής και θεσμικής εμπειρίας (M. CASINI, «Note sul linguaggio politico veneziano del Rinascimento», στο SIMONETTA ADORNI BRACCESI – M. ASCHERI (επιμ.), Politica e cultura nelle Repubbliche italiane, ό.π., σ. 309). Είναι επομένως τελείως παραπλανητικό να αναφέρεται ως Repubblica di Venezia και να μεταφράζεται ως Δημοκρατία της Βενετίας ή, πολύ περισσότερο, να αποκαλείται Γαληνότατη Δημοκρατία (Serenissima Repubblica). Το ίδιο αστόχαστα, μερικές φορές, κατ’ αντονομασία η Βενετία αναφέρεται ως Dominante, με τρόπο που διαφεύγει η σημασία του όρου, χωρίς να συνειδητοποιείται ότι dominante (: κυρίαρχη) ήταν η πόλη, μικρή μερίδα της πόλης (η θεσμοθετημένη τάξη των βενετών ευγενών), που εξουσίαζε τόπους και ανθρώπους. Αυτές οι κατ’ αντονομασία διατυπώσεις ηχούν ευχάριστα, συχνά όμως, παραπλανούν τον παραλήπτη του μηνύματος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν η χρήση του όρου και το σύνολο των συμφραζομένων παύουν να φανερώνουν το βάρος της κυριαρχίας. Πολύ περισσότερο, το συμβούλιο τσιταντίνων στη Ζάκυνθο ή τα συμβούλια τσιταντίνων στα διαμερίσματα (territori) της Πελοποννήσου στη διάρκεια της τριακονταετίας 1685-1715 υπερέβαλλαν, όταν πρόβαλλαν την απαίτηση να αναγνωρίζει η Βενετία τις περιφέρειές τους ως repubbliche, επειδή το βενετικό κράτος τους είχε εκχωρήσει το δικαίωμα να αποφασίζουν, παρουσία των βενετικών αρχών, για θέματα τοπικής σημασίας (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Οι τσιταντίνοι, ό.π., σ. 361 και 484). Πέρα των άλλων επιχειρημάτων, οι αρμοδιότητες των συμβουλίων τους δεν ήταν αρκετές, για μια πραγματική χρήση του όρου. Και όταν ακόμη οι βενετικές αρχές δεν κατόρθωναν να ασκούν αποτελεσματικά την διοικητική και δικαστική εξουσία, αυτά δεν έπαυαν να είναι χωρίς κυβερνητικές δικαιοδοσίες συμβούλια περιφερειών υποκείμενων στην κυρίαρχη πόλη. Δεν ήταν αυτόνομα / αυτεξούσια καθεστώτα με κοινοτικούς / δημοκρατικούς θεσμούς άξια να ονομάζονται comuni ή repubbliche. Το βενετικό κράτος δεν ήταν ένα σύγχρονο ομόσπονδο κράτος.
3. CITTADINI
Ως το 1297, το έτος της πολιτειακής μεταβολής, κάθε Βενετός, χάρη στα προνόμια που απολάμβανε, αν ήταν παλαιός Βενετός ή εγκατεστημένος στην πόλη επί πολλά χρόνια, ήταν πολίτης (civis/cittadino), αφού έπαιρνε μέρος στη συνέλευση (concio ή arengo) της κοινότητας (comune). Το σώμα αυτό των πολιτών δεν ήταν η εκκλησία του δήμου της αρχαίας Αθήνας, όπου λαμβάνονταν οι τελικές αποφάσεις. Στη Βενετία η λήψη των πολιτικών αποφάσεων ήταν έργο των κρατικών οργάνων και η συνέλευση είχε τυπικό σχεδόν χαρακτήρα. Καθώς ωστόσο η σύγκλησή της απέβλεπε τόσο στην επιδοκιμασία (collaudatio), για την ευρύτερη νομιμοποίηση των αποφάσεων, όσο και στην ανάληψη δεσμεύσεων, όλες κατά κάποιο τρόπο οι κοινωνικές ομάδες της πόλης εμπλέκονταν, αν και σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά, στα δημόσια πράγματα (res publica).
Μετά το 1297 όμως, ακόμη περισσότερο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, παρόλο που η συνέλευση καταργήθηκε αργότερα, το 1423, ως ενοχλητική παρά για τις εξουσίες της, με τρόπο ξεκάθαρο πλέον πραγματικοί πολίτες (cives / cittadini), όπως και οι ίδιοι σταθερά υποστήριζαν, με δικαίωμα να εκλέγουν και να εκλέγονται στα κυβερνητικά αξιώματα και να διαμορφώνουν τους θεσμούς, ήταν μόνο όσοι μετείχαν στο Μεγάλο Συμβούλιο. Και ενώ από τα μέσα του 13ου αιώνα είχε καθιερωθεί να φέρουν τον τίτλο vir nobilis / Homo Nobilis (H. N.) μόνο όσοι καταλάμβαναν αξιώματα δημόσια (κατά βυζαντινή παράδοση) ή φεουδαλικά (κατά λομβαρδική παράδοση), μετά το 1297 ή ακριβέστερα μετά το 1323, όλοι όσοι μετείχαν στο Μεγάλο Συμβούλιο ονομάζονταν ισόβια ευγενείς (nobili), όπως επίσης οι οικογένειές τους (άνδρες και γυναίκες) και οι νόμιμοι απόγονοί τους. Ο τίτλος ήταν αντάξιος του πολιτικού τους ρόλου και σε πλήρη αντιστοιχία με την ονοματολογία και τις ισχύουσες κοινωνικές ιεραρχίες εκείνη την εποχή στην Ευρώπη. Με την καταστατική μεταβολή του 1297 και των επόμενων ετών, οι βενετοί ευγενείς επιβλήθηκαν νομικά και κοινωνικά ως η κυρίαρχη πρώτη θεσμοθετημένη τάξη (primo ordine) και η κοινωνία προσέλαβε αυστηρά ιεραρχημένη δομή (R. CESSI, Le origini del ducato veneziano, Napoli, Morano, 1951, σ. 323-339: «Le origini del patriziato veneziano»· RAINES, ό.π., τ. 1, σ. 567-569· R.C. MUELLER, «Espressioni di status sociale dopo la “serrata” del Maggior Consiglio di Venezia», στο Studi veneziani offerti a Gaetano Cozzi, Venezia, Il Cardo, 1992, σ. 53-60. Σχετικά με τον χαρακτηρισμό Βενετών ως ευγενών πριν και μετά το 1297 τα εξής από τον LANE, ό.π., σ. 141: «Υπήρχαν οικογένειες που θεωρούνταν ευγενείς λόγω του πλούτου τους, των στρατιωτικών τους υπηρεσιών, των διασυνδέσεών τους με την εκκλησία, του τρόπου ζωής τους. Παρότι δεν είχαν σαφώς προσδιορισμένα νομικά ή πολιτικά προνόμια που να τις ξεχωρίζουν από τις μη ευγενείς οικογένειες, ήταν οι ηγέτιδες του πολιτικού βίου και στην αρχή ο κόσμος δεχόταν ότι εκπροσωπούσαν τον λαό, δηλαδή την κοινότητα». Και από τον ίδιο, ό.π., σ. 173, ότι από το 1323, «για να γίνει κάποιος μέλος του μεγάλου συμβουλίου, έπρεπε να αποδείξει πως είχε έναν πρόγονο που είχε υπηρετήσει σε υψηλές θέσεις» [...] και ότι, ό.π., σ. 174, «όλα τα μέλη του μεγάλου συμβουλίου θεωρούνταν ευγενείς και η ιδιότητα του ευγενούς αντιμετωπιζόταν […] ως κληρονομική»).
Έκτοτε στη Βενετία μόνο οι ευγενείς (nobili veneti) ένα πολύ μικρό ποσοστό των κατοίκων της πόλης διατήρησαν ακέραια τα προνόμια που απέρρεαν από την ιδιότητα του πολίτη (cittadino). Όσοι φέρονταν στο εξής ως «πολίτες» (cittadini) διακρίνονταν, ανάλογα με τα προνόμια που τους εκχωρούσαν οι ευγενείς, σε επιμέρους ομάδες. Όλοι αυτοί δεν είχαν – παρά το όνομα – το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα κυβερνητικά αξιώματα ή σαφέστερα δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Κάθε όνομα έχει την ιστορία του. Συχνά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και όταν το περιεχόμενό του αλλάζει.
Από τις ομάδες των τσιταντίνων που όλες μαζί αποτελούσαν τη δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων (ordine dei cittadini) του βενετικού κράτους, με πρώτη των ευγενών (ordine dei nobili) και τρίτη του λαού (ordine del popolo, dei popolari), διακρίνονταν οι εξής τέσσερις: οι γηγενείς βενετοί τσιταντίνοι (cittadini originari veneti), οικογένειες Βενετών, οι οποίες, αν και ξεχώριζαν από πολλές άλλες, δεν κρίθηκαν άξιες να περιληφθούν στο Μεγάλο Συμβούλιο· οι οικογένειες των γηγενών ελάχιστα υπολείπονταν σε οικονομικά προνόμια από τις ευγενείς, όπως και ελάχιστα πλεονεκτούσαν από τη δεύτερη κατηγορία των τσιταντίνων με δικαίωμα εμπορίας εκτός και εντός της Βενετίας (cittadini de intus et de extra). Μια τρίτη κατηγορία αποτελούσαν όσοι ονομάζονταν τσιταντίνοι με δικαίωμα εμπορίας εντός Βενετίας μόνο (cittadini de intus tantum). Τέλος, μια τέταρτη αποτέλεσαν, όσοι εισήλθαν ως τσιταντίνοι αρχικά ή μεταγενέστερα στα συμβούλια διοικητικών κέντρων – πόλεων σχεδόν πόλεων ή καστελιών – της βενετικής περιφέρειας. Από τις παραπάνω κατηγορίες οι γηγενείς από τον 14ο αιώνα, αργότερα σταδιακά περισσότερο, απέκτησαν το προνόμιο να εισέρχονται και να αναδεικνύονται σε στελέχη της βενετικής / δουκικής γραφειοκρατίας. Τα μέλη πάλι των περιφερειακών συμβουλίων, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία ή με μεταγενέστερη καταστατική πράξη, όπως είδαμε, μπορούσαν να συνέρχονται υπό την προεδρία του ρέκτορα της περιφέρειας και, κατά περίπτωση, να αποφασίζουν για τοπικά προβλήματα ή να προτείνουν στις βενετικές αρχές της περιφέρειας και του κέντρου την επίλυσή τους, να υποβάλλουν με πρεσβείες τους τα αιτήματά τους στο κέντρο και να εκλέγουν ομοίους τους σε καταστατικά προβλεπόμενες θέσεις του τόπου, τις έσχατες στο όλο σύστημα της διοίκησης του κράτους. Στους τσιταντίνους του κέντρου και της βενετικής περιφέρειας ποτέ η Βενετία δεν απένειμε με καταστατική πράξη (per statuto) τίτλο ευγένειας. Όσοι από τους τελευταίους είχαν τίτλους πριν από τη βενετική κατάκτηση της πόλης τους και σε όσους απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του conte για προσφερθείσες υπηρεσίες ή αντί ορισμένου ποσού, αφού εκχώρησαν σημαντική έκταση γης στο κράτος, η οποία στη συνέχεια τους αποδόθηκε ως φέουδο, μετείχαν ισότιμα με τους άλλους τσιταντίνους στα συμβούλια. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε περιφέρεια τα μέλη του συμβουλίου της (i cittadini del consiglio) επέμεναν να προβάλλονται ως ευγενείς (nobili). Όσο όμως κι αν επιθυμούσαν διακαώς να τους δοθεί ο τίτλος, οι βενετοί ευγενείς αρνήθηκαν επίμονα ως το τέλος να τους απονείμουν τίτλο συνεπαγόμενο και συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους. Γι’ αυτό οι τσιταντίνοι παρά το όνομα ουδέποτε απέκτησαν πραγματικά πολιτικά προνόμια.
Στη βιβλιογραφία δεν είναι τόσο ξεκάθαρο τι ήταν ακριβώς οι τσιταντίνοι των βενετικών περιφερειακών κέντρων. Οι τσιταντίνοι της βενετικής περιφέρειας αντιμετωπίστηκαν με κάποια αμηχανία. Προβλήθηκαν τρεις διαφορετικές προτάσεις: όσοι μελετητές έμειναν πιστοί στην παράδοση, την οποία δημιούργησαν οι ίδιοι οι τσιταντίνοι, χωρίς καμιά δυσκολία διάβαζαν στις πηγές, ή και διαβάζουν ακόμη και σήμερα, τσιταντίνοι και μεταφράζουν ευγενείς, όχι τελείως αυθαίρετα, αφού υπάρχουν πηγές, που παρήγαγαν οι τσιταντίνοι, στις οποίες αυτοπροσδιορίζονται ως ευγενείς. Άλλοι μένουν πιστοί σε αυτό που σημαίνει η λέξη: μεταφράζουν πολίτες. Μια τρίτη κατηγορία μελετητών προτιμά να ονομάζει τους τσιταντίνους αστούς. Και στις τρεις περιπτώσεις υπάρχει πρόβλημα. Οι τσιταντίνοι δεν μπορούν να ονομάζονται ευγενείς, παρόλο που οι ίδιοι επέμεναν να προβάλλονται ως τέτοιοι. Ούτε πολίτες, όπως είδαμε. Αλλά και η λέξη αστοί δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα: ως ειδικός όρος προσδιορίζει ορισμένη κοινωνική τάξη (classe), της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν συμπίπτουν με τα χαρακτηριστικά της θεσμοθετημένης τάξης των τσιταντίνων (ordine dei cittadini). Τον κορμό της τελευταίας αποτελούσαν κάτοχοι φέουδων, ή ευρύτερα ιδιοκτήτες αγροτικών και αστικών ακινήτων, πρόσωπα τα οποία απέφευγαν συνήθως να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε επιχειρηματικές δραστηριότητες με κάποιο ιδιαίτερο ρίσκο. Όσοι πάλι μπορούν να θεωρηθούν ως άνθρωποι με αστικά χαρακτηριστικά, όπως δικηγόροι, νοτάριοι, γιατροί, επιχειρηματίες και άλλοι δεν αποτελούσαν τα ισχυρότερα μέλη της θεσμοθετημένης τάξης τους και, το κυριότερο, ούτε αυτοί είχαν αναπτύξει συνείδηση κοινωνικής τάξης (classe). Είναι προτιμότερο, κατά τη γνώμη μου, ο όρος cittadino να μείνει αμετάφραστος (τσιταντίνος), όπως οι όροι ποπολάρος, πληβείος και άλλοι. Αν μείνει αμετάφραστος, κατ’ ανάγκην θα αναζητηθεί ο πολιτικός και κοινωνικός τους ρόλος. Γιατί ως τώρα με την απλή μετάφρασή του, δεν είχε διευκρινιστεί τι ήταν επιτέλους αυτοί οι ...«πολίτες».
Μια άλλη πάλι ομάδα ανθρώπων της βενετικής περιφέρειας, όπως προκύπτει από τις πηγές του 17ου και 18ου αιώνα, οι φερόμενοι ως civili, επειδή ξεχώριζαν από τους ποπολάρους ως προς την πολιτισμένη κατάσταση που συναντάται σε πόλη, επιθυμούσαν διακαώς να εισέλθουν στη θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων. Οι civili, τυπικά ανήκαν στην τρίτη θεσμοθετημένη τάξη (terzo ordine). Ωστόσο, ως νέοι άνθρωποι με νομικές ή ιατρικές σπουδές, επιχειρηματίες και άλλοι, που ζούσαν σ’ ένα επίπεδο αρκετά υψηλό, δεν ανέχονταν να θεωρούνται ποπολάροι. Γι’ αυτό ζητούσαν από τη Γερουσία να τους αναγνωρίσει ως ordine civile και να τους εκχωρήσει προνόμια παρόμοια με των τσιταντίνων. Σε μερικές περιπτώσεις, που είχα την ευκαιρία να μελετήσω, η αναγνώρισή τους, με λιγότερο κατοχυρωμένα προνόμια από αυτά που είχαν ζητήσει, επιτεύχθηκε. Πρόθεσή τους ασφαλώς ήταν σε μεταγενέστερο χρόνο να επιτύχουν την εισδοχή τους στη θεσμοθετημένη τάξη των τσιταντίνων και να συμπεριφέρονται, όπως εκείνοι, σαν ευγενείς. Με την κατάλυση του βενετικού κράτους το 1797 σ’ όλα αυτά τα όνειρα τέθηκε ένα τέλος (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 295-320).
4. REGNO
Η Βενετία, στη διάρκεια της κυριαρχίας της στην Κρήτη (1204-1669) και την Κύπρο (1489-1571), ανατρέχοντας στην ιστορία αυτών των δύο μεγάλης σημασίας κτήσεων – στην απώτατη της Κρήτης (Η Κρήτη στην εποχή του μινωικού πολιτισμού [από τον μυθικό βασιλιά Μίνωα] πιθανώς ήταν οργανωμένη σε πόλεις-κράτη [περίοδος μέγιστης ανάπτυξης: πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.]), στην πριν από το 1478 της Κύπρου (Στο βασίλειο της Κύπρου της γαλλικής δυναστείας των Λουζινιάν [1192-1489]) – σεμνυνόταν ότι περιέλαβε στην επικράτειά της τα δύο αυτά «βασίλεια» (regni) (F. BASILICATA, Regno di Candia. Atlante geografico di - - 1618, ripr. facs. del condice conservato al Museo Correr di Venezia, commento di D. Calabi, Venezia, Marsilio, 1993∙ F. ALTOMIRA, Narrazione della guerra di Nicosia, fatta nel regno di Cipro da’ Turchi l’anno 1570, In Bologna, per Biagio Bignami Bolonese, 1571): κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούσε να εμφανίζεται ως ισότιμη ιεραρχικά με τα μοναρχικά κράτη της Ευρώπης. Μετά την απώλεια των δύο παραπάνω νησιών, στη διάρκεια της τριαντάχρονης κυριαρχίας της στην Πελοπόννησο (1685-1715), στο «Regno della Morea», όπως την ονόμαζαν οι Βενετοί, χρησιμοποιώντας τον εντυπωσιακό όρο regno και προβάλλοντας την ενδοξότερη αρχαία ιστορία της χερσονήσου, ήθελε να εξάρει τη μεγάλη σημασία αυτής της κατάκτησης και να εμφανιστεί εκ νέου ως αξιόλογη ευρωπαϊκή δύναμη (V.M. CORONELLI, Memorie istoriografiche del regno della Morea, riacquistato dall’armi della ser.ma repubblica di Venezia, di quello di Negroponte, e de’litorali, In Venezia, Ruinetti, 1688. Ολόκληρη η Πελοπόννησος δεν υπήρξε ποτέ, σε καμιά περίοδο της ιστορίας της, ένα βασίλειο. Μόνο πόλεις όπως το Άργος, η Σπάρτη, η Πύλος κ.ά. στην εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού [δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.] ήταν βασίλεια).
Η Εύβοια μετά τον καρακερματισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204, περιήλθε σε δυτικούς φεουδάρχες. Η Βενετία διατηρούσε δικούς της εμπορικούς σταθμούς. Το μεγάλο αυτό νησί κατά μήκος των ακτών της ανατολικής Στερεάς κατάλαβαν οι Οθωμανοί -το τελευταίο οχυρό της, τη Χαλκίδα- το 1470. Στη διάρκεια του 6ου βενετοτουρκικού πολέμου, ιδιαίτερα το 1687, με εντολή του βενετού αρχιστρατήγου Francesco Morosini, μάταια επιχειρήθηκε η εκπόρθηση του φρουρίου. Η Εύβοια και η Χαλκίδα στις βενετικές πηγές φέρονται με το ίδιο όνομα ως Negroponte, στις τουρκικές ως
Eğriboz.
.
Γιάννης Γιαννόπουλος
(Στις 4/5/2022 προστέθηκε η τελευταία παράγραφος για την Εύβοια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου