Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής
περιφέρειας: Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2011, 648 σελίδες
(Περίληψη βάσει της οποίας έγινε η
γαλλική περίληψη το 2011
στο τέλος του παραπάνω βιβλίου μου)
Περιοριζόμαστε εδώ σε απλές μεθοδολογικές παρατηρήσεις
σχετικές με τον τρόπο σκέψης των ιστορικών που επιχειρούν να μελετήσουν κυρίως
το θεσμικό καθεστώς μιας ελληνικής περιοχής υπό βενετική κυριαρχία. Αναζητούν
τις πλέον πρόσφορες πηγές, πρωτογενείς και δευτερογενείς, επαναδιατυπώνουν
πιθανώς το αρχικό τους ερώτημα ανάλογα με τα εμπειρικά δεδομένα των πηγών και
καταλήγουν σε κάποια απάντηση. Αποτελεί, ωστόσο, κοινό τόπο ότι μπορεί να
αποφευχθεί μια ελλιπής απάντηση, αν αυτή αναζητηθεί και σε συναφή μελετήματα
που αφορούν άλλες περιοχές ή, πολύ περισσότερο αποτελεσματικά, αν εξεταστεί
πόσο ένας θεσμός αποτελεί στοιχείο της βενετικής ιστορίας. Οπότε η πιθανότητα
να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με την ακριβή και συνήθως εξελισσόμενη ή
τελείως διαφοροποιούμενη σημασία των όρων αυξάνει κατά πολύ. Είναι αυτονόητο
ότι κανείς ιστορικός δεν μπορεί να αρκείται στην πρώτη σημασία τους ή να αποδέχεται
άκριτα τις έμφορτες ενίοτε από ιδεολογικές σκοπιμότητες σημασίες των πρωτογενών
και δευτερογενών πηγών. Προς αυτή την κατεύθυνση, μάλιστα, αναπτύχθηκε τις τελευταίες
δεκαετίες ένας ιδιαίτερος κλάδος της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας, η ονομαζόμενη εννοιολογική ιστορία, από
μελετητές που αποτελούν τη σχετική με την εμπεριστατωμένη εξέταση των
ιστορικών εννοιών γερμανική σχολή.
Σ’ αυτό το βιβλίο σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από τον
βαθμό κατανόησης μιας σειράς εννοιών, όπως ordine, comune / comunità, repubblica, nobile, cittadino κλπ. Από την
παραποίηση των σημασιών ορισμένων όρων, που αφορούν τα νησιά του Ιονίου και τα
Κύθηρα στη διάρκεια των αιώνων της βενετικής κυριαρχίας, όπως, φυσικά, και
άλλους τόπους βενετικής κυριαρχίας, τα τοπικιστικά και άλλα στερεότυπα
εξακολουθούν να αναπαράγονται και να εμποδίζουν να αποκτηθεί διαυγής ιστορική
συνείδηση. Με τη διεύρυνση του μεθοδολογικού ορίζοντα, τόσο αυτονόητου και άλλο
τόσο απαραίτητου, με τη μελέτη του συστήματος των θεσμοθετημένων τάξεων (ordini) του βενετικού κράτους και, γενικότερα, των θεσμών, όπως
αυτοί διαμορφώθηκαν από τον 11ο αιώνα στις πόλεις-κράτη της βόρειας και
κεντρικής Ιταλίας και, ευρύτερα, της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης,
διευκολύνεται η κατανόηση των κατά τόπους ισχυόντων και μπορεί να μετριασθεί ή
και εξαλειφθεί το βάρος της τοπικιστικής μυθοπλασίας.
Εξαιτίας της ισχυρής τοπικιστικής μυθοπλασίας, οι
μελετητές της βενετικής ιστορίας δεν έχουν δώσει ως τώρα μια πλήρη εικόνα του
συστήματος των βενετικών θεσμοθετημένων τάξεων. Επί πέντε αιώνες στη Βενετία,
από το 1297 ως το 1797, ένας μικρός αριθμός Βενετών, μικρός σχετικά με το
σύνολο του πληθυσμού της πόλης, εξασφάλισε στο διηνεκές, για τους ίδιους και
τους απογόνους του, το πλήρες και αποκλειστικό προνόμιο της συμμετοχής στο μεγάλο
συμβούλιο (maggior consiglio) της πόλης, από το οποίο απέρρεαν όλοι οι άλλοι θεσμοί και
εξουσίες. Τα μέλη αυτού του συμβουλίου, άρρενες από το εικοστό πέμπτο, ή σε
μικρό αριθμό και από το εικοστό, έτος της ηλικίας τους, ως οι μόνοι
πραγματικοί πολίτες (cittadini), ως οι κυβερνώντες το κράτος, εξέλεγαν ομοίους τους και
εκλέγονταν από αυτούς σε όλα τα άλλα κυβερνητικά συμβούλια, όπως επίσης στα
διοικητικά και, ταυτόχρονα, δικαστικά αξιώματα των περιφερειών, ψήφιζαν τους
νόμους, αυτοπροσδιορίζονταν ως πρώτη θεσμοθετημένη τάξη και ως ευγενείς (nobili), απολάμβαναν διακεκριμένα οικονομικά
προνόμια και ήταν αυτοί που καθόριζαν τίτλους και προνόμια. Σε όλους τους
άλλους κατοίκους της πόλης και των υποταγμένων πόλεων αρνήθηκαν επίμονα να τους
δώσουν τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους στα κυβερνητικά όργανα του κράτους.
Εκχωρώντας τριών ειδών οικονομικά προνόμια σε κατοίκους της Βενετίας,
διαμόρφωσαν τρεις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες τσιταντίνων (cittadini).
Επιπλέον, σε μία από αυτές, στους cittadini originari, εκχώρησαν το
προνόμιο της ανέλιξης στις σημαντικές θέσεις της κρατικής γραφειοκρατίας.
Cittadini, επίσης,
ονομάστηκαν από τους κυβερνώντες το κράτος και τα μέλη των περιφερειακών
συμβουλίων σε κάθε έδρα βενετικής περιφερειακής διοίκησης. Αυτά τα συμβούλια
συστήθηκαν ή, εφόσον προϋπήρχαν, λειτούργησαν βάσει καταστατικών πράξεων (per statuta) που συνδιαμορφώθηκαν, πάντοτε σύμφωνα με τη λογική των
κυβερνώντων, από το κράτος (συνήθως από το ισχυρό συμβούλιο της γερουσίας, senato, που είχε αυτή
την αρμοδιότητα) και από τους εκπροσώπους του περιφερειακού κέντρου. Όλοι οι cittadini τόσο της κυρίαρχης πόλης, της
Βενετίας, όσο και των υποταγμένων περιφερειακών κέντρων αποτελούσαν τη δεύτερη
θεσμοθετημένη τάξη (secondo ordine) του κράτους. Τα περιφερειακά κέντρα,
όπου η έδρα των βενετικών αρχών, μπορούσαν να είναι πόλεις (città), σχεδόν πόλεις (terre) ή απλά καστέλια (castelli). Και η δεύτερη θεσμοθετημένη τάξη
ήταν ολιγάριθμη σε σχέση με την πολυάνθρωπη τρίτη θεσμοθετημένη τάξη, τον λαό,
τον popolo, της Βενετίας, των
περιφερειακών κέντρων και των χωριών στην ύπαιθρο (contado) κάθε περιφέρειας. Όσοι ανήκαν στη δεύτερη και τρίτη
θεσμοθετημένη τάξη (secondo e terzo ordine / ordine cittadino, ordine popolare) δεν είχαν κανένα δικαίωμα
συμμετοχής στη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων και στην εκλογή των κρατικών αξιωματούχων.
Οι μελετητές της βενετικής ιστορίας συνήθως αναφέρονται
στην ανάπτυξη των θεσμοθετημένων τάξεων στην πόλη της Βενετίας. Απ’ όσα
γνωρίζουμε, δεν υπάρχει μια πληρέστερη μελέτη που να αναφέρεται σε ποια από τις
τρεις θεσμοθετημένες τάξεις (ordini) ανήκαν όσοι μετείχαν στα συμβούλια των υποταγμένων πόλεων,
ιδιαίτερα της απέναντι από τη Βενετία στερεάς, της Terraferma. Αυτοί, όσο κι
αν ισχυρίζονταν και διακήρυσσαν σε όλους τους τόνους ότι ήταν nobili, για τους nobili veneti, τους κυβερνώντες το
κράτος, τους μόνους που απένεμαν τους τίτλους, δεν ήταν παρά απλοί cittadini. Ο τίτλος του cittadino ήταν τιμητικός σε περιφερειακό επίπεδο. Τα μέλη των περιφερειακών
συμβουλίων αποτελούσαν την τοπική αριστοκρατία (με την ευρεία έννοια του όρου),
αποφάσιζαν μαζί με τη βενετική διοίκηση για περιφερειακά αυτοδιοικητικού
χαρακτήρα θέματα, καταλάμβαναν επί θητεία καταστατικά προβλεπόμενες δημόσιες
θέσεις και, το κυριότερο, ξεχώριζαν από το μεγάλο πλήθος της τρίτης
θεσμοθετημένης τάξης / ordine popolare.
Όσοι ήταν nobili περιφερειακών βενετικών κέντρων πριν από τη βενετική
κατάκτηση, πρόβαλλαν τους τίτλους τους, χωρίς κανείς να τους εμποδίζει να τους
επικαλούνται. Αλλά και τα μέλη των τοπικών συμβουλίων που δεν είχαν προγονικούς
τίτλους ευγένειας δεν δίσταζαν να προβάλλονται ως nobili. Για τους nobili veneti, όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είχαν
κανένα νόημα. Οι τίτλοι στο βενετικό κράτος συνεπάγονταν ορισμένες
δικαιοδοσίες. nobili για τους κυβερνώντες το κράτος ήταν μόνο όσοι μετείχαν
στο maggior consiglio της Βενετίας. Ακόμη και οι nobili της Κύπρου, του προγενέστερου λουζινιανού καθεστώτος, στη
Λευκωσία, πρωτεύουσα του νησιού, αν και διατήρησαν κάποια επιπλέον προνόμια
εκλογής τους σε μια δύο αυτοδιοικητικής σημασίας θέσεις, αποτέλεσαν και αυτοί
μαζί με τους cittadini μέλη του
συμβουλίου της πόλης. Κατ’ εξαίρεση στην Κρήτη μετά την κατάκτησή της, μέρος
αυτών που στάλθηκαν από τη Βενετία τον 13ο αιώνα, επειδή προέρχονταν από
οικογένειες που αποτέλεσαν τους nobili veneti μετά το 1297, απέκτησαν και αυτοί τον
ίδιο τίτλο. Μετά την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς το 1669, όταν
επέστρεψαν στη Βενετία, αυτοδικαίως έγιναν δεκτοί στο maggior consiglio. Αντίθετα,
όσοι Βενετοί ή μη αποτέλεσαν στην Κρήτη μια δεύτερης σειράς ευγένεια, την nobiltà cretese, αποφασίστηκε να γίνονται δεκτοί στη Βενετία και στις
περιφερειακές πρωτεύουσες ως cittadini.
Παρά την ανυποχώρητη στάση όσων είχαν το δικαίωμα
συμμετοχής στο maggior consiglio της Βενετίας, οι τσιταντίνοι της
βενετικής περιφέρειας, αυτοί οι snob (<sine nobilitate), που επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται
περιφερειακά ως nobili και, παρόλο
που δεν διαρρήγνυαν τη σχέση τους με το κράτος, διεκδικούσαν τη δυνατότητα
κοινωνικής ανόδου και ανέλιξης σε αξιώματα ικανά να αυξήσουν την τιμή και την
υπόληψη των ίδιων και της οικογένειάς τους, ή να εξασφαλίσουν ακόμη και τη
συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση του κράτους.
Η Βενετία εκχωρούσε μόνο σε πολύ μικρό αριθμό από τους cittadini κάθε περιφέρειας τον τίτλο του conte για σοβαρές υπηρεσίες στο κράτος ή
κατά την εκχώρηση φέουδου και με την καταβολή, επιπλέον, ορισμένου ποσού
χρημάτων. Αλλά και ο τίτλος αυτός, παρόλο που ήταν τιμητικός, ήταν ένας τίτλος
ψιλός, αφού όποιος τον αποκτούσε εξακολουθούσε να ανήκει στη δεύτερη
θεσμοθετημένη τάξη και μετείχε ισότιμα στο συμβούλιο του τόπου του.
Με την ματαιόδοξη και αλαζονική τάση των τσιταντίνων της
βενετικής περιφέρειας να προβάλλονται ως nobili σχετίζεται και η επιμονή τους να ονομάζουν χρυσό βιβλίο / libro d’oro το βιβλίο το τηρούμενο από τις περιφερειακές
βενετικές αρχές ή/και από το ίδιο το τοπικό consiglio dei cittadini, το αποκαλούμενο επισήμως απλώς libro ή libro del consiglio. Libro καταχώρισης των γάμων και των γεννήσεων νόμιμων τέκνων,
από τους nobili veneti στη Βενετία ή τους cittadini στα διοικητικά κέντρα κάθε περιφέρειας καθιερώθηκε να
τηρείται, για έναν λόγο πρωτίστως που καθόλου δεν τιμούσε ούτε τους nobili ούτε τους cittadini, για να αποδεικνύεται ότι οι γιοι τους είχαν γεννηθεί από
νόμιμο γάμο με γυναίκα τιμημένης κοινωνικής θέσης (di onorata condizione). Αυτό το libro, από μυθοπλαστική τάση, παραστάθηκε ως χρυσό, ως βιβλίο το
οποίο αυτομάτως από τη στιγμή που αναγράφονταν σε αυτό τα δικά τους ονόματα
αποκτούσε υψηλή αξία, όπως ο χρυσός !
Τα νησιά του Ιονίου και τα Κύθηρα αποτέλεσαν, μετά την
κατάλυση του βενετικού κράτους το 1797 και μετά την πρόσκαιρη γαλλική κυριαρχία
από το 1797 ως το 1799, σχεδόν κυρίαρχο κράτος με το όνομα Επτάνησος Πολιτεία
(σύνταγμα του 1800) και, αργότερα, κράτος αγγλικό προτεκτοράτο, το ονομαζόμενο Ιόνιο
Κράτος (σύνταγμα του 1817). Με σειρά συνταγματικών διατάξεων, αρχικά του
προσωρινού συντάγματος του 1799 και κυρίως του συντάγματος του 1803, σε έναν
αριθμό κατοίκων του κράτους εκχωρήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα του πολίτη
και μαζί με αυτό ο τίτλος του nobile, τον οποίο τόσο πεισματικά είχε αρνηθεί στο παρελθόν η
Βενετία. Το αγγλικό σύνταγμα του 1817 αρκέστηκε να αποδεχθεί τις σχετικές
διατάξεις του συντάγματος του 1803. Η ονομαζόμενη από αυτό το σύνταγμα nobiltà costituzionale, που καταργήθηκε αμέσως μετά την ένωση των νησιών με την Ελλάδα
το 1864, περισσότερο κατοχύρωνε το δικαίωμα του πολίτη και δεν είχε τη λάμψη
της ευγένειας άλλων εποχών. Τώρα πλέον για την απόκτησή της δεν ήταν, όπως
άλλοτε προαπαιτούμενο η επί τρεις γενιές πολιτισμένη διαβίωση (tre gradi di civiltà) με κύριο χαρακτηριστικό την μη άσκηση χειρωνακτικού επαγγέλματος
(arte mecanica). O ενδιαφερόμενος, για να ανακηρυχθεί πολίτης και nobile, αρκούσε κάποια στιγμή να θέσει
υποψηφιότητα και να αποδείξει είτε ότι διαθέτει ορισμένο εισόδημα (προβλεπόμενο
από το σύνταγμα, από σχετική απόφαση της τοπικής διοίκησης [κάθε νησιού] ή από
τον εκλογικό νόμο) είτε πανεπιστημιακή μόρφωση. Προφανώς συνειδητά, ο συνταγματικός
νομοθέτης, για να απαλλάξει ή έστω να μετριάσει τις καυχησιολογίες των ευγενών,
το βιβλίο καταχώρισης των ονομάτων τους δεν το ονόμασε ούτε καν libro, αλλά registro (κατάστιχο), catalogo, elenco (σύνταγμα του 1803), lista (σύνταγμα του 1817). Παρ’ όλα αυτά, η χορήγηση τίτλου ευγένειας
σε έναν αριθμό κατοίκων είχε ως επακόλουθο να ενισχυθεί αβάσιμα η πεποίθηση ότι
και επί βενετικής κυριαρχίας τα μέλη των συμβουλίων σε κάθε νησί ήταν nobili.
Ένα άλλο θέμα που διεξοδικά αναπτύσσεται σε αυτό το
βιβλίο, είναι αν στα περιφερειακά κέντρα του βενετικού κράτους υπήρχαν αστικές
κοινότητες. Στη διεθνή βιβλιογραφία, μολονότι στις πηγές τα συμβούλια
τσιταντίνων σε αυτά τα κέντρα συνήθως αναφέρονται ως comunità (κοινότητα) ή ως consigli della comunità (συμβούλια της κοινότητας), δεν γίνεται ποτέ λόγος για ύπαρξη
αστικών κοινοτήτων. Αντίθετα αφιερώνονται μελέτες στις κοινότητες του χωριού,
που πράγματι υφίστανται (συχνά γι’ αυτές απαντά ο όρος comune (κοινότητα) τόσο στις πηγές όσο και στη
βιβλιογραφία). Στην ελληνική, ωστόσο, ιστοριογραφία, επειδή ο βενετικός όρος comunità αποδόθηκε κατά λέξη, ως κοινότητα,
γίνεται λόγος για αστικές κοινότητες, αν και στα περιφερειακά διοικητικά κέντρα
τα συμβούλια τσιταντίνων δεν αποτελούν θεσμό ισοδύναμο με κοινότητα. Και τούτο,
γιατί η διάκριση των κατοίκων κάθε περιφερειακού διοικητικού κέντρου σε cittadini και popolari, εμπόδισε να υπάρξουν κοινότητες πόλης, που να εκφράζουν το
σύνολο των κατοίκων τους, πολύ περισσότερο κοινότητες που να εκφράζουν όλο τον
πληθυσμό μιας περιφέρειας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πελοποννήσου,
στην οποία κατά την τριαντάχρονη βενετική κυριαρχία (1685-1715) συγκροτήθηκαν
δεκαέξι consigli di cittadini (συμβούλια τσιταντίνων). Καθώς οι
κάτοικοι αυτού του «regno» (βασιλείου) δεν
είχαν εμπειρίες διαίρεσης της κοινωνίας σε θεσμοθετημένες τάξεις (ordini), η θεσμοθέτησή τους υπήρξε βασική
αιτία δυσαρέσκειας και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.
Γιάννης Γιαννόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου