ΤΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ ΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ,
15ος-21ος ΑΙ.
Εισαγωγικά
Για
την πρώτη περίοδο, την οθωμανική -15ος αιώνας ως το 1821- πέντε δημοσιεύσεις
των τελευταίων ετών δίνουν νέα διάσταση στην έρευνα:
1.
Ένα αναλυτικό φορολογικό κατάστιχο του 1455 του σαντζακίου Τρικάλων, το οποίο
εξέδωσαν το 2001 Τούρκοι ιστορικοί, η Melek Delilbaşı
και ο Muzaffer Arıkan.
Kατά βιλαέτια (: καζάδες) καταχωρίζονται οι οικισμοί
τους, τα ονόματα των φορολογουμένων και αναλυτικά οι φόροι προς καταβολή από
αυτούς (βλ. Delilbaşı – Arıkan).
2.
Ένα συνοπτικό φορολογικό κατάστιχο του 1521 πέντε σαντζακίων / livāları του
ελληνικού χώρου, του Κάρλελι / Karlı-ili (Δ. Στερεάς), του Ευρίπου / Agrıboz (Α.
Στερεάς και Εύβοιας), του Μοριά / Mora, της Ρόδου / Rodos και των Τρικάλων /
Tırhala). Πρόσθετα στοιχεία προέρχονται από προγενέστερα ή μεταγενέστερα
κατάστιχα αυτού του έτους, Εκδόθηκε το 2007 από οκταμελή ομάδα Τούρκων ιστορικών,
ειδικών στη μεταγραφή οθωμανικών κειμένων. Σ’ έναν ξεχωριστό για κάθε σαντζάκι
κατάλογο καταχωρίζονται αλφαβητικά, μεταγραμμένοι στη νέα τουρκική γλώσσα, όλοι
οι οικισμοί τους. Κάθε οικισμού προσδιορίζεται ο ναχιγιές στον οποίο ανήκει,
κάθε ναχιγιέ ο καζάς και κάθε καζά το σαντζάκι (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530).
3.
Ένα ηλεκτρονικό/ψηφιακό βιβλίο Rumeli eyaleti (1514-1550), 1000 σελίδων,
εκδόθηκε το 2013 από την ίδια σχεδόν ομάδα με ανάλογη εκδοτική λογική.
Περιλαμβάνει αλφαβητικά όλους τους οικισμούς της ευρωπαϊκής οθωμανικής
αυτοκρατορίας με πληρέστερη δήλωση της περιφέρειας στην οποία ανήκει ο καθένας.
Μετά τον οικισμό δηλώνεται ο ναχιγιές, ο καζάς και το σαντζάκι, το οποίο
φέρεται με το αραβικό όνομα liva).
4.
Το πεντάτομο Αρχείο Αλή πασά, το οποίο εξέδωσαν από το 2007 ως το 2018 ο
ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτες του στο Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών Δημήτρης Δημητρόπουλος και Παναγιώτης Μιχαηλάρης (βλ. Αρχείο Αλή πασά).
5.
Το δίτομο Ετυμολογικό λεξικό των ελληνικών οικωνυμίων (των ονομάτων οικισμών)
με ενιαία σελιδαρίθμηση, του ειδικού γλωσσολόγου Χαράλαμπου Συμεωνίδη το 2010, έργο
2000 σελίδων (βλ. Συμεωνίδης).
6. Για τη μετατροπή ενός σεληνιακού / ισλαμικού έτους σε ηλιακό / γρηγοριανό προτείνεται ο ακόλουθος τύπος: (0.97023 x ισλαμικό έτος) + 621,57 = γρηγοριανό έτος .
Παραδείγματα:
α) (0.97023 x 859) + 621,57 = 1455,
β) (0.97023 x 927) + 621,57 = 1521.
Οι
όροι του οθωμανικού διοικητικού συστήματος που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη
δημοσίευση είναι οι εξής: μπεηλερμπεηλίκι ή, μετά το 1591, εγιαλέτι (μέγιστη
διοικητική περιφέρεια), η οποία υποδιαιρείται σε σαντζάκια (διοικητικές
περιφέρειες συνήθως μεγαλύτερες από τους σημερινούς νομούς), τα σαντζάκια σε
καζάδες (επαρχίες, γνωστές και ως βιλαέτια) και οι καζάδες σε ναχιγιέδες. Στους
πρώτους αιώνες, αλλά και αργότερα, όπως και στους καζάδες Καρπενησίου και
Αγράφων, ίσχυε το τιμαριωτικό σύστημα: Οι γαιοπρόσοδοι πολύ μεγάλου μέρους
δημόσιων γαιών εκχωρούνταν: α) τα χάσια, που έδιναν εισόδημα πάνω από 100.000
ακτέδες, σε υψηλούς αξιωματούχους του κράτους -από τον μεγάλο βεζίρη ως τον
σαντζάκμπεη- όσο ασκούσαν τα αξιώματά τους, και σε πρόσωπα της αυλής, β) τα
ζιαμέτια, 20.000-100.000 ακτσέδων, σε ζαΐμηδες, γ) τα τιμάρια, ως 20.000 ακτσἐδων
σε τιμαριώτες. Οι ζαΐμηδες και οι τιμαριώτες συγκροτούσαν το οθωμανικό ιππικό
και έφεραν το κοινό όνομα σπαχήδες. Ιππείς οι ίδιοι, όφειλαν ανάλογα με τα
εισοδήματά τους να εκτρέφουν ίππους, να εκγυμνάζουν ιππείς και να συμμετέχουν, όταν
καλούνταν, υπό τον σαντζάκμπεη σε πολέμους.
Ο
διοικητής του μπεηλερμπηλικίου / εγιαλετίου έφερε τον τίτλο του μπεηλέρμπεη ή,
αργότερα, του πασά βεζίρη ή μόνο του πασά· του σαντζακίου τον τίτλο του σαντζάκμπεη
ή, αργότερα, του πασά· του καζά τον τίτλο του σούμπαση και, αργότερα από τον
16ο αιώνα, του βοεβόδα. Σε όλες τις περιφέρειες οι καδήδες (δικαστές με
διευρυμένες δικαιοδοσίες), «αυτιά και μάτια» της κεντρικής εξουσίας,
αποτελούσαν έναν άλλο πόλο με δικαστικές αλλά και διοικητικές, όπως
φορολογικές, αρμοδιότητες. Στους ναχιγιέδες ο εκπρόσωπος του καδή ονομαζόταν ναΐπης.
Σε κάθε περιφέρεια την οθωμανική, αλλιώς τουρκική ή μουσουλμανική κοινότητα,
εκπροσωπούσαν οι ayān και τη χριστιανική οι προεστοί, γνωστοί και με άλλα κατά
τόπους ονόματα.
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας άρχισε το 1393 και
ολοκληρώθηκε το 1423 (βλ. Σαββίδης, «Τα προβλήματα»). Η περιφέρεια αποτέλεσε
σαντζάκι με έδρα τα Τρίκαλα. Στο κατάστιχο που προαναφέραμε, του 1455, το οποίο
είναι αναλυτικό, καταχωρίζονται τα οικογενειακά ονόματα των κατοίκων κάθε
οικισμού και οι φόροι που πλήρωναν. Για τις περιφέρειές του Καρπενησίου και των
Αγράφων, βλ. τα μελετήματα του Μαυρομύτη. Το κατάστιχο αυτό αποτελεί την
παλαιότερη ιστορική πηγή που διαθέτουμε για την Ευρυτανία, στην οποία
εντάχθηκαν οι οικισμοί αυτών των δύο διοικητικών περιφερειών. Ακριβέστερα, από
την περιφέρεια των Αγράφων ευρυτανικοί υπήρξαν όσοι οικισμοί περιήλθαν στην
Ελλάδα μετά τη χάραξη των πρώτων ελληνοθωμανικών συνόρων το 1832. Το Καρπενήσι
παρόλο που το 1455 καταγράφεται ως χωριό, προφανώς είναι έδρα διοικητικής
περιφέρειας αφού το βιλαέτι –η περιφέρεια– ονομάζεται Καρπενησίου (βλ.
Delilbaşı - Arıkan). Σε κατάστιχο του 1467 το Καρπενήσι αναφέρεται ως ένας από
τους 26 ναχιγιέδες του σαντζακίου Τρικάλων (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl
defterleri, 1514-1530, σ. 19γ), ενώ σε άλλο κατάστιχο του 1506 ως ένας από
τους 16 ναχιγιέδες του ίδιου σαντζακίου, το πιθανότερο υπαγόμενος στον καζά
Φαναρίου, ο οποίος τότε ήταν ένας από τους τρεις καζάδες του σαντζακίου Τρικάλων
(βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 117γ). Η
διοικητική οργάνωση του σαντζακίου Τρικάλων τελούσε ακόμη υπό διαμόρφωση. Ως τις
δύο πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα και η διοικητική ορολογία δεν είχε
σταθεροποιηθεί. Στο με αριθμό 101 ανεπαρκές κατάστιχο του 1521, το Καρπενήσι
είναι ένας από τους 19 ναχιγιέδες του σαντζακίου Τρικάλων. Στο με αριθμό 105 κατάστιχο
του ίδιου έτους το σαντζάκι των Τρικάλων φέρεται να έχει δύο βιλαέτια, της
Ναυπάκτου και των Τρικάλων, τέσσερις καζάδες, του Γενί Σεχίρ, της Τσατάλτζας,
της Ελασσόνας και του Φαναρίου, στους οποίους προφανώς κατανέμονται οι 15
ναχιγιέδες, ένας από τους οποίους και του Καρπενησίου (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 119α). Ο καζάς Καρπενησίου, φερώνυμος
της έδρας
/ πρωτεύουσας του, ήταν το 1521 ένας από τους επτά καζάδες του σαντζακίου
Τρικάλων. Είχε τέσσερις ναχιγιέδες: Καρπενησίου, Σοβολάκου, Καράβαρη και
Απόκουρου. Η πληροφορία προκύπτει από τον κατάλογο με όλους τους οικισμούς του
καζά Τρικάλων. Δίπλα σε κάθε οικισμό, όπως προαναφέραμε, αναγράφεται ο ναχιγιές,
δίπλα σε κάθε ναχιγιέ ο καζάς και σε κάθε καζά το σαντζάκι, στο οποίο υπάγεται
ο καθένας από αυτούς. Οι συντάκτες του καταλόγου είναι οι Τούρκοι εκδότες των καταστίχων
του ελληνικού χώρου (βλ. παραπάνω), οι οποίοι αντλούν στοιχεία για τη σύνταξη
του καταλόγου με τους οικισμούς του σαντζακίου Τρικάλων από δύο κατάστιχα του
έτους 1521 (εγίρας 927) με αριθμό TD 101 και TD 105 –κυρίως από το δεύτερο– και
επικουρικώς από τα με αριθμό TD 36 του 1506 (εγίρας 912) και TD 445. Το
τελευταίο αυτό κατάστιχο συντάχτηκε επί Σουλεϊμάν Α΄, του Kānūnī / Νομοθέτη
(1520-1566), χωρίς να φέρει ακριβέστερη χρονολογική ένδειξη. Από αυτόν τον
γενικό κατάλογο με τα τοπωνύμια του σαντζακίου εύκολα εντοπίσαμε τους οικισμούς
του τότε καζά Καρπενησίου και των ναχιγιέδων του (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili
icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 164 και 174-195. (Στο βιβλίο Γιαννόπουλος,
Η Ευρυτανία, βλ. τον κατάλογο με τα χωριά του καζά Καρπενησίου κατά
ναχιγιέ). Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία ενός άλλου
καταστίχου, του 1530. Από αυτό μαθαίνουμε ότι το Καρπενήσι και επτά ακόμη χωριά
αποτελούσαν μικρό μέρος από το χάσι του μεγάλου βεζίρη και μπεηλέρμπεη της
Ρούμελης Παργκαλί Ιμπραήμ πασά (Pargali Ibrahim pasha) (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 44α και β). Ο
Pargali, δηλαδή ο καταγόμενος από την Πάργα, παιδί του παιδομαζώματος, που
φέρει το μουσουλμανικό όνομα Ιμπραήμ, έφτασε τόσο ψηλά, γιατί συνέπεσαν δύο
τινά: η εύνοια του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1556), με τον οποίο συνδεόταν
στενά πριν ακόμη εκείνος γίνει σουλτάνος, και η εξαιρετική ικανότητά του στη
διαχείριση κρατικών υποθέσεων. Είχε κακό τέλος. Διατάχτηκε ο στραγγαλισμός του
στα 43 του χρόνια, επειδή δεν χειρίστηκε με σύνεση τη μεγάλη δύναμη που του
είχε εκχωρηθεί. Ένα βιβλίο με τη συναρπαστική βιογραφία του έχει μεταφραστεί
και στα ελληνικά (Donaldson-Jenkins, Ο Έλληνας βεζίρης). Άλλα 15 ακόμη
χωριά του καζά Καρπενησίου ήταν το 1530 χάσια πασάδων και άλλα 29 ζιαμέτια και
τιμάρια. Επομένως και οι 52 οικισμοί (ένας κασαμπάς, δηλαδή κωμόπολη, το
Καρπενήσι, και 51 χωριά της περιφέρειας) υπάγονταν στο ανελαστικό τιμαριωτικό
σύστημα (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ.
44-45α). Το Καρπενήσι, σύμφωνα με το παραπάνω κατάστιχο, είχε μια μουσουλμανική
συνοικία (κοινότητα στο κατάστιχο) και δέκα χριστιανικές (μαχαλάδες). Κατέβαλλε
ετήσιο φόρο στον μεγάλο βεζίρη 13.736 ακτσέδες, προερχόμενο από 14
μουσουλμανικά νοικοκυριά (hāne-i müslim), 259 χριστιανικά (hāne-i gebrān), 26
μοναχικά άτομα / ανύπαντρους (mucerredān), 17 χήρες (bīve), από 11 νερόμυλους
(āsiyāb, bāb), πιθανώς και από έναν περιστασιακά καλλιεργούμενο αγρό (mezra‘a)
(βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 44). Οι
παραπάνω φορολογούμενοι δίνουν, κατά τους υπολογισμούς μας, έναν αριθμό 1.408
ατόμων. Από αυτόν προκύπτει, με κάθε επιφύλαξη, ότι το 1530 το Καρπενήσι είχε
αυτόν ή και κάπως μεγαλύτερο πληθυσμό, αν προσμετρήσουμε κι έναν αριθμό, που
εικάζομε ότι δεν ήταν πολύ μικρός, απαλλασσόμενων από την καταβολή φόρων ως
αδυνάτων. Αυτά με κάθε επιφύλαξη, γιατί, όπως ευρέως έχει υποστηριχθεί, οι
αριθμοί των φορολογουμένων δεν είναι επαρκής πηγή για να εκτιμηθεί με ακρίβεια
ο πληθυσμός ενός τόπου (βλ. Darling, Revenue-raising and legitimacy, σ.
100-101). Ένα άλλο από τα στοιχεία του καταστίχου παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον: Ο συντάκτης του ονομάζει τα χριστιανικά νοικοκυριά χανέ-ι γκεμπράν
(hāne-i gebrān). Η λέξη hāne σημαίνει νοικοκυριό, αποτελεί βασική φορολογική
μονάδα (ο όρος απαντά σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής ιστορίας). Ενώ η λέξη
gebrān είναι μια καθόλου αθώα, μια ακατανόμαστη επιλογή. Δεν σημαίνει
χριστιανοί (Hiristiyan), όπως θα περίμενε κανείς, αλλά ειδωλολάτρες, πυρολάτρες
ή ζωροάστρες (βλ. Devellioğlu, Osmanıca – Türkce Ançiclopedik Lûgat, στη
λ. gebr, σ. 338).
Η
συνηθέστερη μεταγραφή του Καρπενησίου από την οθωμανοαραβική γραφή στη μετά το
1928 τουρκική με λατινικούς πια χαρακτήρες είναι Kerpiniş ή σπανίως Karpeniş.
Είναι ένα όνομα που δεν άλλαξε, όπως τόσα άλλα τοπωνύμια που αντιστάθηκαν στον χρόνο.
Με την ετυμολογία τους μπορούμε να αναχθούμε στο μακρινότερο παρελθόν. Πολλά
τοπωνύμια της περιφέρειας σλαβικής ετυμολογίας, μας επιτρέπουν να φτάσουμε ως
τον 7ο αιώνα, κατά τον οποίο, όπως φαίνεται, εγκαταστάθηκαν Σλάβοι στην περιοχή
και, όπως είναι γνωστό στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, ως το ακρωτήριο Ταίναρο.
Είναι ο μόνος τρόπος για να πούμε ότι ο τόπος κατοικούνταν από εκείνα τα χρόνια
ασφαλώς και από Έλληνες, καθώς στα οθωμανικά κατάστιχα, πολλά άλλα τοπωνύμια,
πέρα από τα σλαβικής ετυμολογίας, είναι ελληνικά. Τον 9ο αιώνα από τον Βασίλειο
Α΄ τον Μακεδόνα (867-889) ασκήθηκε πολιτική εκχριστιανισμού και εκμάθησης της
ελληνικής, στην οποία αναμφισβήτητα συνέβαλαν και οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι
κάτοικοι της περιοχής (βλ. Comrie – Corbett· Živković· Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, σ.
18· Τσάρας). Το Καρπενήσι μπορεί να ιδρύθηκε πριν από την εγκατάσταση των
Σλάβων. Το όνομα του το έδωσαν λατινόφωνοι, δηλαδή Βλάχοι, αλλιώς Κουτσόβλαχοι
ή Αρωμούνοι ή Αρμάνοι, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε χωρίς κανέναν
δισταγμό η ετυμολογία του ονόματος. Η λέξη Καρπενήσι είναι δενδρωνύμιο :
αποτελείται από τη νεολατινική λέξη carpen και το επίθημα -iş. Το carpen είναι
το δέντρο που οι ειδικοί ονομάζουν carpĭnus orientalis. Στην ελληνική μπορεί να
αντιστοιχεί σε δένδρα ή θάμνους με το όνομα γάβρος, όστρυα, δρυς, πουρνάρι. Το
περιεκτικό επίθημα -iş σημαίνει τόπος κι όλη μαζί η λέξη τόπος με γάβρους κτλ.
(Συμεωνίδης, στη λ.). Κρίνοντας από τη σημερινή αφθονία των πουρναριών στις
πλαγιές του Καρπενησίου, δεν θα διστάζαμε να πούμε ότι η λέξη Καρπενήσι
σημαίνει πουρναρότοπος (Προς άρση της οποιασδήποτε αμφιβολίας για την ακρίβεια
της παραπάνω ετυμολογίας επανήλθαμε με το σύντομο δημοσίευμα: Γιαννόπουλος, «Το
ένα και τα δέκα άλλα Καρπενίσια»). Πότε όμως δόθηκε το όνομα δεν το ξέρουμε.
Αρκούμαστε να πούμε πως του το έδωσαν κάποιοι λατινόφωνοι βλάχοι που
ξεκαλοκαίριαζαν εκεί με τα κοπάδια τους. Παρόλο που δεν υπάρχει η παραμικρή γραπτή
μαρτυρία, αυτό έγινε πολύ πριν από τον 15ο-16ο αιώνα. Πολύ πριν, γιατί τα οικογενειακά
ονόματα του καταστίχου του 1455 και τα ονόματα των δέκα από τις έντεκα
συνοικίες του Καρπενησίου στο κατάστιχο του 1521 είναι ελληνικά (η 11η συνοικία έχει
όνομα τουρκικό). Οι συνοικίες / μαχαλάδες του 1521 είναι οι εξής: ένας μουσουλμανικός του
Doşa και δέκα χριστιανικοί, του Χαρακόπουλου (Harako-Pulo), του Σταμάτη
Χαρακόπουλου (İstimad-Harako-Pulo), του Στεφανόπουλου (İstefano-Pulo), της
Θοδώρας Στεφανοπούλου (Todora-İstefano-Pulo), του Καραγιάννη (Kara-Yani), του
παπα-Νικόλα (Papa-Nikola), του Πλάσα (Plaşa), του Βασίλη Ράφτη (Vasili-Rafti),
του Νικόλα Μοράση (Nikola-Moraş) και του Ζαγορίτη (Zagorit) (βλ. Vilâyet-i
Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 174-195, όπου ο κατάλογος όλων
των τοπωνυμίων του σαντζακίου Τρικάλων). Όλος ο πληθυσμός της σημερινής
Ευρυτανίας από τα παλιά τα χρόνια είναι ελληνόφωνος. Λατινόφωνοι βλάχοι, δηλαδή
Βλάχοι άλλως Αρωμούνοι, δεν υπάρχουν. Στην απογραφή του 1907 όλοι οι κάτοικοι
της Ευρυτανίας απαντούν σε εύστοχα διατυπωμένο ερώτημα ότι με τους οικείους
τους και τους συγχωριανούς τους μιλούσαν ελληνικά (Χωματιανός, τ. 2, σ. 26-29).
Στις γύρω περιοχές μόνο οι κάτοικοι της Ναυπακτίας έδωσαν την ίδια απάντηση.
Στην Αιτωλία, στην περιοχή της Υπάτης, στην επαρχία Καρδίτσας μιλούσαν κι εκεί
φυσικά ελληνικά. Υπήρχαν ωστόσο κι εκείνοι –ένας μικρός αριθμός– που δήλωσαν
ότι μιλούσαν αρβανίτικα ή κουτσοβλάχικα (Χωματιανός, τ. 2, σ.14-17 για την
επαρχία Φθιώτιδας, σ. 20-27 για τον νομό Αιτωλίας και Ακαρνανίας, σ. 94-97 για
τον τότε νομό Καρδίτσας).
Ωστόσο,
στο Καρπενήσι, διοικητικό κέντρο επί οθωμανικής κυριαρχίας, κατοικούσαν επίσης
Τούρκοι: αυτοί που αποτελούσαν τη διοίκηση, Τούρκοι υπάλληλοι και μερικοί ακόμη
κάτοχοι ζιαμετίων και τιμαρίων, ασφαλώς λιγότερο εύποροι από άλλων εύφορων περιοχών
της εκτεταμένης οθωμανικής επικράτειας. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή,
που πέρασε από το Καρπενήσι το 1668, σημειώνει τους εξής αξιωματούχους και
υπαλλήλους του Οθωμανικού κράτους: βοεβόδας (πολιτικός και στρατιωτικός
διοικητής του καζά), καδής (δικαστής με βάση τον ιερό νόμο, τη sharī‘a),
κεχαγιάς (ketkhuda, kiaya, αντιπρόσωπος της πολιτικοστρατιωτικής αρχής ή
κοινότητας), σερδάρης (serdar, υπεύθυνος ασφαλείας, φρούραρχος), μουχτασίπ
(muhtasip, επόπτης επί των δημόσιων ηθών) και χαράτσαγας (haraç ağası, επί της
είσπραξης του κεφαλικού φόρου). (Γιαννόπουλος, «Εβλιά Τσελεμπή», σ. 172-173·
Γιαννόπουλος, 1971, σ. 101. Για μερικούς όρους, Black, σ. 354).
Το 1533 ιδρύθηκε ένα ακόμη μπεημπερμπεηλίκι / beyberbeylik στο Οθωμανικό κράτος, που περιέλαβε νησιά και παραθαλάσσιους τόπους, Τα μπεημπερμεηλίκια ονομάστηκαν από το 1591 εγιαλέτια. Το παραπάνω έκτοτε είναι γνωστό ως εγιαλέτι των Νήσων (Eyalet-i Cezayir) ή της Άσπρης Θάλασσας (Cesayir-i Bahr-i Sefid) ή του kapudan pasha, στο οποίο σταδιακά εντάχθηκε ένας αριθμός παράκτιων και νησιωτικών σαντζακίων. Τρία από αυτά ήταν σαντζάκια της Στερεάς, δύο προϋπάρχοντα, του Κάρλελι (Karli-ili, στη Δυτική Στερεά) και του Εγριμπόζ / Ευρίπου (Eğriboz, Α. Στερεά και Εύβοια), και ένα τρίτο –νεοϊδρυμένο– της Ινέμπαχτι / Ναυπάκτου (İnebahtı). Για να αποκτήσει το σαντζάκι της Ναυπάκτου ενδοχώρα –φορολογικά έσοδα και δυνατότητα στρατολόγησης πληρωμάτων για την επάνδρωση του στόλου με ναύτες καταστρώματος, πολεμιστές και κωπηλάτες– αποσπάστηκαν αρκετοί καζάδες του σαντζακίου Τρικάλων, ένας από τους οποίους ήταν του Καρπενησίου (Kerpeniş). Σε κατάστιχο του 1542 δύο σαντζάκια, των Τρικάλων και της Ναυπάκτου, φέρονται να έχουν τους εξής 8 καζάδες: Τρικάλων, Γενί Σεχίρ, Ελασσόνας, Φαναρίου, Πατρατζικίου, Σαλώνων, Τσατάλτζας και Καρπενησίου. Επίσης από κοινού, 18 ναχιγιέδες, Τρικάλων (με προσάρτημα τα Χασλάρ), Ασπροποτάμου, Κράτσοβας, Φαναρίου, Ραδοβιζίου, Γενί Σεχίρ (Λάρισας), Κεσριτσέ (Καστρίου), Πλαταμώνα, Ναυπάκτου, Πατρατζικίου, Λιδορικίου, Καράβαρη, Δομοκού, Αγράφων, Βελεστίνου, Καρπενησίου, Απόκουρου και Σοβολάκου (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 20α).
Το 1569, σε αδημοσίευτο κατάστιχο εκείνου του χρόνου, το σαντζάκι της Ναυπάκτου είχε αυξημένο αριθμό καζάδων: Ναυπάκτου, Καράβαρη, Καρπενησίου, Απόκουρου, Σοβολάκου, Αγράφων και Φαναρίου από την αριστερή μεριά, Λιδορικίου, Πατρατζικίου, Δομοκού, Τσατάλτζας (Φαρσάλων), Βελεστίνου και Καστρίου (Kesrice) από τη δεξιά (7+6=13) (βλ. Vilâyet-i Rûm-ili icmâl defterleri, 1514-1530, σ. 19β). Για προφανείς λόγους είναι πολλοί: Οι Οθωμανοί εκείνο τον χρόνο, σχεδιάζοντας να αποσπάσουν την Κύπρο από τους Βενετούς, είχαν ανάγκη να επιστρατεύσουν αυξημένο αριθμό πληρωμάτων για τις ανάγκες του στόλου. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου (1570-1573) δόθηκε στην είσοδο του κόλπου της Ναυπάκτου (Golfo di Lepanto), δηλαδή του Κορινθιακού, σήμερα θα λέγαμε στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, στις 7 Οκτωβρίου 1571, η πολύκροτη ναυμαχία της Ναυπάκτου, του Lepanto. Σ’ αυτή πήραν μέρος χωρίς αμφιβολία και Καρπενησιώτες, και γενικότερα Ευρυτάνες. Δεν θα πήγαινε εύκολα σ' αυτό ο νους μας, αν ένας Tούρκος ιστορικός –ο Onur Yıldırım– δεν είχε γράψει μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την άφιξη του οθωμανικού στόλου υπό τον καπουδάν πασά Müezzinzâde Ali Pasha στη Ναύπακτο μερικές ημέρες πριν από τη ναυμαχία, προκειμένου να επιστρατεύσει άνδρες από την ευρύτερη περιοχή. Παρά την κινητοποίηση των αρμόδιων υπηρεσιών και τη βία που ασκήθηκε, τα αποτέλεσμα της επιστράτευσης ήταν πενιχρά. Κανείς δεν ήθελε να πάρει μέρος σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή ως ναύτης, πολεμιστής και, πολύ περισσότερο, ως κωπηλάτης (βλ. Yıldırım).
και μια επιστολή του μοναχού Δαμασκηνού
Τον
17ο αιώνα, η μακρόχρονη παρουσία στη σημερινή Ευρυτανία ενός σημαντικού δασκάλου του
γένους, του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού, αποτελεί ιδιαίτερης σημασίας
γεγονός. Πολύ περισσότερο, γιατί έχουν σωθεί και εκδοθεί πρόσφατα υπερχίλιες
επιστολές γραμμένες από αυτόν και, πολύ λίγες, από άλλους προς εκείνον. Σ’
αυτές περιέχονται, μεταξύ των άλλων, και μαρτυρίες για το Καρπενήσι και την
ευρύτερη περιοχή (βλ. Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, Επιστολές). Η
παραμονή του Ευγένιου στην Ευρυτανία χωρίζεται σε δύο περιόδους, την πρώτη στο
Καρπενήσι, διάρκειας 14 ετών (1647-1661), και η δεύτερη στα Άγραφα, στη μονή
Αγίας Παρασκευής στη θέση Γούβα των Βραγγιανών, τα επόμενα 21 χρόνια της ζωής
του (1661-1682). Το έτος εγκατάστασης του Ευγένιου στο Καρπενήσι 1647,
προκύπτει από αυτόγραφη επιστολή του, την οποία απηύθυνε στις 17 Ιουνίου 1648
από το Καρπενήσι στον λόγιο Ιωάννη Καστανοφύλλη στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή
γράφει: «Όντες ημείς πέρυσι εδώ και εκεί άνευ τινός κατοικίας διορισμένης,
ηκούσαμεν ότι το Καρπενήσι έχει συν θ(ε)ώ βαθείαν ειρήνην και μόνιμον. Μάλιστα
δε ηναγκάσθημεν παρά τινων μαθητών και φίλων να εκλέξωμεν αυτό τούτο (λέγω το
Καρπενήσι) εις κατοίκησιν, καίτοι απότροφον και μουσών και λόγων [παρόλο που οι
κάτοικοί του δεν έχουν ανατραφεί με τις τέχνες και τα γράμματα] όμως ημείς την
ειρήνην και τον ακύμωνα [ακύμαντο, χωρίς περισπασμούς] επιποθούντες βίον
ήλθομεν κατοικήσοντες» (βλ. Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, Επιστολές, σ.
79). Από την επιστολή προκύπτει το έτος άφιξής του στο Καρπενήσι, το 1647, όπως
και μια δίκαιη και δικαιολογημένη κρίση για την έλλειψη εξοικείωσης των
Καρπενησιωτών με τις τέχνες και τα γράμματα εκείνα τα χρόνια. Από τις επιστολές
του ακόμη πληροφορούμαστε ότι ο Ευγένιος ίδρυσε σχολή και ανήγειρε ναό, της
Αγίας Τριάδας, που, παρά τις καταστροφές που επακολούθησαν, χτίστηκε και πάλι
περισσότερες από μια φορές και είναι ως σήμερα ο καθεδρικός ναός της πόλης.
Ωστόσο, τα τελευταία από τα δεκατέσσερα χρόνια διαμονής του, ο Ευγένιος έχασε
αυτό που τόσο είχε ελπίσει ότι θα του πρόσφερε το Καρπενήσι, τον ακύμαντο βίο.
Μια ομάδα μαθητών του στράφηκαν εναντίον του, ίσως λόγω της αυστηρότητάς του
και των απαιτήσεών του, κάτι στο οποίο επιμελώς ο ίδιος και ο πιστός μαθητής
και βιογράφος του Αναστάσιος Γόρδιος (βλ. Γόρδιος, «Βίος») απέφυγαν να αναφερθούν.
Ο πόλεμος εναντίον του εντάθηκε, όταν ένας από τους μαθητές του επέστρεψε στο
Καρπενήσι ως επίσκοπος Λιτζάς και Αγράφων. Δεν πέρασε πολύς χρόνος. Ο λόγιος
ιερομόναχος Ευγένιος, που τόσα πρόσφερε σε μια εποχή δουλείας και μεγάλης
απαιδευσίας, το 1661 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καρπενήσι και να αποσυρθεί
με μια μικρή ομάδα πιστών μαθητών του σ' ένα μοναστηράκι στη θέση Γούβα των
Βραγγιανών στα Άγραφα. Εκεί σε αντίξοες συνθήκες συνέχισε το έργο του ως τον
θάνατό του το 1682 (βλ. την επιστολή προς τον ιερομόναχο Τιμόθεο Κύπριο στην
Κωνσταντινούπολη, του 1661, ό.π., σ. 112-114, την τόσο γνωστή και
ιδιαιτέρως προσφιλή στους αναγνώστες των επιστολών του Ευγένιου. Διακρίνεται
για την παιγνιώδη διάθεση και εγκαρτέρηση, με την οποία αντιμετώπισε εξαρχής τα
πολλά προβλήματα στον νέο τόπο διαμονής για εικοσιένα ολόκληρα χρόνια).
Ένας
μοναχός ονόματι Δαμασκηνός στις 25 Σεπτεμβρίου 1668 –επτά χρόνια μετά τη φυγή του
δασκάλου– του έγραφε από το Καρπενήσι σε καλά ελληνικά: Μετά την αναχώρηση της
λογιότητός σου από αυτή την πόλη, οι βάρβαροι [οι Οθωμανοί] στράφηκαν ξανά εναντίον
των Ορθοδόξων ή, να το πω καλύτερα, κατά των Ρωμαίων (Ευγένιος Γιαννούλης ο
Αιτωλός, Επιστολές, σ. 487-488, όπου η επιστολή του μοναχού Δαμασκηνού).
Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Πολλά γαρ μετά την εντεύθεν αποδημίαν της
σης λογιότητος τη πόλει ταύτη επαναβεβήκασι [έχουν επανεμφανιστεί] κακά των
βαρβάρων κατά των Ορθοδόξων αντιφερόντων [που τους εναντιώνονται] ή των Ρωμαίων,
μάλλον ειπείν, κατά των βαρβάρων λογισμών αδιακρισία και νεωτεριζόντων αλογιστία
και παραφόρω επάρσει, διό και την ήτταν ούτοι παρά των βαρβάρων εδέξαντο.
Φέρονται ουν προς αλλήλους το γε νυν έχον αντίξοοι και μάλα πολέμιοι την
δοκούσαν εκείνην πάλαι αποσεισάμενοι φιλίαν [...]»).
Πέρα
από τις απερισκεψίες των διαδόχων του Ευγένιου και τις ισορροπημένες σχέσεις
που εκείνος φρόντιζε να έχει με τις οθωμανικές αρχές όσο βρισκόταν στο Καρπενήσι,
ιδιαίτερα τράβηξε την προσοχή μας η λέξη Ρωμαίων στην επιστολή. Παρόλο που ο
Δαμασκηνός είχε δάσκαλο τον Ευγένιο, τον μαθητή επί οκτώ χρόνια του νεoαριστοτελικού
φιλόσοφου Θεόφιλου Κορυδαλέα, δεν έλεγε, προφανώς ούτε ο δάσκαλός του, ότι
είναι Έλληνας. Και τον 18ο αιώνα επί Οθωμανών όλοι, αν και ελληνόφωνοι
συνέχιζαν να θεωρούν εαυτούς Ρωμαίους. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην ανατολική
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στο Βυζάντιο, Έλληνας ήταν ο εθνικός, ο παγανός, ο
ειδωλολάτρης (Γιαννόπουλος, Έλληνες, Το χαμένο όνομα). Οι ελληνόφωνοι
έπαψαν να ξέρουν από τον 6ο αιώνα κυρίως κάτι για την ιστορία τους, για τα
κατορθώματα και επιτεύγματα των προγόνων τους. Πίστεψαν, πλέον, ότι είναι
Ρωμαίοι. Είχαν το ίδιο εθνώνυμο με τους κατακτητές τους. Γι’ αυτό και ο μοναχός
Δαμασκηνός αυτοπροσδιορίζεται, όπως όλοι οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας –ασφαλώς και του Καρπενησίου– ως Ρωμαίος. Παρόλο που μιλούσε και
έγραφε ελληνικά, δεν είχε ελληνική εθνοτική ταυτότητα.
ο
Λιμπεράκης Γερακάρης, το Καρπενήσι
Οι Οθωμανοί το 1683 επιχείρησαν να επεκταθούν στην κεντρική Ευρώπη, αλλά τον Σεπτέμβριο απέτυχαν να εκπορθήσουν τη Βιέννη. Τους απέκρουσαν οι στρατοί της Αυστρίας και της Πολωνίας. Με μεσολάβηση του πάπα ο αυτοκράτορας της Αυστρίας, ο βασιλιάς της Πολωνίας και άλλες δυνάμεις, όπως η Βενετία, τον Μάρτιο του 1684 υπέγραψαν τον Ιερό Συνασπισμό (Sacra Lega). Με τη λήξη του πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Κάρλοβιτς το 1699 η Οθωμανική αυτοκρατορία έχασε πολλά ευρωπαϊκά εδάφη και η Αυστρία αναδείχθηκε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. (Pedani, «‘‘La grande guerra’’ ottomana (1683-1699)»). Οι Βενετοί στη διάρκεια του πολέμου επιδίωξαν να ανακτήσουν εδάφη στην Ανατολή. Το 1684 κατέλαβαν την Αγία Μαύρα (Λευκάδα), το Βάλτο, το Ξηρόμερο, το Βραχώρι, το Ανατολικό, το Μεσολόγγι κι ύστερα την Πρέβεζα. Το 1685 ο βενετικός στόλος και ο βενετικός μισθοφορικός στρατός άρχισε την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Το 1688 κατέλαβε την πρωτεύουσά της, το Ναύπλιο / Napoli di Romania και το 1687 την Πάτρα, το Ρίο, το Αντίρριο και τη Ναύπακτο. Για ένα χρόνο και την Αθήνα. Πέραν του Ισθμού, βενετικά διαμερίσματα (territori) υπήρξαν δύο, το ένα ήταν της Αγίας Μαύρας, με προσαρτήματα τον Βάλτο και το Ξηρόμερο, και της Ναυπάκτου, με μικρή ως μηδαμινή ενδοχώρα πέρα του φρουρίου της. Ωστόσο, ο έκτακτος προβλεπτής Αγίας Μαύρας κατόρθωνε να λαμβάνει εισφορές΄, ερχόμενος σε συμφωνία με τους δημογέροντες αρκετών περιφερειών, που δεν είχαν κατακτηθεί, μεταξύ αυτών του Καρπενησίου και των Αγράφων. Ο Pietro Bembo, έκτακτος προβλεπτής Αγίας Μαύρας, την 1 Αυγούστου 1688 ανέφερε σε έκθεση του προς τη γερουσία ότι από το διαμέρισμα / territorio του Καρπενησίου, πλούσιο σε σιτηρά [!], μαλλιά, τυριά. κερί και μέλι, ανάγκασε τους δημογέροντες να αναγνωρίζουν το δημόσιο ταμείο και να καταβάλλουν ετησίως 10.000 λίρες, από τα Άγραφα, των οποίων οι κάτοικοι δούλευαν το σίδηρο κι είχαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, 12.000 λίρες (Αρχοντίδης, σ. 160-162). Για ποσά προς είσπραξη από το Καρπενήσι γίνεται και από άλλους Βενετούς αξιωματούχους λόγος. Στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορική βιβλιογραφία επιπλέον οι λιποτάκτες του βενετικού μισθοφορικού στρατού, ένας υπολογίσιμος αριθμός, με αρχηγούς τον κατώτερο αξιωματικό, σημαιοφόρο / alfiere Bossina, που παρίστανε τον καπιτάνο, κι έναν δεύτερο επίσης alfiere, τον Vito Luposovich, εκλαμβάνονται ως κανονικός βενετικός στρατός. Αλλά οι Βενετοί ιστορικοί Alessandro Locatelli και Pietro Garzoni είναι σαφείς, μιλούν για λιποτάκτες που κατέφυγαν στο Καρπενίσι, σ' έναν μακρινό ορεινό τόπο, όπως και στο Λιδορίκι, με σκοπό την είσπραξη εισφορων για δικό τους λογαριασμό, χωρίς να είναι εύκολο να φτάσουν εκεί και να τους συλλάβουν δυνάμεις του στρατού, που εκτελούσε χωρίς να παρανομεί τα καθήκοντά του. Ο σύγχρονος μας ιστορικός Μάρκος Γκιόλιας στηρίχτηκε στον Σάθα, ιστοριοδίφη του 19ου αιώνα, και δεν κατέφυγε επαρκώς στους Βενετούς ιστορικούς που προαναφέραμε. Μετά ταύτα, που εδώ εκθέτουμε σύντομα, δεν υπάρχει ούτε η πιο μικρή αμφιβολία: Το Καρπενίσι και τα Άγραφα δεν κατακτήθηκαν από τους Βενετούς. Ούτε ένας Βενετός δεν έφτασε εκεί. Και οι λιποτάκτες, που ήταν αγράμματοι Σκλαβούνοι και μιλούσαν τη σλαβική διάλεκτο του τόπου τους, δεν μπορούμε να πούμε για το χρονικό διάστημα που παρέμειναν στο Καρπενίσι, ότι άφησαν κάποιο βενετικό πολιτισμικό ίχνος.
Πριν από τους Σκλαβούνους λιποτάκτες στο Καρπενίσι είχε φτάσει ένας Έλληνας στην υπηρεσία των Οθωμανών ως μπέης ο άλλοτε ισχυρός πρόκριτος της Μάνης Λιμπεράκης Γερακάρης. Ως χριστιανός δεν έφερε κάποιον οθωμανικό τίτλο, όπως του πασά, παρά τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του. «Φέρθηκε σατραπικά στους κατοίκους της περιφέρειας και επί ποινή θανάτου ζητούσε την άμεση καταβολή φόρων. Στρατολόγησε πολλούς γηγενείς και φέρθηκε χειρότερα από τους Τούρκους» (Σαρρής, Το μοναστήρι, σ. 17), ενώ, παρά τις εξαγγελίες του, τις περιφέρειες των Αγράφων και του Καρπενησίου πολύ λίγο τις ανακούφισε από τις επιθέσεις των ληστών. Στο Καρπενήσι βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί και με την προσωπική του ζωή. Στο παρελθόν στην Κωνσταντινούπολη είχε συνάψει γάμο με γυναίκα, και μάλιστα από το φαναριώτικο περιβάλλον που μετά την αναχώρησή του είχε αποβιώσει. Προχώρησε σε δεύτερο γάμο με κόρη πλούσιας οικογένειας από το χωριό Μαυρίλο, πέρα από τα όρια της περιφέρειας αλλά κοντά στο Καρπενήσι. Και για να κερδίσει τις εντυπώσεις, εισέφερε χρήματα προς οικοδόμηση της Αγίας Τριάδας, την οποία είχε ανεγείρει αρχικά, όπως είδαμε, ο σχολάρχης στο Καρπενήσι από το 1647 ως το 1661 ιερομόναχος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός. Οι από τις αρχές του 1792 μυστικές διαπραγματεύσεις του Λιμπεράκη προσχώρησης στη Βενετία υπό ευνοϊκούς όρους καθυστέρησαν τέσσερα χρόνια μέχρι να γίνουν πράξη. Στο μεσοδιάστημα, το 1694, έφτασε βενετικό απόσπασμα στο Καρπενήσι, το λεηλάτησε και έκαψε το σπίτι του (Σάθας, Η κατά τον ΙΖ' αιώνα επανάστασις, σ. 30· Σαρρής, Το μοναστήρι, σ. 17). Τελικά, τον Ιούλιο του 1696 συντελέστηκε η προσχώρησή του. Στο πλευρό των Βενετών πλέον ο Λιμπεράκης, συνεργαζόμενος με αρματολούς της Στερεάς, πέρασε από τις περιφέρειες του Πατρατζικίου, του Καρπενησίου, των Αγράφων και όταν έφτασε στην Άρτα στις 27 Αυγούστου 1696, συμπεριφέρθηκε στους κατοίκους της με αγριότητα (Garzoni, σ. 689-690. Βλ. αναφορά των Αρτινών στο Miklosich και Müller, Acta et diplomata graeca, τ. 3, σ. 275-279). Παρ’ όλα αυτά, στις 2 Ιανουαρίου 1697 υπογράφηκε στο Ναύπλιο σύμβαση από τον γενικό καπιτάνο Alessandro Molin και τον ιππότη, πλέον, Λιμπεράκη Γερακάρη. Του δόθηκαν ευρείες δικαιοδοσίες. Με δύο από αυτές του εκχωρήθηκε η είσπραξη των εσόδων του Καρπενησίου, των Αγράφων, του Λιδορικίου, των Κραβάρων, του Απόκουρου, του Βενέτικου, του Βάλτου, του Βραχωρίου και του Αγγελόκαστρου και το προνόμιο να δικάζει αυτοπροσώπως τους εκπροσώπους κάθε τόπου κατά τις συνήθειες της Βενετίας (Κουγέας, Η Μάνη, σ. 203). Η ακραία και αλαζονική συμπεριφορά του, η κατηγορία ότι ήταν αρνησίθρησκος, η αναπόδεικτη καταγγελία ότι βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς, συνετέλεσαν στη σύλληψή του. Τον Μάρτιο του 1798 ως σημαίνον πρόσωπο και προς αποφυγή αντιδράσεων από τη Μάνη οδηγήθηκε με την ακολουθία του στη Βενετία. Καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του για προδοσία, δεν καταδικάστηκε. Με το πρόσχημα της αναζήτησης νέων στοιχείων παρέμεινε υπό επιτήρηση. Τον μετέφεραν από πόλη σε πόλη της απέναντι από τη Βενετία στερεάς. Σε μία από αυτές το 1710 τον βρήκε ο θάνατος (Garzoni, σ. 689-690· Κουγέας, Η Μάνη, σ. 180 κ.ε).
Σπαχήδες,
προεστοί, ληστές, Ρωμιοί σε έγγραφο του 1809
Και
στις αρχές του 19ου αιώνα στο Καρπενήσι ίσχυε το τιμαριωτικό σύστημα. Στον
κασαμπά (κωμόπολη) ξεχώριζαν οι σπαχήδες αλλά και μερικοί άλλοι, οι Τούρκοι και
Ρωμιοί προεστοί. Την ευρύτερη περιοχή, παρόλο που ήταν και αρματολίκι, τη λυμαίνονταν
ληστές. Εκείνα τα χρόνια ο καζάς διαιρούνταν σε τρεις ναχιγιέδες, των
Βλαχοχωρίων, των Πολιτιχωρίων και του Σοβολάκου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων,
και από αναφορά (arzuhal) του προεστού του Καρπενησίου Γιάννου Χατζόπουλου της
16 Σεπτεμβρίου 1801 προς τον Αλή πασά (Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ.
181-182, έγγρ. 100), αλλά και από έγγραφο του 1808 που υπογράφουν δεκαεπτά
κοινοτικοί άρχοντές (Μαυρομύτης, Καρπενήσι, σ. 41). Κατά διαστήματα
υπαγόταν στον καζά ως τέταρτος ναχιγιές του και το Απόκουρο (Pouqueville, τ. 4,
σ. 21), ο οποίος συνήθως αποτελούσε ξεχωριστό καζά του σαντζακίου Ναυπάκτου
(βλ. Γιαννόπουλος, 1971, σ. 101). Αυτή η διάκριση σε βλαχοχώρια και πολιτοχώρια
προσδιορίζει ένα στοιχείο που εν πολλοίς τα διαφοροποιεί. Όσων χωριών οι
κάτοικοι ζούσαν μόνιμα σ’ αυτά, χειμώνα καλοκαίρι, ασχολούνταν με τη γεωργία
και είχαν την κτηνοτροφία «επικουρική της γεωργίας για τη λίπανση των χωραφιών
τους» (Λουκόπουλος, Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί, σ. 1), ή, με
άλλη διατύπωση, γεωργία και κτηνοτροφία ήταν συμπληρωματικοί τομείς κάθε
αγροτικής κοινωνίας της αυτοκατανάλωσης, δηλαδή αυτής που κατανάλωνε ό,τι η
ίδια παρήγε. Ο ναχιγιές των Βλαχοχωρίων είχε έδρα το Καρπενήσι. Οι κάτοικοι,
ιδιαίτερα μερικών χωριών από αυτά, ασχολούνταν αποκλειστικά, ή σχεδόν, με τη
μεταβατική κτηνοτροφία. Την άνοιξη πήγαιναν τα κοπάδια τους στα βουνά και το
φθινόπωρο στα χειμαδιά. Επειδή από τα βυζαντινά χρόνια οι μεταβατικοί κυρίως
κτηνοτρόφοι ονομάζονταν και βλάχοι, δεν πρέπει να τους συγχέουμε με τους
λατινόφωνους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους ή Αρωμούνους / Αρμάνους. Όλοι ανεξαιρέτως
οι μεταβατικοί κτηνοτρόφοι της Ευρυτανίας ήταν ελληνόφωνοι και όπως παντού,
στην Ευρυτανία ιδιαίτερα των Αγράφων, ήταν γνωστοί ως Σαρακατσάνοι (βλ.
Λουκόπουλος, Ποιμενικά της Ρούμελης, σ. 127-128· Καββαδίας, Σαρακατσάνοι).
Όσο για τα πολιτοχώρια, στα οποία κι εκεί οι ασχολίες ήταν κατά κύριο λόγο
αγροτικές, είναι γνωστό ότι κάτοικοί τους, όπως εξάλλου και άλλων ευρυτανικών
χωριών, μετανάστευαν στην Πόλη. Οι Ευρυτάνες στην Πόλη διακρίθηκαν στον κλάδο
των παντοπωλείων. Αργότερα, όταν και τα δικά τους παιδιά έμαθαν γράμματα,
άσκησαν και άλλα επαγγέλματα. Ως ευρυτανική αδελφότητα είχαν αξιόλογη παρουσία
στην κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία (βλ. [Βουτυράς], 1812-1920, Εκατονταετηρίς·
Γκιόλιας, Ο συγγραφέας Σταύρος Βουτυράς και η ‘‘Αδελφότης Ευρυτάνων’’ της
Κωνσταντινούπολης).
Οι
κάτοικοι των ναχιγιέδων του καζά Καρπενησίου εξέλεγαν τους δικούς τους
κοινοτικούς άρχοντες, τους βιλαετλήδες, και ο κασαμπάς (qaṣaba, κωμόπολη), το Καρπενήσι,
τους δικούς του, του κασαπαλήδες (βλ. Γιαννόπουλος, 1971, σ. 102· Μαυρομύτης, Καρπενήσι,
σ. 20). Ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα έγγραφο του 1809 προς τον
Αλή πασά σε ελληνική γλώσσα, το οποίο υπογράφουν οκτώ Τούρκοι μουσουλμάνοι
προεστοί (ayān) του κασαμπά και άλλοι δεκατέσσερις, αυτοί χριστιανοί,
Καρπενησιώτες (Αρχείο Αλή πασά, τ. 2, σ. 37, έγγρ. 454). Από τους οκτώ
Τούρκους, οι έξι είναι σπαχήδες, o ένας ζαΐμης (zaim), κάτοχος ζιαμετίου, και
οι άλλοι πέντε απλοί σπαχήδες (sipahi), κάτοχοι τιμαρίων. Τα εκχωρημένα από το
κράτος κτήματά τους ασφαλώς καλλιεργούσαν κάτοικοι του Καρπενησίου ή και
γειτονικών χωριών, οι οποίοι είχαν κατά το οθωμανικό δίκαιο δικαίωμα επικαρπίας
επί της γης που καλλιεργούσαν. Οι χριστιανοί προεστοί του Καρπενησίου μπορούμε
να πούμε ανεπιφύλακτα ότι δεν καλλιεργούσαν τα κτήματα των Τούρκων. Όπως
συνήθως, οι κοινοτικοί άρχοντες εν γένει, αν και του Καρπενησίου πολύ λιγότερο
λόγω των περιορισμένων εισοδημάτων από τη γεωργία, θα είχαν, τουλάχιστον
αρκετοί από αυτούς, κάποιους παραπάνω πόρους ζωής από ακίνητα, από την
ενοικίαση φόρων, από την ενασχόληση με το εμπόριο ή και από άλλες δραστηριότητες.
Υπογράφουν, κατά ηλικία, ως εξής: γερο-Μπλατζής, Γιάννης Μεχαγόπουλος, Νίκος
Κρικώνης, Μαργαρίτης Μαργαριτόπουλος, Γιάννος Λελόπουλος, Χρήστος Τζίτζος,
Θανάσης Πετζόπουλος, Νίκος Σανταλάς, Γιώργος Μαρουτζόγλος, Δημήτρης Χαντζάκης,
Δημήτρης Κολοκυθόπουλος, Γιάννος Σακαλής. Δύο ακόμη προεστών η υπογραφή είναι
«φθαρμένη». Όλοι οι προεστοί –Τούρκοι και μη– απευθύνονται όχι στον καπετάνιο
του αρματολικίου αλλά στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, τον επόπτη των δερβενίων
(derbendat nazırı), υπεύθυνο για την ασφάλεια και αυτού του καζά. Του ζητούσαν,
να στείλει κάποιο απόσπασμα καταδίωξης των κλεφτών, προκειμένου να απαλλαγούν
οι κάτοικοι του Καρπενησίου και των χωριών της περιφέρειας από τα κλέφτικα
μπουλούκια του Λεπενιώτη, του Καραγιαννάκη, του Τσόγκα και του Μπακοπανόπουλου.
Όλοι μαζί πρόσφατα είχαν επιτεθεί στο σπίτι του παπα-Δημήτρη στο Βουτύρο. Είχαν
πληροφορηθεί ότι ο αδελφός του παπά είχε γυρίσει από την ξενιτειά και
προσδοκούσαν να του αποσπάσουν, μπαίνοντας στο σπίτι, χρήματα ή άλλα αγαθά,
ακόμη και να πάρουν κάποιον από την οικογένεια μαζί τους, για να ζητήσουν
λύτρα. Όπως φαίνεται, το σπίτι του παπά ήταν καλά προστατευμένο κι έτσι οι
κλέφτες έφυγαν άπρακτοι.
Άξιο
προσοχής είναι και ένα άλλο συμβάν, κι αυτό με ληστές που περιγράφεται στο ίδιο
έγγραφο του 1809: Σε ‘‘ραγιάδες’’ Καρπενησιώτες, που είχαν πάει στα μέρη του
Πατρατζικίου (Υπάτης) να αγοράσουν γεννήματα (δημητριακά), κατά την επιστροφή
τους, στη θέση Μουντζουράκι Τυμφρηστού (οικισμός του δήμου Τυμφρηστού το 1836, ΦΕΚ
80Α/28-12-1836, καταργήθηκε το 1889, ΦΕΚ 251Α/ 04-10-1889) τους έστησαν καρτέρι
τριάντα πέντε κλέφτες και σκότωσαν δύο από αυτούς, «έναν Τούρκον και ένα
Ρωμιόν, και είκοσι δύω αλογομούλαρα». Τα παραπάνω επεισόδια με τους ληστές ήταν
τόσο συνηθισμένα εκείνα τα χρόνια. Πέρα από αυτά, και εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η λέξη του εγγράφου Ρωμιός. Η χρήση της, όπως είδαμε, δεν είναι
τυχαία. Ως το 1821 στα τόσες εκατοντάδες έγγραφα μιας ολόκληρης τριακονταετίας
του Αρχείου Αλή πασά, ούτε μια φορά δεν αναφέρεται το εθνώνυμο Έλληνες.
Τριάντα φορές γίνεται λόγος για Ρωμαίους / Ρωμιούς –μια απ’ αυτές στο παραπάνω
έγγραφο– και τρεις φορές η γλώσσα τους ρωμαίικη. Με την επανάσταση του 1821
ήρθε η ώρα να αρθεί η παρεξήγηση αιώνων, να γίνει κτήμα, κοινή συνείδηση όλων,
το χαμένο όνομα Έλληνες (Γιαννόπουλος, Έλληνες, το χαμένο όνομα).
Β. Το Καρπενήσι ως διοικητικό κέντρο
από
την Επανάσταση ως σήμερα
Αναζήτηση
γραπτών πηγών:
1.
Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας
Μια
από τις πιο σημαντικές αρχειακές συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής των
Ελλήνων την αποτελούν 38 κώδικες και 10.000 λυτά έγγραφα της περιόδου από την
έναρξη της Επανάστασης το 1821 ως την εκλογή του Όθωνα το 1832. Στο σπουδαίο αρχειακό
υλικό περιλαμβάνονται τα κείμενα των Εθνοσυνελεύσεων και των τοπικών συνελεύσεων,
των συνταγμάτων και των τοπικών πολιτευμάτων της περιόδου, οι πράξεις του
Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος, οι νόμοι, τα έγγραφα από και προς τον
Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, η αλληλογραφία υπουργείων και γραμματειών και
ιδιωτών προς τη Διοίκηση. Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας έχουν
εκδοθεί σε είκοσι πέντε τόμους, το 2012 ο τελευταίος, οι περισσότεροι χάρη στην
έντονη εκδοτική δραστηριότητα της Βουλής των Ελλήνων τα αμέσως προηγούμενα
χρόνια. Σε ψηφιακή μορφή πλέον, είναι προσβάσιμοι και στο διαδίκτυο (<http:
paligenesia.parliament.gr ή <http: library.parliament.gr>)
2.
Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ).
Στην
Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους φυλάσσεται το μεγαλύτερο μέρος
των δημοσίων αρχείων που εκτείνονται χρονικά από την περίοδο της Ελληνικής
Επανάστασης και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα. Απόκεινται
επίσης αξιόλογα ιδιωτικά αρχεία και συλλογές φυσικών προσώπων, οικογενειών,
συλλόγων και εμπορικών οίκων. Εκτός των λυτών εγγράφων και των
βιβλίων-πρωτοκόλλων σώζονται και χειρόγραφοι κώδικες, αρχιτεκτονικά σχέδια,
χάρτες, χαρακτικά, φωτογραφίες. Σημαντικό τμήμα του υλικού αποτελούν τα αρχεία
των δικαστηρίων (αποφάσεις πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων από
το 1826 μέχρι σήμερα). Πληροφορίες για τα αρχεία και τις συλλογές της Κεντρικής
Υπηρεσίας των Γ.Α.Κ. είναι διαθέσιμες στις ενότητες: Κατάλογος Δημοσίων αρχείων
(έως 2011) και Ιδιωτικά αρχεία και συλλογές (βλ.
<http://www.gak.gr/ArchCol/eyret-00.html>). Επιπλέον, αρχειακό υλικό
περιφερειακής / τοπικής ιστορίας μπορεί να αναζητηθεί στις κατά νομούς περιφερειακές
υπηρεσίες των Γενικών Αρχείων του Κράτους, στην προκείμενη περίπτωση του Νομού
/ Περιφερειακής Ενότητας Ευρυτανίας
(<http://gak.eyr.sch.gr/archcol-00.html>)
3. Εφημερίς (-ίδα) του
Κράτους, όπου ρυθμιστικοί νόμοι και διατάγματα, διοικητικών μεταβολών,
μετονομασιών, Απογραφές του πληθυσμού (μέσω του διαδικτύου: <https:
www.eetaa.gr>, τον ιστότοπο που επιμελείται η Ελληνική Εταιρία Τοπικής
Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε.), όπου Μεταβολές στην Τ.Α. -
Διοικητικές μεταβολές ή Μεταβολές οικισμών κτλ.)
4.
Βιβλιογραφία. Για την κεντρική και περιφερειακή διοίκηση του κράτους, τους νόμους,
τα διατάγματα, τα τοπωνύμια, την ετυμολογία τους, τη μετονομασία τους, τις
απογραφές του πληθυσμού ανατρέχουμε και στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Βασικά τα
βιβλία που έχουν εκπονήσει οι Δρακάκης – Κούνδουρος, Σταματάκης, Σκιαδάς,
Κοτζαμάνης, Συμεωνίδης, Χουλιαράκης, Χωματιανός (πλήρης αναγραφή στη
βιβλιογραφία στο τέλος αυτού του μελετήματος).
συγκρότηση
ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους
Η ελληνική
επανάσταση κηρύχτηκε εκτάκτως στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο της Μολδαβίας
από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας στρατηγό του ρωσικού στρατού Αλέξανδρο
Υψηλάντη. (Σε μία από τις μάχες που δόθηκαν, του Σκουλενίου, στις 17 Ιουνίου, έπεσε μαχόμενος και ο
χιλίαρχος Αθανάσιος Καρπενησιώτης· Ευαγγελοδήμος, Θανάσης Καρπενησιώτης,
σ. 185). Στην Πελοπόννησο, η οποία είχε επιλεγεί ως η καταλληλότερη
γεωστρατηγικά ελληνική περιοχή για να κηρυχτεί η επανάσταση και στην οποία είχε
σταλεί από τον Ιανουάριο ο αρχιμανδρίτης Δικαίος Φλέσσας, γνωστός περισσότερο
ως Παπαφλέσσας, από τα μέσα Μαρτίου η ΄΄ατμόσφαιρα’’ άρχισε να είναι
ηλεκτρισμένη, Πριν παρέλθει εβδομάδα στη Μεσσηνία, την Αχαΐα, τη Μάνη, την
Αρκαδία κάθε δισταγμός ξεπεράστηκε από τα πράγματα. Η Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου χωρίς να χυθεί αίμα ήταν σε
ελληνικά χέρια. Η φλόγα της επανάστασης δεν άργησε να διαδοθεί στη Στερεά, τα
νησιά, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη. Η επιτυχία εξαρτήθηκε, από την προετοιμασία
-έργο της Φιλικής και των κατά τόπους εκπροσώπων της- από τις αντικειμενικές
συνθήκες επικράτησης, την απόσταση από το κέντρο και τα κατά τόπους κέντρα με μικρότερη
ή μεγαλύτερη συγκέντρωση οθωμανικών δυνάμεων, όπως στα Γιάννενα και τη Λάρισα.
Στα
Άγραφα, στο Κεράσοβο, επαναστατικό κάλεσμα μαζί με άλλους καπετάνιους απηύθυνε
στις 10 Μαΐου ο Κώστας Στεριόπουλος ή Βελής, ο οποίος λίγο αργότερα έπεσε
μαχόμενος σε μάχη βόρεια της Ρεντίνας. Στον καζά Καρπενησίου την επανάσταση
ξεκίνησαν στις 4 Ιουνίου οι Γιολδασαίοι, που είχαν το αρματολίκι, και στο κόλι του
Σοβολάκου (τμήμα του αρματολικίου) ο Γιάννης Μπράσκας, Στο Καρπενήσι τον Ιούλιο
οι εβδομήντα τουρκικές οικογένειές του κλείστηκαν στα καλύτερα προστατευμένα
τουρκικά σπίτια. Για να σωθούν από τις επιθέσεις που δέχτηκαν, ζήτησαν βοήθεια
από τα Γιάννενα. Οι δυνάμεις που έφτασαν, παρά την προσπάθεια αναχαίτισής τους
στη θέση Καγκέλια, εισήλθαν «εις την κωμόπολιν και την έκαυσαν εν μέρει».
Ακολούθησε νέα συμπλοκή στη Μπιάρα. «Οι πολιορκημένοι, μη θεωρούντες εαυτούς του
λοιπού ασφαλείς, έφυγαν την νύκτα διά δυσβάτων οδών εις Ήπειρον» (Τρικούπης, Ιστορία,
τ. Α΄, κεφ. ΙΖ΄). Ωστόσο, αν και δεν είναι ακριβώς γνωστό, οι Τούρκοι σύντομα
επανήλθαν στο Καρπενήσι, χωρίς να έχουν έκτοτε τον πλήρη έλεγχο της
περιφέρειας. Δύο αποφάσεις κοινοτικών οργάνων, η μία στο Μεγάλο Χωριό της 13 Δεκεμβρίου 1821 και η άλλη στην
τοποθεσία Βάγια Λιθάρι, κοντά στο Καρπενήσι, είναι ενδεικτικές. Από την
περιφερειακή αρχή, τη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος με έδρα το Μεσολόγγι,
που είχε συστήσει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στις 9 Νοεμβρίου 1821, προσδιορίστηκαν
στις 23 Φεβρουαρίου 1822 τα ΄΄μέρη’’ της Δ. Στερεάς που τέθηκαν υπό τη
δικαιοδοσία της: τα Κράβαρα, το Καρπενήσι, το Απόκουρο, το Βενέτικο, ο Ζυγός, ο
Βλοχός (περί το Θέρμο), το Ξηρόμερο, ο Βάλτος και η Βόνιτσα. Το Πολεμικό
Συμβούλιο τον επόμενο μήνα όρισε τον χιλίαρχο Γιαννάκη Ράγκο ‘‘οδηγό’’ δυνάμεων
προς εκκαθάριση των Αγράφων. Προηγουμένως ο
Ράγκος και οι, επίσης, χιλίαρχοι Σιαδήμας, Αραπογιάννης και Γιολδάσης όφειλαν
να αποφασίσουν πόση δύναμη θα παρέμενε στην περιφέρεια του Καρπενησίου (Αρχεία
Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 1, σ. 472-473). Και ο φόρος των 42.000 γροσίων,
τον οποίο όρισε η Β΄ Εθνική Συνέλευση στις 14 Απριλίου 1823 ως καταβλητέο από
την επαρχία Καρπενησίου δείχνει ότι προσδοκούσαν να είναι ή πράγματι ήταν υπό
ελληνικό έλεγχο. Περισσότερο για την κατάσταση που επικρατούσε μετά δύο χρόνια
είναι έγγραφο της 18 Ιουλίου 1825 προς τη Διοικητική Επιτροπή των Γεωργίου
Καραϊσκάκη και Γιαννάκη Γιολδάση. Αναφέρουν από τα Κράβαρα ότι έφτασαν την
προηγουμένη στην επαρχία Καρπενησίου, την κατέλαβαν σχεδόν όλη και ότι «αν δεν
τους εβίαζεν ο κίνδυνος του Μεσολογγίου» την ίδια τύχη θα είχε και το
κατεχόμενο από τους Τούρκους Καρπενήσι (Μιτάκης, «Τα έξω του Μεσολογγίου,
1825-1826», σ. 189).
Ο
Κυβερνήτης τρεις μήνες από την άφιξή του στον Ιανουάριο του 1828 οργάνωσε
ημιτακτικό στρατό, τις χιλιαρχίες, προς ανάκτηση της Στερεάς παρά την τακτική
της Αγγλίας, η οποία επιθυμούσε μεγάλο μέρος της να παραμείνει οθωμανικό.
Διόρισε τότε στρατάρχη τον Δημήτριο Υψηλάντη, που ηγήθηκε μέρους αυτών των
δυνάμεων στην ανατολική Στερεά, για να τιμήσει τον αδελφό του Αλέξανδρο, τον
αρχηγό της Φιλικής που κήρυξε την επανάσταση, κρατήθηκε έξι ολόκληρα χρόνια
δέσμιος με τη συναίνεση της Ρωσίας από τις αυστριακές αρχές και είχε αποβιώσει
στη Βιέννη στις 31 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του Κυβερνήτη. Οι
επιχειρήσεις υπήρξαν επιτυχείς. Το ένα μετά το άλλο τα διοικητικά κέντρα της
Στερεάς περιήλθαν στην Ελλάδα. Η τελευταία μάχη δόθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας
στις 12/24 Σεπτεμβρίου 1929. Τη γενική αρχηγία είχε ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Ένα
από αυτά τα κέντρα ήταν και το Καρπενήσι. Ο διοικητής της πρώτης χιλιαρχίας
Κίτσος Τζαβέλας κατευθύνθηκε προς κατάληψή του στις 17 Νοεμβρίου 1828. Οι
δυνάμεις του μαζί με του στρατηγού Ντενζέλ ξεπερνούσαν τις 4.000. Ο Γάλλος
στρατηγός ήδη είχε καταλάβει τον μισό Μαραθιά. Ανατολικά, στο Μαυρίλο έφτασαν
άνδρες του χιλίαρχου Στράτου. Στο Καρπενήσι η οθωμανική φρουρά δεν έλεγε να
υποχωρήσει. Μεριμνούσε για την τροφοδοσία της ο Κιουταχή πασάς από τη Λάρισα. Η
τρίτη απόπειρα απέτυχε, όπως και όλες οι έξοδοι της φρουράς για να προκαλέσουν
ρήγμα στους πολιορκητές. Και παρά την μερικώς επιτυχή τέταρτη εφοδιοπομπή που
έφτασε με ποσότητα τροφίμων, τελικά «την 23 {Νοεμβρίου] οι Τούρκοι ως τέσσαρες
χιλιάδες έφυγον νυκτός προς Άγραφα (Σπηλιάδης, τ. 4/1, σ. 95-96). Οι Έλληνες
κάτοικοί του, όταν επέστρεψαν, βρήκαν τον οικισμό σε οικτρή κατάσταση. Πέρασαν
χρόνια για μπει κάποια τάξη.
Η
προσωρινή διοίκηση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, είχε ονομαστεί Γερουσία. Στις 23 Φεβρουαρίου 1822 με απόφασή
της καθόρισε να υπάγονται στη δικαιοδοσία της τα εξής «μέρη»: «Τα Κράβαρα, το
Καρπενήσιον, το Απόκουρον, το Βενέτικον, ο Ζυγός, ο Βλοχός, το Ξηρόμερον, ο
Βάλτος, η Βόνιτσα και όλα όσα εκτείνονται προς το δυτικοβόρειον και ήθελεν
ελευθερωθή ακολούθως». Στη συνέχεια επικαλέστηκαν πρόσφατη απόφαση τοπικής
συνέλευσης στο Βραχώρι, με την οποία καταργούνταν τα αρματολίκια, τα καπετανάτα
(Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 1, σ. 472-473). Ύστερα από δύο
μήνες, με τον Οργανισμό των ελληνικών επαρχιών τον Απρίλιο του 1822
επιχειρήθηκε να μπει τάξη στην περιφερειακή διοίκηση. Παρόλο που η εδραίωση της
επανάστασης σε πολλά εδάφη δεν ήταν εξασφαλισμένη, η Κυβέρνηση προχώρησε στη
διαίρεση σε επαρχίες, των οποίων τα όρια ήταν τα ίδια με των καζάδων. Ο
Οργανισμός προέβλεπε να υπηρετεί σε κάθε επαρχία ένας έπαρχος, ένας γενικός
γραμματέας, ένας επιστάτης των προσόδων, ένας επιστάτης των εξόδων και ένας
αστυνόμος. Ακόμη κάθε χωρίο είχε δημογέροντες, ανάλογα με τον αριθμό των
κατοίκων, όπως επίσης με την ίδια αναλογία κάθε πόλη και κάθε κωμόπολη, όπως και
κάθε κέντρο επαρχίας, όπως συνηθέστερα ονομαζόταν η έδρα της επαρχίας, ή
σπανιότερα πρωτεύουσα εκεί όπου η χρήση του όρου δεν γεννούσε διαμαρτυρίες από
τους κατοίκους άλλου ανταγωνιστικού
οικισμού. Από τα παραπάνω όργανα της διοίκησης, αιρετοί ήταν οι επιστάτες και
οι δημογέροντες. Κάθε επαρχία που είχε ως 25.000 κάτοικους εξέλεγε έναν
παραστάτη, δύο αν είχε περισσότερους. Ο παραστάτης έπρεπε να είναι Έλληνας
τουλάχιστον 25 ετών, αυτόχθων (Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 3,
σ. 129-132).
Στα
χρόνια από την άφιξη του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη το 1828 κι ως το τέλος του
1832, πριν δηλαδή από την άφιξη του Όθωνα (1828-1832) αναφέρεται ο Βαυαρός
Φρίντριχ Τιρς / Θείρσιος (Thiersch). Γράφει πως μία από τις επαρχίες της Δυτικής
Στερεάς ήταν του Καρπενησίου. Είχε «τέσσερις κωμοπόλεις και 62 χωριά»
(Thiersch, τ. 1, σ. 269). Αυτά τα χρόνια ο πρόκριτος Κυνουρίας Αναγνώστης
Κοντάκης, ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής του Κυβερνήτη, αφού υπηρέτησε για
ένα διάστημα δικαστής στην Τρίπολη, τον Οκτώβριο του 1829 διορίστηκε διοικητής
της επαρχίας Καρπενησίου, Κραβάρων, Αποκούρου και Αγράφων και από τον Μάρτιο
του 1830 ως τον Σεπτέμβριο του 1831 διοικητής Κορίνθου. Χάρη στις διοικητικές
του ικανότητες και τη σωφροσύνη με την οποία προσπαθούσε να επιλύει τα
προβλήματα και να αντιμετωπίζει τους κατοίκους των επαρχιών, άφησε αγαθή
ανάμνηση. Ο ίδιος ο Κυβερνήτης του έγραφε στις 18 Μαρτίου 1830: «Ήκουσα ήδη από
τον αδελφόν μου Αυγουστίνον, πόσον ωφελήθησαν αι υπό την διοίκησίν σας επαρχίαι
[…]. Αποδέχομαι όλα τα μέτρα, όσα φρονίμως ελάβετε». Και μετά πενθήμερο, στις
23 Μαρτίου: «Επιθυμούσα μεγάλως το να μείνετε αυτού τουλάχιστον έως να ίδωμεν
πώς θέλει τελειώσει η μεγάλη υπόθεσις η περί των οροθεσιών. Κανένας δεν ήθελεν
ημπορέσει καλλίτερα από υμάς να ευχαριστήση τους κατοίκους …» (Κοντάκης, σ. 5-6
εισαγωγής).
Μετά
τη δολοφονία του Κυβερνήτη (27 Σεπτεμβρίου 1831 π.μ.) και στο δεκαπεντάμηνο
μεγάλης αναρχίας, που επακολούθησε, εσπευσμένα οι Δυνάμεις επέβαλαν στην
Οθωμανική Πύλη ως βόρειο ηπειρωτικό σύνορο τη γραμμή Αμβρακικού Παγασητικού και
πρόσφεραν βασιλικό στέμμα στον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα. Στους θερινούς
μήνες του 1832 πραγματοποίησε τη χάραξη των συνόρων πενταμελής επιτροπή
οροθετών. Αποφασιστικό ρόλο είχαν οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων συνταγματάρχες Γ.
Μπέικερ της Αγγλίας, Α. Σκάλον της Ρωσίας και Ι. Μπαρτελεμί της Γαλλίας. Η χάραξη
της οροθετικής γραμμής πέρα από σημείο κοντά Βελούχι, που υποδείκνυε ο χάρτης
της συμφωνίας των Δυνάμεων με την Οθωμανική Πύλη και η ένταξη χάρη σ’ αυτούς ικανού τμήματος
γης ως πάνω από τη Φουρνά, έγινε από επαγγελματική ευσυνειδησία με στρατιωτικά
κριτήρια, για να είναι δυνατή σε περίπτωση σύρραξης η προβολή άμυνας (για
περισσότερα, βλ. Γιαννόπουλος, 2021). Σώζονται τα πρακτικά που τηρήθηκαν «παρά
των επί της οροθεσίας επιτρόπων» (Χρήστου, Τα σύνορα, σ. 71-74 και σ. 252
κ.ε.), όπως επίσης στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο –στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής
στην Αθήνα– ένας λεπτομερής χάρτης του 1834 δημοσιευμένος από τον Μπέικερ σε
βιβλίο που εξέδωσε (Baker, Memoir).
Ο Όθωνας
έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833. Δεν παρήλθαν δύο μήνες και με β.δ. της
3 (15)-4-1833 «Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του» η χώρα
χωρίστηκε σε 10 νομούς και 42 επαρχίες (ΦΕΚ 12/6(18)-4-1836). Δόθηκαν ονόματα
που συνέδεαν το παρόν με το μακρινό αρχαιοελληνικό παρελθόν. Της Καλλιδρόμης
ήταν μία από τις επαρχίες του νομού Ακαρνανίας και Αιτωλίας (ως την απογραφή
του 1889, ή και αργότερα, ο νομός φέρεται ως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, βλ.
Χουλιαράκης). Στην επαρχία Καλλιδρόμης, σύμφωνα με το παραπάνω β.δ., εντάχθηκαν,
1) ο άλλοτε καζάς Καρπενησίου και 2) όσοι οικισμοί του καζά Αγράφων βρίσκονταν
στην ελληνική πλευρά μετά τη χάραξη της ελληνοθωμανικής οροθετικής γραμμής το
1832. Από τη βιασύνη και την έλλειψη επαρκών στοιχείων το 1833 η επαρχία και η
πρωτεύουσα της σημερινής Ευρυτανίας ονομάστηκαν Καλλιδρόμη. Προφανώς, έλαβαν
υπόψη τον χάρτη της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, που περιέχεται στο χαρτογραφικό
έργο του Γάλλου Μπαρμπιέ ντι Μποκάζ (Barbié du Bocage), στον οποίο στη θέση
όπου το όρος Τυμφρηστός (Βελούχι) αναγράφεται: Mont Callidrome, κάτω από αυτό η
λέξη Eurytanes, αμέσως πιο κάτω η λέξη Œchalie, δηλαδή Οιχαλία (και σημείο
δηλωτικό πόλης) και πιο κάτω η λέξη Étolie (βλ. Barbié du Bocage, Recueil de cartes géographiques, No 26). Αλλά από το 1836, παρόλο
που εξακολούθησε να θεωρείται επαρχία και να έχει αυτό το όνομα, απέκτησε διοικητική
αυτοτέλεια και ονομάστηκε ‘‘Διοίκησις Ευρυτανίας’’ (ΦΕΚ 28/21-6-1836), οπότε το
όνομα Καλλιδρόμη άρχισε, όπως θα δούμε, να ξεθωριάζει.
Νέα
προβλήματα προέκυψαν με τη σύσταση των δήμων της περιφέρειας και νέες λύσεις
δόθηκαν στα αμέσως επόμενα χρόνια: Στις 30 Σεπτεμβρίου 1836 η Διοίκηση
Ευρυτανίας διαιρέθηκε με β.δ., που δεν δημοσιεύθηκε, σε δεκατρείς δήμους και σε
ένα μήνα με νέο β.δ. της 16 (28)-10-1836 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της
επαρχίας Καλλιδρόμης» (ΦΕΚ 62/3-11-1836) οι δήμοι συμπτύχθηκαν σε επτά, στους
οποίους επίσης δόθηκαν αρχαία ονόματα. Η έδρα, του πρώτου από αυτούς τους
δήμους, της Οιχαλίας, ήταν και έδρα της επαρχίας Καλλιδρόμης, που είχε το ίδιο όνομα
Καλλιδρόμη. Για δύο χρόνια, ωστόσο, έγγραφα υπηρεσιών της περιφέρειας δεν
έγραφαν ως τόπο έκδοσή τους την Καλλιδρόμη αλλά την Οιχαλία (βλ. Μαυρομύτης,
«Ιερά μονή Παναγίας Στάνας», σ. 895-926), η οποία επίσημα αναφέρεται με αυτό το
όνομα ως πρωτεύουσα της διοίκησης Ευρυτανίας για πρώτη φορά μετά διετία, σ’ έναν
άλλο νόμο της 22-6 (4-7) 1838 (ΦΕΚ 24/23-6-1838) σχετικό με τις διοικήσεις του
κράτους.
Τελικά,
όλα αυτά τα ονόματα δεν ευδοκίμησαν. Με αίτηση του δημοτικού συμβουλίου της
Οιχαλίας, την οποία στήριξε και ο τότε έπαρχος, ο γραμματέας (υπουργός) επί των
Εσωτερικών Γεώργιος Γλαράκης εισηγήθηκε την επαναφορά του ονόματος Καρπενήσι.
«Το τελευταίο αυτό όνομα, έγραφε, έχει καταστεί ένδοξο από τη νυκτερινή μάχη
που λάμπρυνε ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη και που είναι ικανή να παροτρύνει τους
κατοίκους στις καλές πράξεις» (ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπ. Εσωτ., φ. 118, έγγρ. σε
γαλλική γλώσσα της 15(27)-12-1537). Ο δήμος Οιχαλίας, ύστερα και από την εισήγηση
Γλαράκη, με το β.δ. «Περί σχηματισμού των δήμων της επαρχίας Ευρυτανίας» της
30-9 (12-10) 1840 (ΦΕΚ 22/18-12-1840, σ. 105) μετονομάστηκε σε δήμο
Καρπενησίων. Κατά συνέπεια, αν και δεν γίνεται ρητή μνεία, τα ονόματα της
πρωτεύουσας τόσο του δήμου όσο και της επαρχίας, έπαυσαν έκτοτε να ονομάζονται
Καλλιδρόμη και/ή Οιχαλία. Ως τόπος ιστορικής μνήμης, του θανάτου του Μάρκου
Μπότσαρη στην κοντινή θέση Κεφαλόβρυσο στις 9 Αυγούστου 1823, το Καρπενήσι
κράτησε το από αιώνων όνομά του.
Στις
5-12-1845 με τον ν. «Περί της διαιρέσεως των Νομαρχιακών Αρχών» (ΦΕΚ
32/8-12-1845), ή με τον διορθωμένο τίτλο «Περί της διοικητικής διαιρέσεως του
Κράτους» (ΦΕΚ 34/20-12-1845, σ. 166), η διοίκηση Ευρυτανίας αποτέλεσε με αυτό
πλέον το όνομα μία από τις έξι επαρχίες, όπως το 1833, του νομού Ακαρνανίας και
Αιτωλίας. Αυθημερόν δημοσιεύτηκε και το β.δ. «Περί προσδιορισμού των εδρών των
Νομαρχών και Επάρχων» (ΦΕΚ 34/20-12-1845), με το οποίο έδρα του νομού ορίστηκε
το Μεσολόγγι και της επαρχίας Ευρυτανίας το Καρπενήσι. Επομένως, από το 1840
έγινε αντιληπτό ότι η αρχαία ιστορία της περιοχής δεν είχε καμιά σχέση με το
όνομα Καλλιδρόμη (το όρος Καλλίδρομο βρίσκεται νοτίως της Οίτης, κατά το μεγαλύτερο
μέρος στην επαρχία Λοκρίδας). Και από το 1837, με την οργάνωση Διοίκησης
Ευρυτανίας, ότι δεν υπήρχε καμιά βεβαιότητα ότι στο Καρπενήσι, ή κάπου εκεί
κοντά, υφίστατο στην αρχαιότητα πόλη Οιχαλία, που σημειώνεται στον παραπάνω
αναφερόμενο χάρτη του Barbié du Bocage.
αιτία
διοικητικών μεταβολών
Το
Καρπενήσι βρίσκεται κοντά στην ανατολική είσοδο της επαρχίας. Η θέση είναι πλεονεκτική
για την επικοινωνία με τους πέρα από αυτό το όριο τόπους. Από παλιά, ωστόσο, που
ήταν πρωτεύουσα του καζά, πολλά χωριά του, ιδίως του ναχιγιέ Σοβολάκου, απείχαν
αισθητά από αυτό. Από το 1833 με την προσθήκη στην επαρχία των χωριών των Αγράφων
που περιήλθαν στην Ελλάδα το 1832, έτος χάραξης των συνόρων, όλα αυτά τα χωριά απείχαν
ακόμη πιο πολύ από το διοικητικό κέντρο. Οι μετακινήσεις των κατοίκων και η
μεταφορά αγαθών γινόταν με τα πόδια ή με υποζύγια ζώα. Μέχρι να εμφανιστεί το
αυτοκίνητο τον εικοστό αιώνα και να αναπτυχθεί το οδικό δίκτυο, τόσο
καθυστερημένα, οι αποστάσεις δυσχέραιναν την επικοινωνία των κατοίκων με τις
υπηρεσίες του κέντρου, όπως και την ανάπτυξη του εμπορίου. Η ανάπτυξή του οδικού
δικτύου κυρίως από τη δεκαετία του 1980, και πάλι σταδιακά, έγινε, όταν ο
πληθυσμός των χωριών είχε αποδεκατιστεί και οι διοικητικές μεταβολές συντελεστεί.
Η
απόσταση που χωρίζει το Καρπενήσι από απομακρυσμένους οικισμούς της περιφέρειας
ήταν η κύρια αιτία –ή η κυριότερη– απόσπασης οικισμών της. Τα σχετικά
νομοθετήματα είναι τα εξής:
α)
Η Μούχα το 1912 από την επαρχία Ευρυτανίας στην τότε επαρχία Καρδίτσας (β.δ.
«Περί προσαρτήσεως εις τον δήμον και τας κοινότητας του νομού Τρικάλων
συνοικισμών του νομού τούτου», ΦΕΚ 261Α/31-8-1912, σ. 1520), παρατύπως, γιατί
δεν ήταν οικισμός του νομού Τρικάλων.
β)
«Νόμος περί υπαγωγής διοικητικώς και οικονομικώς εις την επαρχίαν Τριχωνίας των
κοινοτήτων Αγίου Βλασίου, Αραχώβης, Σαργιάδας, Τερόβης, Χούνης, Αγ. Βασιλείου,
Σοβολάκου, συνιστωσών τον πρώην δήμον Παρακαμπυλίων» της 3-8-1922 (ΦΕΚ 143Α/12-8-1922,
σ. 843),
γ)
Τις τελευταίες ημέρες της δικτατορίας (1967-1974), πραγματοποιήθηκε ανάλογης
έκτασης με του 1922 διοικητική μεταβολή. Με το νομοθετικό διάταγμα 479/27-6-1974
(ΦΕΚ 187Α/2-7-1974, σ. 1217) «Περί τροποποιήσεως της διοικητικής περιφερείας
και των ορίων ομόρων Νομών του Κράτους» «Άρθρον 1 [...] γ) Αι κοινότητες
Καρβασαρά, Καρίτσης Δολόπων, Καροπλεσίου, Μολόχας, Μπελοκομίτης και Νεράιδας,
αποσπώμεναι εκ της Επαρχίας Ευρυτανίας του ομωνύμου Νομού, υπάγονται διοικητικώς
εις την Επαρχίαν Καρδίτσης του ομωνύμου Νομού».
δ)
Με το β.δ. της 31 Δεκεμβρίου 1948 (ΦΕΚ 334Α/31-12-1948) «η κοινότης Αγαλιανός
αποσπωμένη εκ της Επαρχίας Ευρυτανίας του ομωνύμου Νομού, υπάγεται, εφεξής, διοικητικώς,
εις την Επαρχίαν Τριχωνίδος του Νομού
Αιτωλίας και Ακαρνανίας.
δήμου,
διευρυμένων δήμων (1899-2018)
Με
τον ν. ˏΒΧΔ΄ της 6-7-1899 «Περί Διοικητικής
Διαιρέσεως του Κράτους» (ΦΕΚ 136/8-7-1899) ο αριθμός των νομών του κράτους
αυξήθηκε από δέκα σε 26 και η επαρχία Ευρυτανίας αναβαθμίστηκε σε νομό. Μετά
δεκαετία με τον ν. ˏΓΥΛΔ΄ (: 3434) της
1-12-1909 «Περί
Διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» (ΦΕΚ 282/4-12-1909), οι νομοί του κράτους
μειώθηκαν από 26 σε 16 και η Ευρυτανία αποτέλεσε και πάλι μία από τις έξι
επαρχίες του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Το 1912 με τη διάλυση των δήμων από
έναν αριθμό χωριών, καθώς το Καρπενήσι δεν ήταν ούτε πρωτεύουσα νομού ούτε πόλη
με πάνω από 10.000 κατοίκους, για να ονομαστεί δήμος, εντάχθηκε στις κοινότητες
(ν. ͵ΔΝΖ΄/1912 «Περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων», ΦΕΚ58Α/14-2-1912, άρ. 1
και 2). Το 1943 με το ν.δ. 2188 «Περί συστάσεως Νομού Ευρυτανίας» (ΦΕΚ
63Α/22-3-1943) η επαρχία Ευρυτανίας αναβαθμίστηκε, «προσωρινώς», σε νομό με
πρωτεύουσα το Καρπενήσι. Γι’ αυτό, το 1944 με το κανονιστικό διάταγμα «Περί
αναγνωρίσεως Κοινοτήτων εις Δήμους» της 20-3-1944 (ΦΕΚ 75Α/6-4-1944, σ. 359)
αναβαθμίζεται «η Κοινότης Καρπενησίου, εν τω Νομώ Ευρυτανίας, υπό το όνομα
«Δήμος Καρπενησίου». Το 1997 με το ‘‘Σχέδιο Καποδίστριας’’ ν. 2539/1997
«Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» (ΦΕΚ 244Α/4-12-1997) αποτέλεσε
έδρα ενός από τους επτά δήμους του νομού. Το 2010 με τον ν. 3852/2010 «Νέα
Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα
Καλλικράτης» (ΦΕΚ 87Α/7-6-2010) οι δήμοι του νομού περιορίστηκαν σε δύο: Ο ένας
είναι του Καρπενησίου με έδρα το Καρπενήσι και ο άλλος των Αγράφων με έδρα το
Κερασοχώρι. Τέλος, σύμφωνα με τον ν. 4555/2018 [Πρόγραμμα «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι»] (ΦΕΚ
133Α/19-7-2018), άρθρο 2Α, Κατηγορίες δήμων), ο δήμος Καρπενησίου
κατατάσσεται στους μεσαίους ηπειρωτικούς δήμους, σ’ αυτούς που έχουν πληθυσμό
πάνω από τις 10.000 και ως 25.000 κατοίκους, με βάση τα στοιχεία της απογραφής
του 2011 της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (βλ. και το άρθρο 4 του παραπάνω
νόμου).
Το
Καρπενήσι υπήρξε αδιαλείπτως διοικητικό κέντρο από τον 15ο αιώνα, και κατά την πρώτη
περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και κατά τη δεύτερη, από τα χρόνια της Επανάστασης
και τη σταδιακή οργάνωση του ελληνικού κράτους τα τελευταία χρόνια της
δεκαετίας του 1820 ή, περισσότερο, την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, παρέμεινε ως
τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες αγροτικός οικισμός με πληθυσμό που δεν έφτανε
τις 2.000 (προεπαναστατικά, ο Pouqueville, τ. 4. σ. 21 σημ. 2, σημειώνει ότι οι
κάτοικοι, οι μισοί Έλληνες και οι άλλοι μισοί Τούρκοι, ήταν μόνο 1.000, από
άλλες πηγές προκύπτει ότι ήταν κάπως περισσότεροι (Μαυρομύτης, Καρπενήσι,
σ. 15-16). Ακόμη και μεταπολεμικά πολλοί από αυτούς που δεν ασκούσαν το
επάγγελμα του αγρότη μετείχαν σε υψηλό ποσοστό στην οικονομία της
αυτοκατανάλωσης. Καλλιεργούσαν κάποιο κήπο και/ή έτρεφαν κατσίκες ή/και αγελάδα
(Αρμάγος, Μνήμες Καρπενησίου, σ. 45). Ως την δεύτερη και τρίτη μεταπολεμική
δεκαετία με τη δύση του ηλίου οι αγελάδες που έφερνε ο γελαδάρης από τη βοσκή
ξεχύνονταν στον ιστό του οικισμού και κατευθύνονταν μόνες τους στο σπίτι του κυρίου
τους. Στα προπολεμικά χρόνια, υπήρχαν λίγες οικογένειες που ζούσαν από τα
εισοδήματά τους και είχαν τη δυνατότητα να δείχνουν μια άλλη, αρχοντική,
συμπεριφορά. Ύστερα έρχονταν, αποτελώντας μια άλλη κατηγορία του πληθυσμού, οι
κρατικοί λειτουργοί, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι έμποροι κ.ά. Με το ντύσιμό
τους, τις δραστηριότητές τους, την παρουσία τους έδιναν έναν τόνο οπωσδήποτε
αστικό στην καρπενησιώτικη κοινωνία. Μεταπολεμικά, ωστόσο, αρκετές από τις
παραπάνω οικογένειες μετοίκισαν στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα. Το κενό
σε πληθυσμό κάλυψαν οικογένειες από τα χωριά. Ήταν αυτοί που στα μεταπολεμικά
χρόνια της μεγάλης αγροτικής εξόδου και της βαθμιαίας μεγάλης μείωσης του
ευρυτανικού πληθυσμού, προτίμησαν να μείνουν στο Καρπενήσι. Περιορίζομαι στις
παραπάνω σκέψεις, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην ανακοίνωση του Δημήτρη
Ευαγγελοδήμου στο συνέδριο του 2017 στο Καρπενήσι και στην σχετική
«προδημοσίευσή» του (βλ. Ευαγγελοδήμος, «Η δημογραφική και κοινωνική περιγραφή
των Καρπενησιωτών»).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρμάγος,
Γεώργιος Ιωάν., Μνήμες Καρπενησίου (1930-1950), Αθήνα, Έκδοση
Πανευρυτανικής Ένωσης, 2010.
Αρχείο
Αλή πασά:
Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία των Δημήτρη Δημητρόπουλου και Παναγιώτη
Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά, Συλλογής Ι. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης της
Αμερικανικής Σχολής Αθηνών. Έκδοση - Σχολιασμός - Ευρετήρια, Αθήνα, ΕΙΕ/ΙΝΕ,
τ. Α΄, 1747-1808, 2007, τ. Β΄, 1809-1817, 2007, τ. Γ΄, 1818-1821,
2007, τ. Δ΄, Εισαγωγή - Ευρετήρια - Γλωσσάρι, 2009, τ. Ε΄, 1792-1820,
Συλλογής Ι. Χώτζη Γενικών Αρχείων του Κράτους και Μουσείου Μπενάκη, 2018.
Αρχοντίδης, Αστέριος Π., Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα, 1684-1699: συμβολή στην ιστορία της περιοχής του Αμβρακικού κόλπου και της Αιτωλοακαρνανίας, διδακτορική διατριβή ΑΠΘ, Επιστημονική επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής (Α.Π.Θ.). Παράρτημα αρ. 40, Θεσσαλονίκη 1983.
[Βουτυράς, Σταύρος], 1812-1920,
Εκατονταετηρίς της εν Κωνσταντινουπόλει αδελφότητος των Ευρυτάνων,
[Κωνσταντινούπολις 1920], URL: <http://medusa.libver.gr/jspui/handle/1234
56789/4608>
Γιαννίτσαρης,
Γεώργιος Κ., Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ευρυτανίας, Αθήνα 2010.
Γιαννόπουλος,
Ιωάννης / Γιάννης, «Η περιήγησις του Εβλιά ανά την Στερεάν Ελλάδα», Επετηρίς
Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 2 (1969), σ. 139-198 (το περιηγητικό
κείμενο κατά μετάφραση Γ. Μαυροχαλυβίδη).
-------,
«Ανέκδοτα ενετικά έγγραφα της εν Δωρίδι μονής Βαρνάκοβας (1688-1698)», Επετηρίς
Επιστημονικών Ερευνών Πανεπιστημίου Αθηνών, 2 (1970), σ. 473-532.
-------,
Η διοικητική οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδος κατά την τουρκοκρατίαν
(1393-1821), διατριβή επί διδακτορία, ΕΚΠΑ, Φιλοσοφική Σχολή, Εν Αθήναις,
Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου 18, 1971.
-------,
Έλληνες, Το χαμένο όνομα, 337 μ.Χ.-1821, Αθήνα, Εκδόσεις Ταξιδευτής,
2018.
-------,
Η Ευρυτανία στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής
οργάνωσης, Ίδρυμα Γαζή - Τριανταφυλλόπουλου – Κατερίνη, Εκδόσεις Μάτι,
2021.
------,
«Το ένα και τα δέκα άλλα Καρπενίσια», Καρπενησιώτικα, τχ. 2 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2021), σ. 35-37.
Γκιόλιας,
Μάρκος Α., Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821),
Αθήνα, Πορεία, 1999.
-------,
Ο συγγραφέας Σταύρος Βουτυράς και η ‘‘Αδελφότης Ευρυτάνων’’ της
Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 2012.
Γόρδιος,
Αναστάσιος, «Βίος του [...] Ευγενίου Ιωαννουλίου του εξ Αιτωλίας...», στο: Κ.Ν.
Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, Εν Βενετία, Τύποις του Χρόνου,
1872, σ. 421-479.
Δρακάκης,
Αλέξ. Α. - Κούνδουρος, Στυλ. Ι., Αρχεία περί της συστάσεως και εξελίξεως των
δήμων και κοινοτήτων, 1836-1939, και της διοικητικής διαιρέσεως του κράτους, τ. 1-2, Αθήναι, Τύποις
''Γραφικαί Τέχναι'', 1939-1940.
Ευαγγελοδήμος,
Δημήτρης Θ., «Η δημογραφική και κοινωνική περιγραφή των Καρπενησιωτών: Οι
αυξομειώσεις του πληθυσμού, η πληγή του
αναλφαβητισμού και οι συνθήκες διαβίωσης», Καρπενησιώτικα, τχ. 2
(Φθινόπωρο 2017), σ. 9-18.
-------,
Θανάσης Καρπενησιώτης, Αθήνα, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2019.
Ευγένιος
Γιαννούλης ο Αιτωλός, Επιστολές, κριτική έκδοση, επιμέλεια, Ι.Ε.
Στεφανής - Νίκη Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη, Θεσσαλονίκη, Α.Π.Θ., 1992.
Καββαδίας,
Γ.Β., Σαρακατσάνοι, μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, Πρόλογος André
Leroi-Gouran, καθηγητή στο Collège de France, ακαδημαϊκού, μετάφραση Μαίρη
Καββαδία, Αθήνα, Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, 1991.
Καμπουρίδης,
Κώστας Ε., Η νεότερη Ελλάδα μέσα από οθωμανικές αρχειακές πηγές: Οικονομία,
θεσμοί και κοινωνία στη Θεσσαλία του 17ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Σταμούλης, 2009.
Καραμέτας, Κωνσταντίνος, «Ευρυτανία, επαρχία Ευρυτανίας,
νομός Ευρυτανίας: Οι ονομασίες και οι μετονομασίες όλων των δήμων και των
χωριών της Ευρυτανίας από την Τουρκοκρατία κι ύστερα»,
<http://kallidromi.blogspot.com/2015/10/1834-1912.html>
Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη,
Γιάννα, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων: Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό τους,
Θεσσαλονίκη, Gutenberg - Γ. και Κ. Δαρδανός, 2004.
Κοντάκης, Αναγνώστης, Απομνημονεύματα, επιμελητής
της εκδόσεως Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Εκδοτικός οίκος Χ. Κοσμαδάκη & Σια,
χ.έ.έ.
Κοτζαμάνης,
Βύρων, «Οι απογραφές πληθυσμού στην Ελλάδα», Δημογραφικά Νέα, τεύχος 14 (Μάρτιος-Απρίλιος
2011), σ. 1-4.
Κουγέας,
Σωκράτης Β., Η Μάνη στα αρχεία της Βενετίας (1570-1572 και 1692-1699) και ο
ιππότης Λιμπέριος Γερακάρης (1689-1711), Αθήνα, Γενικά Αρχεία του Κράτους,
2011.
Κυραμαριού,
Ελένη, «Καινούρια ονόματα - καινούριος χάρτης: Οι μετονομασίες των οικισμών της
Ελλάδας, 1909-1928», Τα Ιστορικά, 23/44 (Ιούνιος 2006), σ. 3-26.
Λουκόπουλος,
Δημήτρης, Αιτωλικαί οικήσεις, σκεύη και τροφαί, μετά 77 εικόνων και
σχεδίων Δημ. Πικιώνη, Εν Αθήναις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1925 (φωτομηχανική επανέκδοση
Αθήνα - Γιάννινα, Δωδώνη, 1984).
-------,
Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί, πρόλογος Στίλπωνος Κυριακίδου, Εν
Αθήναις, Ι.Ν. Σιδέρης, 1927 (Αθήνα, Δωδώνη,
2/1985).
-------,
Στ’ Άγραφα, Εν Αθήναις, Ι.Ν. Σιδέρης, [1929].
-------,
Ποιμενικά της Ρούμελης, Εν Αθήναις, Ι.Ν. Σιδέρης, 1930.
-------,
Στα βουνά του Κατσαντώνη, Εν Αθήναις, Ι.Ν. Σιδέρης, [1934].
Μαυρομύτης,
Ανάργυρος-Γιάννης, Καρπενήσι, 1810-1820, Αθήνα, Πανευρυτανική Ένωση, 2006.
-------,
«Άγραφα, 1454/5 μ.Χ.», Ευρυτανικά Χρονικά, τχ. 21 (Ιαν. - Φεβρ. - Μάρτ.
2007), σ. 8-10, τχ. 22 (Απρ. - Μάι. - Ιούν. 2007),
σ. 7-14, τχ. 23 (Ιούλ. - Αύγ. - Σεπτ. 2007), σ. 14-24, τχ. 24 (Οκτ. - Νοέμ. -
Δεκ. 2007), σ.17-31, τχ. 25 (Ιαν.- Φεβρ.- Μάρτ. 2008), σ. 15.
-------,
«Ονοματολογία των χωριών του ευρυτανικού Ασπροποτάμου 1454-1455 μ.Χ.», στο: Ασπροπόταμος:
Άγνωστη ιστορία και σύγχρονη ανάπτυξη, Πρακτικά ημερίδας, Ραπτόπουλο, 2
Αυγούστου 2008, Αθήνα, Πανευρυτανική Ένωση, 2009, σ. 65-98.
-------,
«Ονοματολογία χωριών Ευρυτανικών Αγράφων 1454-1455 μ.Χ. (Απόσπασμα)», στο: Τα
Άγραφα στη διαδρομή της ιστορίας, Πρακτικά συνεδρίου, Τροβάτο, Άγραφα, Μεγάλα Βραγγιανά,
8, 9, 10 Αυγούστου 2008, Αθήνα, Πανευρυτανική Ένωση, τ. Α΄, 2009, σ. 179-248.
-------,
«Ιερά μονή Παναγίας Στάνας», στο: Τα Άγραφα στη διαδρομή της ιστορίας, Αθήνα,
Πανευρυτανική Ένωση, τ. Β΄, 2009, σ. 895-926.
-------,
«Ονοματολογία χωριών περιοχής δήμου Δομνίστας», στο: Ιστορία και πολιτισμός
της περιοχής του Δήμου Δομνίστας - Ευρυτανίας, Πρακτικά επιστημονικού
συνεδρίου, Δήμος Δομνίστας 23, 24 και 25 Ιουλίου 2010, τ. 1, Αθήνα, Πανευρυτανική
Ένωση, 2010, σ. 75-114.
-------,
Μανόλης Ιερομνήμων. Ο πρώτος δήμαρχος Καρπενησίου και πληρεξούσιος στην
Εθνοσυνέλευση του 1844, Αθήνα, Πανευρυτανική Εταιρεία, 2019.
Μιτάκης,
Διον. Α., «Τα έξω του Μεσολογγίου κατά την δευτέραν πολιορκίαν, 1825-1826», Επετηρίς
Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 4 (1973), σ. 181-261.
Οδηγός
χιλιομετρικών αποστάσεων οδικού δικτύου της χώρας, Αθήνα, Υπουργείο
Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων,
Ιούνιος 2006, σ. 101-103: «ν. Ευρυτανίας».
Σαββίδης,
Αλέξιος Γ.Κ., «Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών
στο θεσσαλικό χώρο», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 28 (1995), σ. 33-64.
-------,
«Μία κάτοψη της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας και τα προβλήματα της έρευνας», Θεσσαλικό
Ημερολόγιο, 33 (1998), σ. 149-160.
Σάθας,
Κωνσταντίνος, Η κατά τον ΙΖ΄ επανάστασις της ελληνικής φυλής, 1684-1715,
Αθήνησι, Εκ του Τυπογραφείου της Χρυσαλλίδος, 1865.
Σαρρής,
Κωνσταντίνος, Το μοναστήρι Καταφυγίου - Κουμασίων, [Αθήνα], Εκδόσεις ΝΖ,
2015.
Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ., Ιστορικό διάγραμμα των δήμων της Ελλάδας,
1833-1912: Σχηματισμός – σύσταση – εξέλιξη – πληθυσμός - εμβλήματα, Αθήνα,
Υπουργείο Εσωτερικών, Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Αργολίδος, 1993.
Σπηλιάδης, Νικόλαο;, Απομνημονεύματα,
τ. 4/1, Αθήνα, επιμ. Π.Χ. Χριστόπουλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον Νότη Καραβία,
1971.
Σταματάκης,
Ι.Δ., Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος περίεχων τα ονόματα, τας αποστάσεις και
τον πληθυσμόν των δήμων, πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων ερανισθείς εκ διαφόρων
επισήμων εγγράφων της Β. Κυβερνήσεως, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Γ.
Βλασσαρίδου, 1846, <https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/7/6/e/metadata-01-0000381.tkl> (Εν Αθήναις, Κ. Αντωνιάδης,
2/1863),
Συμεωνίδης,
Χαράλαμπος Π., Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τ. 1-2, Λευκωσία
- Θεσσαλονίκη, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010.
Τζέμος,
Γιάννης, Τα μυστικά των ονομάτων: Τα ελληνικά επώνυμα τουρκικής προέλευσης,
Αθήνα, Τα Νέα, 2013 (α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, Κεσόπουλος, 2003).
Τρικούπης,
Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εκδότης Παναγιώτης
Ασλάνης, εκ του τυπογραφείου της "Ώρας", τ. 1-5, Εν Αθήναις 1888.
(Φωτομηχαχανική ανατύπωση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2007).
Τσάρας,
Γ., «Το νόημα του ‘‘γραικώσας’’ στα Τακτικά Λέοντος Στ΄ του Σοφού», Βυζαντινά,
1 (1969), σ. 135-156, σ. 141-148.
Χασιώτης,
Ιωάννης, «Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τ. 11, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 8-51.
Χουλιαράκης,
Μιχαήλ Γ., Γεωγραφική, διοικητική
και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τ. Α΄, μέρος Ι, μέρος ΙΙ, Πραγματικός
πληθυσμός των απογραφών 1848-1911, τ. Β΄. 1912-1944, τ. Γ΄, 1945-1971,
Αθήναι, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1973-1976.
Χρήστου,
Θανάσης, Τα σύνορα του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς συνθήκες
(1830-1947), τ. 1: Τα πρώτα σύνορα του ελληνικού κράτους (1830-1832). Τα
πλήρη κείμενα, Αθήνα, Δημιουργία, 1999.
Χωματιανός,
Γεώργιος (επιμ.), Στατιστικά αποτελέσματα της γενικής απογραφής του
πληθυσμού κατά την 27 Οκτωβρίου 1907, Υπουργείον των Εσωτερικών, Υπηρεσία Απογραφής,
τ. 1-2, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Μιχαήλ Νικολαΐδου, 1909, <https://anemi.lib.uoc.gr/search>
Baker [George], Lieutenant-Colonel,
«Memoir on the Northern frontier of Greece», στο: The Journal of the Royal Geographical Society of London, 7
(1837), σ. 81-94. Published by: Wiley on behalf of The Royal Geographical Society
(with the Institute of British Geographers), <https://www.jstor.org/ stable/1797514>
Barbié du Bocage, Jean Denis, Recueil
de cartes géographiques, plans, vues et médailles de l'ancienne Grèce, relatifs
au voyage du jeune Anacharsis, précédé d'une analyse critique des cartes, A
Paris, Chez de Bure l'Aîné, MDCCLXXXVIII [=1788]. Με τον ίδιο τίτλο: A Paris, Nouvelle Édition, De l’Imprimerie de Didot Jeune, L’an
septième [: 1798-1799].
Barkan, Ömer Lütfi, «Osmanlı İmparatorluğunda
bir İskan ve Kolonizasyon Metodu Olarak sürgünler», İstanbul Üniversitesi
İktisat Fakültesi Mecmuası, 15/1-4 (1953-1954), σ. 209-237.
-------, «Η. 933-934 (Μ. 1527-1528) Mali Yılına Ait bir Bütçe Örneği», İstanbul Üniversitesi İktisat Fakültesi
Mecmuası, 15/1-4 (1953-1954), σ. 251-329.
-------, «894 (1488/1489) Yılı Cizyesinin
Tahsilatına Ait Muhasebe Bilançolan», Belgeler,
1/1 (1964), σ. 1-117.
Black, Antony, The history of Islamic
political thought: From the Prophet to the Present, Edinburgh, Edinburgh University
Press, 2/2011 (1/2001).
Comrie, Bernard - Greville
G. Corbett (επιμ.), The Slavonic languages,
London, Routledge, 2002 (1/1993).
Darling, Linda T., Revenue-raising and
legitimacy: Tax collection and finance administration in the Ottoman Empire,
1560-1660, Leiden, E.J. Brill, 1996.
Delilbaşı, Melek, «Christian Sipahis in
the Tirhala taxation register (fifteenth and sixteenth centuries», στο: Provincial Elites in the Ottoman Empire,
Halcyon Days in Crete V: A Symposium Held in Rethymno, 10-12 January 2003, edited
by Antonis Anastasopoulos, Ρέθυμνο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005, σ. 87-114.
Delibaşi, Melek - Arıkan, Muzaffer, Hicrî 859 tarihli, sûret-i
defter-i sancak-ı Tırhala, τ. 1-2, Ankara, Türk Τarih Kurumu Yayınları, 2001.
Devellioğlu, Ferit, Osmanlıca – Türkce
Ançiclopedik Lûgat, eski ve yeni harflerle, Ankara, Doğuş Ltd Ști.
Matbaası, 1962.
Donaldson-Jenkins, Hester, Ibrahim
pasha, Grand Vizir of Suleiman the Magnificent, New York, Columbia University,
New York 1911, στην ελληνική, Ο Έλληνας βεζίρης : Έργα και ημέρες του Ιμπραήμ πασά, μετάφραση Θεοδώρα Πασαχίδου, Αθήνα, Αιώρα, 2012.
Emecen, Feridun M., «Osmanlı Taşra
Teşkilâtının Kaynaklarından 957-958 (1550-1551) Tarihli Sancak Tevcîh Defteri»,
Belgeler, XIX/23 (1999), σ. 53-121.
Garzoni, Pietro, Istoria della
Republica di Venezia in tempo della Sacra Lega […], Venezia, Apresso Gio:
Manfré, 1705.
İnalcık, Halil, «Stefan Duşan’dan Osmanlı İmparatorluğuna: XV.
asırda Rumeli’de hıristiyan sipahiler ve menşeleri», στο: 60.
doğum yılı münasebetiyle Fuad Köprülü
armağanı / Mélanges Fuad Köprülü,
İstanbul 1953, σ. 207-248, ή στο: Osmanlı
İmparatorluğu: Toplum ve Ekonomi, Eren Yayıncılık, İstanbul 1996, σ. 67-108.
Locatelli, Alessandro, Racconto historico
della veneta guerra in Levante, Colonia [i.e. Venezia], Girolamo Albrizzi,
1691.
-------, Historia della veneta guerra
in Leuante contro l'Impero Ottomano. Acquisti, maneggi, riuolutione de’
turchi ... sino al stabilimento della Pace di Carlowitz l'anno 1699, opera postuma,
Colonia [i.e. Venezia], appresso
Francesco Arnoldo, 1705.
Miklosich, F. - J. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, τ. 3, Vienna, C. Gerold, 1865.
Pedani, Maria Pia, «’’La grande guerra’’ ottomana
(1683-1699)», στο: M. Infelise, Anastasia Stouraiti (επιμ.), Venezia e la guerra di Morea: Guerra, politica e cultura alla fine del
’600, Milano, Franco Angeli, 2005, σ. 50-68.
Pouqueville, François-Charles-Hugues-Laurent, Voyage de la Grèce, τ. 4, Paris, Didot, MDCCCXXVI (: 1826).
Redhouse,Türkçe / Osmanlıca-İngilizce
sözlük = Redhouse Turkish / Ottoman-English dictionary, İstanbul,
SEV Matbaacılık, 2000 (1/1968) [A dictionary based
largely on the Turkish-English Lexicon prepared by Sir James Redhouse and
published in 1880 by the Publication Department of the American Board].
Rumeli eyaleti (1514-1550): Ünal, Uğur κ.ά., Osmanlı Yer Adları: I. Rumeli eyaleti (1514-1550), Ankara, T.C.
Başbakanlık Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü, 2013.
Thiersch,
Frédéric, De l’état actuel de la Grèce et
des moyens d’arriver à sa restauration, en deux volumes, Leipzig, F.-A.
Brockhaus, 1833, στην ελληνική, Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η
παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η
ανοικοδόμησή της, μετάφραση Α. Σπήλιου, τ.
1-2, [Αθήνα 1972] (επανέκδοση: Αθήνα, Συλλογή, 2007).
Ünal, Ayhan
Afsın,
«XVI.
ve XVII. yüzyıllarda Cezayir-i Bahr-i
Sefid
(Akdeniz-Ege
adaları)
ya da kapdan paşa eyaleti»,
Sosyal Bilimler Enstitütü
Dergisi 12 (2002), σ.
251-261.
Vilâyet-i Rûm-ili defterleri (920-937 / 1514-1530): Ahmet Özkılınç κ.ά., 367 numaralı muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-ili defteri ile 114, 390 ve 101 numaralı icmâl defterleri (920-937 / 1514-1530), I: Karlı-ili, Agrıboz, Mora, Rodos ve Tırhala livāları, Ankara, T.C. Başbakanlık, Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü, Osmanlı Arşivi Daire Başkanlığı, 2007.
Živković,
T., «On the baptism of the Serbs and Croats in the time of Basil I (867–886), Январь—Июнь, 1 (2013), σ. 33-53, <https://www.academia.
edu/7626431/ON_THE_ BAPTISM_OF_THE_SERBS_AND_CRΟATS_IN_THE_TIME_OF_BASIL_I_867_886>
(Τελευταία ενημέρωση, 31-8-2022)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου