Κυριακή 27 Μαρτίου 2016










ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ (ΤΟΠΙΚΗ) ΙΣΤΟΡΙΑ*       

1. Οι δύο οικουμενικές οικολογικές κρίσεις

Δύο φορές στην ιστορία του πλανήτη μας απειλήθηκε η οικολογική ισορροπία του: στους ρωμαϊκούς χρόνους και στην εποχή μας. Μόνο  που τότε η ρωμαϊκή οικουμένη δεν ήταν όπως σήμερα όλη η γη, ολόκληρο το κλειστό πλανητικό οικοσύστημα. Η σύγχρονή μας οικολογική κρίση είναι απείρως απειλητικότερη. Και δεν είναι επιτρεπτό να μένουμε άπρακτοι με την προσδοκία ενός νέου μεσαίωνα, όπως εκείνου που επακολούθησε μετά τη ρωμαϊκή κατάρρευση, για να γεννηθούν οι νέες αξίες, οι νέοι θεσμοί και να σημάνει η έλευση μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα[1]. Καθώς ο κίνδυνος ολικής καταστροφής είναι ορατός, η ευαισθητοποίηση και η ανάληψη δράσης είναι μια υπόθεση που αφορά όλους μας.

             

2. Η συνειδητοποίηση του παρόντος

μέσα από τη σπουδή του παρελθόντος  

    Η οικολογία, το νέο αυτό πολυεπιστημονικό γνωστικό αντικείμενο, καταγράφει τα προβλήματα, τα αναλύει και προτείνει λύσεις. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η γνώση για να διαμορφωθεί μια νέα οικολογική συνείδηση. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Οι άνθρωποι των πόλεων, γενικά, και ειδικότερα οι νέοι, αποπροσανατολισμένοι, έχουν αποδεχτεί τα περιβάλλο­ντα που τους φιλοξένησαν στις πρώτες εμπειρίες τους: τις πλατείες, τις καφετέριες, τις ντισκοτέκ και τους άλλους τόπους συνάντησης και ψυχαγω­γίας. Και όταν ακόμη αφήνουν την πόλη, μεταφέρουν στην ύπαιθρο τις συνήθειές τους. Αλλά και οι άνθρωποι της υπαίθρου από ακατανίκητη έλξη για τη ζωή των πόλεων, αυτή τη ζωή υιοθετούν. Η πολιτισμική έκφραση των πόλεων αποτελεί την ηγεμονική αντίληψη που παράγει και αναπαράγει τον αλλοτριωμένο σήμερα άνθρωπο των πόλεων. Παρά τις οικολογικές διακηρύξεις, καθημερινά με τις πράξεις μας συμβάλλουμε στην οικολογική κρίση: σπαταλούμε και καταστρέφουμε τους φυσικούς πόρους, είμαστε αλόγιστα καταναλωτικοί, αγοράζουμε επιβλαβή προϊόντα, αποθέτουμε τα σκουπίδια μας οπουδήποτε και η στάση μας, σε τελευταία ανάλυση, οικολογικά είναι σχεδόν απολιτική. Σε εποχή, που από παντού έρχονται τα μηνύματα ότι η κατάσταση είναι πια δύσκολα αναστρέψιμη, δεν υπάρχουν βεβαιότητες, μόνο προσπάθειες που κι αυτές μπορούν να αμφισβητηθούν.

Η νέα συνολική ιστοριογραφία δεν αγνοεί το περιβάλλον, έχει κατανοή­σει από καιρό ότι οι πολιτισμοί ακουμπούν στη γη. Και προσφέρει, μέσα από την ετερότητα του παρελθόντος, τη δυνατότητα να συνειδητοποιή­σουμε το παρόν και να το υπερβούμε ή, τουλάχιστο, να μειώσουμε την ένταση που υπάρχει ανάμεσα στην ελευθερία και στην αναγκαιότητα. Κατά συνέπεια, το παρελθόν, η συλλογική μνήμη, όλη δηλαδή η παρελθούσα εμπειρία, γίνεται ο προνομιακός τόπος, για να ατενίσουμε από αυτόν το παρόν και να επιχειρήσουμε να απελευθερωθούμε από καταστάσεις που μας έχουν επιβληθεί ή από δική μας αβελτηρία είχαμε αποδεχθεί.

Ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση: από το παρόν, δηλαδή από τη σύγχρονή μας εμπειρία και με τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους, επιχειρούμε να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε το παρελθόν. Και αντίστροφα: από το παρελθόν, που συνιστά το διαφορετικό στην πολλαπλότητά του, επιδιώκουμε να κατανοήσουμε το παρόν με την ελπίδα να αλλάξουμε νοοτροπία, προκειμένου με αποφασιστικότητα να σχεδιάσουμε καλύτερα το μέλλον. Αυτή η σχέση μας με την ιστορία και την ιστοριογραφία – επομένως και με η διδασκαλία της – παίρνει ιδιαίτερο νόημα και αξία, αν είναι όντως συνειδητή. Η ιστορία και η ζωή μας δεν μπορούν να είναι δύο διαφορετικά πράγματα σε αναντιστοιχία.



3. Η οικοϊστορία

   Η σύγχρονη ιστοριογραφία, χάρη και στη γόνιμη συνεργασία της με τις επιστήμες του ανθρώπου, τη γεωγραφία, την πολιτική οικονομία, την κοινωνιολογία, τη δημογραφία, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, την επιστήμη του πολιτισμικού φαινομένου, τη συλλογική ψυχολογία, διευρύνει το πεδίο της και πλουτίζει τις μεθό­δους ιστορικής ανάλυσης. Αυτή η ανανεωμένη ιστοριογραφία έχει δυνατό­τητες πολλαπλής προσέγγισης του αντικειμένου της.
   Θα σταθούμε εδώ σε ιστορικά έργα που έχουν  άμεσα σχέση με το θέμα μας, που επισημαίνουν τους ζωτικούς και επαναλαμβανόμενους δεσμούς του ανθρώπου με το περιβάλλον το οποίο ο ίδιος έχει διαμορφώσει σ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας του πάνω στη γη. Σ’ αυτά τα έργα, αρχικά, εξετάζονται οι στοιχειώδεις και πρωταρχικές σχέσεις με τα εδάφη, το κλίμα, τα φυτά, τον πληθυσμό των ζώων, τις ενδημίες κτλ.
   Ένα από αυτά τα έργα – το σημαντικότερο του αιώνα μας – είναι Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας (δεύτερο μισό του 16ου αιώνα) του Fernand Braudel που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1949 και σε ελληνική μετάφραση τη δεκαετία του 1990[2]. Με τη Μεσόγειο ο Braudel, στον πρώτο τόμο, πρώτιστα επιχειρεί να εξιχνιά­σει τα προβλήματα που θέτει ο χώρος και να τα μελετήσει στα όρια της γεωγραφίας και της ιστορίας. Με μια τέτοια οπτική ο χώρος γίνεται πηγή εξήγησης. της ιστορίας. Με τη Μεσόγειο εγκαινιάζεται ένα νέο είδος ιστο­ρίας, η γεωιστορία.
    Ο μαθητής του Braudel και διάδοχός του στο Collège de France, o Emmanuel Le Roy Ladurie, έγραψε το 1975 το Montaillou την ιστορία γύρω στο 1300 αυτού του οξιτανικού χωριού 200-250 κατοίκων στα γαλλικά Πυρηναία, στο οποίο, εξετάζοντας μια μικρή κοινωνία στη σχέση της με το περιβάλλον, δημιουργεί το παραπλήσιο ιστοριογραφικό είδος που από τότε ονομάζεται οικοϊστορία. Το  Montaillou, βιβλίο 650 σελίδων[3] στην ελληνική έκδοση, χωρίζεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο – το σχετικό με το θέμα μας – επιγράφεται ‘‘Οικολογία του Μονταγιού: το σπίτι και ο βοσκός’’. Τα εφτά κεφάλαια του πρώτου αυτού μέρους έχουν τους ακόλουθους τίτλους:

       1.  Φυσικό περιβάλλον και εξουσίες

       2. Το σπίτι - οικογένεια : domus, ostal

       3. Ένας κυρίαρχος οίκος : Οι Crergue

       4. Οι μικροί χωρικοί : Pierre Maury, ο καλός χωρικός

       5. Οι μεγάλες νομαδικές μετακινήσεις

       6. Εθνογραφία των πυρηναϊκών προβάτων

       7. Νοοτροπία των βοσκών

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ιστορία, ως ένα σημείο, έχει κοινά ενδιαφέροντα με τη γεωγραφία. Από τον προσδιορισμό του πεδίου της τελευταίας μπορεί εύκολα να φανεί η σχέση της. Σύμφωνα με τον ιταλό γεωγράφο Lucio Gambi (1920-2006), με το όνομα γεωγραφία νοούνται τρεις κατ’ ουσίαν αυτόνομες επιστήμες:
α) Η φυσική γεωγραφία που περιγράφει και εξηγεί τα φυσικά  φαινό­μενα της γης,
β) Η οικολογία που εξετάζει την εγκατάσταση και προσαρμογή στη γη των όντων με οργανισμό και
γ) Η ανθρωπογεωγραφία που την ενδιαφέρουν οι γνώσεις τις οποίες ο άν­θρωπος απέκτησε για τη γη και για την οικονομική οργάνωσή της[4].
Τη μεγάλη σημασία εξάλλου που έχουν οι γεωγραφικές πηγές για την ιστορία έχει επισημάνει, σ’ ένα άλλο του έργο, ο Fernand Braudel: «Η γη, υποστηρίζει, είναι καταδικασμένη να διασώζει το ίχνος των παλαιών κατα­λοίπων. Με λίγη προσοχή ή κάποια αυταπάτη, το περιβάλλον ξαναπαίρνει τα χρώματα του χτες και στις πόλεις και στις αναρίθμητες πεδιάδες όπου ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ακόμη μεταμορφωθεί ολότελα. Το παρελθόν ζει σε πολλά μέρη»[5]. Πράγματι η γη, το οικοσύστημα, ο κοινωνικός χώρος με τις επάλληλες διαστρωματώσεις μακράς διάρκειας προσφέρουν δυνατότη­τες ιστορικής προσέγγισης συχνά πιο πλούσιες από τις αρχειακές πηγές. Ένα πλήθος από τοπία φέρουν τη σφραγίδα του ανθρώπου και μας πληρο­φορούν για τρόπους ζωής και θανάτου, για σύνολα κανόνων που προσδιο­ρίζουν θεμελιακές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, σε άντρες και γυναίκες, σε φίλους και γείτονες ή μας αποκαλύπτουν τοπικές συνήθειες. Οικισμοί, καλλιεργημένοι αγροί, λιβάδια, ακαλλιέργητες ή δασοσκεπείς εκτάσεις, δρόμοι κτλ., δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή των ανθρώπων στο παρελθόν. Ακόμη και από το αυτοκίνητο μπορούμε να τα διακρίνουμε ταξιδεύοντας. Γι’ αυτό να προτιμάμε τις δευτερεύουσες οδούς, τις πιο ωραίες του κόσμου, που παρακολουθούν το ανάγλυφο. Και να σταματάμε συχνά. Παντού υπάρχουν πιθανότητες να ανακαλύψουμε σύμβολα, τα οποία προδίδουν νοοτρο­πίες, δοξασίες, κοινωνική διάκριση, επαγγελματική ιδιότητα. Για παρά­δειγμα, λίγα χιλιόμετρα από την Αθήνα, στις Ερυθρές (άλλοτε Κριεκούκι) με κεραμίδια όρθια κολλημένα στις στέγες των σπιτιών δηλωνόταν ο αριθμός των ανύπαντρων κοριτσιών μιας οικογένειας. Όταν δεν κατα­νοούμε όλα αυτά, ας ρωτάμε τους γεροντότερους του τόπου. Στη μνήμη τους είναι καταγεγραμμένα και λειτουργούν ακόμη τα σύμβολα του παρελθόντος.

4. Τοπική ιστορία και σχολείο
Όταν μας ρωτούν για τον τόπο της καταγωγής μας, ας μην αναφέ­ρουμε το νομό ή την επαρχία ή την πρωτεύουσά τους. Να δηλώνουμε το ίδιο το χωριό της προσωπικής ή οικογενειακής προέλευσής μας και να μιλάμε απλά και με σεβασμό γι’ αυτό, χωρίς ντροπή ή υπερβολές. Κρύβοντας την καταγωγή μας, περιφρονούμε ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής, οικογενειακής και συλλογικής μας ταυτότητας. Το χωριό ή η συνοικία μιας πόλης, στην οποία εμείς και/ή οι γονείς μας γεννηθή­καμε, χάρη στις δικές μας παραστάσεις ή έμμεσα από τις διηγήσεις, συμπεριφορές, γλωσσικό ιδίωμα, εκδηλώσεις των γονέων μας, έχει θρέψει το ιστορικό μας ασυνείδητο. Σε μια εποχή, όπως η δική μας, με τις τόσες τεχνικές δυνατότητες, η ετεροκαθοριζόμενη μαζική παραγωγή πολιτισμικών αγαθών μας απομακρύνει από το δικό μας πολιτισμικό, με συνέπεια την αλλοτρίωση και τη μαζικοποίησή μας. Αν δεχθούμε την άποψη αυτή, η μελέτη της τοπικής ιστορίας, σε επιστημονικό και σχολικό επίπεδο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Έρχεται να μας επανασυνδέσει με το παρελθόν μας, γιατί θα ήταν οδυνηρό να μείνουμε χωρίς μνήμες. Η σπουδή του τοπικού σε επίπεδο χωριού, συνοικίας, κωμόπολης, πόλης ή μικρής πολιτισμικής περιοχής, χάρη στα κοινά στοιχεία πολιτισμού, σκοπό έχει την κατανόηση του δικού μας κόσμου και της ιστορίας του. Αυτού του είδους οι έρευνες τοπικής ιστορίας μπορούν να πραγματοποιούνται στο σχολείο από το σύνολο των μαθητών ενός τμήματος σε ώρες του σχολικού προγράμματος ή σε ώρες έξω από αυτό από ομάδα μαθητών διαφορετικών τμημάτων που έχουν επιλέξει αυτή τη δραστηριότητα. Ειδικότερος για να αναλάβει την πρωτοβουλία είναι ο ιστορικός. Στην επιτυχία, ωστόσο, του προγράμματος μπορούν να συμβάλουν ο γεωγράφος, ο φυσιογνώστης, ο βιολόγος, ο μαθηματικός, ο μουσικός, ο καθηγητής των καλλιτεχνικών μαθημάτων και των ξένων γλωσσών ή και άλλοι. Όλοι τους έχουν να προσφέρουν πολλά, όπως γνώσεις γεωγραφίας, της χλωρίδας και πανίδας, του μικροκλίματος. Επίσης, μπορούν να συμβάλουν στην ανάγνωση χαρτών και στην εκπόνηση νέου χάρτη της περιοχής, στην επεξεργασία στατιστικών δεδομένων (δημογραφικών, οικονομικών κτλ.), στην κατανόηση της τοπικής μουσικής, λαϊκών έργων ζωγραφικής κτλ. Η ομάδα αυτή μάλιστα μπορεί ακόμη να ενισχυθεί με τοπικούς λογίους και καλλιτέχνες, με μέλη οικολογικών ομάδων, με γεωπόνο, δασολόγο, αρχιτέκτονα, τοπογράφο μηχανικό, κοινωνιολόγο, οικονομολόγο, νομικό, γιατρό. Το σχολείο οφείλει να ανοιχτεί προς τα έξω, να γίνει αυτό που δεν είναι, αυτό που οφείλει να είναι.

5. Πηγές της τοπικής ιστορίας
α) Γεωγραφικές και υλικές: Το έδαφος, το υπέδαφος, τα δάση, οι πηγές, η ροή των νερών, το κλίμα, τα ζώα, τα σπίτια, οι δρόμοι, οι αγροί, τα βοσκο­τόπια, τα σκεύη, τα χειροτεχνήματα, τα ενθύμια, τα εργαλεία, τα εργαστή­ρια, οι βιοτεχνίες, οι βιομηχανίες, τα εμπορικά, τα κοινοτικά και δημόσια καταστήματα, οι δημόσιοι χώροι. Όλα αυτά με την ιστορία τους αποτε­λούν την πρώτη ύλη.
β) Προφορικές. Συνεντεύξεις από ανθρώπους κάθε ηλικίας, λιγότερο και περισσότερο μορφωμένους, με βάση ερωτηματολόγιο που έχει συνταχθεί προσεκτικά για να καλύψει σφαιρικά όλα τα επίπεδα της ιστορι­κής γνώσης.
γ) Γραπτές: αρχειακές (κοινοτικές, ενοριακές, συμβολαιογραφικές, σχο­λείων κτλ.) και ιδιωτικές (επιστολές, φωτογραφίες κτλ.)
δ) Εικαστικές (τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, ξυλόγλυπτα τέμπλα κτλ., αρχιτεκτονικές προτιμήσεις).
 Επίσης, διδάσκοντες και διδασκόμενοι αναζητούν τη σχετική με την περιοχή βιβλιογραφία και ακολουθεί η κριτική των πηγών (προφορικών και γραπτών) και της βιβλιογραφίας: επισημαίνε­ται η ανακρίβεια, η ιδεολογική φόρτιση, η τοπικιστική υπερβολή κτλ.

6. Η επεξεργασία του τοπικού ιστορικού υλικού

Για να γνωρίσουμε τον τόπο μας, οφείλουμε να ερευνήσουμε, ξεκινώ­ντας από το παρόν και φτάνοντας στις απώτερες ρίζες του, όλα τα επίπεδα της τοπικής ιστορίας και τις αμοιβαίες εξαρτήσεις τους: Ο χώρος, το κλίμα, τα σπίτια, οι αγροί, τα συστήματα καλλιέργειας, τα δάση, φυτά ντόπια και ξενόφερτα, τα ζώα, τα εργαλεία, τα σκεύη, οι αγροτικές, τεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες, η ιδιοκτησία, τα εισοδήματα, οι δρόμοι, η σύνθεση της οικογένειας και των κοινωνικών ομάδων, το μέγεθος και η εξέλιξη του πληθυσμού (απόλυτος, κατά φύλο, ηλικία, επάγγελμα, εκπαίδευση), η ηλικία του γάμου, ο αριθμός των γεννήσεων, οι ασθένειες, ο μέσος όρος ζωής, οι αιτίες θανάτου. Τα ταξίδια, η μετανάστευση. Τα φαγητά, τα ποτά, η ενδυμασία, η κατοικία. Η κοινοτική, κρατική και εκκλησιαστική οργάνωση, η είσπραξη των φόρων, η δημόσια τάξη, η απονομή της δικαιοσύνης, οι υπηρεσίες, τα σχολεία, τα νοσοκομεία κ.ά. ιδρύματα. Η θρησκευτική ζωή, οι λαϊκές πίστεις, οι μύθοι, τα τραγούδια, οι γιορτές, οι τελετές, τα πανηγύρια, ο εργάσιμος και ο χρόνος της σχόλης. Το γλωσσικό ιδίωμα, οι αντιλήψεις, οι συμπεριφορές, οι ανθρώπινες σχέσεις. Όλη η καθημερινή ζωή. Κατά τη συγκέντρωση και επεξεργασία του παραπάνω υλικού: α) Διακρίνουμε ποια από αυτά έρχονται από πολύ παλιά, σχετικά παλιά ή είναι πρόσφατα. Ιδιαίτερα επιμένουμε να διακρίνουμε αυτά που δεν έχουν αλλάξει, που αντέχουν στον χρόνο. α) Επισημαίνουμε τις μεταβολές και, κατά το δυνατόν, το πότε επήλθαν. β) Διακρίνουμε τις ενδογενείς και εξωγενείς αιτίες των μεταβολών. γ) Εντοπίζουμε τι επενδύεται στη γη (χρήμα, εργασία) ή σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, ποια η απόδοση, το ετήσιο εισόδημα. δ) Εντοπίζουμε ποιες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες συμβιώνουν με το παλιό και ποιες αποδέχονται το νέο, πόσο έχει εισχωρήσει στον τόπο ο νεωτερισμός στην τεχνολογία, στην ενδυμασία, στα ήθη, στις αντιλήψεις. ε) Ανακαλύπτουμε τη φύση, τα χρώματα, τις οσμές, τις συλλογικές δράσεις του παρελθόντος. στ) Αποφεύγουμε να εξωραΐζουμε το παρελθόν, δεν κρύβουμε καταστάσεις, όπως τη σκληρή εργασία ή τη φτώχεια, δεν μένουμε χωρίς λόγο προσκολλημένοι σ’ αυτό. Εισάγουμε βαθμιαία τους μαθητές σε έννοιες όπως κλειστή οικονομία, οικονομία της αγοράς κτλ., μεταβαίνοντας σταδιακά από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Η γνωριμία με την τοπική ιστορία διευκολύνει την κατανόηση της απρόσωπης και απόμακρης γενικής ιστορίας.



      *  Ομιλία στην Κόρινθο στις 29 Μαΐου 1991 σε ‘‘Ημερίδα Οικολογίας’’.
      [1] Λευτέρης Σ. Σταυριανός, Η υπόσχεση του επερχόμενου μεσαίωνα, Αθήνα, 1978.
       [2] Fernand Braudel, La Méditerranée et le monde méditerranéen a l’époque de Philippe II, Paris, 1949 (ακολουθούν οι εκδόσεις β΄, γ΄ και δ΄ το 1966, 1976 και 1979, οι β΄ και δ΄ αναθεωρημένες), ελληνική μετάφραση, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, τ. Α΄: Ο ρόλος του περίγυρου, τ. Β΄: Συλλογικά πεπρωμένα, τ. Γ΄: Γεγονότα, πολιτική, άνθρωποι, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1991, 1997, 1998.
   [3] Emmanuel Le Roy Ladurie,  Montaillou, village occitan de 1294 à 1324, Paris, 1975, ελληνική μετάφραση,  Μονταγιού, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Αιώνα, 2008.
   [4] Lucio Gambi, Una geografia per la storia, Torino, 1973, σ. 40-41.
   [5] Fernand Braudel, L’identité de la France, τ. 1,  Paris, 1990,  σ. 27.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου