ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχει πράγμα πιο
βαθύ, πιο μυστηριώδες [...]
από ένα παράθυρο
φωτισμένο
από ένα κερί [...].
Μέσα σ’ αυτή την τρύπα [...]
παρατηρώ μια γυναίκα
ώριμη [...].
Με το πρόσωπο της [...],
με πολύ λίγα δεδομένα, ξανάφτιαξα
την ιστορία αυτής της
γυναίκας ή μάλλον το μύθο της [...].
Charles Baudelaire
Charles Baudelaire
Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα
βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’
έπλασα μες στον νου μου.
Κ.Π. Καβάφης
1. Το μυθιστόρημα και η ιστορία των ιδεών
Κάθε αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο, πολύ περισσότερο το μυθιστόρημα,
αποτελεί ειδική ιστορική πηγή[1]. Σύμφωνα,
πάλι, με μια γενική παρατήρηση, στο αφηγηματικά έργα διαχέονται ιδέες και προκαταλήψεις,
εκλαϊκεύονται επιστημονικές, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές θεωρίες. Επομένως,
το αφηγηματικό έργο λειτουργεί ως πολιτισμικός διάμεσος, συντελεί στη διάδοση
ιδεών και στην μετάδοση θετικών ή αρνητικών στερεότυπων.
Οι θεωρητικοί και οι κοινωνιολόγοι της
λογοτεχνίας επισημαίνουν μια δομική συνάφεια
ανάμεσα στο έργο και στην εποχή του. Και οι ιστορικοί, με τη δική τους οπτική
και σε διασταύρωση με εμπειρικό υλικό προερχόμενο από άλλες πηγές, ακριβώς αυτό
το στοιχείο προσπαθούν να ανιχνεύσουν, προκειμένου να εντοπίσουν ποιες
νοοτροπίες και συλλογικές αντιλήψεις έχουν ενσωματωθεί στο λογοτεχνικό έργο. Από
αυτή την άποψη, ιδιαίτερα το μυθιστόρημα αναδεικνύεται σε σημαντική πηγή της
κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών. Στο αστικό, π.χ., μυθιστόρημα
παρουσιάζεται η καθημερινή πραγματικότητα της ιδιωτικής ζωής του μεσοαστού.
Αυτός ο μυθιστορηματικός τύπος αντικατέστησε τον ήρωα με τις θετικές πλευρές
άλλων εποχών. Όπως παρατηρεί ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Mikhail Bakhtin (1895-1975), η καθημερινή ζωή, η οποία άλλοτε
είχε πλούσια παρουσία στην ανεπίσημη, τη λαϊκή κωμική, λογοτεχνία, με το
μοντέρνο μυθιστόρημα περνάει σ’ αυτό τελείως δικαιωματικά. Αλλά και στην ευρεία
λογοτεχνία της κατανάλωσης, η οποία απευθύνεται στο λιγότερο καλλιεργημένο κοινό, ενσωματώνονται
ιδέες που διατυπώνονται πιο απλά, για να κατανοούνται. Επομένως, και αυτά τα
έργα αποτελούν πηγή της ιστορίας των νοοτροπιών.
Επίσης, η ιστορία των ιδεών, που ενδιαφέρεται για τις ιδέες γνωστών
διανοουμένων, στρέφεται στα ‘‘υψηλά’’ προϊόντα της αφήγησης, για να εντοπίσει
πώς διαχέονται τέτοιες ιδέες στις σελίδες τους και ποιες οπτικές του κόσμου
και αντιλήψεις της κοινωνίας είναι προσφιλείς στους δημιουργούς τους. Τα τρία
παραδείγματα που ακολουθούν, προσφέρονται για να φανεί ποια διαδικασία
ακολουθείται από όσους ειδικεύονται στην ιστορία των ιδεών:
α) Robert Musil, Der Mann ohne Eigenschaften (α΄
μέρος: 1930, β΄ μέρος: 1932, γ΄ μέρος: 1943∙ στην ελληνική, Ο
άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, Αθήνα, Οδυσσέας, 1992).
Στο
μυθιστόρημα αυτό είναι φανερή η ιδέα ότι ο δυτικός πολιτισμός στις δεκαετές
του 1920 και 1930 είχε εισέλθει σε μια μη αναστρέψιμη φάση. Απηχούνται στο
έργο οι ιδέες του Oswald Spengler, Der
Untergang
des
Abendlandes
(1918-1922∙ στην ελληνική, Η
παρακμή της Δύσης,
Αθήνα, Τυπωθήτω, 2003).
β) Thomas Mann, Der
Zauberberg (1924∙ στην ελληνική, Το μαγικό βουνό, Αθήνα, Δίφρος, 1956-1957, Ζαχαρόπουλος 1989, Εξάντας,
2005).
Διατρέχεται από τις παιδαγωγικές ιδέες δύο
δασκάλων, οι οποίοι διαπαιδαγωγούν ένα νεαρό γερμανό αστό. Ο ένας είναι διαφωτιστής,
ορθολογιστής, τέκτονας, φιλελεύθερος δημοκράτης∙ πιστεύει στις αξίες της επιστήμης,
του ανθρωπισμού, νιώθει απόστολος της κοσμικής προόδου. Αντίθετα, ο άλλος είναι
ιησουίτης, επαναστάτης και αντιδραστικός ταυτόχρονα, δαιμονισμένος, αρνητής
της αργής διαδικασίας της προόδου στο όνομα μιας βίαιης ανατροπής με πρότυπο
τον Μεσαίωνα. Εκπροσωπεί το βάθος της Kultur, που εκφράζεται στη μουσική, στη
θρησκεία, στη φιλοσοφία, και αντιτίθεται στη Zivilisation, στα πολιτιστικά
επιτεύγματα της αστικής εποχής[2].
γ) Hermann Hesse, Der Steppenwolf (1927∙ στην ελληνική, Ο λύκος της στέπας, Αθήνα, Άγκυρα 1976, Λυχνάρι
1978, Καστανιώτης 1983, Μίνωας 1994).
Αποτελεί παράδειγμα κριτικής στη μαζική
κοινωνία, του πλήθους στους δρόμους, της ‘‘βάρβαρης’’ μουσικής (τζαζ), των
μηχανών, των δημοσιογράφων (και της ξεφτισμένης κουλτούρας του δημοσιογραφικού
κειμένου), της κατανάλωσης, των ομοιόμορφων ανθρώπων[3].
2. Ιστορία της καθημερινής ζωής, ιστορία των
νοοτροπιών
Στο μυθιστόρημα γίνεται λόγος για τον τρόπο
ένδυσης, φαγητού, κατοικίας, φιλοξενίας, τεκνοποιίας, ταξιδιού, εργασίας, πολέμου
μιας ορισμένης ιστορικής εποχής. Η πιστή καταγραφή των πληροφοριών – πιστή
γιατί δεν γίνεται συνειδητά – προβάλλει με μεγαλύτερη καθαρότητα στα
δευτερεύοντα μέρη, στα οποία ο συγγραφέας περιγράφει περιβάλλοντα, συνήθειες
εν χρήσει, καταγράφει αστεϊσμούς. Ως προς τα παραπάνω στοιχεία κυρίως της
καθημερινής ζωής, το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ιστορική πηγή. Υπάρχουν
ακόμη και τα μυθιστορήματα εκείνα που προβάλλονται ως ιστορικά, όπως των
α) Leo (Lyev) Tolstoy, Vojna
i
mir
(1865 και 1869∙ στην ελληνική,
Λέων Τολστόι, Πόλεμος και ειρήνη, Αθήνα, Βίβλος, 1954, Δαρεμάς 1976,
Κάκτος 1990, Ερμιόνη 1992, Πατάκης 2001, Ελευθεροτυπία 2006, ΔΟΛ 2010,
Γκοβόστης χ.χ., η ζωή δύο οικογενειών της Ρωσίας το 1812 στη διάρκεια της
εκστρατείας του Ναπολέοντα),
β) Thomas Mann, Doktor Faustus. Das Leben
des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkühn, erzählt von einem Freunde (1947∙ στην ελληνική, Δόκτωρ
Φάουστους: Ο βίος του γερμανού συνθέτη Άντριαν Λεβέρκυν ιστορημένος από έναν φίλο, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973, Πόλις 2002) και Buddenbrooks
- Verfall einer Familie (1901∙ στην ελληνική, Μπούντενμπροκ: Η παρακμή μιας οικογένειας, Αθήνα,
Οδυσσέας, 1986, η σταδιακή από κάθε άποψη και όχι μόνο η οικονομική παρακμή).
Σ’ αυτά τα έργα, όπως παρατηρεί ο Louis Chevalier
(1911-2001), όταν ο συγγραφέας μετέρχεται τον ιδεολόγο και κοινωνιολόγο, δεν εκδηλώνεται
η κοινή γνώμη. Η μαρτυρία της κοινής γνώμης δεν αναζητείται σ’ αυτό το οποίο
οι συγγραφείς θέλησαν να πουν αλλά σ’ εκείνο που δεν απέφυγαν να πουν[4].
Επομένως, και στα ‘‘ιστορικά’’
μυθιστορήματα μπορούν να ενδιαφέρουν μόνο οι μαρτυρίες που αφορούν την
κοινωνική ιστορία και την ιστορία των νοοτροπιών. Αυτό είναι και το πλεονέκτημά
τους: ο ιστορικός έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τέτοιου τύπου ιστορικό υλικό,
το οποίο πιθανώς να είναι πολύ ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ωστόσο,
καθόλου δεν οδηγεί στη σκέψη ότι το ‘‘ιστορικό’’ μυθιστόρημα μπορεί να αντικαταστήσει
την ιστορική μονογραφία. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα του Λ. Τολστόι, Πόλεμος
και ειρήνη, υπάρχουν δύο παράλληλες ιστορίες: η μία αναφέρεται στην
πολεμική ζωή. Διηγείται τη ζωή των στρατιωτών ανάλογα με την κοινωνική τους
θέση, την πολεμική δράση, τις συζητήσεις των στρατηγών, τις κινήσεις Γάλλων,
Ρώσων και Πρώσων, την τοπογραφία, την υψηλή στρατηγική. η άλλη ιστορία αφορά την ειρηνική ζωή με τις κοσμικότητες,
τις οικονομικές σκοτούρες, τις γεννήσεις, τους θανάτους, τους γάμους, τη ζωή
στην πόλη και στην εξοχή. Από όλα αυτά, ιστορικό ενδιαφέρον έχουν οι όψεις της
καθημερινής ζωής ευγενών και αστών που αναπόφευκτα περιγράφονται.
3. Μυθιστόρημα και συλλογική μνήμη
Σε μια άλλη άκρως ενδιαφέρουσα
πλευρά της σχέσης λογοτεχνίας και ιστορίας αναφέρεται ο καναδός μελετητής Yan Hamel[5].
Εξετάζει πώς γνωστοί μεταπολεμικοί γάλλοι μυθιστοριογράφοι εσωτερικεύουν ανοιχτά,
άμεσα και με πάθος πρόσωπα και καταστάσεις του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου
(1939-1945), ποια θέση παίρνουν απέναντι σ’ αυτά και ποια σημασία τους αποδίδουν,
χωρίς να επιδίδονται σε μια πιστή εξαντλητική καταγραφή του πραγματικού.
Αντίθετα, επιλέγουν στοιχεία, στα οποία στηρίζεται περισσότερο ή λιγότερο η
μνήμη. Αυτή η καταγραφή, σύμφωνα με τον Hamel, είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί η απώλεια
του παρελθόντος ισοδυναμεί με διάλυση, ενίοτε αθεράπευτη, της ταυτότητας,
δηλαδή της δυνατότητας των ατόμων ή των ομάδων να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Τέτοιες
αναφορές στο παρελθόν, στο πρόσφατο ή στο απώτερο, εμπλουτίζουν τη συλλογική
μνήμη, διαμορφώνουν ένα κοινωνικό περιβάλλον μνήμης, ένα περιβάλλον εννοιών,
το οποίο ανακαλείται από το πεδίο της ανθρώπινης συνείδησης αυθόρμητα ή με την
κινητοποίηση του πνεύματος[6].
4. Το νεοελληνικό μυθιστόρημα
Το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτού του δοκιμίου
αναφέρεται σ’ έναν αριθμό ελληνικών μυθιστορημάτων, επιπλέον σ’ ένα εκτενές διήγημα,
που πρόσφατα τράβηξαν την προσοχή των μελετητών. Από την παρουσίαση των έργων
και των σχετικών μελετημάτων ελπίζω να φανεί με πόση περίσκεψη οφείλει να
προσφεύγει ο ερευνητής ιστορικός, ή ο διδάσκων, στα λογοτεχνικά έργα που διαθέτουν
το πλεονέκτημα του ελκυστικού λόγου, χωρίς να είναι τα ίδια ιστορικά κείμενα.
Αν στα τελευταία οφείλουμε να επισημαίνουμε την ιδεολογική οπτική τους, πολύ
περισσότερο αυτό είναι ανάγκη να γίνεται, όταν έχουμε να κάνουμε με τα πρώτα,
με τα λογοτεχνικά έργα, στα οποία, επιπλέον, συχνά μεταφέρεται η βιωμένη εμπειρία
του συγγραφέα που συνειδητά ή μη μπορεί να διασώζει τη συλλογική μνήμη ή και να
συμβάλλει στη διαμόρφωσή της.
Ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν
από την ανάλυση των μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα Για την πατρίδα
(1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911). Η Δέλτα, παρακολουθώντας
το έργο του γάλλου ιστορικού Gustave Schlumberger[7],
εξιστορεί με ακρίβεια τα γεγονότα. Εκείνο που απουσιάζει από τα βιβλία της είναι
ο ιδεολογικός κόσμος του Βυζαντίου, ενώ και η προσωπικότητα του Βασιλείου Β΄
Βουλγαροκτόνου εξιδανικεύεται. Η Δέλτα, γράφοντας στα χρόνια του Μακεδονικού
Αγώνα και στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) αποτυπώνει στα
μυθιστορήματά της το πατριωτικό φρόνημα της εποχής που διαμορφώνεται από την
εθνική ιδεολογία. Αυτού του φρονήματος, επομένως, που προσπαθεί να μεταδώσει,
αποτελεί ιστορική πηγή. Το γράφει η ίδια ξεκάθαρα: «Πως περιγράφω περισσότερο
τη σύγχρονη ζωή παρά τη Βυζαντινή [...] το ξέρω. Μα το έκαμα επίτηδες, γιατί
[...] βάζω συνείδηση σημερινή, με σημερινές ιδέες τιμής [...]. Σκοπός μου δεν
είνε να κάμω μια πιστή εικόνα μιας πεθαμένης εποχής, αλλά [...] να ξυπνήσω
μέσα τους [στα Ελληνόπουλα] όμορφα και μεγάλα ιδανικά»[8].
Για όποιον, επομένως, θελήσει να συνδέσει αυτό το μυθιστόρημα με το σχετικό κεφάλαιο
της βυζαντινής ιστορίας και όχι με το πατριωτικό φρόνημα που τότε επικρατούσε
και η ίδια η Πηνελόπη Δέλτα καλλιεργούσε, έχει αστοχήσει.
Από παιδαγωγούς της εποχής μας, ανυποψίαστα, το
ιστορικό μυθιστόρημα, κατά προέκταση και η ιστορία, αντιμετωπίζεται ως μέσο
εθνικού φρονηματισμού[9]. Τελείως
διαφορετικά σκέφτεται ένας ιστορικός, ο Mark Mazower, ο
οποίος σε σύντομο δοκίμιο για τη σχέση ιστορίας - ιστορικού μυθιστορήματος
επισημαίνει τα εξής: «Όχι μόνο μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα ως είδος
αλλά μερικά απ’ αυτά βρίσκονται ανάμεσα στα αγαπημένα μου μυθιστορήματα […].
Λάβετε υπόψη σας, ωστόσο, ότι μπορώ να απολαύσω μυθιστορήματα που διαβάζονται,
για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 1940 – Κοτζιάς, Τσίρκας, Χαβιαράς, Αλεξάνδρου,
‘‘Το Κιβώτιο’’. Συμβαίνει αυτό, επειδή γνωρίζω καλύτερα […] την περίοδο
αυτή, αλλά όχι τόσο καλά όσο ο Κοτζιάς. Παίζει ρόλο αυτό; […] Είναι σε μένα εντελώς
προφανές σε ποιο σημείο [οι παραπάνω συγγραφείς] στηρίχθηκαν σε ιστορικούς και
σε πρωτογενείς πηγές για να αντλήσουν λεπτομέρειες, γεγονότα ή το υπόβαθρο της
ιστορίας τους. Αναγκαστικά βασίστηκαν σε λίγες τέτοιες πηγές, των οποίων
γνωρίζω πολύ καλά το ακαδημαϊκό ύφος, τις προκαταλήψεις και τους περιορισμούς.
Κατά συνέπεια, η ψευδαίσθηση της φαντασίας καταστρέφεται. Η ποιητική και λογοτεχνική
έμπνευση μετατρέπεται σε επιφανειακό λούστρο που σπάει για να αποκαλύψει μια
δομή βασισμένη στο έργο άλλων […]. Ο συγγραφέας σχηματίζει την ιστορία του με
τη φαντασία. Αυτό είναι, από μια άποψη, μια ελευθερία την οποία θα ζήλευε ο
ιστορικός. Αλλά η ελευθερία να ξεφεύγει κανείς απ’ τα δεσμά των πηγών συνεπάγεται
έναν κίνδυνο – τον κίνδυνο να περιορίζεται κανείς από τους λιγότερο ορατούς
περιορισμούς της φαντασίας. […] Ο Κοτζιάς (έγραφε βέβαια για τον δικό του κόσμο)
δίνει αυτό που εγώ θεωρώ εύλογη εντύπωση της υποκειμενικής εικόνας, το
συναισθηματικό, εκφραστικό εύρος των ανθρώπων της δεκαετίας του ’40»[10].
Σ’ ένα άλλο μυθιστόρημα, διαφορετικό από της
Πηνελόπης Δέλτα, στο Λουκής Λάρας (1879), ο συγγραφέας του Δημήτριος
Βικέλας αφηγείται μια «πλασματική ιστορία»[11]
ως αληθινή, με πρόθεση, χρησιμοποιώντας επιδέξια την τεχνική της χειραγώγησης
του αναγνώστη, να τον απομακρύνει από ένα ανεδαφικό ηρωικό και πατριωτικό
πνεύμα, εξαιτίας του οποίου παρασύρεται η χώρα σε δεινά, και να τον στρέψει σε
δημιουργικότερα και γι’ αυτό επωφελέστερα έργα. Κατά συνέπεια, ενδιαφέρον για
τον ιστορικό παρουσιάζει η άποψη του Βικέλα, ως υπόθεση εργασίας, σε σχέση με
τις τοποθετήσεις της πολιτικής και της διανόησης, ή της κοινής γνώμης, αυτή την
εποχή παρά με την ίδια την «ιστορία» που αφηγείται[12].
Τέτοια κείμενα, ωστόσο, εμφανίζονται, όπως έχει παρατηρηθεί, ως αντίδραση στις
ρομαντικές εξάρσεις, στα υψηλά ιδανικά και στους υπεράνθρωπους και γράφονται
για να προσγειώσουν την ελληνική κοινωνία και να την στρέψουν στις θετικές
αστικές δραστηριότητες[13].
Από αυτή την άποψη, αναμφισβήτητα ενδιαφέρουν την ιστορία. Ο ερευνητής, και ο διδάσκων,
όταν διαπιστώνει ότι πράγματι φωτίζουν την ιστορική πραγματικότητα, δεν τα
αγνοεί.
Αντίθετα, η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας
δοκιμάζεται στο μυθιστόρημά της Λείας Βιτάλη Ιερή παγίδα[14].
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Λουκάς Νοταράς, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης είναι οι
αντιήρωες του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας, για να αποκτήσει αληθοφάνεια η αφήγηση,
επινοεί μια ανύπαρκτη ιστορική πηγή. Ωστόσο, κάθε ιστορικό μυθιστόρημα, και το
αντιηρωικό (επιλογή καθόλα θεμιτή και ενδιαφέρουσα), όταν δεν υφίσταται ούτε η
ελάχιστη σχέση της αφήγησης με την πραγματικότητα, τις πηγές, το μυθιστόρημα
καταρρέει. Ασφαλώς δεν πολέμησαν όλοι ούτε τότε, το 1453, ούτε σε άλλες στιγμές
της ιστορίας με σθένος. Μερικοί για να επιζήσουν ή από οπορτουνισμό τήρησαν
διαφορετική στάση. Και πολύ πριν από το 1453 και τότε και αργότερα, υπήρξαν τέτοιες
επιλογές και δεν ήταν λίγες, όπως προκύπτει από έναν μεγάλο αριθμό πηγών. Μόνο
που δεν φαίνεται να έχουν σχέση με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όπως και με άλλα
πρόσωπα της ιστορίας που απασχόλησαν τη συγγραφέα.
Ένα άλλο πεζογράφημα, το εκτενές διήγημα του
Δημήτρη Χατζή Σαμπεθάι Καμπιλής (1953)[15],
με θέμα την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων στα προπολεμικά χρόνια και στη
διάρκεια της Κατοχής, έχει πολλά στοιχεία αληθοφάνειας. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής,
ηγετική προσωπικότητα, αγωνίζεται για τη διατήρηση της κοινότητας, εφαρμόζοντας
σταθερά πάγιες εβραϊκές πρακτικές καρτερικής αντιμετώπισης των διώξεων ως το
τέλος, όταν αυτό επέρχεται με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Μάταια, είχε επιχειρήσει
στο μεταξύ να διαδώσει διεθνιστικές ιδέες ο ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά. Υποστηρίζεται,
δικαιολογημένα, ότι ο Χατζής σε μεγάλο βαθμό δεν είχε απαλλαγεί από τα
συλλογικά αρνητικά στερεότυπα για τους Εβραίους και ότι τον είχε θέλξει η
δυνατότητα μιας άλλης ιδεολογικής επιλογής από τα μέλη της κοινότητας, που θα
σήμαινε, ωστόσο, απάρνηση της δικής τους πολιτισμικής ταυτότητας. Γι’ αυτό, τα περιγραφικά
και ερμηνευτικά ιστορικά στοιχεία του διηγήματος απαιτούν ιδιαίτερα προσεκτική
κριτική αντιμετώπιση[16].
Ένας αριθμός μυθιστοριογράφων αντλεί τα θέματά
του από τις εμπειρίες που έχουν σχέση με τον Εμφύλιο (1946-1949): Η Βενετία
Αποστολίδου, μελετώντας δύο μυθιστορήματα, του Ανδρέα Φραγκιά Η καγκελόπορτα
(1962) και του Νίκου Μπακόλα Καταπάτηση (1990), καταλήγει, γενικεύοντας,
ως εξής[17]:
«Το μόνο ρεαλιστικό αίτημα που μπορούμε να προβάλλουμε, νομίζω, στη
λογοτεχνία» είναι «ότι τα έργα με το μεγαλύτερο ποσοστό μυθοπλασίας, που
εδράζονται στην περιφέρεια της ιστορίας και εστιάζονται στην υποκειμενικότητα,
μας φέρνουν κοντύτερα στη δομή της αίσθησης μιας παρελθούσας εποχής». Αυτό
είναι ασφαλώς πολύ ενδιαφέρον, αν διαπιστωθεί ότι το κατορθώνουν. Αλλά και στην
περίπτωση που η οπτική τους δεν γίνεται αποδεκτή πλήρως ή θεωρείται μονόπλευρη,
αξίζουν την προσοχή μας, επειδή συμβάλλουν στη συγκρότηση της συλλογικής
μνήμης, στην αποφυγή της αποσιώπησης. Πολύ περισσότερο, αν το άθροισμα των
εμπειριών και των αναμνήσεων του συγγραφέα μπορεί να διασταυρωθεί με στοιχεία
και από άλλες πηγές (έγγραφα, μαρτυρίες προσώπων προερχόμενων από διαφορετικές
ιδεολογικές / πολιτικές παρατάξεις κτλ.).
Το μυθιστόρημα Λοιμός (1972), και αυτό του
Ανδρέα Φραγκιά, εξετάζει η Έρη Σταυροπούλου, η οποία διαπιστώνει ότι αποτελεί
μια ιδιότυπη περίπτωση λογοτεχνικής μετουσίωσης της ιστορίας της Μακρονήσου.
Ο συγγραφέας του απέφυγε να καταγράψει την εμπειρία του σ’ ένα ρεαλιστικό
μυθιστόρημα. Επινόησε έναν τρόπο έμμεσο, υπαινικτικό ή συμβολικό αλλά χωρίς
αλλοιώσεις, για να παρουσιάσει το «θέμα» του, δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα και
τα άμεσα προσωπικά του βιώματα. Φαίνεται μάλιστα πως το πέτυχε, υποστηρίζει η
ίδια, αφού «όλα τα γεγονότα που περιγράφει ο Φραγκιάς στηρίζονται σε αληθινά
περιστατικά και οι ήρωές του σχεδιάστηκαν με βάση υπαρκτά πρόσωπα»[18].
Η Νάντια Χαραλαμπίδου μελετά το μυθιστόρημα του
Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά (1994). Στην αρχή, μας πληροφορεί ότι «Ορθοκωστά
είναι το όνομα ενός μοναστηριού στην κεντρική Πελοπόννησο στο οποίο αντάρτες,
κυρίως Ελασίτες [...], είχαν κατακρατήσει ως αιχμαλώτους στη διάρκεια του
πολέμου ανθρώπους από τα γύρω χωριά. Πολλοί από τους αιχμαλώτους υπέστησαν βασανιστήρια
και αρκετοί έχασαν τη ζωή τους». Και παρατηρεί: «στην Ορθοκωστά, η παρουσία και
παντοδυναμία του παντογνώστη αφηγητή αντικαθίσταται από ένα πλήθος από φωνές-υποκείμενα
μικρών αφηγήσεων, οι οποίες έχουν ως επί το πλείστον το χαρακτήρα
μαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων». Αυτό μπορεί να είναι, αν και όχι πάντοτε, σημαντικό.
Εξάλλου, όπως και η ίδια διαπιστώνει, σε άλλο σημείο του μελετήματος, δεν
φαίνεται να έχει ερωτηθεί η άλλη πλευρά. Ωστόσο, κρίνει θετικά το ότι «μέσα από
τις αφηγήσεις [...] κατασκευάζεται η εικόνα της Ελλάδας της μετανάστευσης, της
αστυφιλίας [...], μια εικόνα των νοοτροπιών». Και προσθέτει: ο Βαλτινός δεν
υποκρίνεται ότι μας προσφέρει τις κάποιες εγγυήσεις, που θα μας πρόσφερε μια
ιστορική καταγραφή, έστω και προκατειλημμένη, αλλά έναν μυθιστορηματικό κόσμο»[19].
Παρόμοια τεχνική με του Βαλτινού – επτά διαφορετικές αφηγηματικές εστιάσεις – έχει
ήδη χρησιμοποιήσει και ο Στρατής Τσίρκας στο μυθιστόρημά του Ακυβέρνητες Πολιτείες
(1960-1966). Η γραφή στο έργο αυτό εμφανίζεται πολυπρισματική, δίνεται η εντύπωση
της πολυφωνίας. Παρά ταύτα, «αποτελεί συγχρόνως [...] μονολογική έκφραση
πίστης στο σοσιαλιστικό όραμα». Ακόμη, υπάρχει «η πίστη στην τελεολογική
πορεία της Ιστορίας, έστω και αν τα εφήμερα ανθρώπινα υποκείμενα αδυνατούν να
την καθορίσουν ή δεν ξέρουν με ποιον τρόπο θα πραγματωθεί»[20].
Ένα άλλο μυθιστόρημα, Το κιβώτιο (1974) του
Άρη Αλεξάνδρου, είναι και αυτό προϊόν των σχέσεων ιστορίας και αφήγησης. Από
τον Αλεξάνδρου ως απόδειξη αντικειμενικότητας και αλήθειας χρησιμοποιείται το
παλαιό τέχνασμα της παράθεσης εγγράφων. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, όπως εύστοχα
έχει παρατηρηθεί από τη Shlomith Rimmon-Kenan, «υπάρχει πάντοτε [...] μια ‘‘ανώτερη’’ αφηγηματική
αρχή» που ενεργεί αυτή την παράθεση, ο συγγραφέας. Η Μέμη Μελισσαράτου, την
οποία απασχόλησε η σημειωτική ανάλυση του μυθιστορήματος, καταλήγει ως εξής:
«Το συμπέρασμα που προκύπτει από την αναζήτηση της ιστορίας στο Το κιβώτιο
δεν είναι απλώς ότι ιστορία δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται εδώ για έλλειψη ιστορίας
αλλά για υποχρεωτική κατεύθυνσή της, ανάλογη με την πορεία που περιγράφεται στο κείμενο, μέσα από δρόμους αδιέξοδους, προς
το μηδέν». Και προσθέτει: Το κιβώτιο είναι «ένα σύγχρονο παράδειγμα αφηγήματος
όπου ο λόγος εξερευνά τα όριά του και την εξουσιαστική του δύναμη πάνω στην
πραγματικότητα»[21].
Εξίσου κατηγορηματική είναι η Λίζυ Τσιριμώκου: Το κιβώτιο «ως ιδιόρρυθμη
πολιτική μαρτυρία, κρατά κάποιους δεσμούς με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά
συνάμα, ως λογοτεχνικό κείμενο, τους διασκελίζει». Και καταλήγει: Το τελευταίο
τσιγάρο που κάπνιζαν οι μελλοθάνατοι, «δεν ισχύει ως σήμα θανάτου μόνο για τον
‘‘χαμαιλέοντα’’ χαρμάνη αφηγητή: κατά κάποιον τρόπο, άκαπνη και μελλοθάνατη
λογοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί σύμπασα η στρατευμένη λογοτεχνία, που με
Το κιβώτιο στρίβει το τελευταίο της θανάσιμο τσιγάρο»[22].
Την άποψη αυτή της Τσιριμώκου επιχειρούν να αποσαφηνίσουν η Χριστίνα
Παπαστόικα και η Κατερίνα Κωσταβάρα σε πρόσφατη
εργασία τους, εξετάζοντας τη σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας: «Πρόκειται
για ένα αντιέπος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο […] αποστασιοποιείται από
τα ανδραγαθήματα, τους λαμπρούς αγωνιστές […] και ακυρώνει […] τον μύθο της
αλάθητης κομματικής ορθοδοξίας, το μύθο μίας ορισμένης αριστερής ιδεολογίας.
Είναι ένα ‘‘αντιδραστικό’’ βιβλίο που παρεκκλίνει από την πεπατημένη, δεν
ακολουθεί τους κανόνες του μυθιστορήματος μύησης, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού
[…] [δεν προβάλλει] την μία και μοναδική αλήθεια της αριστεράς (με άλλα λόγια
δεν αποτελεί στρατευμένη λογοτεχνία). […] υπερβαίνει τα στενά ιστορικομματικά
όρια […] κρατά τους δεσμούς με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά, συνάμα, ως
λογοτεχνικό κείμενο τους διασκελίζει […]. Έχει λεχθεί πως Το Κιβώτιο
μεταφέρει το πτώμα της ελληνικής στρατευμένης λογοτεχνίας». Ταυτόχρονα,
«τα αδιέξοδα και οι ιδιοτυπίες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου θίγονται καίρια
[…]». Τέλος, η Αναστασία Νάτσινα παρατηρεί ότι «στον
Αλεξάνδρου η πίστη στο αυτόνομο άτομο και την ικανότητά του, ως μέρος μιας
συλλογικότητας, να αλλάξει τον κόσμο, παραμένει ακόμη ισχυρή, γι’ αυτό και η
κατάρρευσή της, όταν επέρχεται, είναι πραγματικά τραγική»[23].
Στον τόμο Ερατοσθενης
Γ. Καψωμενος - Γρηγορης Π. Πασχαλιδης (επιμ.), Η ζωή των σημείων,
Θεσσαλονίκη, 1996, περιέχονται οι εξής μελέτες: Ζαχαρίας
Σιαφλεκης, «Για μια σημειολογία της ανάγνωσης: Άτομο vs Ιστορία στο ‘‘Λουκής Λάρας’’ του Δ. Βικέλα», σ. 380-390∙ Μεμη Μελισσαρατου, «Ο
βαθμός μηδέν της ιστορίας και Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου», ό.π.,
σ. 391-408∙ Ανδρέας Λαζαρης, «Μαρσέλ
Προυστ - Άρης Αλεξάνδρου: ‘‘Δρόμοι σημείων αντίθετοι’’», σ. 409-425∙ Μαριαννα Σπανάκη, «Από
το μυθιστόρημα στο κινηματογραφικό έργο: Η τιμή και το χρήμα του
Κ. Θεοτόκη, Η τιμή της αγάπης της Τώνιας Μαρκετάκη», σ. 426-434∙ Αννα Τζουμα, «Απορητική
προσέγγιση στην κοινωνιοσημειωτική της αφήγησης», σ. 437-452∙ Ερατοσθενης Γ. Καψωμενος,
«Προβλήματα μεθόδου σε μια κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση της λογοτεχνίας.
Παράδειγμα ανάλυσης: Το κλέφτικο τραγούδι», σ. 453-482.
Επίσης βλ., στον τόμο Ιστορική πραγματικότητα
και νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), Αθήνα, Επιστημονικό Συμπόσιο της
Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997: Αλεξανδρα Θαλασση, «Το ολοκαύτωμα στα
Ιωάννινα μέσα από ένα ιστορικό και ένα λογοτεχνικό κείμενο», σ. 101-112∙ Βενετια Αποστολιδου,
«Λαϊκή μνήμη και δομή της αίσθησης στην πεζογραφία για τον εμφύλιο: Από την
Καγκελόπορτα στην Καταπάτηση», σ. 113-127∙ Michaela Prinzinger, «Μύθος, επιθυμία και μνήμη: Η κωδικοποίηση της «ιστορικής πραγματικότητας»
στο έργο της Ρέας Γαλανάκη», σ. 129-145∙ Ερη Σταυροπουλου, «Το πραγματικό, το
φανταστικό και το παράλογο στο Λοιμό του Ανδρέα Φραγκιά», σ. 147-172∙ Λιζυ Τσιριμωκου, «Το τελευταίο τσιγάρο»,
σ. 239-247∙ Ναντια Χαραλαμπιδου, «Ο
λόγος της ιστορίας και ο λόγος της λογοτεχνίας: Δομές αναπαράστασης στην
Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και στην ιστορία του εμφυλίου», σ. 249-277 (στη
σ. 274 σημ. 3 βιβλιογραφία για τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας)∙ Φραγκισκη Αμπατζογλου,
«Λογοτεχνικά πρόσωπα και εθνοτικές διαφορές στη μεταπολεμική πεζογραφία», σ.
279-306. Από τη Λιζυ Τσιριμωκου, Εσωτερική
ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα, Άγρα, 2000, στις σ. 137-148: «Η
καφκική ηχώ στο περιφερόμενο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου», και, πάλι,
στις σ. 149-156: «Το τελευταίο τσιγάρο».
Τέλος, βλ. τον τόμο Maurice Delcroix - Fernand Hallyn (δ/νση), Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας. Μέθοδοι του
κειμένου, Αθήνα, 1997, όπου περιέχονται: Fernand Hallyn, «Λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών», σ. 284-297∙ Paul Pelckmans, «Λογοτεχνία και ιστορία των νοοτροπιών», σ. 298-313.
[2] Για τις ιδέες του Thomas Mann, βλ. ακόμη, Theodor W. Adorno - Thomas Mann, Αλληλογραφία 1943-1955,
Αθήνα, 2009.
[3] Nacci, ό.π., σ. 133-135.
[4] Louis
Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses,
Paris, 1958 (επανέκδοση: Paris, 2002). Κατά τον Chevalier, από το μυθιστόρημα μπορούν να αντληθούν πληροφορίες ποιοτικού
χαρακτήρα, για πίστεις, γνώμες, συλλογικούς φόβους κτλ. Ο ίδιος, από τα
μυθιστορήματα που μελετά, συνάγει το συμπέρασμα ότι στις αρχές του 19ου
αιώνα στο Παρίσι την κοινή γνώμη συνείχε ο φόβος εξαιτίας της κοινωνικής
παθογένειας, την οποία προκαλούσε η εγκατάσταση στη γαλλική πρωτεύουσα μεγάλου
αριθμού εσωτερικών μεταναστών. Πρβλ. το άρθρο, Jean-Jacques Yvorel, «Louis
Chevalier, Classes laborieuses et
classes dangereuses», Revue d’histoire du XIXe siècle [En ligne],
25 (2002), mis en ligne le 19 juin 2004. URL: http://rh19.revues.org/ index452.html. Ανάλογα και ο Βουτουρής, ό.π., σ. 11, μεταξύ
άλλων, διαπιστώνει ότι στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα
αντανακλάται η ταλάντευση ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον ελληνοκεντρισμό και
ότι η εθνική λογοτεχνία λειτουργεί ως αντίδοτο στα μεταφρασμένα μυθιστορήματα
που θεωρούνται ως αγωγοί των διεφθαρμένων ευρωπαϊκών ηθών στον ελληνικό χώρο.
[6] Maurice
Halbwachs, Les cadres sociaux de la mémoire, Paris,
1975 (1/1925), σ. 129 (βλ. την α΄ έκδοση του 1925 στο διαδίκτυο: books.google). Έκτοτε, στη
βιβλιογραφία η έννοια συλλογική μνήμη αποκτά ευρεία πολυσημία μέσω της πολεμικής,
της πολιτικής, της στρατηγικής απέναντι στο παρελθόν, των αναμνήσεων, δηλαδή
της άμεσης βιωμένης εμπειρίας ή της έμμεσης, αυτής που μας έχει μεταδοθεί. Η
συλλογική μνήμη νοείται ως το αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει από την
αλληλεπίδραση της πολιτικής της μνήμης και της κοινής βιωμένης εμπειρίας. Βλ. μεταξύ άλλων, Marie-Claire Lavabre, «Pour une sociologie de la mémoire
collective», στο http:www.cnrs.fr/cw/fr/ pres/compress/memoire/lavabre.htm∙ Jean-Christophe Marcel, «Mauss et Halbwachs: vers la fondation d’un
psychologie collective (1920-1945)» Sociologie et Sociétés 36/2 (2004), σ. 73-90 (Montréal), ή στο διαδίκτυο classiques.uqac.ca/….
[7] Gustave Schlumberger, Η βυζαντινή
εποποιΐα κατά τα τέλη του ι΄ αιώνος, τ. 1-2,
Αθήνα, 1904-1905.
[8] Λουκακη, ό.π., σ. 16-17, 18, 29, 30-31.
[9] Π.Γ. Ραπτης – Φωτεινη Γ. Κρητικου, «Από το
ιστορικό μυθιστόρημα στο μάθημα της Ιστορίας. Η συνάντηση παιδαγωγικής και
λογοτεχνίας», Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής
(ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 5o Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα ‘‘Μαθαίνω πώς να
διαβάζω’’, (7-10 Μαΐου 2010), <http://www.elliepek.gr/documents/ 5o_synedrio_ eisigiseis>. (Γίνεται παραπομπή και στην Αντα
Κατσικη-Γκιβαλου, «Λογοτεχνία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Ώρα μηδέν», Διαβάζω
488 (Σεπτέμβριος 2008), σ. 66-69: «προβάλλει αξίες και ιδανικά άφθαρτα»).
[10] Mark Mazower, «Η ιστορία και το ιστορικό μυθιστόρημα», μετάφραση Κατερίνα Βιρβιδάκη,
http://www.nnet.gr/ cogito/cogito%20downloads/cog02_ p24-26pdf,
σ. 1-2.
[14] Λεια Βιταλη, Ιερή παγίδα, Αθήνα,
2006.
[15] Στον τόμο Δημητρης Χατζησ, Το τέλος της μικρής μας πόλης (πρώτη έκδοση στη Ρουμανία το 1953, και σε τελική μορφή, Αθήνα, 1963).
[16] Θαλασση, ό.π. Πρβλ. Αμπατζοπούλου, ό.π.
[17] Αποστολιδου, ό.π., σ. 125. Για τον Εμφύλιο από τη σκοπιά της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου Ρικη Βαν Μπούσχοτεν κ.ά.(επιμ.), Μνήμες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη, 2008.
[15] Στον τόμο Δημητρης Χατζησ, Το τέλος της μικρής μας πόλης (πρώτη έκδοση στη Ρουμανία το 1953, και σε τελική μορφή, Αθήνα, 1963).
[16] Θαλασση, ό.π. Πρβλ. Αμπατζοπούλου, ό.π.
[17] Αποστολιδου, ό.π., σ. 125. Για τον Εμφύλιο από τη σκοπιά της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου Ρικη Βαν Μπούσχοτεν κ.ά.(επιμ.), Μνήμες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη, 2008.
[18] Σταυροπουλου, ό.π., σ. 147, 148-149, 161.
[23] Αναστασια Νατσινα, «Η γλωσσική συγκρότηση της ταυτότητας ως κριτική της μεταπολίτευσης», στο <http:/www.eens.org/EENS_congresses/2010Natsina_Anastasia.pdf>, σ. 9 σημ. 13. Βλ., επίσης, για τον Αλεξάνδρου ή και για άλλους ποιητές ανάλογης στάσης, Δ.Ν. Μαρωνιτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος, Αθήνα, 4/1995∙ Δ. Ραυτοπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα, 2/2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου