Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

ΣΟΒΟΛΑΚΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΙ

 

Οι οικισμοί του ναχιγιέ Σοβολάκου το 1521

 

Από το βιβλίο μου Η Ευρυτανία στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής οργάνωσης, Ίδρυμα Γαζή - Τριανταφυλλόπουλου, Κατερίνη, Εκδόσεις ‘‘Μάτι΄΄, 2021, για κάποιο λόγο ανεξήγητο και φυσικά αδικαιολόγητο -από το τελευταίο κεφάλαιο, «Πίνακας των οθωμανικών οικισμών των καζάδων Καρπενησίου και Φαναρίου», σ. 511-521- απουσιάζει ο κατάλογος του ναχιγιέ Σοβολάκου του καζά Καρπενησίου με τα οθωμανικά ονόματα των οικισμών του, τον οποίο εδώ δημοσιεύουμε. Κι αυτόν, όπως τους άλλους, τον συντάξαμε αποσπώντας τους οικισμούς του από τον γενικό κατάλογο με τους οικισμούς του σαντζακίου Τρικάλων, τον οποίο συνέταξαν οι Τούρκοι ειδικοί μελετητές συγγραφείς των βιβλίων:

α) 367 numaralı muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-ili defteri ile 114, 390 ve 101 numaralı icmâl defterleri (920-937 / 1514-1530), I: Karlı-ili, Agrıboz, Mora, Rodos ve Tırhala livāları, Yusuf Sarınay, Mustafa Budak, Önder Bayır, Ahmet Zeki İzgöer, Ahmet Özkılınç, Ali Coşkun, Abdullah Sivridağ, Murat Yüzbaşıoğlu, Ankara, T.C. Başbakanlık, Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü, Osmanlı Arşivi Daire Başkanlığı. 2007 και

β) Ünal, Uğur κ.ά., Osmanlı Yer Adları : I. Rumeli eyaleti (1514-1550), Ankara, T.C. Başbakanlık Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü, 2013.

Οι συντομογραφίες: α) n.: nahiye / ναχιγιές, β) kz.: kaza / καζάς, 3) l.: liva: λιβάς αλλιώς σαντζάκι, 4) k.: karye / χωριό, 5) bk.: bakınız / βλέπετε, στα ελληνικά παραπέμπουμε γράφοντας βλ.

Οι οικισμοί περιέχονται στο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1521, κατ’ εξαίρεση οι οικισμοί Aya Dendro και Korikiste σε άλλο κατάστιχο εκείνων των χρόνων.

 

Andranova k.

Argiste/Çipoti k.

Avliva (?) k.

Aya Dendro k.

Ayo Dimitri/Kastanya k., βλ. Kastanya/Ayo Dimitri k.

Ayo İvlaş k.

Çipoti k., bk. Argiste k.

Doviçane k.

Fidaki k.

Golyani k.

Gornaş k.

Harasto k.

İksena k.

İspartiya k.

Kastanya k.

Kastanya k., bk. Ayo Dimitri k.

Kilakipalyohor k.

Kofala k.

Koprana k.

 

Korikiste/Kroyçiste k.

Kroyçiste k., bk. Korikiste k.

Lata k.

Milya k.

Morgoda k.

Palyohor k.

Palyositari k.

Plasnova (-i diğer) [1] k.

Plaşova k.

Plaştova k.

Platano k.

Puruso k.

Rahova k.

Saryada k.

Sila k.

Sohoryo k.

Sohoryodik k.

Sovalak k. / nf.

Tırnova k.

Valota k.

 



[1] Και διαφορετικά με κατάληξη -i αντί -a

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

 

‘‘Η κρίσιμη πενταετία’’ 1828-1832

και τα σχετικά με αυτή πιθανά οδωνύμια του Καρπενησίου[1]

Στο άμεσο ή το απώτερο μέλλον από τα ενδιαφέροντα των συντακτών -τακτικών ή έκτακτων- των ‘‘Καρπενησιώτικων’’ δε θα ξεφύγει ως αντικείμενο έρευνας το οδωνυμικό, η ιστορία της ονοματοθεσίας των οδών του Καρπενησίου. Όποιος ασχοληθεί συστηματικά θα αναζητήσει τις πηγές, ό,τι υπάρχει στους φακέλους του δήμου Καρπενησίου, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) και στο υπαγόμενο σ’ αυτά Ιστορικό Αρχείο Ευρυτανίας. Δεν θα καταπιαστούμε εδώ με την ιστορία του θέματος, τις πρώτες ονοματοθεσίες ή τις αλλαγές οδωνυμίων ανάλογα με την ιστορική συγκυρία. Μπορούμε, ωστόσο, να πληροφορήσουμε τον αναγνώστη –ταιριάζει να πούμε υπενθυμίσουμε στον ντόπιο αναγνώστη κάποιας ηλικίας– ότι δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ο ταχυδρόμος μοίραζε τα γράμματα όχι με βάση τα υπάρχοντα οδωνύμια που σπάνια είχαν δοθεί σε δρόμους πέρα από το κέντρο, αλλά ‘‘εμπειρικά’’: Δεν του ήταν άγνωστο που διέμεναν οι παραλήπτες τους. Καμιά φορά μόνο, για τους νεοαφερμένους υπαλλήλους, ή και άλλους, όπως επισκέπτες και πρόσκαιρα διαμένοντες, αρκούσε να ρωτήσει και να μάθει. Αυτού του είδους η έρευνα ήταν μέρος των καθηκόντων του.

Τα αστικά οδωνύμια, αν και έχουν χρηστική λειτουργία, αποτελούν προνομιακό μηχανισμό σήμανσης του δημόσιου χώρου και αποτυπώνουν πολιτικές, ιδεολογικές αλλά και τοπικές ή και προσωπικές προτιμήσεις / επιδιώξεις των διαχειριστών της εξουσίας και της ιστορίας. Συμβάλλουν, τουλάχιστον σ’ έναν βαθμό, στη συγκρότηση της συλλογικής πολιτισμικής, κοινωνικής και πολιτικής μνήμης, κατά κάποιο τρόπο αποτελούν και προέκταση του φαντασιακού μιας τοπικής κοινότητας. Στο αστικό περιβάλλον ενσωματώνονται οι αφηγήσεις για το τοπικό και το εθνικό ιστορικό παρελθόν, ενίοτε και για το υπερεθνικό, που δείχνει, όταν αυτό συμβαίνει, πόσο η κοινότητα είναι ανοιχτή προς τον έξω κόσμο.

Με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου μου Η Ευρυτανία στη διαδρομή της εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής οργάνωσης, Ίδρυμα Γαζή – Τριανταφυλλόπουλου, Εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη 2021 (576 σελίδες), και του φετινού διακοσιοστού έτους από την Επανάσταση, μου γεννήθηκε η απορία αν έχουν δοθεί σε οδούς του Καρπενησίου τα ονόματα ορισμένων σημαντικών προσώπων τα οποία συνδέονται με την εκδήλωση της Επανάστασης στην περιοχή, την απελευθέρωση της Στερεάς και του Καρπενησίου, όπως και με τη χάραξη των ηπειρωτικών συνόρων του Ελληνικού κράτους το 1832, τα οποία έκτοτε αποτελούν τα βόρεια σύνορα της Ευρυτανίας και όλης της Στερεάς. Ιδιαίτερα την προσοχή μου τράβηξε η κρίσιμη για την τύχη της περιοχής, και όλης της Στερεάς, πενταετία 1828-1832. Αυτά τα χρόνια απαιτήθηκαν επιδέξιοι πολιτικοί και διπλωματικοί χειρισμοί και στρατιωτικές ενέργειες καθόλου μικρής σημασίας μέχρι να κριθεί το εδαφικό, συνάρτηση του οποίου αποτελεί και το συνοριακό. Τίποτε πριν και στη διάρκεια αυτών των ετών δεν ήταν δεδομένο.

Το ελληνικό ζήτημα το πέμπτο έτος από την έκρηξη το 1821 της επανάστασης με την απόβαση του Ιμπραήμ πασά το 1825 στην Πελοπόννησο είχε εισέλθει σε κρίση[2]. Ο Ιμπραήμ, για να δώσει ένα τέλος, επρόκειτο να μεταφέρει τους Έλληνες χριστιανούς στην Αίγυπτο και να εγκαταστήσει Αιγύπτιους μουσουλμάνους στην Πελοπόννησο. Αυτή η αποκρουστική προοπτική στην Ευρώπη κινητοποίησε όσους υποστήριζαν τα φιλελεύθερα κινήματα, επίσης όσους έβλεπαν τους επαναστατημένους με συμπάθεια ως απογόνους των δημιουργών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αλλά και κυβερνήσεις, κυρίως της Αγγλίας, δεν έμειναν απαθείς. Μια ρωσική κάθοδος μπορούσε να επιλύσει μονομερώς το ελληνικό ζήτημα που ήταν μέρος του ανατολικού ζητήματος και να βλάψει σοβαρά τα αγγλικά συμφέροντα στην Ανατολή.

Ο από το 1822 υπουργός των Εξωτερικών George Canning ανακαινιστής της αγγλικής πολιτικής, καίτοι του κόμματος των Tοries, δεν έμεινε αδρανής: Προκάλεσε το 1825 ελληνικό αίτημα μεσολάβησης και την υπογραφή του αγγλορωσικού πρωτόκολλου της 23-3 / 4-4 1826 στην Αγία Πετρούπολη. Διαβεβαίωναν οι συμβαλλόμενοι σ’ αυτό ότι η μεσολάβησή τους δεν υπέκρυπτε ιδιοτελείς σκοπούς και καλούσαν τις άλλες δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας να συμπράξουν. Η Αυστρία διαφώνησε και η Ιερή Συμμαχία διαλύθηκε. Ο Αυστριακός πρεσβευτής στο Λονδίνο υποστήριξε ότι η λέξη της συμφωνίας μεσολάβηση (mediation) υπέκρυπτε αναγνώριση ελληνικής κυβέρνησης.

Στις 6 Ιουλίου 1827 στο Λονδίνο, στο Foreign Office, ένα μήνα πριν από τον θάνατο του πρωθυπουργού πλέον της Αγγλίας George Canning, οι εκπρόσωποι τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων (είχε προσχωρήσει και η Γαλλία) υπέγραψαν συνθήκη, η οποία προέβλεπε να παρεμβληθούν ανάμεσα στους εμπόλεμους οι ναυτικές τους δυνάμεις στο Αιγαίο, μέχρι να βρεθεί λύση του ελληνικού ζητήματος.

Αλλά μετά τον θάνατο του Canning η πολιτική της Αγγλίας δεν ήταν η ίδια. Τα επόμενα χρόνια, ιδίως η επί τριετία (22/1/1828-16/11/1830) κυβέρνηση του Δούκα του Wellington και υπουργό των Εξωτερικών τον Aberdeen επί τριάμισι χρόνια (2 Ιουνίου 1828-22 Νοεμβρίου 1830) δεν έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον. Ο Ουέλλινγκτον και ο Άμπερντιν εκδήλωναν την οργή τους για το κακό που έκαμαν στους Οθωμανούς, τον παραδοσιακό τους σύμμαχο.

Αλλά κάποιες κοινές αποφάσεις των τριών δυνάμεων είχαν στο μεταξύ δρομολογηθεί. Στο πρωτόκολλο της 11-8-1828, περιέχεται ένα σχέδιο δήλωσης σχετικά με την αποστολή [γαλλικών] στρατευμάτων στον Μοριά. Σε λίγες μέρες, στις 16-8-1827, κοινοποιήθηκε στην Οθωμανική Πύλη και το περιεχόμενο της συνθήκης της 6-7-1827. Της ανακοινώθηκε και για ποιο λόγο πραγματοποιείται η εκστρατεία στον Μοριά και, επιπλέον, ότι τον θέτουν μαζί με τις παρακείμενες νήσους και τις Κυκλάδες υπό την εγγύησή τους. Γαλλικός στρατός υπό τον στρατηγό Maison έφτασε στη Μεθώνη στις 30-8-1828 και ως τις 30-10-1828 εκκαθάρισε όλα τα κατεχόμενα από τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις φρούρια της χερσονήσου. Η διακήρυξη ότι οι Δυνάμεις έθεταν προσωρινά υπό την εγγύησή τους την Πελοπόννησο και τα παραπάνω νησιά, όπως, πολύ περισσότερο, η άρνηση της Αγγλίας να συγκατατεθεί στη συνέχιση της εκστρατείας των γαλλικών δυνάμεων πέρα από τον Ισθμό, προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στους κατοίκους της Στερεάς. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ένα άλλο πολύ σοβαρό γεγονός ευνοϊκό για την ελληνική υπόθεση, αν και όχι ευθέως για τη Στερεά, ήταν η ολοσχερής καταστροφή στις 8/20 Οκτωβρίου 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η Πύλη, πιεζόμενη, απαντούσε  ότι η ανταρσία των Ελλήνων είναι εσωτερική υπόθεση του οθωμανικού κράτους και μόλις το 1829 άρχισε να δέχεται ότι υπάρχει όχι ελληνικό αλλά μοραΐτικο ζήτημα.

Όταν στις 6/18 Ιανουαρίου 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε τα καθήκοντά του ως κυβερνήτης, ήταν διάχυτη, πέρα των άλλων προβλημάτων των σχετικών με το εδαφικό, η αβεβαιότητα και ανησυχία για την τύχη της Στερεάς. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826 είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς. Ύστερα ό,τι είχε ανακτηθεί επί ένα χρόνο υπό την ηγεσία του Γεώργιου Καραϊσκάκη, είχε χαθεί μετά τον θάνατό του στις 23 Απριλίου 1827.

Ο Καποδίστριας, παρά την πολιτική της Αγγλίας επί του εδαφικού και την καχυποψία για τις προθέσεις του, επειδή είχε διατελέσει υπουργός της Ρωσίας, ακολούθησε πολιτική, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ τις αγγλικές θέσεις. Εξαρχής, με επιδέξιους χειρισμούς προχώρησε στην οργάνωση ημιεπαγγελματικού στρατού, των χιλιαρχιών, τις οποίες μισθοδοτούσε με δανεικά χρήματα που δεν είχε το κράτος, για να απελευθερώσουν τα πέραν του Ισθμού εδάφη.

Πίεση άσκησε και στους πρεσβευτές, εκπροσώπους των δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν στον Πόρο και επί δίμηνο το φθινόπωρο του 1828 εργάστηκαν για να διατυπώσουν προτάσεις στις κυβερνήσεις τους επί του εδαφικού. Στο πρωτόκολλο αυτής της πρεσβευτικής διάσκεψης του Πόρου της 12-12-1828, αναπτύσσεται και το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια η Θεσσαλία και το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, ως το Δέλβινο, που βρίσκεται βορειότερα των σημερινών ελληνικών συνόρων. Στο κείμενο της διάσκεψης προβάλλεται ως πρόταση η γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Αναπτύχθηκαν και άλλες δυσμενέστερες για την Ελλάδα λύσεις. Και με επιχειρήματα υποστηρίχτηκε, τα οποία κυρίως οφείλονται στον Άγγλο πρεσβευτή Stratford Canning, ότι η Θεσσαλία και η Ήπειρος, η Σάμος και η Κρήτη θα έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποτελούν μέρος της οθωμανικής επικράτειας.

Οι επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων στη Στερεά κράτησαν ως τον Σεπτέμβριο του 1929. Το δεύτερο εξάμηνο του 1828, παραδόθηκαν στους Έλληνες στις 5 Νοεμβρίου η Λιβαδειά και στις 17 του ίδιου μήνα το φρούριο των Σαλώνων. Ο χιλίαρχος Κίτσος Τζαβέλας στις 17 Νοεμβρίου κατευθυνόταν προς το Καρπενήσι, ένα άλλο στρατιωτικό σώμα προς τα Άγραφα και ο Ιωάννης Στράτος με τη χιλιαρχία του προς τη Νεόπατρα, μαζί με τον καπετάνιο της περιφέρειας Ευαγγέλη Κοντογιάννη. Οι δυνάμεις του χιλίαρχου Τζαβέλα και του στρατηγού Ντεντζέλ (Dentzel), που κινήθηκαν προς το Καρπενήσι, ξεπερνούσαν τις 4.000. Ο Ντεντζέλ, είχε καταλάβει στο μεταξύ τον μισό Μαραθιά, ενώ τον άλλο μισό τον κατείχαν 1.200 Τουρκαλβανοί. Ανατολικά του Καρπενησίου στο Μαυρίλο του Τυμφρηστού τοποθετήθηκαν, όπως και σε άλλες θέσεις κάποιας σημασίας, άνδρες του χιλίαρχου Στράτου. Η οθωμανική φρουρά το Καρπενησίου, ενώ την πολιορκούσε ο Κίτσος Τζαβέλας, δέχτηκε νέες ενισχύσεις και έγιναν τρεις απόπειρες τροφοδοσίας της. Τελικά, «την 23 οι Τούρκοι, ως τέσσαρες χιλιάδες έφυγον νυκτός προς Άγραφα». Στην είδηση της απελευθέρωσης του Καρπενησίου στις 23 Νοεμβρίου αναφέρθηκε η Γενική Εφημερίς μετά δεκαεννιά ημέρες: «Από αξιωματικά γράμματα εκ του εν Καρπενησίω στρατοπέδου της 24 του Νοεμβρίου βεβαιούμεθα, [...] ότι οι εν Καρπενησίω εχθροί περί τους 4,500. Την 23, δύο ώρας πριν εξημερώση, έφυγαν και διευθύνθησαν εις Άγραφα από το μέρος των Καγκελίων».

Άλλες πόλεις της Στερεάς οι Τούρκοι τις κράτησαν πολύ περισσότερο. Από τη Βόνιτσα αποχώρησαν στις 5 Μαρτίου 1829. Στη Ναύπακτο οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στις 22 Απριλίου 1829. Από το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό οι Τούρκοι αναχώρησαν με συνθήκη στις 2 Μαΐου 1829. Η τελευταία μάχη με τους Οθωμανούς, της οποίας τη διεύθυνση είχε ο Δημήτριος Υψηλάντης, δόθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12/24 Σεπτεμβρίου 1929.

Μετά την παρέλευση εξαμήνου, στις 22-3-1829, υπογράφηκε στο Foreign Office ένα άλλο ιδιαίτερης σημασίας πρωτόκολλο. Αποφασίστηκε να τεθεί στην Οθωμανική Πύλη ως εξής το συνοριακό: Το χερσαίο σύνορο από την είσοδο του Κόλπου του Βόλου, ακολουθεί την κορυφογραμμή της Όθρυος, ως την κορυφή ανατολικά των Αγράφων στο σημείο επαφής με την οροσειρά της Πίνδου. Από αυτή την υψηλή κορυφή κατέρχεται στην πεδιάδα του Ασπροπόταμου, διέρχεται Ν του Λεοντίτου που παραμένει στην Τουρκία, διασχίζει την κορυφογραμμή του Μακρυνόρους και φτάνει, αφήνοντας στους Έλληνες το ομώνυμο στενό που καταλήγει στην πεδιάδα της Άρτας, ως τη θάλασσα του Αμβρακικού κόλπου.

Η Οθωμανική Πύλη στρεφόμενη μόνο κατά της Ρωσίας, επειδή είχε πάρει μέρος με πλοία της στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, είχε κλείσει τα Στενά. Ο τσάρος Νικόλαος Α΄ τον Απρίλιο του 1828 της κήρυξε τον πόλεμο. Και, όταν τα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη στις 14-9-1929 υπογράφηκε η συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία η Οθωμανική Πύλη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει αυτόνομο ελληνικό κράτος  Η Αγγλία, ενοχλημένη από αυτή τη μονομερή επίλυση του ελληνικού ζητήματος, προκάλεσε με το πρωτόκολλο της 3-2-1830 τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, επέμεινε και ορίστηκε το βόρειο σύνορο στη Στερεά Ελλάδα να χαραχθεί στη γραμμή Ασπροποτάμου [Αχελώου], Αγγελοκάστρου, οροσειράς Παναιτωλικού, Οξυάς, Σπερχειού ως τις εκβολές του, αφήνοντας πάλι έξω από την ελληνική επικράτεια όχι μόνο τη Σάμο και την Κρήτη αλλά και σημαντικό αριθμό επαρχιών της Στερεάς, ανάμεσα σ’ αυτές του Καρπενησίου και των Αγράφων. Στην ίδια διάσκεψη, με δεύτερο ξεχωριστό πρωτόκολλο αυθημερόν, προτάθηκε ως Prince Souverain de la Grèce –κατά την τότε μετάφραση, ‘‘Hγεμόνας Kυριάρχης’’ της Ελλάδος, όχι βασιλιάς– του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ο πρίγκιπας του Σαξωνικού Κοβούργου Λεοπόλδος, ο οποίος ζήτησε κυρίως την ευνοϊκή επίλυση του εδαφικού. Με το πρωτόκολλο της 20-2-1830 έλαβε την απάντηση ως προς το αίτημα επανεξέτασης των αποφάσεων που αφορούν τα [ηπειρωτικά] όρια του νέου κράτους ότι υπάρχουν αξεπέραστα εμπόδια. Ο Λεοπόλδος επανήλθε και τελικά μετά τέσσερις σχεδόν μήνες άκαρπων προσπαθειών κατέθεσε στις 9/21-5-1830 την παραίτησή του.

Μετά παρέλευση εξαμήνου, ο νέος, από τον Νοέμβριο του 1839, υπουργός των Εξωτερικών Palmerston, ο οποίος επικροτούσε, την ανανεωτική πολιτική του George Canning, έδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για το ελληνικό ζήτημα. Με το πρωτόκολλο της 26-9-1831 ν.η. καλούνταν η Πύλη να δεχτεί τη γραμμή Βόλου-Άρτας. Στο ελληνικό κράτος εντάσσονταν, ιδιαιτέρως αναφέρεται, η Εύβοια και η Αττική. Σε λίγες μέρες, στις 27/9 (5/10) 1831, ο Κυβερνήτης δολοφονήθηκε. Επακολούθησε περίοδος αναταραχής και αναρχίας. Οι κυβερνήσεις των τριών Δυνάμεων, επιτέλους, προσδιόρισαν τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και εξέλεξαν ως βασιλέα με εξουσίες μονάρχη  (σύμβαση / convention του Λονδίνου της 7 Μαΐου 1832) τον πρίγκιπα του Βασιλείου της Βαυαρίας Όθωνα. Στις 9/21 Ιουλίου με τον Διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης, αλλιώς συνθήκη του Καλεντέρ Κιοσκ, η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και δέχτηκε να συσταθεί επιτροπή για τη χάραξη διευρυμένων πλέον των ηπειρωτικών συνόρων του Ελληνικού Κράτους στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Στα ανατολικά έσχατο σημείο ορίζεται το στόμιο του μικρού ποταμού, ο οποίος ρέει κοντά στο χωριό Gradiza (Γαρδίκι –από το 1927 Πελασγία– στο ΒΔ άκρο της Φθιώτιδας). Η συνοριακή γραμμή ανέρχεται ως τις πηγές του ποταμού, από εκεί φτάνει ως την κορυφή του όρους Όθρυς, έπειτα ακολουθεί δυτική κατεύθυνση, την κορυφογραμμή κατά μήκος της οποίας υπάρχουν κορυφές, όπως του Βαρίμποβου και του Βελουχιού. Από εκεί, η συνοριακή γραμμή, περνώντας από την κοιλάδα του Ασπροπόταμου καταλήγει στον κόλπο της Άρτας ανάμεσα στην Κόπραινα και το Μενίδι. Η γέφυρα της Τατάρνας, το στενό πέρασμα και ο πύργος του Μακρυνόρους όριζε η συνθήκη να περιέλθουν στην Ελλάδα και η γέφυρα του Κόρακα και οι Αλαταριές της Κόπραινας να εξακολουθήσουν να ανήκουν στην Οθωμανική Πύλη. Η επαρχία Ζητουνίου / Λαμίας, το αριστερά της κοίτης του Σπερχειού, εκχωρήθηκε στην Ελλάδα με το πρωτόκολλο της 18/30-8-1832 έναντι τιμήματος 40.000.000 γροσίων. Με το ίδιο πρωτόκολλο συγκροτήθηκε και η οροθετική επιτροπή από τους συνταγματάρχες Γ. Μπέικερ της Μεγάλης Βρετανίας, Α. Σκάλον της Ρωσίας και Ι. Μπαρτελεμί της Γαλλίας. Δύο άλλα μέλη της ήταν ο στρατηγός Γιαννάκης Στάικος και ο Χουσεΐν μπέης.

Οι οροθέτες των Δυνάμεων κατά τη χάραξη υποστήριξαν αργότερα ότι έλαβαν υπόψη την περιγραφή της συνοριακής γραμμής, όπως αυτή είχε διατυπωθεί κατά την υπογραφή της συνθήκης βάσει χάρτη της εποχής, ο οποίος προφανώς δεν ήταν τόσο ακριβής, αλλά ενεργώντας με επαγγελματισμό και ευσυνειδησία για να δώσουν κυρίως στην Ελλάδα τη δυνατότητα υπεράσπισης των εδαφών της σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, αναζήτησαν περισσότερο κατάλληλες λύσεις. Σώζονται τα πρακτικά που τηρήθηκαν «παρά των επί της οροθεσίας επιτρόπων» και χάρτης, του 1834, αποτύπωσης των συνόρων και της όλης περιοχής, στον οποίο αναγράφονται τα επί της γραμμής των συνόρων ονόματα.

 Μία από τις επιλογές των οροθετών, ιδιαίτερης σημασίας, κυρίως για τους κατοίκους του ΒΑ τμήματος της Ευρυτανίας, υπήρξε η χάραξη του συνόρου λίγο πριν από τη Βρύση Ζαχαράκη, τρία μίλια ανατολικά της Φουρνάς. Καθώς το σημείο αυτό είναι αρκετά βορειότερα από το υποδεικνυόμενο στη συνθήκη, το κοντινό στο Βελούχι, η Υψηλή Πύλη αρνούνταν να εγκρίνει τον χάρτη επί τριετία, ως το τέλος του 1835. Τον αποδέχθηκε τελικά ύστερα από πιέσεις. Οι τρεις κύριοι οροθέτες τον παρέδωσαν στον ρεΐς εφέντη στην Κωνσταντινούπολη στις 18/30 Δεκεμβρίου 1835 και ένα του αντίτυπο στον Όθωνα στις 6/18 Ιανουαρίου 1836.

Τα σύνορα του 1832 αποτελούν έκτοτε το βόρειο σύνορο της Στερεάς. Ένα μέρος τους και της Ευρυτανίας. Διασαλεύτηκαν ελαφρώς λίγες μέρες πριν από την πτώση της δικτατορίας το Ιούλιο του 1974 με την υπαγωγή έξι ευρυτανικών κοινοτήτων στον νομό Καρδίτσας.

Μετά τα παραπάνω, προτείνουμε σε προσεχή προσθήκη ή αναπροσαρμογή οδωνυμίων του Καρπενησίου ή και άλλων ευρυτανικών οικισμών να τιμηθούν, όπως αρμόζει, τα ακόλουθα πρόσωπα της κρίσιμης πενταετίας 1828-1832: Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, Χιλίαρχος Κίτσος Τζαβέλας, Οροθέτες Συνταγματάρχες  Γ. Μπέικερ, Α. Σκάλον, Ι. Μπαρτελεμί, ή και άλλα παραπάνω αναφερόμενα.

Καιρός είναι από κατάλληλη Επιτροπή να καταγραφεί σε βιβλίο, όπως αρμόζει, ή και να αναπροσδιοριστεί το οδωνυμικό, γιατί «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».

 



[1] Τύποις δημοσιευμένο το παρόν άρθρο στο περιοδικό Καρπενησιώτικα, τεύχος , σ. - .

[2] Μιχάλης Β. Σακελλαρίου, Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013. ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ - 23 ΜΑΙΟΥ 1825)

ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ - 23 ΜΑΙΟΥ 1825

ΑΤΑΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ - 23 ΜΑΙΟΥ 1825

 

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Yannis Yannopoulos, Cittadini, les snobs de la périphérie vénitienne.

 

Γιάννης Γιαννόπουλος, Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας: Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2011, 648 σελίδες

Yannis Yannopoulos

Cittadini, les snobs de la périphérie vénitienne.

Essai d’histoire conceptuelle et sociale

(résumé)

 

Nous nous limitons ici à de simples remarques méthodologiques

relatives au mode de pensée des historiens qui entreprennent

d’étudier le régime institutionnel d’une région grecque sous

domination vénitienne. Ils recherchent les sources les plus

opportunes, originales et secondaires, reformulent probablement

leur question initiale selon les données empiriques des

sources et aboutissent à une réponse. Toutefois, dire que l’on

peut éviter une réponse incomplète en la cherchant dans des

études connexes qui concernent d’autres régions ou, de façon

bien plus efficace, en examinant à quel point une institution

constitue un élément de l’histoire vénitienne, est un lieu commun.

Dans ce cas, la probabilité d’apporter une réponse à des

questions relatives au sens exact et d’ordinaire en évolution, ou

totalement différencié, des termes, augmente de manière significative.

Il est évident qu’aucun historien ne peut se contenter de

leur sens premier ou accepter inconsidérément les significations

parfois chargées d’opportunités idéologiques des sources originales

et secondaires. C’est dans cette direction, en outre, que des

chercheurs, qui constituent l’école allemande relative à l’étude

des concepts historiques, ont développé ces dernières décennies

une branche particulière de l’histoire politique et sociale, appelée

histoire conceptuelle.

Dans cette étude, tout ou presque dépend du degré de compréhension

d’une série de notions telles celles d’ordine, commune /

comunità, repubblica, nobile, cittadino, etc. Du fait de l’altération

du sens de certains termes, qui concernent les îles Ioniennes

et Cythère durant les siècles de la domination vénitienne,

comme, bien sûr, d’autres lieux occupés par les Vénitiens, on

 

639

 

 

continue à reproduire les stéréotypes régionalistes et autres, et à

empêcher ainsi l’acquisition d’une conscience historique bien

définie. Avec l’élargissement de l’horizon méthodologique, si évident

et pourtant indispensable, avec l’étude du système des

ordres de l’État vénitien et, en général, des institutions telles

qu’elles ont été formées à partir du XIe siècle dans les villesÉtats

du nord et du centre de l’Italie et, plus largement, du nord

et du centre de l’Europe, on peut comprendre plus facilement ce

qu’il en est vraiment et on est plus à même d’atténuer et/ou

d’ôter le poids engendré par la création de mythes régionalistes.

En raison de cette forte tendance régionaliste à créer des

mythes, les chercheurs de l’histoire vénitienne n’ont pas donné

jusqu’à présent une image complète du système des ordres vénitiens.

Durant cinq siècles à Venise, de 1297 à 1797, un petit

nombre de Vénitiens, réduit si on le considère par rapport à

l’ensemble de la population de la ville, assurait de façon continue,

pour eux-mêmes et pour leurs descendants, le privilège

absolu et exclusif de la participation au grand Conseil (maggior

consiglio) de la ville, duquel découlaient tous les autres pouvoirs

et institutions. Les membres de ce conseil, de sexe masculin, à

partir de vingt-cinq ans, ou parfois même dès vingt ans, en tant

que seuls véritables citoyens (cittadini), en tant que gouvernants

de l’État, choisissaient leurs égaux et étaient élus par ces

derniers dans tous les autres conseils gouvernementaux, tout

comme dans les fonctions administratives et, en même temps,

dans toutes les magistratures des périphéries; ils votaient les

lois, se définissaient eux-mêmes comme le premier ordre et

comme nobles (nobili), jouissaient d’importants privilèges économiques,

et c’étaient eux aussi qui décidaient de l’octroi des

titres et des privilèges. À tous les autres habitants de la ville et

des villes assujetties, ils refusaient obstinément d’attribuer la

possibilité d’être représentés parmi les organes gouvernementaux

de l’État. En concédant trois sortes de privilèges économiques

à des habitants de Venise, ils créèrent trois groups sociaux

différents de cittadini. En outre, à l’un d’eux, celui des

citoyens originaires (cittadini originari ), ils octroyèrent le privilège

de l’accession aux places importantes de la bureaucratie del’État.

Furent également appelés cittadini par ceux qui gouvernaient

l’État les membres des conseils périphériques dans chaque sièg

 

640

 

de l’administration vénitienne périphérique. Ces conseils furent

créés ou - quand ils existaient déjà - fonctionnèrent sur la

base de statuts (per statuta) qu’établissaient ensemble, toujours

dans la logique de ceux qui gouvernaient, l’État (d’habitude le

sénat) et les représentants de la périphérie. Tous les cittadini,

aussi bien de la ville même de Venise que des centres périphériques

assujettis constituaient le deuxième ordre (secondo ordine)

de l’État. Les centres de la périphérie, où était établi le siège

des autorités vénitiennes, pouvaient être des villes (città), des

«presque ville» (terre) ou de simples châteaux (castelli). Ce

deuxième ordre était lui aussi limité par rapport au troisième,

celui du peuple (popolo) de Venise, des centres périphériques et

des villages de la campagne (contado) de chaque périphérie.

Ceux qui appartenaient aux deuxième et troisième orders (secondo

e terzo ordine) n’avaient aucun droit de participer à la prise de

décisions gouvernementales et à l’élection des dignitaires de l’État.

Les chercheurs de l’histoire vénitienne se réfèrent d’habitude

au développement de ces ordres dans la ville de Venise. À notre

connaissance, il n’existe pas d’étude plus complète qui indique

auquel des trois ordres appartenaient ceux qui prenaient part

aux conseils des villes assujetties, en particulier celles des provinces

continentales de Venise, de la terre ferme (Terraferma).

Ces derniers, même s’ils prétendaient et proclamaient sur tous

les tons être des nobles, étaient pour les nobles vénitiens (nobili

veneti), gouvernants de l’État et seuls à conférer les titres, de

simples cittadini. Le titre de cittadino était honorifique au plan

de la périphérie. Les membres des conseils périphériques constituaient

l’aristocratie locale (dans le sens large du terme) et, en

commun avec l’administration vénitienne, ils prenaient des décisions

concernant des questions de caractère auto-administratif,

occupaient durant leur mandat des postes administratifs prévus

par les statuts et, surtout, se distinguaient de la grande masse du

troisième ordre, celui du peuple.

Ceux qui étaient des nobles des centres de la périphérie de

Venise avant la conquête vénitienne faisaient valoir leurs titres,

sans que personne ne les empêche de les invoquer. Les membres

des conseils locaux qui ne possédaient pas de titres de noblesse

héréditaires n’hésitaient pas non plus à se projeter en tant que

nobles. Pour les nobles vénitiens, cependant, ces assertions

641

 

totalement dénuées de sens. Les titres, dans l’État vénitien,

comportaient certaines attributions. «Nobili», pour ceux

qui gouvernaient l’État, étaient uniquement ceux qui participaient

au grand Conseil de Venise. Même les nobles de Chypre,

issus du précédent régime des Lusignan, à Nicosie, capitale de

l’île, bien qu’ils conservassent quelques privilèges de leur élection

à une ou deux places d’importance auto-administrative,

furent eux aussi, avec les cittadini, des membres du conseil de la

ville. Exceptionnellement en Crète, après sa conquête, une partie

de ceux qui avaient été envoyés de Venise au XIIIe siècle,

étant donné qu’ils provenaient de familles qui constituèrent les

nobili veneti après 1297, acquirent eux aussi le même titre. Lors

de leur retour à Venise après la reddition de Khandak (Candie)

aux Ottomans en 1669, ils furent à nouveau admis de plein droit

au grand Conseil. Par contre, il fut décidé que les Vénitiens ou

non-Vénitiens qui avaient constitué en Crète une noblesse de

second rang, la nobiltà cretese, seraient admis à Venise et dans

les grandes villes de la périphérie en tant que cittadini.

Malgré la position inflexible de ceux qui avaient le droit de

participation au grand Conseil de Venise, les cittadini de la périphérie

vénitienne, ces snob (< sans noblesse, sine nobilitate), qui

persistaient à se définir comme nobles, et, bien qu’ils ne rompaient

pas leur relation avec l’État, revendiquaient la possibilité

d’une ascension et d’une évolution sociales à des dignités susceptibles

d’accroître leur honneur, leur réputation et celle de leur famille,

ou même d’assurer leur participation au gouvernement de l’État.

Venise n’accordait qu’à un très petit nombre de cittadini de

chaque périphérie le titre de comte, pour d’importants services

rendus à l’État, ou lors de l’attribution d’un fief, et ce en outre

contre le versement d’une somme déterminée. Mais ce titre,

cependant, bien qu’honorifique, n’était qu’un titre nominal,

puisque celui qui l’obtenait continuait à appartenir au deuxième

ordre et participait à rang égal au conseil de sa région.

À la tendance vaniteuse et arrogante des cittadini de la périphérie

vénitienne de se faire valoir comme nobles, il faut rattacher

leur insistance à appeler «livre d’or» (libro d’oro) le livre

tenu par les autorités vénitiennes périphériques et/ou par le

conseil local des cittadini, appelé de manière officielle tout simplement

«livre» ou «livre du conseil». Un livre où étaient enre-

642

gistrés les mariages et les naissances d’enfants légitimes était tenu

par les nobles vénitiens à Venise ou par les cittadini dans les

centres administratifs de chaque périphérie, pour une raison

qui n’honorait ni les nobili ni les cittadini, à savoir pour prouver

que leurs descendants mâles (fils) étaient nés d’une union légitime

avec une femme de condition honorable (di onorata condizione).

Ce livre, par tendance à la mythification, apparut

comme un livre d’or, comme un livre qui, dès le moment où leur

nom y était inscrit, acquérait une valeur supérieure, comme l’or!

Les îles de la mer Ionienne et Cythère formèrent, après la

prise de l’État vénitien en 1797 et après l’occupation temporaire

française de 1797 à 1799, presque un État suzerain appelé République

de l’Heptanèse (constitution de 1800) puis, plus tard, un

État sous protectorat anglais appelé État Ionien (constitution de

1817). Avec une série d’ordonnances, d’abord de la constitution

provisoire de 1799 et surtout de la constitution de 1802, il fut

octroyé pour la première fois à un certain nombre d’habitants de

l’État le droit de citoyen et, avec lui, le titre de nobile, lequel

avait été refusé si opiniâtrement par Venise dans le passé. La

constitution anglaise de 1817 se contenta d’agréer les dispositions

de la constitution de 1803. Ce que celle-ci appelait nobiltà

costituzionale, laquelle fut abolie tout de suite après la réunion

des îles à la Grèce en 1864, assurait surtout le droit du citoyen et

n’avait pas le lustre de la noblesse d’antan. Désormais, pour l’acquérir,

il n’était plus nécessaire de présenter la preuve de trois

générations de civilité (tre gradi di civiltà) avec pour caractéristique

principale le non-exercice d’un métier manuel (arte mecanica).

Il suffisait à l’intéressé, pour être déclaré citoyen et nobile,

de postuler le titre et de prouver qu’il disposait d’un certain

revenu (prévu par la constitution et provenant d’une décision de

l’administration locale — de chaque île — ou de la loi électorale)

ou d’une formation universitaire. C’est de toute évidence

consciemment que le législateur constitutionnel, pour éviter ou

du moins tempérer les forfanteries des nobles, appela le livre où

étaient consignés leurs noms non pas libro, mais registro

(«registre»), catalogo, elenco («catalogue», «répertoire»)

(constitution de 1803), lista («liste») (constitution de 1817).

Malgré cela, l’attribution du titre de noblesse à un certain

nombre d’habitants eut comme conséquence de renforcer, sans

qu’elle soit fondée, la conviction que sous la domination véni-

643

 

 

 

tienne aussi, les membres des conseils dans chaque île étaient des

nobles.

Une autre question longuement traitée dans cette étude est

celle de savoir si, dans les centres périphériques de l’État vénitien,

il existait des communautés urbaines. Dans la bibliographie

internationale, et bien que dans les sources les conseils de

citoyens dans ces centres soient d’habitude mentionnés comme

communauté (comunità) ou comme conseils de la communauté

(consigli della comunità), il n’est jamais question de communautés

urbaines. En revanche, il y a des études consacrées aux communautés

de village, qui existent effectivement (souvent, c’est le

terme comune qui est utilisé pour les désigner, aussi bien dans

les sources que dans la bibliographie). Dans l’historiographie

grecque, cependant, étant donné que le terme vénitien comunità

a été rendu littéralement, il est question de communautés

urbaines, même si dans les centres administratifs de la périphérie

les conseils de citoyens ne constituaient pas une institution

équivalent à la communauté (κοινότητα). Et ceci car la distinction

des habitants de chaque centre administratif périphérique

en cittadini et popolari a empêché l’existence de communautés de

ville susceptibles d’exprimer l’ensemble de leurs habitants, et

encore bien davantage de communautés susceptibles d’exprimer

toute la population de la périphérie. Un cas caractéristique est

celui du Péloponnèse où, durant les trente années de domination

vénitienne (1685-1715), furent formés seize conseils de citoyens

(consigli di cittadini). Comme les habitants de ce «royaume»

(regno) n’avaient pas l’expérience de la division de la société en

ordres (ordini), l’institution de ces conseils fut une cause essentielle

de mécontentement et de rupture de la cohésion sociale.

 

 

 

644

Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας

 

 

Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας: Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2011, 648 σελίδες

(Περίληψη βάσει της οποίας έγινε η γαλλική περίληψη το 2011
στο τέλος του παραπάνω βιβλίου μου)

 

Περιοριζόμαστε εδώ σε απλές μεθοδολογικές παρατηρήσεις σχετικές με τον τρόπο σκέψης των ιστορικών που επιχειρούν να μελετήσουν κυρίως το θεσμικό καθεστώς μιας ελληνικής περιοχής υπό βενετική κυριαρχία. Αναζη­τούν τις πλέον πρόσφορες πηγές, πρωτογενείς και δευτερογενείς, επαναδια­τυπώνουν πιθανώς το αρχικό τους ερώτημα ανάλογα με τα εμπειρικά δεδο­μένα των πηγών και καταλήγουν σε κάποια απάντηση. Αποτελεί, ωστόσο, κοινό τόπο ότι μπορεί να αποφευχθεί μια ελλιπής απάντηση, αν αυτή αναζη­τηθεί και σε συναφή μελετήματα που αφορούν άλλες περιοχές ή, πολύ περισ­σότερο αποτελεσματικά, αν εξεταστεί πόσο ένας θεσμός αποτελεί στοιχείο της βενετικής ιστορίας. Οπότε η πιθανότητα να απαντηθούν ερωτήματα σχε­τικά με την ακριβή και συνήθως εξελισσόμενη ή τελείως διαφοροποιούμενη σημασία των όρων αυξάνει κατά πολύ. Είναι αυτονόητο ότι κανείς ιστορικός δεν μπορεί να αρκείται στην πρώτη σημασία τους ή να αποδέχεται άκριτα τις έμφορτες ενίοτε από ιδεολογικές σκοπιμότητες σημασίες των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Προς αυτή την κατεύθυνση, μάλιστα, αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ένας ιδιαίτερος κλάδος της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας, η  ονομαζόμενη εννοιολογική ιστορία, από μελετητές που αποτε­λούν τη σχετική με την εμπεριστατωμένη εξέταση των ιστορικών εννοιών γερμανική σχολή.

Σ’ αυτό το βιβλίο σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από τον βαθμό κατανόησης μιας σειράς εννοιών, όπως ordine, comune / comunità, repubblica, nobile, cittadino κλπ. Από την παραποίηση των σημασιών ορισμένων όρων, που αφορούν τα νησιά του Ιονίου και τα Κύθηρα στη διάρκεια των αιώνων της βενετικής κυριαρχίας, όπως, φυσικά, και άλλους τόπους βενετικής κυριαρχίας, τα τοπικιστικά και άλλα στερεότυπα εξακολουθούν να αναπαράγονται και να εμποδίζουν να αποκτηθεί διαυγής ιστορική συνείδηση. Με τη διεύρυνση του μεθοδολογικού ορίζοντα, τόσο αυτονόητου και άλλο τόσο απαραίτητου, με τη μελέτη του συστήματος των θεσμοθετημένων τάξεων (ordini) του βενετικού κράτους και, γενικότερα, των θεσμών, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από τον 11ο αιώνα στις πόλεις-κράτη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας και, ευρύτερα, της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, διευκολύνεται η κατανόηση των κατά τόπους ισχυόντων και μπορεί να μετριασθεί ή και εξαλειφθεί το βάρος της τοπικιστικής μυθοπλασίας.

Εξαιτίας της ισχυρής τοπικιστικής μυθοπλασίας, οι μελετητές της βενετι­κής ιστορίας δεν έχουν δώσει ως τώρα μια πλήρη εικόνα του συστήματος των βενετικών θεσμοθετημένων τάξεων. Επί πέντε αιώνες στη Βενετία, από το 1297 ως το 1797, ένας μικρός αριθμός Βενετών, μικρός σχετικά με το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, εξασφάλισε στο διηνεκές, για τους ίδιους και τους απογόνους του, το πλήρες και αποκλειστικό προνόμιο της συμμετοχής στο μεγάλο συμβούλιο (maggior consiglio) της πόλης, από το οποίο απέρρεαν όλοι οι άλλοι θεσμοί και εξουσίες. Τα μέλη αυτού του συμβουλίου, άρρενες από το εικοστό πέμπτο, ή σε μικρό αριθμό και από το εικοστό, έτος της ηλι­κίας τους, ως οι μόνοι πραγματικοί πολίτες (cittadini), ως οι κυβερνώντες το κράτος, εξέλεγαν ομοίους τους και εκλέγονταν από αυτούς σε όλα τα άλλα κυβερνητικά συμβούλια, όπως επίσης στα διοικητικά και, ταυτόχρονα, δικα­στικά αξιώματα των περιφερειών, ψήφιζαν τους νόμους, αυτοπροσδιορίζο­νταν ως πρώτη θεσμοθετημένη τάξη και ως ευγενείς (nobili), απολάμβαναν διακεκριμένα οικονομικά προνόμια και ήταν αυτοί που καθόριζαν τίτλους και προνόμια. Σε όλους τους άλλους κατοίκους της πόλης και των υποταγμένων πόλεων αρνήθηκαν επίμονα να τους δώσουν τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους στα κυβερνητικά όργανα του κράτους. Εκχωρώντας τριών ειδών οικο­νομικά προνόμια σε κατοίκους της Βενετίας, διαμόρφωσαν τρεις διαφορετι­κές κοινωνικές ομάδες τσιταντίνων (cittadini). Επιπλέον, σε μία από αυτές, στους cittadini originari, εκχώρησαν το προνόμιο της ανέλιξης στις σημαντι­κές θέσεις της κρατικής γραφειοκρατίας.

Cittadini, επίσης, ονομάστηκαν από τους κυβερνώντες το κράτος και τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων σε κάθε έδρα βενετικής περιφερειακής διοίκησης. Αυτά τα συμβούλια συστήθηκαν ή, εφόσον προϋπήρχαν, λειτούρ­γησαν βάσει καταστατικών πράξεων (per statuta) που συνδιαμορφώθηκαν, πάντοτε σύμφωνα με τη λογική των κυβερνώντων, από το κράτος (συνήθως από το ισχυρό συμβούλιο της γερουσίας, senato, που είχε αυτή την αρμοδιότητα) και από τους εκπροσώπους του περιφερειακού κέντρου. Όλοι οι cittadini τόσο της κυρίαρχης πόλης, της Βενετίας, όσο και των υποταγμένων περιφερειακών κέντρων αποτελούσαν τη δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη (secondo ordine) του κράτους. Τα περιφερειακά κέντρα, όπου η έδρα των βενετικών αρχών, μπορούσαν να είναι πόλεις (città), σχεδόν πόλεις (terre) ή απλά καστέλια (castelli). Και η δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη ήταν ολιγάριθμη σε σχέση με την πολυάνθρωπη τρίτη θεσμοθετημένη τάξη, τον λαό, τον popolo, της Βενετίας, των περιφερειακών κέντρων και των χωριών στην ύπαιθρο (contado) κάθε περιφέρειας. Όσοι ανήκαν στη δεύτερη και τρίτη θεσμοθετη­μένη τάξη (secondo e terzo ordine / ordine cittadino, ordine popolare) δεν είχαν κανένα δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων και στην εκλογή των κρατικών αξι­ωματούχων.

Οι μελετητές της βενετικής ιστορίας συνήθως αναφέρονται στην ανάπτυξη των θεσμοθετημένων τάξεων στην πόλη της Βενετίας. Απ’ όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει μια πληρέστερη μελέτη που να αναφέρεται σε ποια από τις τρεις θεσμοθετημένες τάξεις (ordini) ανήκαν όσοι μετείχαν στα συμβούλια των υποταγμένων πόλεων, ιδιαίτερα της απέναντι από τη Βενετία στερεάς, της Terraferma. Αυτοί, όσο κι αν ισχυρίζονταν και διακήρυσσαν σε όλους τους τόνους ότι ήταν nobili, για τους nobili veneti, τους κυβερνώντες το κράτος, τους μόνους που απένεμαν τους τίτλους, δεν ήταν παρά απλοί cittadini. Ο τίτλος του  cittadino ήταν τιμητικός σε περιφερειακό επίπεδο. Τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων αποτελούσαν την τοπική αριστοκρατία (με την ευρεία έννοια του όρου), αποφάσιζαν μαζί με τη βενετική διοίκηση για περιφερειακά αυτοδιοικητικού χαρακτήρα θέματα, καταλάμβαναν επί θητεία καταστατικά προβλεπόμενες δημόσιες θέσεις και, το κυριότερο, ξεχώριζαν από το μεγάλο πλήθος της τρίτης θεσμοθετημένης τάξης / ordine popolare.

Όσοι ήταν nobili περιφερειακών βενετικών κέντρων πριν από τη βενετική κατάκτηση, πρόβαλλαν τους τίτλους τους, χωρίς κανείς να τους εμποδίζει να τους επικαλούνται. Αλλά και τα μέλη των τοπικών συμβουλίων που δεν είχαν προγονικούς τίτλους ευγένειας δεν δίσταζαν να προβάλλονται ως nobili. Για τους nobili veneti, όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είχαν κανένα νόημα. Οι τίτ­λοι στο βενετικό κράτος συνεπάγονταν ορισμένες δικαιοδοσίες. nobili για τους κυβερνώντες το κράτος ήταν μόνο όσοι μετείχαν στο maggior consiglio της Βενετίας. Ακόμη και οι nobili της Κύπρου, του προγενέστερου λουζινια­νού καθεστώτος, στη Λευκωσία, πρωτεύουσα του νησιού, αν και διατήρησαν κάποια επιπλέον προνόμια εκλογής τους σε μια δύο αυτοδιοικητικής σημα­σίας θέσεις, αποτέλεσαν και αυτοί μαζί με τους cittadini μέλη του συμβου­λίου της πόλης. Κατ’ εξαίρεση στην Κρήτη μετά την κατάκτησή της, μέρος αυτών που στάλθηκαν από τη Βενετία τον 13ο αιώνα, επειδή προέρχονταν από οικογένειες που αποτέλεσαν τους nobili veneti μετά το 1297, απέκτησαν και αυτοί τον ίδιο τίτλο. Μετά την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς το 1669, όταν επέστρεψαν στη Βενετία, αυτοδικαίως έγιναν δεκτοί στο maggior consiglio. Αντίθετα, όσοι Βενετοί ή μη αποτέλεσαν στην Κρήτη μια δεύτερης σειράς ευγένεια, την nobiltà cretese, αποφασίστηκε να γίνονται δεκτοί στη Βενετία και στις περιφερειακές πρωτεύουσες ως cittadini.

Παρά την ανυποχώρητη στάση όσων είχαν το δικαίωμα συμμετοχής στο maggior consiglio της Βενετίας, οι τσιταντίνοι της βενετικής περιφέρειας, αυ­τοί οι snob (<sine nobilitate), που επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται περιφε­ρειακά ως nobili και, παρόλο που δεν διαρρήγνυαν τη σχέση τους με το κρά­τος, διεκδικούσαν τη δυνατότητα κοινωνικής ανόδου και ανέλιξης σε αξιώ­ματα ικανά να αυξήσουν την τιμή και την υπόληψη των ίδιων και της οικογέ­νειάς τους, ή να εξασφαλίσουν ακόμη και τη συμμετοχή τους στη διακυβέρ­νηση του κράτους.

Η Βενετία εκχωρούσε μόνο σε πολύ μικρό αριθμό από τους cittadini κάθε περιφέρειας τον τίτλο του conte για σοβαρές υπηρεσίες στο κράτος ή κατά την εκχώρηση φέουδου και με την καταβολή, επιπλέον, ορισμένου ποσού χρημάτων. Αλλά και ο τίτλος αυτός, παρόλο που ήταν τιμητικός, ήταν ένας τίτλος ψιλός, αφού όποιος τον αποκτούσε εξακολουθούσε να ανήκει στη δεύ­τερη θεσμοθετημένη τάξη και μετείχε ισότιμα στο συμβούλιο του τόπου του.

Με την ματαιόδοξη και αλαζονική τάση των τσιταντίνων της βενετικής περιφέρειας να προβάλλονται ως nobili σχετίζεται και η επιμονή τους να ονο­μάζουν χρυσό βιβλίο / libro doro το βιβλίο το τηρούμενο από τις περιφερει­ακές βενετικές αρχές ή/και από το ίδιο το τοπικό consiglio dei cittadini, το αποκαλούμενο επισήμως απλώς libro ή libro del consiglio. Libro καταχώρι­σης των γάμων και των γεννήσεων νόμιμων τέκνων, από τους nobili veneti στη Βενετία ή τους cittadini στα διοικητικά κέντρα κάθε περιφέρειας καθιε­ρώθηκε να τηρείται, για έναν λόγο πρωτίστως που καθόλου δεν τιμούσε ούτε τους nobili ούτε τους cittadini, για να αποδεικνύεται ότι οι γιοι τους είχαν γεννηθεί από νόμιμο γάμο με γυναίκα τιμημένης κοινωνικής θέσης (di onorata condizione). Αυτό το libro, από μυθοπλαστική τάση, παραστάθηκε ως χρυσό, ως βιβλίο το οποίο αυτομάτως από τη στιγμή που αναγράφονταν σε αυτό τα δικά τους ονόματα αποκτούσε υψηλή αξία, όπως ο χρυσός !

Τα νησιά του Ιονίου και τα Κύθηρα αποτέλεσαν, μετά την κατάλυση του βενετικού κράτους το 1797 και μετά την πρόσκαιρη γαλλική κυριαρχία από το 1797 ως το 1799, σχεδόν κυρίαρχο κράτος με το όνομα Επτάνησος Πολι­τεία (σύνταγμα του 1800) και, αργότερα, κράτος αγγλικό προτεκτοράτο, το ονομαζόμενο Ιόνιο Κράτος (σύνταγμα του 1817). Με σειρά συνταγματικών διατάξεων, αρχικά του προσωρινού συντάγματος του 1799 και κυρίως του συντάγματος του 1803, σε έναν αριθμό κατοίκων του κράτους εκχωρήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα του πολίτη και μαζί με αυτό ο τίτλος του nobile, τον οποίο τόσο πεισματικά είχε αρνηθεί στο παρελθόν η Βενετία. Το αγγλικό σύνταγμα του 1817 αρκέστηκε να αποδεχθεί τις σχετικές διατάξεις του συντάγματος του 1803. Η ονομαζόμενη από αυτό το σύνταγμα nobiltà costituzionale, που καταργήθηκε αμέσως μετά την ένωση των νησιών με την Ελλάδα το 1864, περισσότερο κατοχύρωνε το δικαίωμα του πολίτη και δεν είχε τη λάμψη της ευγένειας άλλων εποχών. Τώρα πλέον για την απόκτησή της δεν ήταν, όπως άλλοτε προαπαιτούμενο η επί τρεις γενιές πολιτισμένη διαβίωση (tre gradi di civiltà) με κύριο χαρακτηριστικό την μη άσκηση χειρωνακτικού επαγγέλματος (arte mecanica). O ενδιαφερόμενος, για να ανακηρυχθεί πολίτης και nobile, αρκούσε κάποια στιγμή να θέσει υποψηφιότητα και να αποδείξει είτε ότι διαθέτει ορισμένο εισόδημα (προβλεπόμενο από το σύνταγμα, από σχετική απόφαση της τοπικής διοίκησης [κάθε νησιού] ή από τον εκλογικό νόμο) είτε πανεπιστημιακή μόρφωση. Προφανώς συνειδητά, ο συνταγματικός νομοθέτης, για να απαλλάξει ή έστω να μετριάσει τις καυχησιολογίες των ευγενών, το βιβλίο καταχώρισης των ονομάτων τους δεν το ονόμασε ούτε καν libro, αλλά registro (κατάστιχο), catalogo, elenco (σύνταγμα του 1803), lista (σύνταγμα του 1817). Παρ’ όλα αυτά, η χορήγηση τίτλου ευγένειας σε έναν αριθμό κατοίκων είχε ως επακόλουθο να ενισχυθεί αβάσιμα η πεποίθηση ότι και επί βενετικής κυριαρχίας τα μέλη των συμβουλίων σε κάθε νησί ήταν nobili.

Ένα άλλο θέμα που διεξοδικά αναπτύσσεται σε αυτό το βιβλίο, είναι αν στα περιφερειακά κέντρα του βενετικού κράτους υπήρχαν αστικές κοινότη­τες. Στη διεθνή βιβλιογραφία, μολονότι στις πηγές τα συμβούλια τσιταντίνων σε αυτά τα κέντρα συνήθως αναφέρονται ως comunità (κοινότητα) ή ως consigli della comunità (συμβούλια της κοινότητας), δεν γίνεται ποτέ λόγος για ύπαρξη αστικών κοινοτήτων. Αντίθετα αφιερώνονται μελέτες στις κοινότητες του χωριού, που πράγματι υφίστανται (συχνά γι’ αυτές απαντά ο όρος comune (κοινότητα) τόσο στις πηγές όσο και στη βιβλιογραφία). Στην ελληνική, ωστόσο, ιστοριογραφία, επειδή ο βενετικός όρος comunità αποδόθηκε κατά λέξη, ως κοινότητα, γίνεται λόγος για αστικές κοινότητες, αν και στα περιφερειακά διοικητικά κέντρα τα συμβούλια τσιταντίνων δεν αποτελούν θεσμό ισοδύναμο με κοινότητα. Και τούτο, γιατί η διάκριση των κατοίκων κάθε περιφερειακού διοικητικού κέντρου σε cittadini και popolari, εμπόδισε να υπάρξουν κοινότητες πόλης, που να εκφράζουν το σύνολο των κατοίκων τους, πολύ περισσότερο κοινότητες που να εκφράζουν όλο τον πληθυσμό μιας περιφέρειας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πελοποννήσου, στην οποία κατά την τριαντάχρονη βενετική κυριαρχία (1685-1715) συγκροτήθηκαν δεκαέξι consigli di cittadini (συμβούλια τσιταντίνων). Καθώς οι κάτοικοι αυτού του «regno» (βασιλείου) δεν είχαν εμπειρίες διαίρεσης της κοινωνίας σε θεσμοθετημένες τάξεις (ordini), η θεσμοθέτησή τους υπήρξε βασική αιτία δυσαρέσκειας και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.

 


Γιάννης Γιαννόπουλος 

(καταχώριση και ενημέρωση στις 30/4/2022)