Ο
ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εισαγωγικά, για να προσδιοριστούν σε
γενικές γραμμές οι θεωρητικές συνιστώσες του μετανεωτερικού ιστορικού λόγου,
προστρέχουμε αρχικά στον αμερικανό Hans Kellner, στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων
του οποίου είναι η ρητορική και ο ιστορικός (αφηγηματικός) λόγος (rhetoric and
historical discourse). Σ’ ένα σύντομο κατατοπιστικό κείμενό του, γραμμένο τα
τελευταία χρόνια, υποστηρίζει τα εξής: «Κατά τη γνώμη μου, τα κομβικά γεγονότα
στη σπουδή του ιστορικού λόγου (historical discourse) είναι τρία: [1] προφανώς
η ονομαζόμενη γλωσσ(ολογ)ική στροφή (linguistic turn), άρχισε τη δεκαετία του
1960 και αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970, ειδικά με τη δημοσίευση της Metahistory
του Hayden White, είναι η υποδομή μαζί με όλες τις εργασίες μου, που έχουν κι
αυτές τη θέση τους, [2] το ενδιαφέρον για το ιστορικό υψιπετές (historical
sublime) (Το ωραίο προκαλεί ήρεμη αισθητική
συγκίνηση, ενώ το υψηλό (πρβλ. το Περί ύψους έργο Ανωνύμου ή
ΨευδοΛογίνου του 1ου αιώνα) υψηλή συγκίνηση, άλλοτε π.χ. αίσθημα φόβου και
ανησυχίας κατά την παρακολούθηση κινηματογραφικού έργου, στο οποίο το πλήρωμα
πλοίου εμφανίζεται να παλεύει με τα κύματα, και άλλοτε αίσθημα μεγαλοσύνης κατά
την παρακολούθηση μιας παράστασης της Αντιγόνης του Σοφοκλή για τη
θαρραλέα στάση της ομώνυμης ηρωίδας ή κατά την ακρόαση της Ηρωικής του
Μπετόβεν. Για το ιστορικό υψηλό (sublime), συχνά εμφανιζόμενο ως ανέφικτο στο
μετανεωτερικό μυθιστόρημα, βλ. Bruce Robbins, «The sweatshop sublime» PMLA 117/1 (Jan 2002), σ. 84-97∙ Hans Kellner, «However imperceptibly: from the historical to the sublime», PMLA 118/3 (May 2003), σ. 591-596∙ Ο Ιδιος, «Does the sublime price explanation out of the historical market?», στο Frank Ankersmit – Ewa Domanska – Hans Kellner (επιμ.), Refiguring Hayden White, Stanford, 2009, σ. 216-230∙ Amy J. Elias, «Metahistorical romance, the historical sublime, and dialogic history», Rethinking history 9/2-3 (June/Sept. 2005), σ. 159-172), [3] η προτεινόμενη από τον Lyotard περιγραφή της
μεταμοντέρνας κατάστασης, άλλαξαν ριζικά το νόημα αυτό που θα έπρεπε να είναι
προς σπουδή η ιστορική σκέψη και εξήγηση. Και πιο πρόσφατα, η απόδοση
ιδιαίτερης σημασίας από τον Frank Ankersmit στην προσωπική ιστορική εμπειρία
συνετέλεσε αρκετά στη διεύρυνση του πεδίου» (www.puf.com/wiki/Auteur:Hans_Kellner).
Στα
παραπάνω μπορούν
εξαρχής να παρατηρηθούν τα εξής:
Οι θεωρητικοί του μετανεωτερικού ιστορικού λόγου
1)
Αγνόησαν κατά κανόνα σημαντικά νέα παραδείγματα της ιστορικής κοινότητας, ιστορικούς
που συνέγραψαν ιστορικά έργα και θεωρητικά δοκίμια βασισμένα σε νεότερες
θεωρίες και μεθόδους, τα οποία συνετέλεσαν τόσο στη διεύρυνση του πεδίου της
ιστορίας πέρα από το γεγονοτολογικό όσο και στην εμβάθυνση στο αντικείμενο χάρη
στην ανάπτυξη της θεωρίας και τη γόνιμη συνεργασία με τις κοινωνικές επιστήμες.
Αυτή η επιστημολογική ρήξη κατέστησε την παλαιότερη αφηγηματική ιστοριογραφία
προϊστορία της σύγχρονης ιστοριογραφίας.
2) Οι ίδιοι δεν γράφουν ιστορικές μελέτες, όπως οι κριτικοί της λογοτεχνίας δεν γράφουν
λογοτεχνικά έργα, και αντιμετωπίζουν την ιστορία περίπου όπως τη λογοτεχνία. Εισάγουν
τη λογοτεχνική θεωρία (literary theory) των λογοτεχνικών σπουδών (literary
studies). Συναφής είναι και ο όρος κριτική θεωρία (critical theory) των
μετανεωτερικών πολιτισμικών σπουδών (cultural studies). Το ιστορικό κείμενο,
όπως το λογοτεχνικό, είναι κι αυτό ένα σύστημα σημείων, το οποίο αναλύουν,
ταξινομούν, ερμηνεύουν και αξιολογούν, εστιάζοντας στο ύφος, στη μορφή και στην
τεχνική (formal criticism) παρά στο περιεχόμενο, με την πεποίθηση ότι η γλώσσα
είναι φορέας υποκειμενικών εμπειριών και αναπαραστάσεων (representations). Ο
ιστορικός, βασισμένος σ’ αυτές, μπορεί να παράγει ‘‘ιστορίες’’ (stories),
φανταστικές αφηγήσεις (fictions), υποκειμενικό ιστορικό λόγο (historical
discourse) και να αποδίδει, παρά τη δέσμευσή του από τις πηγές, τη δική του
σημασία τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Οι θεωρητικοί του μετανεωτερικού
ιστορικού λόγου προσχωρούν στον απόλυτο γλωσσικό σχετικισμό και σκεπτικισμό
και στον ακραίο στρουκτουραλισμό που διαφέρει από τον μετριοπαθή, γιατί
παράγει τελείως αρνητικά αποτελέσματα. Γι’ αυτούς, πραγματικότητα και αλήθεια
είναι έννοιες που δεν στηρίζονται σε ισχυρά επιστημολογικά ερείσματα.
3)
Πρόσφορο θεωρούν για μια μετανεωτερική πρόσληψη της ιστορίας τον γερμανικό
ιστορισμό (Historismus) του ύστερου 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ένας
από τους εκπροσώπους αυτού του νεοκαντιανού ρεύματος είναι ο Wilhelme Dilthey,
ο οποίος εισήγαγε την ερμηνευτική θεωρία ως τη γενική μέθοδο των επιστημών του
πνεύματος ή της επιστήμης της κοινωνίας και της ιστορίας. Γι’ αυτόν, κεντρική
έννοια είναι η κατανόηση. Αργότερα, περί το 1940, στην αναδιατύπωση του
περιεχομένου αυτής της έννοιας συνέβαλε ο Άγγλος φιλόσοφος και ιστορικός R.G.
Collingwood. Ο ιστορικός, σύμφωνα με τον Collingwood, οφείλει να αφήσει κατά
μέρος τον δικό του τρόπο σκέψης και να τοποθετηθεί νοερά στη θέση του
ιστορικού δράστη, για να αποτυπώσει τη σκέψη εκείνου, αυτή στην οποία
στηρίχτηκαν οι αποφάσεις και οι πράξεις του. Κατά συνέπεια, και το ιστορικό
γεγονός, παράγωγο του ιστορικού δράστη, είναι μοναδικό, ατομικό και
ανεπανάληπτο και η ιστορία ως επιστήμη, κατά τη διατύπωση ενός άλλου εκπροσώπου
του γερμανικού ιστορισμού, του Wilhelm Windelband, δεν είναι νομοθετική / νομολογική
(δεν είναι σε θέση να συνάγει γενικούς νόμους, όπως η φυσική), αλλά
ιδεογραφική, περιγραφική ίδιων (ιδιαίτερων) γεγονότων, και ταυτόχρονα αξιακή,
αφού οι ιστορικοί δράστες σκέφτονται και αποφασίζουν βάσει των αξιών τους.
Αναλυτικότερα τα πράγματα έχουν ως εξής: Ο
αμερικανός φιλόσοφος Richard Rorty, το 1967 έναν τόμο με παλαιότερα μελετήματα
σχετικά με τη γλώσσα της φιλοσοφίας τον τιτλοφόρησε Linguistic turn
(γλωσσ(ολογ)ική στροφή) (Richard Rorty (επιμ.), The linguistic turn. Essays in philosophical method. With two retrospective essays, Chicago, 1992 (1/1967)). Στο εισαγωγικό του μελέτημα επέμεινε στην ανάγκη
καλύτερης κατανόησης ή και βελτίωσης του τρέχοντος φιλοσοφικού λεξιλογίου.
Έκτοτε, το ονοματικό σύνολο linguistic turn καθιερώθηκε ως όρος που δήλωνε το
διακηρυγμένο από το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού ενδιαφέρον
για την αξιολόγηση της γλώσσας ως μέσου ανθρώπινης έκφρασης και επικοινωνίας.
Στο εξής μια νέα αντίληψη για τη γλώσσα άρχισε όλο και περισσότερο να γίνεται
δεκτή ως κεντρικής σημασίας για την ανθρώπινη εμπειρία. Από μερικούς, ο
περιθωριακός κριτικός και δοκιμιογράφος Charles Sanders Peirce, συντάκτης
μεταξύ άλλων ενός άρθρου το 1902 για το σημείο (sign), θεωρείται πατέρας της
σημειωτικής και εισηγητής της linguistic turn. Άλλοι δέχονται ότι προηγήθηκαν
ο γερμανός μαθηματικός Gottlob Frege, ή ακόμη παλαιότερα ο νεοκαντιανός
φιλόσοφος Hermann Lotze, ο οποίος από τη δεκαετία του 1870, επηρεασμένος από
τον καντιανό φιλόσοφο Ernst Cassirer, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη γλώσσα. Στη
νεοκαντιανή τάση ανήκουν επίσης οι γερμανοί ανανεωτές της ερμηνευτικής θεωρίας
του 19ου αιώνα Martin Heidegger (1890-1976) και Hans-Georg Gadamer (1900-2002).
Σύμφωνα με τον Heidegger, ο άνθρωπος, παρόλο που δεν μπορεί να είναι ένα
υποκείμενο ουδέτερο απαλλαγμένο από προκαταλήψεις και ζει σ’ ένα ορισμένο
πολιτισμικό και χωροχρονικό περιβάλλον, οφείλει, χωρίς να επιζητεί την έξοδό
του από έναν ‘‘κύκλο’’ (αρχικής κατανόησης, εξήγησης, νέας κατανόησης κ.ο.κ.),
να σταθεί εντός του με τον σωστό τρόπο (Martin Heidegger, Sein und Zeit, Tübingen, 1927, ελληνική μετάφραση, Είναι και χρόνος, τ. 1-2, Αθήνα,
1978-1985. Βλ. από τις πολλές μελέτες Ελλήνων για τον γερμανό φιλόσοφο τη
σχετική με την ερμηνευτική θεωρία: Γερασιμος
Κακολυρης, «Η ερμηνευτική και η αποδομητική ανάγνωση: ο Χάιντεγκερ και
ο Ντερριντά ως αναγνώστες του Νίτσε», Υπόμνημα στη Φιλοσοφία 5 (2006),
σ. 71-100).
Την κατανόηση ο Gadamer την αντιλαμβάνεται
διαφορετικά από τον πρόδρομο της ερμηνευτικής θεωρίας Dilthey, όχι ως
αναδημιουργία αλλά ως παραγωγό νοήματος σε σχέση με τις ανησυχίες του παρόντος.
Και για την προσέγγιση ενός κειμένου προτείνει την ανάπτυξη διαλόγου μ’ αυτό (Hans-Georg Gadamer, Wahrheit und Methode, Tübingen, 1960, αγγλική μετάφραση, Truth and method, London, 2004 (1/1975)). Η
ερμηνευτική υπήρξε στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων και του Γάλλου φιλοσόφου
Paul Ricoeur (1913-2005). Η ερμηνεία του κόσμου είναι δυνατή μέσω της γλώσσας.
Σε κάθε σύμβολο υπάρχει μια φανερή και μια κρυμμένη σημασία. Ερμηνεία είναι
το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Τα σύμβολα επιτρέπουν να ανακαλύπτουμε το
νόημα της ανθρώπινης εμπειρίας. Προνομιακός τόπος της ερμηνευτικής του είναι
τα κείμενα, τα οποία διασώζουν την ιστορική μνήμη. Νοούνται ως σημασιολογικά
αυτόνομα από την υποκειμενική πρόθεση του μελετητή, ο οποίος καλείται να
αναμετρηθεί, ανοίγοντας ένα είδος διαλόγου μ’ αυτά, προκειμένου να κατανοηθεί
καλύτερα η σημασία τους. Στο δοκίμιό του για τη ζωντανή μεταφορά θεωρεί την
μεταφορική αλήθεια ως μέσο ανανέωσης της σημασίας. Με αυτό το σχήμα λόγου
(trope) ενισχύεται η ρητορική διαδικασία, ο λόγος απελευθερώνει τη δύναμη
μερικών φανταστικών εκφράσεων για την εκ νέου ανάγνωση της πραγματικότητας.
Μέσω της μεταφοράς, της δημιουργικής παραγωγής του λεξιλογίου, οι άνθρωποι επιχειρούν
τη μεταμόρφωση της γλώσσας και της ίδιας της πραγματικότητας. Η ζωντανή
μεταφορά δεν είναι ένα υφολογικό στολίδι και δεν προσφέρει απλώς κάποια
πληροφορία για την πραγματικότητα. Ως σπινθήρας παραγωγής συγκίνησης αλλά και
σημασίας, έχει τη δύναμη να αναπαριστά την πραγματικότητα και την ικανότητα να
φέρνει στην επιφάνεια κρυμμένες διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Με τη
μεταφορά προβάλλεται μια νέα σημασία, μια νέα κατανόηση του κόσμου, το
πραγματικό δεν είναι δεδομένο αλλά αυτό που μπορεί να γίνει (Paul Ricoeur, De l’interprétation. Essais sur Freud, Paris, 1996∙ Ο Ιδιος, La
métaphore vive, Paris, 1975∙ Ο Ιδιος, Temps et
récit, τ. 1: L'intrigue et le récit
historique, Paris, 1983∙ τ. 2: La
configuration dans le récit de fiction, Paris, 1984∙ τ. 3: Le temps raconté, 1985. Βλ. και το δοκίμιο του Diego Fusaro, «Paul Ricoeur», www.filosofico.net/ricoeur.htm).
Αλλά στην κατανόηση των προβλημάτων
ανθρώπινης επικοινωνίας ήδη είχε συμβάλει με νέα αντίληψη ο θεμελιωτής της
νέας γλωσσολογίας ελβετός Ferdinand de Saussure (1857-1913). Στο βασικό του
έργο (Ferdinand De Saussure, Cours de linguistique générale, Paris, 1978 (1/1916)), που δημοσιεύτηκε
μετά τον θάνατό του το 1916 (τρεις σειρές διαλέξεών του, των οποίων σημειώσεις
κράτησαν μαθητές του), γίνεται διάκριση ανάμεσα στους εξής τρεις γαλλικούς
όρους και τους αντίστοιχους, κατά Μιχάλη Σετάτο, στην ελληνική: α) langage /
‘‘ομιλία’’ (η γενική δυνατότητα να εκφραζόμαστε με σημεία, που είναι παγκόσμιο
χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς), β) langue / ‘‘γλώσσα’’ (το σύνολο
των σημείων που χρησιμοποιεί μια κοινότητα για να επικοινωνεί) και γ) parole /
‘‘λόγος’’ (η συγκεκριμένη χρήση των γλωσσικών σημείων σ’ ένα ορισμένο
περιβάλλον / σε σχέση με τα συμφραζόμενά τους). Με άλλη διατύπωση, η
‘‘ομιλία’’ νοείται ως παγκόσμιο φαινόμενο, η ‘‘γλώσσα’’ αφορά μια γλωσσική
κοινότητα και ο ‘‘λόγος’’ δηλώνει την εφήμερη ατομική θέληση κάθε ομιλητή (Η
απόδοση στην ελληνική των τριών όρων του Saussure οφείλεται στον Μιχάλη Σετάτο
(Σχετικά, Γιαννης
Βελουδης, Γενική γλωσσολογία Ι. Γενικά χαρακτηριστικά της γλώσσας,
Θεσσαλονίκη, 2008, www.lit.auth.gr/sites/default/files/documents/shmeiwseis.pdf. Ως προς την «ορολογική βαβέλ»
στην ελληνική, βλ. το άρθρο της Βικτωρίας Μότσιου στον συλλογικό τόμο, Μελέτες
για την ελληνική γλώσσα: Μνήμη Α.-Φ. Χρηστίδη, Πρακτικά της ετήσιας
συνάντησης του τομέα γλωσσολογίας του τμήματος φιλολογίας της Φιλοσοφικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, 21-22 Μαΐου, 2007, Αθήνα, 2008). Ο Saussure επικρίνει την παλαιότερη αντίληψη της σπουδής της γραμματικής
ως κανονιστικής, που απέβλεπε στη διάκριση του ορθού και του λάθους, όπως και
τη μέθοδο στην κλασική φιλολογία, η οποία εστιάζει αποκλειστικά στα γραπτά
κείμενα, στη γλώσσα κάθε συγγραφέα χωριστά και αδιαφορεί για τη ζωντανή
γλώσσα. Και δεν αποδίδει μόνο, όπως ως τότε, σημασία στη διαχρονία
(diachronie), στην εξέλιξη και την τροποποίηση των σημείων στη διάρκεια του
χρόνου. Για τον Saussure σπουδαιότερη είναι η συγχρονία (synchronie), οι
υφιστάμενες σχέσεις σε δεδομένη χρονική στιγμή ανάμεσα στα σημεία. Η ιδιαίτερη
σημασία που αποκτά η συγχρονική προσέγγιση δείχνει ότι η ‘‘ομιλία’’, η γλώσσα
ως καθολικό φαινόμενο, είναι ένα σύστημα (système), από το οποίο συνολικά
εξαρτάται η σημασία των σημείων (signes), όπως και η διάκριση σε κάθε σημείο
δύο στοιχείων που αντιστοιχούν το ένα στο άλλο: του σημαίνοντος (signifiant,
της ακουστικής εικόνας που επιτρέπει τη διάκριση από άλλες λέξεις) και του
σημαινομένου (signifié, της νοητικής εικόνας, του περιεχομένου, της έννοιας,
της ‘‘ιδέας’’, αυτού που δηλώνει η λέξη). Καθώς κάθε σημείο (signe, αγγλ. sign)
προσδιορίζεται αρνητικά με σαφή διαφορά από τα άλλα, η ‘‘ομιλία’’
εκλαμβάνεται ως ένα κλειστό σύστημα σημείων. Αργότερα, ο όρος σύστημα ονομάστηκε
δομή (structure) και ο Saussure θεωρήθηκε πατέρας του δομισμού / στρουκτουραλισμού
(structuralisme). Η σχέση σημαίνοντος - σημαινομένου είναι ‘‘αυθαίρετη’’, με
τη σημασία ότι είναι συμβατική, ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει αιτιακή σχέση (με
εξαίρεση περιπτώσεις όπως οι ηχοποιητικές λέξεις). Ο Saussure ερμηνεύει την
‘‘ομιλία’’ ως σύνολο σημείων. Την κοινωνική επιστήμη που μελετά κατά γενικό
τρόπο τη ζωή των σημείων εντός της κοινωνίας την ονομάζει σημειολογία /
σημειωτική και θεωρεί τη γλωσσολογία μέρος της. Η σημειολογία δεν νοείται ως
ανεξάρτητη επιστήμη με το δικό της μοναδικό αντικείμενο. Η ‘‘ομιλία’’ είναι
γλωσσικό γεγονός και οι έννοιες καθολικά γεγονότα του νου που δεν έχουν
αμετάβλητο χαρακτήρα. Τον στρουκτουραλισμό του Fernand Saussure για την
‘‘ομιλία’’ (langage) ανέπτυξαν περαιτέρω ο Claude Lévi-Strauss στην εθνολογία,
ο Louis Hjelmslev στη γλωσσολογία, ο Tzvetan Todorov στη λογοτεχνική ανάλυση,
ο Jacques Lacan στην ψυχανάλυση, ο Michel Foucault και ο Jacques Derrida στη
φιλοσοφία, ο Pierre Legendre στην ανάλυση της ‘‘ομιλίας’’, ο Louis Althusser
στην ανάλυση του μαρξισμού.
Ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τη γλωσσική
στροφή αποδόθηκε στον Άγγλο αναλυτικό φιλόσοφο Bertrard Russell, ο οποίος
θεωρούσε ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις λέξεις και στα υλικά αντικείμενα.
Ο Ludwig Wittgenstein (1889-1951), βιεννέζος μαθητής του, αντιμετώπισε τη
φιλοσοφία ως ανάλυση της γλώσσας (της σωσυριανής langage / ‘‘ομιλίας’’), των
συνθηκών υπό τις οποίες αυτή αποκτά σημασία, ως μέσο έκφρασης της σκέψης και
αναπαράστασης της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τη δική του εμπειρική
γνωσιολογική θεώρηση του κόσμου, λόγος μπορεί να γίνεται για ό,τι συνιστά ένα
γεγονός και, κατά συνέπεια, κάθε λόγος είναι απεικόνιση γεγονότων. Η σημασία
μιας λέξης ποικίλλει σε σχέση με τα συμφραζόμενα / τα περιβάλλοντα στα οποία
εκφέρεται και δεν είναι οντολογική, όπως οι πλατωνικές ιδέες. Οι τρόποι διατύπωσης
της γλώσσας δεν παραμένουν σταθεροί. Αλλάζουν συνεχώς και κατά καιρούς εμφανίζονται
νέοι τύποι, ενώ άλλοι παλιώνουν και εξαφανίζονται. Γι’ αυτό, η γλώσσα δεν
μπορεί να εκλαμβάνεται ως αφηρημένος κώδικας. Υπάρχει και μετασχηματίζεται σ’
ένα περιβάλλον ανθρώπινων συνηθειών, συμβόλων και πίστεων. Μια λέξη, μια
χειρονομία δεν εκφράζουν μια μόνη δυνατή σημασία. Άνθρωποι από διαφορετικά πολιτισμικά
περιβάλλοντα μπορεί να εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο, αν και ζουν στο ίδιο
περιβάλλον. Ενώ, κι όταν ακόμη προέρχονται από το ίδιο περιβάλλον και ζουν σ’
αυτό, μπορεί να επιλέγουν να εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Οι μελετητές
δεν μπορούν ποτέ να εστιάσουν σε μια αληθινή πραγματικότητα, γιατί αυτή δεν
υπάρχει. Μπορούν να μελετήσουν μόνο ό,τι οι άνθρωποι εκλαμβάνουν ως αληθινό (Ludwig Wittgenstein, Tractatus logico-philosophicus, London, 1922, ελληνική μετάφραση, με τον ίδιο τίτλο, Αθήνα, 1978∙ Ο Ιδιος, Philosophical investigations. The German text, with an English translation by G.E.M. Anscombe κ.ά., Oxford, 4/2009 (1/1953), ελληνική μετάφραση, Φιλοσοφικές Έρευνες, Αθήνα,
1977. Για τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τον κόσμο στη φιλοσοφία του Wittgenstein, βλ. VOLKER A. MUNZ – KLAUS PUHL – JOSEPH WANG (ed.), Language and the world,
part one: Essays on the philosophy of Wittgenstein, part two: Signs,
minds and actions, 32nd International Wittgenstein Symposium, August 9-15
2009, Kirchberg am Wechsel, Frankfurt, 2010. Βλ. και το σύντομο δοκίμιο της Silvia
Lattanzi, «Il pensiero di Ludwig Wittgenstein», file:///C:/Users/in/Desktop/ SVOLTA/il_pensiero_ di_Wittgenstein).
Απέναντι σ’
αυτές τις τόσο ενδιαφέρουσες αντιλήψεις, όπως και σε άλλες, που αντιμετωπίζουν
με περίσκεψη τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας, ορισμένοι θεωρητικοί του μετανεωτερικού
ιστορικού λόγου, με επίκεντρο τις Η.Π.Α., οδηγήθηκαν σε ακραίες διατυπώσεις.
Αντλώντας επιλεκτικά τα επιχειρήματά τους από γλωσσολόγους, φιλοσόφους,
ψυχαναλυτές, θεωρητικούς της λογοτεχνίας, που διερευνούν τη σχέση γλώσσας και
πραγματικότητας, τους Ferdinand de Saussure, Roland Barthes, Michel Foucault,
Jacques Derrida, Michel de Certeau, Jean-François Lyotard, Paul Ricoeur κ.ά.,
υποστήριξαν ότι, όπως στη λογοτεχνία, και η ιστορική γραφή προσομοιάζει με τη
φανταστική υπόθεση (fiction) του μυθιστορήματος. Οπότε και η ιστοριογραφία ως
προϊόν ανθρώπινης εμπειρίας δεν είναι επιστήμη, αλλά ένα αφήγημα (story) παρόμοιο
με το λογοτεχνικό, το οποίο αξιολογείται για την πλοκή και τα άλλα εκφραστικά
του στοιχεία και όχι για την αλήθεια ή το ψεύδος των λεγομένων του.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι θεωρητικοί του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου (historical discourse), επαναφέροντας το διατυπωμένο
τον 19ο αιώνα δίλημμα αν η ιστορία είναι τέχνη (Με
σύγχρονη διατύπωση, η τέχνη είναι έννοια η οποία στην ευρωπαϊκή σκέψη του 19ου
αιώνα παραλαμβάνεται από την ελληνική αρχαιότητα και σημαίνει μίμησις
πρακτικών και όχι επιστημονικών δράσεων) ή επιστήμη, αγνόησαν την
επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας, η οποία δεν είναι
απαραίτητο να υπακούει στον επιστημολογικό κανόνα που καθορίζεται από τις φυσικές
επιστήμες (Βλ. Jean-Michel Berthelot (επιμ.), Epistémologie des sciences sociales, Paris, 2001. Από τους διαφορετικής ειδίκευσης δέκα συγγραφείς αυτού του βιβλίου
εξετάζονται σε σχέση με τη φιλοσοφία οι ιστορικές επιστήμες, η γεωγραφία, η
οικονομική επιστήμη, οι επιστήμες της γλώσσας και της επικοινωνίας
(γλωσσ(ολογ)ική στροφή, Saussure, Peirce, γενετική γλωσσολογία του Noam
Chomsky, πραγματιστική στροφή. Διερευνώνται τα όριά τους, η διεπιστημονικότητα
και οι αλληλεπιδράσεις τους, η σφαιρική επιστημολογική δομή τους). Για δύο τουλάχιστον δεκαετίες μετά το 1970, προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση
στις θεωρητικές συζητήσεις για τις ιστορικές σπουδές, ανοίγοντας την άβυσσο
της απόλυτης σχετικότητας και του μηδενισμού.
Ιδιαίτερα εναντιώθηκαν στην ιστοριογραφία,
που αναπτύχθηκε από τους ιστορικούς της Σχολής των Annales, του περιοδικού
του εκδιδόμενου από το 1929 στη Γαλλία (ο
αρχικός πλήρης τίτλος ήταν ‘‘Annales d’histoire économique et sociale’’, από
το 1946-1993 ‘‘Annales. Economies, Sociétés, Civilisations’’ και μετά το 1994
‘‘Annales. Histoire, Siènces Sociales’’). Είναι, ωστόσο, πρόδηλο ότι εξαρχής οι ίδιοι οι
ιδρυτές του περιοδικού, ο Lucien Febvre (1878-1956) και ο Marc Bloch
(1886-1944), αντιμετώπισαν την ‘‘ιστορίζουσα ιστορία’’ (histoire
historisante) κριτικά και, επιπλέον, ότι εναντιώθηκαν στη θετικιστική και
την επιτιμητικά ονομαζόμενη στους κύκλους τους συμβαντολογική ιστοριογραφία
(histoire événementielle) (Βλ. για την histoire historisante, Henri Beer, L’histoire traditionnelle et la synthèse historique, Paris, 1921, όπου μετά τη σχετική εισαγωγή, οι συζητήσεις του συγγραφέα με τρεις
εκπροσώπους αυτής της σχολής. Ο ιστορικός αυτής της τάσης θεωρεί ότι το
γνωστικό του αντικείμενο υπόκειται σε δικούς του νόμους και ως εκ τούτου αρκεί
να περιγράφει τα γεγονότα και τις συνθήκες εκτύλιξής τους. Οι ‘‘ιστορίζοντες
ιστορικοί’’ πάλι αντιμετώπιζαν κριτικά τη θεωρούμενη θετικιστική histoire méthodique του τέλους του 19ου αιώνα, η οποία εστιάζει στην αξιοποίηση των τεκμηρίων
(Βασικό και αντιπροσωπευτικό της μεθοδικής / θετικιστικής ιστορίας το έργο των Charles Langlois – Charles Seignobos, L’introduction aux études histo-riques, Paris, 1898
[από το 2005 και στο διαδίκτυο], στην ελληνική, Εισαγωγή εις τας ιστορικάς
μελέτας, μετάφραση Σπυρίδωνος Λάμπρου, Αθήνα, 1902). Όπως ειδικότερα προκύπτει
από τις εκατοντάδες κριτικά σημειώματα του Febvre και από τα θεωρητικά δοκίμια
του Febvre και του Bloch, είναι σαφείς οι αποστάσεις που κράτησαν από τη
θετιστική και την ιστορίζουσα ιστορική σκέψη (Lucien Febvre, Combats pour l’histoire, Paris, 1947 (από το 2008 και στο διαδίκτυο)∙ Ο Ιδιος, Pour une histoire à part entière, Paris, 1962∙ March Bloch, Apologie pour l’histoire ou métier d’historien, Paris, 1949, από το 2005 και στο διαδίκτυο, στην ελληνική, Απολογία
για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Αθήνα, 1994). Περισσότερο οι θεωρητικοί του ιστορικού λόγου επιτέθηκαν στον κλάδο εκείνο
της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, της ιστορίας ως κοινωνικής επιστήμης,
που είναι γνωστός ως ποσοτική ιστορία (histoire quantitative), στην οποία –
προνομιακό πεδίο της σχολής των Annales – καταλόγισαν άκρατο θετικισμό. Υποστήριξαν
ότι απέβλεπε με ακριβείς ποσοτικές μετρήσεις να επιτύχει την αδιαμεσολάβητη
από την ιδεολογία ιστορική αλήθεια.
Την οπτική της μετανεωτερικής κριτικής
θεωρίας (critical theory) των λογοτεχνικών σπουδών (literary studies) αρχικά
εξέφρασε το 1973 ο αμερικανός Hayden White με το βιβλίο του Metahistory
(Hayden White, Metahistory. The historical imagination nine-teenth century
Europe,
Baltimore, 1973. Βλ. και τα μεταγενέστερα δοκίμιά του: α) Tropics of discourse. Essays in cultural
criticism (1978)∙ β) The content of the form. Narrative
discourse and historical representations (1987)∙ γ) Figural realism. Studies in the mimesis
effect (1999)∙ δ) The fiction of narrative. Essays on
history, literature, and theory, 1957-2007. Edited and with an introduction by
Robert Doran (2010)). Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, το
εισαγωγικό, ο White επιχειρεί να εξηγήσει πώς επηρεάζεται η συνείδηση από τη
χρήση των σχημάτων του λόγου (tropes), τη μεταφορά, τη μετωνυμία και τη συνεκδοχή.
Στο δεύτερο και τρίτο μέρος στρέφεται στην ειρωνεία και αναλύει την μορφή, την
πλοκή, την ιδεολογία και το λογοτεχνικό είδος του έργου οκτώ συγγραφέων του
19ου αιώνα, τεσσάρων ιστορικών (των Jules Michelet, Leopold von Ranke, Alexis
de Tocqueville, Jacob Burkhardt) και τεσσάρων ‘‘φιλοσόφων της ιστορίας’’ (των
G.W.F. Hegel, Karl Marx, Friedrich Nietzsche, Benedetto Croce). Η προσέγγισή
του, σύμφωνη με τη φορμαλιστική θεωρία (formal theory), προχωρεί πέρα από
αυτή. Επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τη ρητορική της ιστοριογραφίας, τις αξίες
και ιδεολογίες που διέπουν ιστορικούς και φιλοσόφους της ιστορίας και τον τρόπο
προβολής τους στο παρελθόν και στο δικό τους παρόν. Για τον White, η
ιστοριογραφία, όπως η λογοτεχνία, ανήκει στις πολιτισμικές σπουδές (cultural
studies). Συναφής είναι και η ορολογία του: αναπαράσταση (representation),
ρητορική (rhetorics), αφήγηση (narrative), αφηγηματικός λόγος (discourse) (Bλ. Ewa Domanska, «Hayden White: Beyord irony», History and Theory 37/2 (1998), σ.
173-181∙ Camilla Miglio, «Metastoria», στο M. CΟΜΕΤΑ, Dizionario
degli studi culturali, a cura di R. Coglitore, F. Mazzara, Roma, Meltemi,
2004, σ. 272-282, ή www.culturalstudies.it/dizio
nario/pdf/metastoria_b). Ο τρόπος,
ωστόσο, που αντιμετωπίζει κείμενα και δημιουργούς είναι παρακινδυνευμένος.
Με την Metahistory του White, η συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και την
πραγματικότητα, τη γλώσσα και το γεγονός πήρε ακραίες διαστάσεις. Όπως
σημειώνει ένας μελετητής (Enrico
Castelli Gattinara, «La ‘‘svolta
linguistica’’ in storia: uso e abuso», στο La Fortezza. Rivista semestrale
di studi IX/1-2 (1999), ή στο file://C/Users/Desktop/Gattinara.htm),
ο White είχε κάνει σημαία του την αφοριστική φράση του Roland Barthes «το
γεγονός εξ ορισμού έχει γλωσσική υπόσταση», και ο Franklin Rudolf Ankersmit
στις Κάτω Χώρες, ο οποίος δεν απομακρύνεται από τις ιδέες του White, έφτασε
στην ακόλουθη προκλητική διατύπωση: «Δεν έχουμε κανένα κείμενο, κανένα
παρελθόν, αλλά απλώς ερμηνείες τους». Ο White υποστηρίζει ακόμη ότι τόσο οι
συγγραφείς λογοτεχνικών κειμένων όσο και οι ιστορικοί μπορεί να αποδειχθεί
ότι χρησιμοποιούν κατ’ ουσίαν τις ίδιες τεχνικές και ότι οι διαφορές τους
είναι ολότελα επιφανειακές ή εκφραστικού επιπέδου (White, Tropics of discource, ό.π., σ. 121). Ένας
νεότερος μελετητής της ίδιας τάσης, ο Robert Doran, στην εισαγωγή του στο όλο
έργο του White, η οποία προτάσσεται σε βιβλίο με δοκίμια του τελευταίου,
θέτει ως προμετωπίδα τη φράση του White «All stories are fictions» (White, The fiction of narrative, ό.π., σ. XIII). Και στο συνέδριο του Torino το 1982 με θέμα ‘‘Η θεωρία της
ιστοριογραφίας τα είκοσι τελευταία χρόνια’’, ο White, επικαλούμενος ηχηρά ονόματα
της ανθρωπολογίας και της ψυχανάλυσης, υποστήριξε ότι «η ‘‘ιστορία’’ γενικώς
και κάθε άλλη μορφή αφήγησης είναι ξεκάθαρες απλές πρακτικές αναπαράστασης
μέσω των οποίων η κοινωνία παράγει ένα ανθρώπινο ‘‘πρόσωπο’’ ιδιαιτέρως κατάλληλο
στις συνθήκες ζωής του νεωτερικού κράτους δικαίου» (Hayden White, «La questione della narrazione nella teoria contemporanea della storia», στο Pietro Rossi (επιμ.), La teoria della storiografia oggi, Milano, 1988, σ. 49). Σύμφωνα με
αυτή την άποψη, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδιέξοδη, ακόμη και
μηδενιστική, δεν υπάρχει περιθώριο να προκύψει έργο ιστορίας που να μην
υπηρετεί καταστάσεις, οι οποίες να μην είναι απλές αναπαραστάσεις, υποκειμενικοί
λόγοι, ανάλογοι με των λογοτεχνικών έργων. Για τον White, όπως είδαμε, δεν υπάρχει
historiography, ό,τι σχετικό μ’ αυτή είναι απλώς story και ως story είναι
fiction.
Άλλωστε, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου (discourse), υποκειμενικού κατά τον White, το
πόσο ανταποκρίνεται στα πράγματα ο ιστορικός λόγος δεν έχει τόση ή δεν έχει καμιά σημασία. Για παράδειγμα, ο Hans Kellner, κρίνει σ’ ένα του δοκίμιο την Μεσόγειο
του Fernand Braudel, χωρίς να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτό το
ιστορικό έργο (Fernand Braudel, La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, Paris, 1/1949 (ένας τόμος), 2/1966 (2 τόμοι), ελληνική
μετάφραση από την 4/1979, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του
Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας, τ. 1-3, Αθήνα, 1991, 1997, 1998. Και η κριτική: Hans Kellner,
«Disorderly contact: Braudel’s Mediterranean satire», History and Theory 18/2
[May 1979], σ. 197-222).
Εκ διαμέτρου
αντίθετη από του Kellner, είναι η οπτική που προτείνει η Ερατώ
Πάρη. Το αντιμετωπίζει ως ιστορικό έργο (Erato
Paris, La genèse intellectuelle de l'œuvre de
Fernand Braudel: la Méditerranée et le monde méditerranéen à l'époque de
Philippe II (1923-1947), Préface de Emmanuel Le Roy Ladurie, Αθήνα, ΕΙΕ, 1999).
Προσέξτε τι
γράφει ο Kellner για τη Méditerranée:
«Ο Braudel πραγματεύεται αυτό το ‘‘ιστορικό
πρόβλημα’’, στον βαθμό που είναι τέτοιο, ως ‘‘γραφικό’’ / παραστατικό πρόβλημα,
ως γλωσσικό πρόβλημα. […] τόλμησε να χρησιμοποιήσει τη γλωσσική λύση σ’ αυτό
το βαθύ γλωσσικό δίλημμα –η λύση είναι ειρωνεία και σάτιρα, μια ομοιοπαθητική
θεραπεία που επιδέχεται οτιδήποτε στο κείμενο χωρίς να απαιτηθεί προς
επιβεβαίωση τίποτε, ούτε καν η συμμετρία στη σύνταξη / οργάνωση του έργου.
[…] Κάποιος μπορεί να σκεφθεί ότι η θεραπεία είναι χειρότερη από τη νόσο, αλλά
κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Braudel ανάλωσε μεγάλη ποσότητα τέχνης και
ενέργειας για να δώσει μια γλωσσική λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα» (Kellner, «Disorderly contact», σ. 222).
Ο Kellner τον όρο σάτιρα, όπως και τον όρο
ανατομία με την ίδια σημασία, δανείζεται από τον κριτικό της λογοτεχνίας
Northrop Frye, ο οποίος υποστηρίζει: «Η μορφή […] είναι αυτή της ανατομίας, ή
της μενίππειας σάτιρας, ένα ασυνήθιστο είδος σε κάθε εποχή και μάλλον σπάνιο
στην ιστορία». Και προσθέτει ο Kellner, παραπέμποντας στον Frye: Οι σάτιρες
στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή ήταν μια «εναλλαγή στίχου και πεζού λόγου και είχαν
ως στόχο να σατιρίζουν νοητικές συμπεριφορές περισσότερο ειδικής περίπτωσης
ανθρώπων με ατομικές αδυναμίες». Και διευκρινίζει: «Ο Braudel, βέβαια, δεν
γράφει σε στίχους. Μολονότι στο γράψιμό του υπάρχει πολύ πλούσιος και
μεταφορικός λόγος, τον οποίο μερικοί τον ονομάζουν ποιητικό, στο έργο του
εμφανίζεται η τάση για ‘‘ρεαλιστική’’ πεζή σάτιρα που ενσωματώνει το ποιητικό
στοιχείο» (Kellner, «Disorderly contact», σ. 214). Μια
υποκατηγορία αυτής ακριβώς της σάτιρας, η ανατομία μοιάζει με σάτιρα ως προς
αυτό που είναι μια [ρωμαϊκή menippea] satura (ένα σύμφυρμα ή παρασκεύασμα
μείξης φρούτων)», κάτι το παραφουσκωμένο. Σύμφωνα με τον Frye, «είναι η
ανατομία ιδιαίτερα αυτό που φέρνει σε αμηχανία τους κριτικούς και είναι σχεδόν
κάθε γραπτή φανταστική αφήγηση (fiction) βαθιά επηρεασμένη από αυτό που
καταγγέλλεται ως disorderly contact (άτακτη συμπεριφορά)» (Kellner, «Disorderly contact», ό.π., σ. 204-205). Με τον τελευταίο αυτό όρο, τον
οποίο ο Hans Kellner χρησιμοποιεί στον τίτλο του δοκιμίου του, χαρακτηρίζονται
σε πολιτείες των ΗΠΑ ποινικά αδικήματα, όπως η οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, η
διατάραξη κοινής και οικιακής ειρήνης κ.ά. Η αναφορά στους παραπάνω
χαρακτηρισμούς του Kellner έγινε, για να φανεί σε ποιο μέγεθος παραδοξολογίας
και παραλογισμού φτάνει η κριτική ενός ιστορικού κειμένου με μέτρα ξένα προς
την ιστορία. Αντίθετα, ως προς το ποιητικό / μεταφορικό ύφος της Μεσογείου
του Braudel, εύστοχα μπορούν να θεωρηθούν όσα έχει υποστηρίξει ο Paul Ricoeur
στο δοκίμιό του για τη ζωντανή μεταφορά (βλ. σχετικά παραπάνω), με την οποία,
μεταξύ άλλων, μπορεί να προβάλλεται μια νέα σημασία, μια νέα κατανόηση του
κόσμου.
Ωστόσο, για τον Kellner, όπως προκύπτει και
από ένα άλλο του δοκίμιο (Hans Kellner, «Language and historical representa tion», στο Keith Jenkins (επιμ.), The postmodern history reader, London, 1997, σ. 127), το story
(history με τη σημασία της ιστοριογραφίας, καθόλου περίεργο, ούτε γι’ αυτόν
υπάρχει), είναι ένα γραμματειακό / λογοτεχνικό είδος, το οποίο οφείλουμε να το
αντιμετωπίζουμε τουλάχιστον με σκεπτικισμό («get the story crooked»). Και, όπως
ισχυρίζεται, εκπλήξεις δεν υπάρχουν, αφού ‘‘ιστορίες’’ (stories) μπορούν να
προέλθουν από αδημοσίευτα κατάλοιπα του παρελθόντος, προϊόντα περίπλοκων
πολιτισμικών καταστάσεων γραμμένα σε τρέχουσα γλώσσα που κατά παράδοση αντλεί
τις επιλογές της από τη ρητορική» (Kellner,
«Langage», ό.π.). Αλλά τι είναι ένα story: «μια συνήθως φανταστική
(fictional) πεζή ή έμμετρη αφήγηση (narrative) που σκοπό έχει να κινήσει το
ενδιαφέρον ή να διασκεδάσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη, μια διήγηση / διάδοση
(tale)». Επιλέξαμε αυτή τη σημασία που ταιριάζει περισσότερο στα λεγόμενα του
Kellner από περισσότερες, τις οποίες παραθέτει ένα έγκυρο αμερικανικό λεξικό (http://www.thefree dictionary.com/story). Αμερικανικό, γιατί ο Kellner, αυτοβιογραφούμενος, διευκρινίζει, προς
ενημέρωση του γαλλικού ακροατηρίου του, ότι παρά το γερμανικό του όνομα είναι
Αμερικανός πολίτης γεννημένος στο Pittsburgh από πατέρα Αμερικανό πολίτη και
σπουδαγμένος σε αμερικανικά σχολεία και πανεπιστήμια (www.puf.com/wiki/Auteur:Hans_Kellner).
Απλούστευση και σχετικισμό καταλόγισε η
κριτική και στον Dominick LaCapra, που για πολλά χρόνια δίδαξε στη School of
Criticisme and Theory του Cornell University των Η.Π.Α. Διευκρινίζεται εξαρχής
ότι διαφέρει αισθητά από τον Hayden White, στον οποίο προσιδιάζουν δύο άλλοι
που εδώ αναφέρονται ως θεωρητικοί του μετανεωτερικού ιστορικού λόγου, οι Hans
Kellner και Franklin Rudolf Ankersmit. Ο LaCapra, ως προς τη δυνατότητα άσκησης
κριτικής στα κείμενα του παρελθόντος, υποστηρίζει ότι η κατάσταση είναι
συγκεχυμένη και αναλύει ικανοποιητικά τις τάσεις της μετανεωτερικής κριτικής
θεωρίας (critical theory), όπως αυτή διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες
του 20ού αιώνα κυρίως στις Η.Π.Α., σε πανεπιστημιακά τμήματα πολιτισμικών,
λογοτεχνικών και ανθρωπιστικών σπουδών (cultural studies, literary studies,
humanities), βάσει κριτηρίων που εν πολλοίς ίσχυσαν στη λογοτεχνική κριτική. Η
νέα αυτή κριτική θεωρία, που απέχει από εκείνη της Σχολής της Φρανκφούρτης
(Theodor Arorno, Max Horkheimer, Herbert Marcuse, Jürgen Habermas κ.ά.),
επηρεάστηκε επιλεκτικά από ευρωπαίους θεωρητικούς της νέας γλωσσολογίας, της
ψυχανάλυσης, της ερμηνευτικής θεωρίας, του μεταδομισμού και άλλων ρευμάτων
σκέψης (Dominick LaCapra, Rethinking intellectual history. Texts, Contexts, language, Ithaca, N.Υ., 1983∙ Ο Ιδιος, History and criticism, Ithaca, N.Υ.,
1985, σ. 95-114∙ Ο Ιδιος, Representing the Holocaust:
History, theory, trauma, Ithaca, N.Υ., 1994∙ Ο Ιδιος, History and memory after Auschwitz, Ithaca, N.Υ., 1994∙ Amos
Goldberg, A interview with professor Dominick LaCapra, Jerusalem, SOAH Resource
Center, June 1998. Για όσα αναφέρονται
παραπάνω βλ. στο βιβλίο του History and criticism, ό.π., σ.
95-114).
Ο LaCapra στο δοκίμιο που αφιερώνει στη
διανοητική ιστορία (intellectual history) και στην ανάγνωση των κειμένων, την
ορίζει ως «μια ιστορία των διανοουμένων, των κοινοτήτων λόγου εντός των
οποίων λειτουργούν, και των διαφορετικών σχέσεων που αναπτύσσουν με την ευρύτερη
κουλτούρα». Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής ιστορίας των
ιδεών της προσφέρει τη δυνατότητα εξοικείωσης, διατηρώντας την αυτονομία της,
με τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας. Και θεωρεί
ότι, χωρίς να χάνει τη σχετική ιδιαιτερότητά της, αποτελεί επιμέρους ενότητα
μιας ευρύτερης επιστήμης που είναι σε σημαντικό βαθμό διεπιστημονική, αφού
μπορεί να αντλεί επιχειρήματα και από τη λογοτεχνική κριτική και τη φιλοσοφία,
όπως επίσης και από άλλες επιστήμες που θέτουν το πρόβλημα της ερμηνείας (Dominick LaCapra, «Rethinking intellectual history and reading texts», στο βιβλίο του Rethinking intellectual history. Texts, Contexts, language, ό.π., σ. 23-71, αναδημοσίευση από τον τόμο Dominick LaCapra – Steven L. Kaplan (επιμ.), Modern European intellectual history. Reappraisals and new prespectives, Ithaca, N.Y., 1982, ελληνική μετάφραση του δοκιμίου,
«Επανεξέταση της διανοητικής ιστορίας και της ανάγνωσης των κειμένων», στον
τόμο, Διανοητική ιστορία. Όψεις μιας συζήτησης. Κείμενα των Roger Chartier – Dominick LaCapra – Hayden White, Αθήνα, 1986, σ. 67-131).
Το κείμενο (text) ορίζεται ως βασική μονάδα
γλωσσικής επικοινωνίας από ένα σύνολο φράσεων ή από μία μόνο φράση που έχει
ολοκληρωμένο νόημα και αποτελεί ένα μήνυμα το οποίο από τον δημιουργό του
θεωρείται πλήρες. Στα κείμενα εξετάζονται επτά επίπεδα κειμενικότητας: α) η
συνοχή / ο ειρμός (cohesion, ο σεβασμός των γραμματικών σχέσεων και της συντακτικής σύνδεσης των
μερών, η ορθή χρήση των λεκτικών μορφών), β) η συνέπεια (coherence, χρονικής
διαδοχής, αιτιακή ή άλλης μορφής σύνδεση ανάμεσα στα περιεχόμενα, η συνεπής
εξέλιξη του λόγου, η δομή από λογική και σημαντική άποψη του κειμένου), γ) η
σκοπιμότητα (intentionality, όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται εμπρόθετα από τον δημιουργό του
κειμένου), δ) η αποδεκτότητα (acceptability, ο βαθμός αποδοχής από τον αναγνώστη), ε) η
πληροφορικότητα (informativity, ο βαθμός πληροφόρησης, αναπαράστασης με νέα και ήδη γνωστά στοιχεία), στ)
η καταστασιακότητα (situationality, η σημασία ενός κειμένου ως προς την κατάσταση παραγωγής του και την
εκπλήρωση του στόχου) και ζ) η διακειμενικότητα (intertextuality, το σύνολο των
σχέσεων που κατ’ ανάγκη διατηρεί ένα κείμενο με άλλα). Από αυτές τις σχέσεις
διαφαίνονται οι πολιτισμικοί δεσμοί του δημιουργού.
Ανάλογα τοποθετείται και ο Franklin Rudolf
Ankersmit, ένας από τους εκφραστές της μετανεωτερικής θεωρίας της ιστορίας,
όπως αυτοπροσδιορίζεται. Θεωρεί αυτονόητο ότι αντικείμενο των θεωρητικών του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου είναι οι ιστορικοί και το έργο τους, όπως των
θεωρητικών της λογοτεχνίας οι συγγραφείς και το λογοτεχνικό τους έργο. Στη
δυσκολία του εγχειρήματος αποδίδει το ότι οι ομότεχνοί του δεν κατόρθωσαν προς
το παρόν να συγγράψουν ολοκληρωμένα έργα. Με εξαίρεση τη Metahistory του
White, περιορίζονται στη συγγραφή απλών δοκιμίων (Franklin Rudolf Ankersmit, «The origins of postmodernist historiography», στο Jerzy Topolski (επιμ.), Historiography between modernism and post-modernism. Contributions to the methodology of the historical research, Amsterdam, 1994, σ. 116). Ωστόσο, δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Προέχουν τα κριτήρια με τα οποία
εξετάζεται μια ιστορική εργασία και ο ίδιος ο ιστορικός ως προς αυτή. Ο LaCapra επικρίνει τον White (Dominick LaCapra, «A
poetics of historiography: Hayden White’s Tropics of discourse», στο βιβλίο του Rethinking
intellectual history. Text, context, language, ό.π., σ. 72-83) για τον σχετικισμό του και αντιλαμβάνεται τη
διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα μοντέλο βασισμένο στην έρευνα και στο
«ριζοσπαστικό κονστρουκτιβιστικό μοντέλο» του White. Στην πρώτη περίπτωση ο
ιστορικός στηρίζεται στις πρωτογενείς πηγές, προκειμένου να προσεγγίσει κατά το
δυνατόν την πραγματικότητα. Αλλά, σύμφωνα με τον LaCapra, οι μαρτυρίες, που
καθιστούν αντικειμενική την αλήθεια ισχύουν μόνο σε γεγονότα οριακής σημασίας.
Και στο βιβλίο του Writing history, writing trauma, όπως επισημαίνει ο
Richard L. Rubenstein (Richard L. Rubenstein, «Writing history, writing trauma, Dominick LaCapra (Baltimore, 2000)…», Holocaust and Genocide Studies 17/1 (2003), σ. 158-161), κυρίως εστιάζει σε τρεις
παράγοντες, τον αισθητικό, τον ιδεολογικό και τον πολιτικό, που
‘‘κατασκευάζουν’’ τις αφηγήσεις, στις οποίες ενσωματώνονται οι μαρτυρίες.
Διαπιστώνεται ότι και οι λιγότερο ακραίοι θεωρητικοί της μετανεωτερικότητας,
μολονότι ισχυρίζονται ότι δέχονται τη διάκριση ιστορίας και φαντασίας σε σχέση
με τα πραγματικά γεγονότα, στο διαρθρωτικό επίπεδο επιμένουν ότι υπάρχει
ανάμεσά τους ταυτότητα ή και ουσιαστική ομοιότητα. Αυτή η ασάφεια και
αβεβαιότητα, αφήνει έκθετη την ιστοριογραφία από επιστημολογική άποψη και
μπορεί να έχει απαράδεκτες συνέπειες ειδικά ως προς την πρόσληψη των
τραυματικών ιστορικών γεγονότων. Όταν υποστηρίζεται μάλιστα ότι οι
αναπαραστάσεις των ιστορικών συνιστούν λίγο περισσότερο από διακριτές πολιτικές
ή ιδεολογικές διαστρεβλώσεις, προλειαίνεται το έδαφος για την αμφισβήτηση και
των πιο αποκρουστικών γεγονότων ακόμη και της σύγχρονης ιστορίας, για τα οποία
υπάρχουν υπερεπαρκή κατάλοιπα του παρελθόντος.
Από τη στιγμή που οι θεωρητικοί του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου επιμένουν ότι το στοιχείο που προέχει στην
ιστορία είναι η αισθητική, η ανάλογη προς τα λογοτεχνικά έργα οργάνωση των
ιστορικών κειμένων, ήταν επόμενο να διευκολυνθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
ήταν στις προθέσεις τους, η κατάφωρα ιδεολογική προσέγγιση και παραποίηση
επίμαχων από ιδεολογική άποψη θεμάτων με κορυφαίο το ‘‘ολοκαύτωμα’’. Ο όρος
Ολοκαύτωμα / Holocaust καθιερώθηκε το 1978. Στην εβραϊκή ονομάζεται Soah,
Sho’ah και Shoa. Οι Ναζί είχαν δώσει την άχρωμη κωδική ονομασία ‘‘τελική λύση’’
(γερμ. Die Endlösung / αγγλ. final solution) στο πρόγραμμα που εφάρμοσαν για τη
γενοκτονία περίπου έξι εκατομμύριων ανθρώπων, από τους οποίους οι συντριπτικά
περισσότεροι ήταν Εβραίοι και οι λοιποί Πολωνοί, Σοβιετικοί, Τσιγγάνοι (των
φυλών Sinti και Roma, που μιλούσαν παραπλήσια σανσκριτική διάλεκτο γνωστή στις
Ινδίες), ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, ιεχωβάδες και άλλοι κοινωνικά, πολιτικά και
θρησκευτικά ανεπιθύμητοι. Όλοι αυτοί μεταφερόμενοι σε ειδικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης, εκτελούνταν ομαδικά σε θαλάμους αερίων ή και με άλλους τρόπους.
Ένα ως ενάμισι εκατομμύριο μόνο στο Auschwitz (Πολωνία). Οι Ναζί την τελευταία
στιγμή, λίγο πριν χάσουν τον πόλεμο, φρόντισαν να καταστρέψουν όσο μπόρεσαν
περισσότερο τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης των ανεπιθύμητων. Παρ’
όλα αυτά, πολλές εγκαταστάσεις, μέσα εκτέλεσης, ανθρώπινοι σκελετοί, επίσημα
έγγραφα των ναζιστικών αρχών, φωτογραφίες, μαρτυρίες διασωθέντων, αποτελούν όχι
απλά ίχνη αλλά ακλόνητα / αδιάψευστα τεκμήρια όλης αυτής της θηριωδίας που
μεθοδεύτηκε και εκτελέστηκε συστηματικά από ένα ευρύ καλά οργανωμένο δίκτυο του
ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου
πολέμου. Κι όμως συγγραφείς, όπως ο καθηγητής επί τρεις σχεδόν δεκαετίες της
σύγχρονης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών Robert Faurisson, ο αμερικανός
καθηγητής της ηλεκτρικής ενέργειας Arthur L. Butz, ο αμερικανός Fred Leuchter,
φερόμενος ως ειδικός σε μεθόδους εκτέλεσης καταδίκων με τη χρήση δηλητηριωδών
αερίων, o γερμανός χημικός Germar Rudolf, o Santiago Alvarez, μελετητής του β΄
παγκοσμίου πολέμου και του Ολοκαυτώματος, και ο Pierre Marais, ο Άγγλος David
Irving, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και
ειδικότερα για τη ναζιστική Γερμανία, ο ιταλός Carlo Mattogno, πολυγραφότατος
και αυτός, επιμένουν στην άρνηση του ολοκαυτώματος (Holocaust denial) παρά την
αντίθετη τεκμηριωμένη επιστημονικά βιβλιογραφία (R. Hilberg, Holocauste: les sources de l’histoire, Paris, 2001∙ Richard J. Evans, Telling lies about Hitler. The Holocaust, history and the David
Irving trial, London - New York, 2002, όπου στη σ. 1: «This book is about how
can tell the difference between truth and lies in history. It uses as an
example the libel case brought before the High Court in London in the spring of
2000 by David Irving against Deborah Lipstadt and her publishers, Penguin
Books. It concentrates on the issue of the falsification of the historical
record which Lipstadt accused Irving of having committed and which was the
subject of the investigations that I was asked to present to the court as
an expert witness». Ο Richard J. Green,
The chemistry of Auschwitz (http:/www.holocaust-history.org/auschwitz/chemistry/)
απαντά στον Germar
Rudolf, Rudolf report, London, 1993. Βλ. επίσης το βιβλίο του Stephen E. Atkins, Holocaust denial as an international movement, Westport, Conn.,
2009. Στη σ. 1, διευκρινίζεται ότι για
την άρνηση του γεγονότος, το οποίο άρχισε να αμφισβητείται με τη λήξη του
δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και εξελίχθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα σε διεθνές
κίνημα, συντρέχουν τρεις λόγοι: α) η αποκατάσταση του Χίτλερ και του ναζιστικού
καθεστώτος, β) η ανασύσταση νεοναζιστικού κράτους, γ) η αναβίωση της κατάρας
του αντισημιτισμού και η προσπάθεια απονομιμοποίησης του ισραηλινού κράτους.
Βλ. επίσης στην ελληνική ένα από τα σχετικά με την ιστορία του Τρίτου Ράιχ βιβλία
του Ian Kershaw, Ο Χίτλερ, οι
Γερμανοί και η τελική λύση, Αθήνα, 2011).
Τους θεωρητικούς του μετανεωτερικού
ιστορικού λόγου επηρέασαν, όπως είδαμε παραπάνω, οι φιλόσοφοι της ερμηνευτικής
και αναλυτικής φιλοσοφίας και του μεταδομισμού, οι γλωσσολόγοι της
‘‘γλωσσ(ολογ)ικής στροφής’’, οι σημειολόγοι και οι κριτικοί της λογοτεχνίας.
Πέρα από αυτούς, σοβαρή επιρροή άσκησαν και οι διανοούμενοι που αμφισβήτησαν
τις θεωρητικές βεβαιότητες του 19ου αιώνα και αρκετών δεκαετιών του 20ού, της
νεωτερικότητας / του μοντερνισμού (γαλλ. modernisme, αγγλ. modernism), όπως
ονόμασαν αυτή την περίοδο και σε σχέση με αυτή την αμέσως επόμενη, την οποία
και εξέφρασαν, της μετανεωτερικότητας / του μεταμοντερνισμού
(postmodernisme). Στη διάδοση των νέων όρων όσο και του νέου εν πολλοίς τρόπου
θεώρησης των φιλοσοφικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών, αρχιτεκτονικών ρευμάτων
συνέβαλε σημαντικά ο Γάλλος φιλόσοφος Jean-François Lyotard με το βιβλίο του La
condition postmoderne…, που εκδόθηκε το 1979 (Jean-FranÇois Lyotard, La condition postmoderne: rapport sur le savoir, Paris, 1979, στην ελληνική, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Αθήνα, 2008. Για τη
σχετική βιβλιογραφία, Jerzy Topolski (επιμ.), Historiography between modernism and postmodernism. Contributions to the methodology of the
historical research, Amsterdam, 1994. Στην ελληνική, βλ. Γιωργος Κοκκινος, «Ο μεταμοντερνισμός στην ιστοριογραφία…», στο βιβλίο του Συμβολικοί
πόλεμοι για την ιστορία και την κουλτούρα, Αθήνα, 2006, σ. 67-89). Ως postmodernité, καταρχάς, νοείται η κριτική που ασκήθηκε στη νεωτερικότητα
(modernité) και στις ονομαζόμενες από τον Lyotard μεγάλες αφηγήσεις ή μεταφηγήσεις
(grands récits narratifs ή métarécits), δηλαδή στις αφηγήσεις γι’ αυτή. Κάθε
αφήγηση, όπως υποστηρίζει, είναι ένα απλό story που σκοπό έχει να νομιμοποιήσει
μια εξουσία ή ορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές. Στις μεγάλες αφηγήσεις
ανήκουν: α) η μεταφήγηση της χειραφέτησης (le métarécit de l’émancipation) του
ανθρώπου, με την οποία οι διαφωτιστές εκφράζουν την πεποίθηση ότι η ανάπτυξη της
ορθολογικής σκέψης οδηγεί στην ηθική πρόοδο (χριστιανοί θεολόγοι, μαρξιστές,
καπιταλιστές, ανθρωπιστές, εθνικιστές, ρομαντικοί, ψυχαναλυτές ευαγγελίστηκαν
αναλόγως τη χειραφέτηση από την αμαρτία, από την εκμετάλλευση, την άγνοια, τη
θρησκεία, τη φτώχια ή το ασυνείδητο), β) η προοδοκεντρική εγελιανή μεταφήγηση
του καθολικού πνεύματος (le métarécit hégélien de l’Esprit universel). Σύμφωνα με τον Georg Wilhelm Friedrich Hegel, σκοπός της παγκόσμιας
ιστορίας είναι, μέσω του Πνεύματος να γνωρίσει και πραγματώσει την αλήθεια. Τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ιστορικών λαών –της συλλογικής ηθικής, των
θεσμών, της τέχνης, της θρησκείας, της επιστήμης– συνιστούν τις μορφές μιας
σταδιακής πορείας (G.W.F. Hegel, La raison dans l’histoire, 2e ébauche, Chap. II, 1e partie, éd. 10/18, σ. 96-97).
Αλλά και η θεωρία του Lyotard είναι κι αυτή
μια μεταφήγηση (métarécit, στην αγγλική metanarrative), μια κριτική
αντιμετώπιση των μεγάλων αφηγήσεων (grands récits narratifs, στην αγγλική grand
narratives) της νεωτερικής εποχής, μια αντιθεωρία, με την οποία εκφράζεται η
δυσπιστία για τις διατυπωμένες στη νεωτερική εποχή γενικές θεωρίες εξήγησης
του κόσμου. Τη δυσπιστία, κατά τον Lyotard, προκαλεί η απογοήτευση από τη
θηριώδη συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους στο Auschwitz και από τη μετάβαση με
την ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, της πληροφορικής, στη μεταβιομηχανική
εποχή, στην οποία η επιστημονική γνώση κατάντησε πληροφοριακό εμπόρευμα προς
μεγιστοποίηση του κέρδους. Σκοπός της έρευνας δεν είναι η αναζήτηση της
αλήθειας αλλά η αύξηση της δύναμης. Η δυσπιστία, κύριο γνώρισμα του μεταμοντερνισμού
(postmodernité / postmodernity), κρίνεται ότι οδηγεί σ’ έναν απεριόριστο
σχετικισμό, που δεν αφήνει ούτε αυτή μεγάλα περιθώρια στην προσέγγιση της
αλήθειας.
Ως
προς την ιστορία, σε σχέση με τη γλωσσική στροφή, τη μετανεωτερική /
μεταμοντέρνα κριτική των ‘‘μεγάλων αφηγήσεων’’ της νεωτερικής εποχής και τους
θεωρητικούς του μετανεωτερικού υποκειμενικού ιστορικού λόγου, περιοριζόμαστε
στα εξής: Παρόλο που κανείς δεν αμφισβητεί την σημασία που αποδίδεται στη
γλώσσα ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας και εν μέρει στην αφήγηση, εκείνο το
οποίο είχε επιδιωχθεί από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη ή συστηματικότερα από
τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, η διάκριση του λόγου από τον μύθο, της αλήθειας από
το ψεύδος, δεν μπορεί να αποσιωπηθεί. Παρά τις δυσκολίες, την τάση άσκησης
ελέγχου στο περιεχόμενο της ιστοριογραφίας από κάθε μορφής εξουσία ή μερικές
φορές παρά τις κατάφωρα ιδεολογικές προθέσεις των ίδιων των ιστορικών,
επιδιώκεται η σαφής διαφοροποίηση από την άκρως υποκειμενική διατύπωση της
λογοτεχνίας. Η προσφυγή στη θεωρία ιστορίας, που διαμορφώνεται κυρίως από
ιστορικούς και θεωρητικούς και επιστημολόγους των κοινωνικών επιστημών και
της ιστορίας παρά από φιλοσόφους της ιστορίας (ο όρος παραπέμπει κατά κανόνα
σε μια περιορισμένη συντηρητική αντιμετώπιση των προβλημάτων), το ενδιαφέρον
για το διευρυμένο πεδίο της ιστορίας, οι θεωρίες και μέθοδοι, τα ερευνητικά
μοντέλα που εισάγονται σε σύμπραξη με ανάλογα των κοινωνικών επιστημών, η
εφαρμογή οργανωμένων ερευνητικών πρακτικών, οι επεξεργασμένες οπτικές θεώρησης
και κριτικής αντιμετώπισης του πρωτογενούς υλικού των πηγών και των
δευτερογενών (των έργων των ιστορικών), δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η
ιστοριογραφία πολύ απέχει από την αντίληψη ότι είναι ένα παραπλήσιο
γραμματειακό είδος με τη λογοτεχνία. Το αρχικό αίτημα, εξάλλου, της διάκρισης
του λόγου από τον μύθο, της ιστοριογραφίας από τη μυθοπλασία παραμένει
σταθερό. Η εκφορά ιστορικού λόγου, απαλλαγμένου από την ιδεολογική και
ανεπαρκή μεθοδολογική μονομέρεια, από την εμμονή σε ορισμένες αντιλήψεις, από
νομοτελειακού ή άλλου χαρακτήρα μεγάλες αφηγήσεις, από εξουσιαστικές
δεσμεύσεις, από τον φόβο αθέτησης της προσωπικής ή οικογενειακής ιστορίας ή αποδέσμευσης
από δίκτυα φίλων και σύνολα ομοϊδεατών, είναι στοιχεία που, αν υπάρχουν ή δεν
υπάρχουν, εύκολα μπορεί να εντοπίσει η ιστορική κριτική. Μέσω της ιστοριογραφίας
δεν είναι παράλογο να επιδιώκεται η προσέγγιση του πραγματικού, η αποδέσμευση
από στερεότυπα, η οικείωση του παρελθόντος, η συνειδητοποίηση του παρόντος
και, κατά συνέπεια, το άνοιγμα μιας προοπτικής για την αντιμετώπιση του
μέλλοντος, αρκεί να μην ακολουθείται η αντίθετη πορεία, της εμπρόθετης προβολής
του παρόντος στο παρελθόν. Και η ιστοριογραφία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί
μέρος της ιστορίας. Και στα δύο πεδία τίποτε δεν είναι οριστικά χαμένο ούτε
οριστικά κερδισμένο. Παρά τα εμπόδια, παρά τις απώλειες, η δυνατότητα άσκησης
κριτικής αποτελεί το ασφαλέστερο στοιχείο της ιστοριογραφίας ως γνωστικού
αντικειμένου. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, εξάλλου, της αυστηρής αντιμετώπισης
κριτικά του αντικειμένου της, η ιστοριογραφία θα κατέρρεε.
Η άσκηση κριτικής, ακρογωνιαίος λίθος της
ιστορικής σκέψης και πρακτικής, προϋποθέτει την αποδοχή ενός ‘‘τόπου’’, μιας
τοπικής, ενός σημείου εκκίνησης, ένα σύνολο θεωριών, μεθόδων και πρακτικών,
που συμβάλλουν στην όλη διαδικασία αποκωδικοποίησης των πηγών και στην
παραγωγή νέων ιστορικών θεωρήσεων. Στα ερωτήματα που τίθενται από την ιστοριογραφία,
όπως και από κάθε άλλο γνωστικό αντικείμενο, οι απαντήσεις δεν είναι
οριστικές. Συχνά, ωστόσο, όταν δεν είναι άστοχες ή τελείως απλοϊκές,
προβληματίζουν τον σκεπτόμενο άνθρωπο, πλουτίζουν την ανθρώπινη εμπειρία,
προσφέρουν νέες δυνατότητες προσέγγισης του πραγματικού.
Σε άλλο δοκίμιο αυτού του ιστολογίου (Γιαννης Γιαννοπουλος, «Η βενετική περιπέτεια των λέξεων comunità,
repubblica, serenissima, dominante, cittadino, regno», ιταλική μετάφραση,
«L’avventura veneziana delle parole comunità, repubblica, serenissima,
dominante, cittadino, regno», Studi Veneziani LXV (2012), σ. 35-47)
εισαγωγικά γίνεται σύντομη αναφορά στον αυτονομημένο κλάδο της κοινωνικής
ιστορίας τον γνωστό ως ιστορία των εννοιών. Όπως σ’ εκείνο, στις παραγράφους
που ακολουθούν, εξετάζονται συντομότερα ορισμένες βασικές έννοιες της ιστορίας
της Βενετίας. Από τη σημασία, την οποία αποκτούν οι λέξεις, κυρίως οι όροι, σε
σχέση με τον τόπο και τον χρόνο, αποκαλύπτεται η ιστορικότητα των εννοιών: σε
διαφορετικές εποχές και τόπους ή στον ίδιο χρόνο και τόπο μπορεί να τους
αποδίδεται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ή και πρόσωπα, διαφορετικό
περιεχόμενο. Η αποδοχή άκριτα μιας σημασίας τους αποτελεί εμπόδιο στην
προσέγγιση αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό.
Περιοριζόμαστε εδώ να εξετάσουμε δύο
έννοιες, τις λέξεις repubblica και serenissima. Η δεύτερη είτε αποτελεί μέρος
του ονοματικού συνόλου Serenissima Repubblica di Venezia είτε τίθεται μόνη
κατ’ αντονομασία (αντί του όλου). Σπεύδουμε να σχολιάσουμε και τις δύο έννοιες
προκαταρκτικά σε σχέση με τα υποστηριζόμενα από τους θεωρητικούς του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου, που ισχυρίζονται: α) ότι η ιστοριογραφία δεν
διαφέρει αισθητά από τη λογοτεχνία και β) ότι το γεγονός, η πραγματικότητα και
η αλήθεια για το παρελθόν δεν είναι έννοιες στις οποίες μπορεί να δώσει
ικανοποιητική απάντηση η ιστοριογραφία. Οι πηγές που μελετούν οι ιστορικοί
είναι ποικιλοτρόπως διαμεσολαβημένες και οι ίδιοι χωμένοι στην ιστορία. Γι’
αυτό τον λόγο, δεν υπάρχει πιθανότητα, όπως ισχυρίζονται, να γραφτούν κείμενα
που να συγκροτούν αξιόπιστα ό,τι συνήθως φέρεται ως γεγονός, πραγματικότητα
και αλήθεια.
Μια απάντηση στα παραπάνω μπορεί να
θεωρηθεί η εξής: Αν ο ιστορικός αρκείται να αναφέρεται στη Repubblica di
Venezia, στη Serenissima Repubblica di Venezia και κατ’ αντονομασία στη
Serenissima, χωρίς να διευκρινίζει καταρχάς αν η λέξη repubblica για μια
ορισμένη χρονική περίοδο της ιστορίας του βενετικού κράτους διατηρούσε την
πρωταρχική σημασία της (δημοκρατία), ή σήμαινε κάτι άλλο, υπάρχει πρόβλημα.
Επίσης, προς διερεύνηση είναι αν και πόσο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα
το επίθετο serenissima (γαληνότατη), με το οποίο προφανώς η άρχουσα
θεσμοθετημένη τάξη ήθελε να δηλώσει ότι ως φορέας εξουσίας εξέδιδε διοικητικές
και δικαστικές αποφάσεις με γαλήνια / ήρεμη συνείδηση και, επομένως, ότι η
Βενετία ήταν κράτος ευνομίας. Αν αυτές οι δύο έννοιες παραπλανούν τον αναγνώστη,
δεν του προσφέρουν κάποια έστω και αμυδρή εικόνα της πραγματικότητας, τότε
χωρίς αμφιβολία η ιστοριογραφία τουλάχιστον ως προς τα δύο αυτά σημεία μπορεί
να μη διαφέρει από τη λογοτεχνία και να μην έχουν άδικο οι θεωρητικοί του
μετανεωτερικού ιστορικού λόγου, όταν υποστηρίζουν ότι η αλήθεια ή το ψεύδος
δεν είναι το ζητούμενο, αφού άλλα προέχουν, η πλοκή και η αισθητική απόλαυση
του κειμένου. Και τούτο, όχι τόσο γιατί οι λογοτέχνες αποφεύγουν να ασκούν κριτική
σ’ ένα καθεστώς με τους δικούς τους τρόπους, όσο γιατί οι ιστορικοί υποκύπτουν
στη γοητεία ενός λόγου που παράγει επίπλαστο αισθητικό αποτέλεσμα. Δεν
έχουμε κανένα λόγο να μη δεχτούμε ότι οι πηγές είναι απλές αναπαραστάσεις
(representations), υποκειμενικοί λόγοι (discourses) και όχι η ίδια η
πραγματικότητα. Οι τέτοιου είδους πηγές, ωστόσο, συχνά επιτρέπουν στον
ιστορικό να διαγνώσει τις προθέσεις των προσώπων που τις διατυπώνουν. Από
αυτές τις πηγές αλλά και από τους αριθμούς, για τους οποίους όσοι ιστορικοί
προσέφυγαν σ’ αυτούς, πολύ επικρίθηκαν, επειδή είχαν πιστέψει από θετικιστική
πλάνη σε μια άπιαστη αντικειμενικότητα, προκύπτει ότι το βενετικό κράτος για
πεντακόσια χρόνια (1297-1797) –εδώ αναφερόμαστε σ’ αυτή την περίοδο– δεν
είχε δημοκρατικό αλλά αριστοκρατικό πολίτευμα (το βενετικό κράτος, πάνω από
100.000 η πόλη, αρκετά εκατομμύρια όλη η επικράτεια, κυβερνήθηκε αποκλειστικά
από μια με κληρονομικά προνόμια θεσμοθετημένη τάξη που σ’ αυτή τη χρονική
περίοδο ενεργό ρόλο είχαν 1.000 με 2.500 άρρενα μέλη της). Στη συγκεκριμένη
περίπτωση τουλάχιστον, παρόλο που καμιά πηγή δεν την αντιλαμβανόμαστε ως
αδιάψευστο τεκμήριο αλλά ως κατάλοιπο του παρελθόντος, που πρέπει να μελετηθεί,
να αποκωδικοποιηθεί, να αποδομηθεί κτλ., οδηγούμαστε σε συμπέρασμα το οποίο
μπορεί να θεωρηθεί ανεπιφύλακτα ασφαλές.
Ανάλογα μπορούν να υποστηριχθούν και για τη
λέξη serenissima. Οι πηγές επιτρέπουν να πούμε ότι με το επίθετο serenissima η
κυρίαρχη θεσμοθετημένη τάξη ήθελε να δώσει την εντύπωση, και να την επιβάλλει,
ότι η Βενετία ήταν κράτος ευνομίας. Ωστόσο, είναι βέβαιο, όπως προκύπτει πάλι
από τις πηγές, ότι οι αποφάσεις, για να περιοριστούμε στις δικαστικές, δεν
παίρνονταν πάντοτε σύμφωνα με δικονομικούς κανόνες που έπρεπε τότε, σήμερα και
πάντοτε, να τηρούνται στο στάδιο της προδικασίας και στη διάρκεια της δίκης.
Ούτε παίρνονταν πάντοτε με ήρεμη συνείδηση από δικαστές που είχαν όλοι την
ακεραιότητα και την επαρκή νομική κατάρτιση να απονέμουν δικαιοσύνη προς όλους
το ίδιο, χωρίς διακρίσεις, βάσει κωδικοποιημένων δίκαιων νόμων, προς αποφυγή
της πολυνομίας και αυθαιρεσίας. Το να αμφισβητήσει ο ιστορικός την απολυτότητα
του υπερθετικού serenissima και να εξηγήσει γιατί λεγόταν ότι στην επικράτεια
του κράτους της Βενετίας οι αποφάσεις παίρνονταν με ήρεμη συνείδηση, δεν υπάρχουν
αξεπέραστα ιδεολογικά ή επιστημολογικά εμπόδια για να το πράξει. Το εμπειρικό
υλικό, στο οποίο στηρίχτηκε, για να το πει, δεν είναι τόσο δύσκολο να
αποκωδικοποιηθεί. Εξάλλου, όσο κι αν το συμπέρασμα μπορεί να θεωρηθεί
ικανοποιητικό, δεν είναι απαραίτητο να εκλαμβάνεται ως οριστικό. Καμιά επιστήμη
δεν ισχυρίζεται ότι έχει δώσει οριστικές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Τίποτε
δεν αποκλείει νέες θεωρίες να προκαλέσουν νέα ερωτήματα που μερικές φορές
οδηγούν σε νέες γόνιμες απαντήσεις.
Γιάννης
Γιαννόπουλος