Σάββατο 8 Ιουνίου 2019


 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ.
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ[1]

 

Το βιβλίο του καθηγητή σκοπό έχει να διευκολύνει τον καθη­γητή που διδάσκει Ιστορία, να του προσφέρει γενική ενημέρωση για τις σύγχρονες τάσεις της ιστοριογραφίας και τους σκοπούς του μαθήματος της Ιστορίας και, ειδικότερα, να τον βοηθήσει σε ετή­σια και καθημερινή βάση να οργανώσει τις εκπαιδευτικές του συνα­ντήσεις (μαθήματα) στην τάξη και έξω από αυτή. Το σχετικό διδακτικό υλικό, πρώτα πρώτα, περιέχεται στο σχολικό εγχειρίδιο και στο βιβλίο του καθηγητή. Στο δεύτερο, επιπλέον, ο καθηγη­τής θα βρει και σύντομη επιλεγμένη βιβλιογραφία, ώστε μέσω των βιβλίων, που καλύπτουν χρονικά τη διδασκόμενη στην Γ΄ Γυμνα­σίου ιστορική ύλη, όπως επίσης των βιβλίων θεωρίας και των βιβλίων διδακτικής της ιστορίας, να μπορεί να εμπλουτιστεί η βιβλιοθήκη του σχολείου, καθηγητές και μαθητές να προσφεύ­γουν σ’ αυτή τη βιβλιογραφία και να αντλούν πρόσθετο διδακτικό υλικό. Επίσης, ένας αριθμός βιβλίων θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας, όπως και της εξεταζόμενης στην Γ΄ Γυμνασίου περιόδου, μπορεί από χρόνο σε χρόνο να εμπλουτίζει την προσωπική βιβλιο­θήκη του καθηγητή, προκειμένου με καλύτερη ενημέρωση να αισθάνε­ται ο ίδιος περισσότερο ανανεωμένος, σίγουρος και ελεύθε­ρος γι’ αυτό που επιχειρεί σε συνεργασία με τους μαθητές. Βι­βλία πέρα από αυτά της βιβλιοθήκης του σχολείου, ευχής έργο είναι να διαθέτουν και οι μαθητές. Αλλά σήμερα, οφείλουμε να το τονίσουμε και να επιμείνουμε σ’ αυτό, είναι πλέον δυνατή η αναζή­τηση διδακτικού υλικού, ολόκληρων βιβλίων και άρθρων, στο διαδίκτυο. Οι ‘‘Τεχνολογίες για πληροφόρηση και επικοινω­νία’’, γνωστές διεθνώς με το ακρωνύμιο TIC ή ICT (Technologies for information and communication / Information and communication technologies), προσφέρουν συνεχώς νέες δυνατότητες (βλ. σχετικά και στον πρόλογο αυτού του τόμου). Η έντυπη και ψηφιακά προσφερόμενη γνώση, που σήμερα είναι τεράστια, γεννά, ωστόσο, το σοβαρό πρόβλημα της επιλογής της επιστημονικά έγκυρης βιβλιογραφίας. Οι έννοιες της επιλογής και της εγκυρότητας δεν έχουν σχέση με οποιαδήποτε μορφή απαγόρευσης, αλλά με την ποιότητα. Στο σχολείο η διατύπωση απόψεων είναι ελεύθερη και επιθυμητή, όπως βέβαια και η άσκηση κριτικής στην ποιότητα της περιεχόμενης ιστορικής γνώσης.

Ακολουθούν σκέψεις, οι οποίες κρίναμε ότι είναι χρήσιμες να προ­ταχθούν στο Βιβλίο του Καθηγητή της Νεότερης και Σύγχρο­νης Ελληνικής Ιστορίας (Γ΄ Γυμνασίου).

 

Α΄. Γενικες αρχες του μαθηματος

Α.1. Οι σύγχρονες τάσεις της ιστοριογραφίας

Οι ιστορικοί, για να φέρουν σε πέρας το έργο τους, στηρίζονται στις πηγές (στις πρωτογενείς: γραπτές, υλικές, εικαστικές, οπτικοακουστικές και στις δευτερογενείς, στις μελέτες άλλων ιστορικών), τις οποίες αξιοποιούν κριτικά, καταφεύγοντας σε θεωρίες (οπτικές) και μεθόδους (εργαλεία). Για να είναι αποτελεσματικοί, όπως γίνεται σε κάθε γνωστικό τομέα, δέχονται ό,τι κατακτήθηκε στο παρελθόν, ας πούμε ως τον 19ο αιώνα, και ενσωματώνουν στον τρόπο με τον οποίο ερευνούν και σκέφτονται, κριτικά και δημιουργικά, ό,τι νέο προέκυψε στη σύγχρονη εποχή (στον 20ό και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα). Στη σύγχρονη εποχή με πολύ μεγαλύτερη ωριμότητα αντιμετωπίστηκε η ιστοριογραφία κυρίως λόγω της σχέσης που ανέπτυξε με τις άλλες επιστήμες του ανθρώπου και της συγγραφής νέων θεωρητικών έργων ιστορίας από ανθρώπους του επαγγέλματος.

Από τον 16ο αιώνα, κυρίως, ως το 19ο, σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στις μεθόδους, με την ανάπτυξη των (βοηθητικών) επιστημών της ιστορίας: Η παλαιογραφία (απόκτηση της ικανότητας για ακριβή ανάγνωση και μεταγραφή των γραπτών πηγών), η λεξικογραφία (κυρίως με την αποθησαύριση σημασιών λέξεων που δεν είναι σε χρήση), η διπλωματική (εξέταση αν ένα έγγραφο, π.χ. ένας τίτλος ιδιοκτησίας, είναι πλαστό ή γνήσιο), η χρονολογία (μεταφορά στο δικό μας χρονολογικό σύστημα χρονολογικών αναφορών προερχόμενων από άλλα χρονολογικά συστήματα) κτλ. επέτρεψαν την ακριβή ανάγνωση και καλύτερη κατανόηση των λεγομένων σε κάθε πηγή και, επομένως, την συγκέντρωση πρωτογενούς ιστορικού υλικού απαλλαγμένου από λάθη και ανακρίβειες. Τον 19ο αιώνα η θετικιστική ιστορική σχολή, αυτή που θεωρεί ως θετικό ό,τι είναι ακριβές, έδωσε έμφαση στο αίτημα για πιστή μεταφορά από τον ιστορικό του περιεχομένου των πρωτογενών πηγών στο υπό συγκρότηση μελέτημά του και αναγνώρισε, πέρα από τις αφηγηματικές πηγές, τη σημασία, για πρώτη φορά, των αρχειακών πηγών (των κρατικών και ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται σε οργανωμένα δημόσια ή ιδιωτικά αρχεία και, με ειδικότερη σημασία, σε φακέλους φύλαξης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατακτήθηκαν, σε γενικές γραμμές, βασικιές μέθοδοι. Εξακολούθησε, ωστόσο, μια κυρίαρχη, ως τότε, αντίληψη (θεωρία), ότι η ιστορία είναι κυρίως πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική και ότι η ιστορία είναι το αποτέλεσμα της δράσης των δρώντων προσώπων και ιδιαίτερα των πρωταγωνιστών, πολιτικών, διπλωματών και στρατηγών, άποψη μόνο εν μέρει ορθή, επειδή υπεισέρχονται και άλλοι πολύ σοβαροί παράγοντες που καθιστούν δυνατή ή όχι τη δράση των δρώντων προσώπων.

Για να δείξουμε ότι το αποτέλεσμα της ιστορικής δράσης είναι πολυπαραγοντικό, θα φέρουμε δύο παραδείγματα: α) Το πολύτομο Αρχείον Ύδρας περιέχει ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων με το παραπάνω κριτήριο. Δεν περιέχονται έγγραφα, ωστόσο, από τα οποία να φαίνεται η ανάπτυξη των μεγάλων ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του νησιού που κατέστησαν δυνατή τη μεγάλη δράση των Υδραίων κατά την Επανάσταση, β) Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την ενότητα Ο μεταπολεμικός κόσμος. Η ανάδειξη των ΗΠΑ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ περισσότερο από το Β΄, σε παγκόσμια υπερδύναμη ασφαλώς οφείλεται και στη δράση των πολιτικών και στρατηγών της. Κύριοι, ωστόσο, παράγοντες είναι το μέγεθος της χώρας, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της, το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα που δίνει προτεραιότητα στην τεχνοοικονομική ανάπτυξη και το ότι δεν έπαθε καταστροφές, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, της μεγάλης της απόστασης από τα πεδία διεξαγωγής των δύο παγκόσμιων πολέμων. Αντίθετα, μερικές από τις χώρες της Ευρώπης, κέντρο του κόσμου από τον 15ο αιώνα ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), εξαιτίας των τρομερών ανθρώπινων απωλειών και των ανυπολόγιστων καταστροφών, δεν είχαν πλέον τη δύναμη να ασκήσουν ηγεμονική πολιτική. Πάντοτε στην ιστορία η πολιτική ικανότητα και η ευψυχία στα πεδία των μαχών αποτελούν ιστορικούς παράγοντες. Όπως στα παραπάνω παραδείγματα, όμως, δεν είναι οι μόνοι. Επομένως, ακόμη και η κατανόηση της πολιτικής ιστορίας απαιτεί τη γνώση όλων των παραγόντων (του γεωγραφικού, γεωπολιτικού, οικονομικού κτλ.).

Τον 20ό αιώνα, για να το πούμε και πάλι σχηματικά, και χωρίς να παραγνωρίζεται αυτό που κατανόησε η παλαιότερη ιστοριογραφία, έγινε στροφή στο σύνολο των όψεων που παρουσιάζει ένα μικρότερο, μεγαλύτερο ή ευρύτατο κοινωνικό σύνολο σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η ιστοριογραφία, γενική και σχολική, που εξετάζει όλες αυτές τις όψεις, τη γεωγραφική, τεχνολογική και οικονομική, κοινωνική και δημογραφική, πολιτική και πολιτισμική ονομάζεται συνολική ιστορία και, καθώς προσπαθεί να περιγράψει κάθε όψη χωριστά, γίνεται αντιληπτό, όπως στα παραπάνω παραδείγματά μας, ότι αυτό που προκύπτει είναι το αποτέλεσμα της σχέσης των μερών (των επιμέρους όψεων) μεταξύ τους και προς το όλο. Κάθε μέρος επηρεάζει το άλλο μέρος και όλα μαζί συντελούν στη διαμόρφωση του όλου, το οποίο και αυτό επηρεάζει τη διαμόρφωση του κάθε μέρους χωριστά. Τις σχέσεις αυτές αλληλεξάρτησης επιχειρεί να τις προσδιορίσει κάθε θεωρία, ειδικότερα η μαρξιστική, η οποία διακρίνει πέντε τρόπους παραγωγής, πέντε δηλαδή διαφορετικούς τρόπους δόμησης κοινωνιών σε τόπο και χρόνο. Τη σχέση, ωστόσο, των μερών μεταξύ τους και με το όλο δεν την προκαθορίζει απόλυτα η θεωρία, είναι ο ιστορικός εκείνος που καλείται, σε κάθε περίπτωση, να την εντοπίσει. Αυτή η θεωρία (οπτική) ιστορίας είναι η περισσότερο αποδεκτή σήμερα. Γι’ αυτό και η σχολική ιστορία, πολιτική και πολιτισμική παλαιότερα (ως δύο ασύνδετες παράλληλες εκφάνσεις της ιστορίας), τείνει σήμερα, με την εξέταση όλων των όψεων του ιστορικού πεδίου, να γίνεται συνολική.

Με τη συνολική ιστορία έχουν σχέση και οι έννοιες μακρός, μέσος και σύντομος χρόνος, για να κατανοηθεί ότι καταστάσεις που δεν μεταβάλλονται εύκολα για μακρές ιστορικές περιόδους, οι δομές, είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριστικές, παρά τις πιέσεις που ασκούν οι συγκυρίες, τα διαδοχικά φαινόμενα ανάπτυξης και ύφεσης μέσης διάρκειας (μερικών ετών) και τα γεγονότα που συνιστούν τον σύντομο χρόνο. Μερικά γεγονότα μάλιστα μπορεί να είναι καθοριστικά (π.χ. η κατάκτηση ή απελευθέρωση ενός λαού) και ως τέτοια δεν πρέπει να παραγνωρίζονται. Κι αυτά, όμως, προέκυψαν σε σχέση με τις δομές και τις συγκυρίες.

Από τη στιγμή που η ιστοριογραφία προσπάθησε να γίνει συνολική, για να εμβαθύνει στις πρωτογενείς πηγές, ανέπτυξε σχέσεις με τις άλλες επιστήμες του ανθρώπου, τη γεωγραφία, την τεχνολογία, την κοινωνιολογία, τη δημογραφία, τη στατιστική, την πολιτική επιστήμη, την ψυχολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη γλωσσολογία ή και με άλλες συμπράττουσες επιστήμες, όπως τα μαθηματικά, και, έκτοτε, είναι το κατεξοχήν πολυγραμματικό / διεπιστημονικό σύστημα συσχετισμένων γνώσεων. Κατά συνέπεια, μπορεί να εκπληρώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό το αίτημα του σύγχρονου σχολείου για διαθεματικές προσεγγίσεις.

Το αρχαιότατο και σεβάσμιο γνωστικό αντικείμενο, η ιστοριογραφία, υπήρξε τέκνο της Κλειώς, της μούσας της ιστορίας, αυτής που δοξάζει, εγκωμιάζει (Κλειώ < κλέος). Το ιστορικό κείμενο, επομένως, άλλο τόσο οι γραπτές, εικαστικές κ.ά. πρωτογενείς πηγές, μπορεί να υπηρετεί καταστάσεις ή, φαινομενικά λιγότερο εξαρτημένα, να είναι διαμεσολαβημένο από συναισθηματικές και ιδεολογικές φορτίσεις (συν(υπο)δηλώσεις, κατά μετάφραση του αγγλικού και γαλλικού connotations). Η κριτική ικανότητα του ιστορικού να τις επισημαίνει και να παράγει ιστορικό έργο, απαλλαγμένο κατά το δυνατόν από αυτές τις συν(υπο)δηλώσεις (κατά το δυνατόν, γιατί κάθε ιστορικός είναι μέσα στην ιστορία), αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ιστοριογραφίας. Αν ένας ιστορικός δεν αποφύγει να απαλλάξει το μελέτημά του από αυτές τις φορτίσεις, θα το επισημάνουν, αργά ή γρήγορα, πρόθυμα οι ομότεχνοί του.

Επειδή, ωστόσο, α) νέες πρωτογενείς πηγές έρχονται στο φως, β) οι θεωρίες και οι μέθοδοι, όπως σε κάθε τομέα της γνώσης, μπορούν να προάγονται ή απλώς να μεταβάλλονται υπό το βάρος της πολιτικής και πολιτισμικής συγκυρίας, οριστική ιστορία δεν υπάρχει. Υπάρχει η ιστοριογραφία που είναι σε θέση να δώσουν σε κάθε εποχή οι κοινωνίες που την παράγουν κυρίως μέσω των ιστορικών και, σ’ έναν βαθμό τουλάχιστον, μέσω των δυνατοτήτων που τους προσφέρονται. Σήμερα, ωστόσο, πέρα από την ιστοριογραφία που εξακολουθεί να υπηρετεί σκοπιμότητες, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ιστορικών μελετών σε παγκόσμια κλίμακα, χάρη στην πολυμορφία των κριτηρίων και των καταστάσεων, έχει κερδίσει το σεβασμό των ίδιων των ιστορικών και ως ένα σημείο του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού[2].

Μπορούμε να κλείσουμε με τις εξής παρατηρήσεις για τη γλώσσα της ιστορίας και τις ποσοτικές μετρήσεις:

Αν και η γλώσσα της ιστοριογραφίας φαινομενικά δεν διαφέρει από την καθημερινή, στην πραγματικότητα είναι μια ειδική γλώσσα που προσπαθεί να περιγράφει με ακρίβεια καταστάσεις και να δίνει λογικές εξηγήσεις. Με την ίδια πρόθεση, αποδίδει μεγάλη σημασία στη χρήση ιστορικών όρων, για να δηλώσει συνοπτικά, με μια λέξη ή ένα ονοματικό σύνολο, ομοειδή φαινόμενα. Την ανάγκη μιας ακριβούς ορολογίας στην ιστορία είχε επισημάνει και ο Marc Bloch στο γνωστό θεωρητικό δοκίμιό του Apologie pour lhistoire ou métier dhistorien, το οποίο έγραψε το 1940-1941. Μεταξύ άλλων, γράφει και τα εξής (σε αρκετά ελεύθερη απόδοση)[3]: Με ποιο δικαίωμα αρνούμαστε τις ευκολίες της γλώσσας, απαραίτητες σε κάθε ορθολογική γνώση. […] Με το κατάλληλο όνομα, ομαδοποιούμε στοιχεία, όσο θέλουμε συγκεκριμένα, που έχουν ομοιότητα και από μόνα τους συνιστούν μια πραγματικότητα. Το όνομα αυτή την ομοιότητα των στοιχείων επιδιώκει να νομιμοποιήσει. Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από την ευκολία με την οποία χρησιμοποιούνται. Το σύμβολο [ο όρος], που επιλέγεται για να συμβάλει στην ανάλυση, αν επιλεγεί λαθεμένα ή εφαρμοστεί μηχανιστικά, τελικά αρνείται την ανάλυση και υποθάλπει τον αναχρονισμό, την πιο ασυγχώρητη από όλες τις αμαρτίες μιας επιστήμης του χρόνου.

Στα παραπάνω, μπορούμε να προσθέσουμε και τα εξής, τα οποία αποτελούν πλέον κοινούς τόπους της ιστορικής μεθοδολογίας. Αντίθετα από την παραδοσιακή αφηγηματική, η σύγχρονη ιστοριογραφία οφείλει να «επισκέπτεται» και να προσπαθεί να καθορίζει τη σημασία ακόμη και λέξεων, που φαινομενικά είναι λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου, όπως, π. χ., η λέξη πόλη. Καμιά πόλη, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, δεν είναι ίδια με τις άλλες. Όλες, ωστόσο, ή σε ομάδες έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Με την καταγραφή τους, με την καλύτερη κατανόηση της σημασίας τους, ύστερα από σύγκριση των χαρακτηριστικών τους γίνεται λόγος, με τρόπο θεμιτά αφαιρετικό / γενικευτικό, για αρχαία ελληνική, ρωμαϊκή, μεσαιωνική και νεότερη ευρωπαϊκή, μουσουλμανική, βαλκανική, νεοελληνική πόλη ή για αγροτική, βιομηχανική κτλ., και χάρη σε αυτές τις ταξινομήσεις με την επισήμανση των διαφορών και τον προσδιορισμό του προέχοντος στοιχείου, συνάγονται ενδιαφέροντα ιστορικά συμπεράσματα. Τέλος, η σύγχρονη ιστοριογραφία καταφεύγει όχι μόνο σε ποιοτικές εκφράσεις, όπως κάποιες παραπάνω (των τρομερών ανθρώπινων απωλειών και των ανυπολόγιστων καταστροφών), που ενδεχομένως ανταποκρίνονται στα πράγματα, με γενικό, ωστόσο, και αόριστο τρόπο, αλλά και σε ποσοτικές μετρήσεις. Η μελέτη των ποσοτικών / αριθμητικών δεδομένων (ποσοτική ιστορία) επιτρέπει να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα μεγέθη και να φωτιστούν πτυχές. Π.χ., από τη σχέση ανάμεσα στις τιμές βασικών αγαθών διατροφής και τους μισθούς, γίνεται αντιληπτό αν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, βελτιώνεται ή χειροτερεύει το βιοτικό επίπεδο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και αν η μεγάλη απώλεια εισοδήματος, μπορεί να είναι η αιτία κοινωνικής αναταραχής ή να συνυπολογιστεί ως μια από τις αιτίες ακόμη και μιας επαναστατικής ενέργειας.

 

Α.2. Σκοποί του μαθήματος της ιστορίας

Συνήθως ως σκοποί τίθενται:

α) Η ανάπτυξη ιστορικής σκέψης και κριτικής ιστορικής σκέψης. Ο σκοπός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί αν συνεχώς και συστηματικά, στο επίπεδο της εξατομικευμένης αντιληπτικότητας των μαθητών, τους εξοικειώνουμε με τις θεωρίες και μεθόδους των ιστορικών.

β) Η ανάπτυξη ιστορικής συνείδησης. Αυτός ο σκοπός θα μπορούσε να διατυπωθεί πιο αναλυτικά ως εξής: Η ανάπτυξη οικολογικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής κ.ά. συνείδησης. Επειδή, όμως, αυτή τη συνείδηση την αποκτούμε μέσα από την ιστορία, συγκρίνοντας παροντικές με παρελθοντικές καταστάσεις ή συγχρονικές παρελθοντικές, την ονομάζουμε ιστορική συνείδηση. Με τη μελέτη του παρελθόντος, κατανοώντας την ατομική, οικογενειακή, τοπική, εθνική, παγκόσμια κατάσταση, εξηγούμε, όσο γίνεται καλύτερα, το παρόν και, ανάλογα με τον βαθμό συνειδητοποίησης και τις δυνατότητες του παρόντος, σχεδιάζουμε το μέλλον. Όσο περισσότερο αναπτύσσουμε την ιστορική συνείδηση τόσο γινόμαστε ενεργοί πολίτες, γιατί έχουμε κατανοήσει ότι τίποτε στο παρελθόν δεν κατακτήθηκε χωρίς αγώνες. Οφείλουμε, ωστόσο, να δρούμε με περίσκεψη, γιατί, από έλλειψη ιστορικής γνώσης και συνείδησης, μπορεί να οδηγούμε τα πράγματα ακόμη και σε καταστροφές.

γ) Η ενίσχυση της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα είναι ένας άνθρωπος χωρίς «σκιά», χωρίς έρμα, χωρίς δύναμη αντίστασης στις δυνάμεις που σκοπό έχουν να τον αλλοτριώσουν και να τον καταστήσουν υποχείριό τους. Όσο, όμως, αυτό είναι αναγκαίο, άλλο τόσο σπουδαίο είναι η πολιτισμική μας ταυτότητα να μην γίνεται έρμα (αρνητικό φορτίο) που δε μας αφήνει να προχωρήσουμε. Ηγεμονικές κοινωνικές ομάδες / τάξεις και ολόκληρες κοινωνίες, που τελούν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των πρώτων έμειναν πίσω, με συνέπεια να χάσουν το δυναμισμό τους ή και να υποστούν τις συνέπειες, επειδή πρόβαλαν αντίσταση στη μεταβολή.

δ) Η κατανόηση και ο σεβασμός των διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων. Η αρνητική εμπειρία από την έλλειψη κατανόησης απέναντι στο διαφορετικό είναι μεγάλη (αποκλεισμοί, θρησκευτικοί πόλεμοι, αντισημιτισμός κτλ.). Τη δική μας, π.χ., ξενοφοβία μπορούμε να την κατανοήσουμε αν μελετήσουμε πώς αυτή εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ, στις αρχές του 20ού αιώνα, εις βάρος ελλήνων μεταναστών στη χώρα αυτή. Με βάση τις εμπειρίες από το παρελθόν και τον σεβασμό του διαφορετικού, μπορούμε να εξηγήσουμε τις παρενέργειες που προκύπτουν από την ύπαρξη διαφορετικών ταυτοτήτων σε τοπική και υπερτοπική κλίμακα και να τις αντιμετωπίσουμε με ανθρωπισμό. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι μια χώρα εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας και του σεβασμού του άλλου, του διαφορετικού, αφήνει να δημιουργούνται ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

 

Β΄. Γενικες προτασεις αξιοποιησης

του διδακτικου υλικου

Αν, όντως, δεχόμαστε ότι σκοποί του μαθήματος της Ιστορίας είναι οι παραπάνω, για την εκπλήρωση των οποίων απαραίτητη είναι η εξοικείωση με τις θεωρίες και μεθόδους που χρησιμοποιεί ο ιστορικός, οφείλουμε να σκεφτούμε κυρίως δύο πράγματα: α) πού θα βρούμε αυτό το διδακτικό υλικό και β) πώς θα το διαχειριστούμε, στο στάδιο της επεξεργασίας, στην τάξη, πόσο χρόνο θα αφιερώσουμε στην αφήγηση, όπως επίσης πόσο χρόνο θα διαθέσουμε στην κριτική επεξεργασία πρωτογενών και δευτερογενών πηγών.

Ως κατάλληλο διδακτικό υλικό αρχικά θεωρούμε κυρίως αυτό που περιέχεται στο διδακτικό εγχειρίδιο και στο βιβλίο του καθηγητή. Σημασία αποδίδουμε, πέρα από το αφηγηματικό μέρος, α) στο υλικό εκείνο που παρουσιάζει θεωρίες και μεθόδους, με τον κατάλληλο τρόπο και στην κατάλληλη στιγμή, β) στις πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, τόσο αυτές που στηρίζουν το αφηγηματικό μέρος όσο και τις αντιφερόμενες (κυρίως αυτές), ώστε με την κριτική τους προσέγγιση να αποκαλύπτονται οι συναισθηματικές και ιδεολογικές φορτίσεις και να εξάγονται συμπεράσματα. Με αυτή τη λογική, διδάσκοντες και διδασκόμενοι οφείλουν να προσκομίζουν ελεύθερα πρόσθετο διδακτικό υλικό προστρέχοντας στη βιβλιογραφία ή σε πρόσωπα του περιβάλλοντός τους που μπορούν να μεταφέρουν μερικές φορές χρήσιμες πληροφορίες, εμπειρίες και βιώματα.

Στο στάδιο της παρουσίασης του νέου, μετά την εξέταση, την οποία προσδιορίζουμε ενδεικτικά ως τα 7/45 του 45λεπτου διδακτικού χρόνου, τα υπόλοιπα 38/45 τα κατανέμουμε ως εξής:

α) 5/45, ενδεικτικά πάντοτε, στην αφήγηση, δίνοντας τη δυνατότητα στο διδάσκοντα να παρουσιάσει την νέα διδακτική ενότητα και τα προβλήματα ερμηνείας,

β) 30/45, ή περίπου, για την προσέγγιση πηγών, ιστορικών όρων και συναφών θεωρητικών και μεθοδολογικών προβλημάτων.

γ) Στο τελευταίο 1/45 του διδακτικού χρόνου δίνονται ασκήσεις για το σπίτι, οι οποίες έχουν προσεκτικά διατυπωθεί από πριν, ώστε να αποτελούν πολύ ευχάριστη δημιουργική εργασία την οποία είναι σε θέση οι μαθητές, επειδή έχουν ήδη ασκηθεί, να φέρουν εις πέρας με τις δικές τους δυνάμεις σε σύντομο χρόνο. Την τελευταία στιγμή μπορεί να προστεθεί / τροποποιηθεί κάτι, το οποίο προέκυψε στη διάρκεια του μαθήματος στην τάξη, εκεί όπου αναφύονται τα πραγματικά προβλήματα, τα τόσο διαφορετικά από τα σχέδια επί χάρτου.

 

Γ΄. Γενικες αρχες για την αξιολογηση

στο μαθημα της Ιστοριας

Από το τελευταίο 1/45 (!) εξαρτάται το παν. Αλλά πριν ασχοληθούμε μ’ αυτό που επιλέγουμε να αξιολογούμε, ας εξετάσουμε κάτι που συχνά επισημαίνεται: μιλάτε για θεωρίες, μεθόδους, ιστορικές έννοιες και κριτικές προσεγγίσεις πηγών, ενώ τα παιδιά τελειώνουν το σχολείο και δεν ξέρουν ποιος ήταν ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης… Όσο κι αν με την παρατήρηση αυτή δίνεται μια μάχη οπισθοφυλακής, οφείλουμε να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη, επειδή μερικές βασικές γνώσεις θα έπρεπε έχουν εμπεδωθεί με κατάλληλες ασκήσεις, για να μη συγχέονται, μεταξύ άλλων, πρόσωπα ή γεγονότα ακόμη και μακρινών ιστορικών περιόδων. Παρόλο που η Μνημοσύνη, μητέρα των μουσών, είχε ξεχωριστή θέση στην εποχή πριν από την εφεύρεση της γραφής και σήμερα μπορούμε να προσφεύγουμε στα βιβλία, για να αντλήσουμε μια πληροφορία, ο μαθητής, όταν τελειώνει το σχολείο, είναι χρήσιμο να έχει συγκρατήσει έναν ελάχιστο αριθμό γνώσεων, που να δίνουν μια πανοραμική εικόνα μιας εποχής. Αν κρίνουμε από αυτό που γίνεται στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, όταν ζητάμε πιεστικά από τους υποψήφιους να απομνημονεύσουν τα πάντα. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να χάνονται όλα.

Θα αναφερθούμε σε ένα παράδειγμα, που συνθέτει την εικόνα μιας εποχής ιδιαίτερης σημασίας:

 

Δ΄. ΒΑΣΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 1830-2001

- Περίοδοι του Ελληνικού Κράτους.

- Σύνορα του Ελληνικού Κράτους.

- Συντάγματα.

- Πρωθυπουργοί μακράς θητείας.

- Πληθυσμός της Ελλάδας (αναφορά σε 5-6 απογραφές).

- Όργανα άροσης.

- Ύψος παραγωγής σιταριού ανά στρέμμα.

- Η εξέλιξη των εμπορικών πλοίων.

- Μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού, σύγκριση με άλλων χωρών.

- Το μέγεθος της ελληνικής βιομηχανίας.

- Το μέγεθος της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.

- Ποσοστά εγγράμματων ανδρών-γυναικών.

- Η ίδρυση των ελληνικών πανεπιστημίων.

- Η ηλεκτρική ενέργεια.

- Η επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και του κράτους.

- Ποιητές, πεζογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοσυνθέτες, σκηνοθέτες θεάτρου και κινηματογράφου κ.ά. κατά περιόδους, 2-3 ονόματα σε κάθε εποχή.

-Τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα του μεταπολεμικού κόσμου.

-Η 25 Μαρτίου, η 28 Οκτωβρίου, η 17 Νοεμβρίου.

Για να εδραιωθούν, οι παραπάνω γνώσεις, μπορούν να ανακαλούνται στη μνήμη κάθε τόσο ευκαιριακά και να ζητούνται στοχευμένα περισσότερες της μιας φορές.

 

Ε΄. ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Μετά την επεξεργασίας του νέου, στο τέλος ωριαίας εκπαιδευτικής συνάντησης, δίνονται για το σπίτι ασκήσεις ως εξής:

α) Ασκήσεις χρόνου

Οι ασκήσεις που έχουν σχέση με τον χρόνο μπορούν να είναι, διαδοχής, απλής ή αιτιακής ακολουθίας, σύγκρισης σύγχρονων γεγονότων με γεγονότα άλλων τόπων, επισήμανσης και απόδοσης σημασίας σε φαινόμενα μακράς, μέσης και σύντομης διάρκειας, κατανόησης των κριτηρίων βάσει των οποίων γίνεται η περιοδολόγηση, κατανόησης του χρονολογικού μας συστήματος, ειδικότερα στην Γ΄ Γυμνασίου του ιουλιανού και γρηγοριανού ημερολογίου, και σε γενικές γραμμές, του οθωμανικού και βενετικού χρονολογικού συστήματος.

β) Ασκήσεις σε σχήμα άστρου. Μπορούν να δίνονται κάθε τόσο, ώστε οι μαθητές να συνθέτουν τον δικό τους σύντομο γραπτό ιστορικό λόγο και να καλούνται, καμιά φορά, τα πρώτα λεπτά της ωριαίας εκπαιδευτικής συνάντησης, να τον διαβάζουν ή να τον αναπαράγουν προφορικά.

γ) Ασκήσεις διαμόρφωσης ιστορικής σκέψης. Ταξινόμησης / καταγραφής σε στήλες προσώπων κατά ιδιότητα, εργαλείων με κριτήριο, π.χ. παραδοσιακά-νεωτερικά, ιεράρχησης συλλογικών προσώπων με συγκεκριμένο κριτήριο, π.χ. μόρφωση, κοινωνική τάξη, θέση στο πολιτικό σύστημα, θέση στην παραγωγή, εξήγησης του μέρους από την επίδραση άλλου μέρους (καλός καιρός-καλή συγκομιδή) ή του μέρους από την επίδραση ενός όλου (του έργου Ελληνική Νομαρχία σε σχέση με το κίνημα του διαφωτισμού), απόδοσης σημασίας με καθορισμό κριτηρίου (καθιέρωσης της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας).

δ) Ασκήσεις εμπειρικής προσέγγισης ιστορικών εννοιών. Αναγραφής χαρακτηριστικών (π.χ., πόλεων του 19ου αιώνα με κριτήρια το μέγεθος του πληθυσμού, το πολεοδομικό σχέδιο, το κέντρο της πόλης και τους συμβολισμούς του, τις κοινωνικές ομάδες κατά συνοικίες, τη μορφή των σπιτιών και των δρόμων, τα πολιτισμικά στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος, τις ασχολίες των κατοίκων, τις διοικητικές υπηρεσίες και τις οικονομικές δραστηριότητες, τη σχέση με την ύπαιθρο, με άλλες πόλεις και με την πρωτεύουσα του κράτους). Διάκρισης ιστορικών όρων (π. χ. εξέγερσης, επανάστασης, στρατιωτικού κινήματος, στρατιωτικού πραξικοπήματος). Επισήμανσης όρων με αξιολογικό / ιδεολογικό φορτίο που, συνειδητά ή μη, προβάλλουν / εξυψώνουν ή μειώνουν / απαξιώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες κτλ. (π.χ., υπανάπτυκτοι, ανώτερη, κατώτερη κοινωνική τάξη).

ε) Ασκήσεις κριτικής προσέγγισης πρωτογενών και δευτερογενών γραπτών πηγών. Λεκτικής κατανόησης, της ιστορικής σημασίας του λεγομένου, της οπτικής του συντάκτη μιας πηγής, της αγκίστρωσής του στο ξεπερασμένο ή της ικανότητάς του να αντιλαμβάνεται τη σημασία του νέου, επισήμανσης των συναισθηματικών και ιδεολογικών φορτίσεων.

 στ) Ασκήσεις απόδοσης σημασίας στις υλικές πηγές (π.χ., διακρίβωση του τρόπου παραγωγής, προορισμού, χρήσης, παραγόμενου αποτελέσματος).

ζ) Ασκήσεις προσέγγισης εικαστικού έργου (ένταξης σε συγκεκριμένο αισθητικό ρεύμα ή σχολή, εντοπισμού του προσωπικού στοιχείου, ερμηνείας των συμβόλων που εικονίζονται, επισήμανσης των συναισθηματικών φορτίσεων και ιδεολογικών αντιλήψεων (π.χ. στον πίνακα του Νικόλαου Γύζη Ιστορία).

Πολλά από τα παραπάνω φαίνονται, και είναι, πολύ δύσκολα. Με το κατάλληλο σχολικό βιβλίο, το βιβλίο του καθηγητή, και την επεξεργασία στην τάξη του διδακτικού υλικού απλά, ανάλογα και των ασκήσεων για το σπίτι τίποτε δεν είναι ανέφικτο. Αρκεί οι μαθητές κάθε φορά να έχουν αποκτήσει και μια ακόμη ικανότητα να κατανοούν, να διακρίνουν, να κατατάσσουν κτλ. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι λαμπρό, οι ικανότητες και δεξιότητες δεν αποκτιούνται διαμιάς. ‘‘Λαμπρό’’ προβάλλει το αποτέλεσμα της αποστήθισης. Αν δεχτούμε ότι το κείμενο του εγχειριδίου είναι άριστο, δίνεται η εντύπωση ότι με την προφορική ή γραπτή πιστή αναπαραγωγή του οδηγούμαστε στην τέλεια γνώση. Πόσο, όμως, αυτό είναι αληθινό; Αν δεχτούμε ότι τα προς απομνημόνευση από την ιστορία του νεοελληνικού κράτους, 1830-2001, δεν ξεπερνούν τις δύο σελίδες, όλα τα άλλα στην τάξη ή στο σπίτι δεν απαιτούν απομνημόνευση. Πολλά θα συγκρατηθούν, χωρίς να είναι αυτό το πρώτο μέλημά μας, αφού άλλους σκοπούς θέτουμε όταν σχεδιάζουμε το μάθημα. Για να τους υπηρετήσουμε, αφιερώνουμε τον μέγιστο του διαθέσιμου χρόνου τόσο κατά την προετοιμασία μας όσο και στην τάξη και με το πέρας της ωριαίας εκπαιδευτικής συνάντησης δίνουμε συγκεκριμένη εργασία για το σπίτι, η οποία δεν είναι μόνο προς εμπέδωση αυτών των τόσο βασικών γνώσεων που αξίζει να τις έχουμε πρόχειρες στη μνήμη μας. Αρκεί να μη ζητείται από τους μαθητές να απαντήσουν στην τάξη ή στο σπίτι σε ό,τι δεν έχει από πριν κατακτηθεί ως τρόπος σκέψης και επίλυσης προβλημάτων. Διατρέχοντας την προβλεπόμενη σε κάθε τάξη διδακτέα ιστορική ύλη, είναι προτιμότερο οι μαθητές να μάθουν να σκέφτονται και να επιλύουν ορισμένα μόνο προβλήματα, χωρίς να προσφεύγουν στη βοήθεια μεγαλυτέρων, και να συγκρατούν μόνο μερικές βασικές γνώσεις, παρά να εγείρονται υπερβολικές απαιτήσεις, που οδηγούν στην αποτυχία και τορπιλίζουν τις νέες μεθόδους ως ακατάλληλες για μαθητές. Το σχολείο οφείλει, με τον πιο απλό και ήρεμο τρόπο, να προσφέρει τη χαρά της γνώσης σε όλους, χωρίς να προκαλεί την ανησυχία και την απογοήτευση σε μαθητές και γονείς, χωρίς αποκλεισμούς.




   [1] Με την ευκαιρία της υποβολής προς κρίση, από επιτροπή, δείγματος για τη συγγραφή δύο εγχειριδίων ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου, το ένα για τον μαθητή και το άλλο για τον καθηγητή, το δοκίμιο είχε συνταχθεί για να αποτελέσει εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο του καθηγητή και να δειχθεί σε ποιες αρχές θα στηριζόταν η συγγραφή των βιβλίων. Η κριτική επιτροπή το αντιμετώπισε ευνοϊκότατα. Ο γράφων για λόγους που δεν θεωρεί σκόπιμο να εκθέσει, δεν συμφώνησε με το τελικό αποτέλεσμα και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να εμφανιστεί ως ένας από τους συγγραφείς των δύο βιβλίων. Εδώ δημοσιεύεται το κείμενο με μικρές βελτιώσεις.
   [2] Πρβλ. όσα υποστηρίζονται προλογικά στο βιβλίο Γ. Κοκκινος – Δ.Κ. Μαυροσκουφης – Π. Γατσωτης – Ελενη Λεμονιδου, Τα συγκρουσιακά θέματα στη διδασκαλία της ιστορίας, Αθήνα, Νοόγραμμα Εκδοτική, 2010, σ. 10: «…  διεθνείς οργανισμοί, θεωρητικοί, ερευνητές και εκπαιδευτές τονίζουν ότι η διδασκαλία της ιστορίας είναι απαραίτητο να αλλάξει ριζικά, ώστε να επιδιώκεται η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της ιστορικής - πολιτικοκοινωνικής συνείδησης των μαθητών, που, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι θα πρέπει αυτοί, μέσω της ιστορικής εκπαίδευσης, να είναι σε θέση να κάνουν διάκριση μεταξύ ιστορίας, παρελθόντος και μνήμης, να μπορούν να διαχειρίζονται θέματα συγκρουσιακά, τραυματικά και επίμαχα, να μάθουν να οικοδομούν τη γνώση τους ενεργητικά και να ρυθμίζουν τη μαθησιακή πορεία τους, να αντιμετωπίζουν και να λύνουν προβλήματα, να παίρνουν αποφάσεις, να κατανοούν το διαφορετικό […]. διδασκαλία είναι η δημιουργία συνθηκών τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσει ο μαθητής μόνο μέσω της ικανότητάς του να σκέφτεται».
   [3] m. Bloch, Apologie pour lhistoire ou métier dhistorien, Paris, 7/1977, ελληνική μετάφραση, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Αθήνα, 1994, σ. 151-195: «Η ιστορική ανάλυση», σ. 151-156, «Ονοματολογία». Βλ. και το γαλλικό κείμενο, όπως δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, όπου η παραπομπή στη σ. 88 της πρώτης έκδοσης, Paris, 1949  : «De quel droit nous refuser les facilités de langage, indispensables à toute con­naissance rationnelle ? […] Sous un nom expressif, c’est grouper des faits, concrets à souhait et dont la similitude que le nom a proprement pour objet de signifier est aussi une réalité. En soi, ces rubriques n’ont donc rien que de légitime. Leur vrai danger vient de leur commodité même. Mal choisi ou trop mécaniquement appliqué, le symbole (qui n’était là que pour aider à l’analyse) finit par dispenser d’analyser. Par là, il fomente l’anachronisme : entre tous les péchés, au regard d’une science du temps, le plus impardonnable».

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017


 

 

 
 
 Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΤΟΝ 5ο ΚΑΙ 4ο ΑΙΏΝΑ π.Χ.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ, ΤΟΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ
(Λόγος που εκφώνησα στις 13 Δεκεμβρίου 2016 στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο κατά την τελετή αναγόρευσής μου σε επίτιμο διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης)
 

Κύριε Πρύτανη,
κυρία Κοσμητόρισσα,
κύριε Πρόεδρε,
κύριες Καθηγήτριες και κύριοι Καθηγητές,
κυρίες και κύριοι,
αγαπητοί φοιτητές και φοιτήτριες 
Έρευνες φαινομενικά αδιάφορες, όπως η διοίκηση μιας ελληνικής περιοχής επί οθωμανικής ή βενετικής κυριαρχίας, δοκίμια, ή και μελετήματα, στα χνάρια του Fernand Braudel, τα οποία ξεπερνούν τη γεγονοτολογική αντίληψη της ιστορίας, χωρίς να υποβαθμίζεται ο ρόλος της ανθρώπινης δράσης,
η εξοικείωση των διδασκόμενων με το επάγγελμα του ιστορικού, με θεωρίες, μεθόδους και πρακτικές που προάγουν την κριτική σκέψη και αντιπαλεύουν τη στείρα απομνημόνευση,
η απεξάρτηση από την πρόδηλη φαινομενικά σημασία των λέξεων και η αντιμετώπιση προβλημάτων σχετικών με την ιστορία των εννοιών,
η συνειδητοποίηση ότι διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικές στιγμές του παρελθόντος δεν σκέφτονταν όπως εμείς,
και, φυσικά, η απόρριψη κάθε σκοπιμότητας (της intentionality), που αποβλέπει στην αποδεκτότητα (την acceptability),
είναι πρωτίστως ένας προσωπικός αγώνας απελευθέρωσης από δεσμά άγνοιας, φόβου και προκαταλήψεων, διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων και δυναμική μορφή αθόρυβης ακτιβιστικής δράσης.
Τα τελευταία χρόνια, από μια τάση επιστροφής, το ενδιαφέρον μου στράφηκε στα παλαιά τοπωνύμια της ορεινής Ευρυτανίας, αδιάψευστα τεκμήρια της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της. Από τον οπωσδήποτε γνώριμο χώρο της νεότερης ελληνικής ιστορίας αναγκαστικά μεταφέρθηκα στους μέσους χρόνους, κι από εκεί στο πιο μακρινό παρελθόν, στην αρχαιότητα, με ιδιαίτερη αδημονία, καθώς μια δυο φράσεις περιηγητικού κειμένου είχαν αυξήσει την περιέργειά μου. Το 1856 ο Γάλλος Léon Heuzey έγραφε πριν ακόμη περάσει από την ανατολική στη δυτική Στερεά Ελλάδα: «ένιωσα ότι μπαίνω σε μια χώρα που δεν είναι Ελλάδα». Ήταν «ανέκαθεν, μια ξεχωριστή περιφέρεια, που διαφέρει από τη λοιπή Ελλάδα»[1].
Αυτά τα ‘‘ανέκαθεν’’, ‘‘δεν είναι Ελλάδα’’, ακατανόητα σε πρώτη ανάγνωση, ειπώθηκαν από τον αρχαιολάτρη Heuzey, επειδή αποδέχτηκε τελείως άκριτα αρνητικούς χαρακτηρισμούς διατυπωμένους στην αρχαιότητα για τους Ευρυτάνες και, πολύ περισσότερο, για τη μείζονα ομοεθνία των Αιτωλών, στην οποία ανήκαν και οι Ευρυτάνες.
Οι παραπάνω φράσεις του Heuzey, μπορούν να κατανοηθούν πληρέστερα, εξετάζοντας τα αρνητικά στερεότυπα, τα οποία απέδωσαν στην αρχαιότητα Έλληνες σε Έλληνες και σε άλλους λαούς. Από αυτή την ευρύτερη θεματική ενότητα, προέκυψε και το σημερινό θέμα, το οποίο, για να είναι εφικτή η ανάπτυξή του στον προσήκοντα χρόνο, διατυπώνεται ως εξής:
 Η αθηναϊκή διανόηση τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.
απέναντι στον άλλο, τον διαφορετικό
 Ακριβέστερα, η χρονική περίοδος προσδιορίζεται από το 507 π.Χ., έτος θεμελίωσης της αθηναϊκής δημοκρατίας από τον Κλεισθένη, ως την εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στον Πειραιά το 322 π.Χ. και τη μεταβολή του πολιτεύματος σε τιμοκρατικό (αποκλείστηκε ο μισός και πλέον πληθυσμός με χαμηλό εισόδημα)[2].
Την αθηναϊκή διανόηση αυτή την περίοδο εκπροσωπούν δραματικοί ποιητές, ιστορικοί και φιλόσοφοι, οι οποίοι και σήμερα απολαμβάνουν παγκόσμια αναγνώριση. Ωστόσο, η γενική αναγνώριση δεν μπορεί να στέκει εμπόδιο στην άσκηση κριτικής, όταν σε ορισμένα σημεία του έργου τους διατυπώνουν αρνητικούς γενικευτικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος των άλλων. Αξίζει μάλιστα, να δει κανείς, κάτω από ποιες προϋποθέσεις οι άνθρωποι γενικώς, ή εν προκειμένω ορισμένοι σπουδαίοι Αθηναίοι διανοούμενοι, αντιμετωπίζουν αρνητικά τους άλλους, συγκεκριμένα τους Πέρσες και από τους Έλληνες, τους Αιτωλούς, τους οποίους τοποθετούν στο περιθώριο του δικού τους κόσμου.
Ένας τέτοιος αναστοχασμός, χωρίς να προσαρμόζουμε το παρελθόν στις δικές μας ανάγκες, μπορεί να είναι γόνιμος σήμερα, που σε ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα τίθεται το πρόβλημα της αθρόας μετανάστευσης διαφορετικής πολιτισμικής συγκρότησης ανθρώπων από τόπους όπου κάνει τη ζωή ανυπόφορη ο πόλεμος ή η ακραία φτώχεια.
Η αντιθετική σχέση Ελλήνων - Βαρβάρων είναι σύμπτωμα και συνέπεια των Περσικών πολέμων, της ταυτότητας των πρώτων, των νικητών, ως ελεύθερων ανθρώπων που υπακούουν στον νόμο, ενώ οι άλλοι, οι ηττημένοι, οι Πέρσες και οι υποταγμένοι λαοί, ανέχονται να είναι δούλοι του μεγάλου βασιλιά. Η λέξη βάρβαρος ως τότε δεν είχε αρνητική σημασία. Στον Όμηρο είναι όποιος μιλάει βαρ βαρ, δηλαδή μια μη κατανοητή γλώσσα[3]. Στον Ηράκλειτο όποιος οπουδήποτε δεν έχει συγκροτημένη σκέψη[4].
Ο Αισχύλος στους Πέρσες το 472 π.Χ. - οχτώ χρόνια από τη Σαλαμίνα - εμφανίζει την Άτοσσα, μητέρα του Ξέρξη, να διηγείται στον χορό, Περσών γερόντων, ένα όνειρο με προφανή αλληγορική σημασία για την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων : δύο αδελφές, που έλαχε η μια να ζει στην Ελλάδα κι η άλλη σε βαρβαρική γη, μαλώνουν. Ο Ξέρξης τις ζεύει στον ζυγό της άμαξάς του, για να τις συνετίσει. Η μια που φορεί πολυτελείς περσικούς πέπλους εκλαμβάνει τα λουριά ως στολίδια. Η άλλη με τον λιτό δωρικό χιτώνα σπάζει τα δεσμά κι ελευθερώνεται[5]. Για αυτήν η πολιτική ελευθερία είναι θεμελιακή αξία ζωής. Στους Πέρσες, επίσης, γίνεται διάκριση με βάση τον οπλισμό : οι βάρβαροι φέρουν τόξο, οι Έλληνες λόγχη[6].
Ανάλογα ο Ηρόδοτος, στην Ιστορία του, εμφανίζει τον άλλοτε βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, ο οποίος συνόδευε τον Ξέρξη, να του απαντά : Σύντροφος από πάντα της Ελλάδας είναι η πενία. Η ανδρεία αποκτήθηκε με τον καιρό, κερδήθηκε με τη σοφία και τον κυρίαρχο νόμο. […] Γιατί [οι Έλληνες] αν και είναι ελεύθεροι, δεν είναι τελείως ελεύθεροι, πάνω τους στέκει δυνάστης ο νόμος[7]. Για τον Ηρόδοτο, όλοι όσοι δεν είναι Έλληνες εντάσσονται στους βαρβάρους. Ο βάρβαρος ζει υποταγμένος σ’ έναν μονάρχη, ενώ ο Έλληνας απολαμβάνει την ισονομία της πόλης[8].
Στον Θουκυδίδη, ο όρος βάρβαρος - πλήρως ενσωματωμένος στο ελληνικό εθνογραφικό και πολιτικό λεξιλόγιο - δηλώνει όλους τους γνωστούς ως τότε στην Αθήνα μη ελληνικούς πληθυσμούς[9]. Αλλά τον 5ο αιώνα πλέον και ο ελληνικός κόσμος δεν είναι σαν της Ιλιάδας του Ομήρου, όπου όλοι οι ήρωες είναι εξίσου τιμημένοι[10]. Αιτωλοί και Αθηναίοι, όπως και πολλοί άλλοι, ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Ο Θουκυδίδης βρίσκεται στην πλευρά που πλεονεκτεί. Η Αθήνα είναι πόλις, ο συνοικισμός έγινε επί Θησέα ακόμη, ενώ στην ορεινή Αιτωλία οι κάτοικοι ζουν σε ατείχιστες κώμες. Ο στρατός της Αθήνας, στρατός οπλιτών, μάχεται σε σχηματισμό φάλαγγας. Του Κοινού των Αιτωλών, ελαφρά οπλισμένος, ακολουθεί τακτική ανορθόδοξου πολέμου. Τα έθνη βέβαια της αιτωλικής ομοεθνίας είναι ισότιμα, οι άνδρες τους παίρνουν μέρος στην ετήσια συνέλευση, όπου λαμβάνονται οι μεγάλης σημασίας αποφάσεις. Ωστόσο, το κοινόν δεν θεωρείται εξελιγμένος θεσμός πολιτειακής οργάνωσης όσο η πόλις και η ετήσια συνέλευση των Αιτωλών ως δημοκρατικός θεσμός δεν μπορεί να συγκριθεί με την εκκλησία του δήμου της Αθήνας[11]. Ως σήμερα επικρατεί η αντίληψη ότι «οι Αθηναίοι ‘‘επινόησαν’’ τη δημοκρατία»[12]. Χάρη στον σχηματισμό της φάλαγγας των οπλιτών από άνδρες των μεσαίων εισοδηματικών τάξεων, την επάνδρωση ισχυρού στόλου μετά τον Μαραθώνα με άνδρες των ασθενέστερων (θήτες), ο αριθμός των πολιτών έφτασε τις δεκάδες χιλιάδες. Κάθε πολίτης γινόταν με κλήρο δικαστής, άρχοντας και ισοβίως μέλος της εκκλησίας του δήμου. Η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων αποτελούσε, κατά τον Αριστοτέλη, το κατεξοχήν γνώρισμα του πολίτη[13].
Μετά τα περσικά, η ναυτική υπεροχή, η μεγαλοφροσύνη ύστερα από μια τέτοια νίκη, οι πιέσεις του κόσμου των επιχειρήσεων, αλλά και των ασθενέστερων για μια καλύτερη ζωή, η μετάβαση από τη συναινετική ηγεμονία στην κυριαρχία, η επεκτατική πολιτική, οι αντιδράσεις από τον αντίπαλο συνασπισμό, οδήγησαν τα πράγματα στα άκρα, στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404). Στη διάρκειά του, στο στόχαστρο της Αθήνας βρέθηκαν και οι Αιτωλοί. Ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του αναφέρεται στην επιχείρηση εναντίον τους το 426 π.Χ., στην ήττα του αθηναϊκού στρατού επί αιτωλικού εδάφους[14]. Για τον Θουκυδίδη, οι Αιτωλοί, παρά τη νίκη, υστερούσαν πολιτικά, στρατιωτικά και πολιτισμικά. Ζούσαν σε κώμες, ήταν ελαφρά οπλισμένοι και, το χειρότερο, το μεγαλύτερο από τα τρία έθνη της αιτωλικής ομοεθνίας, οι Ευρυτάνες, «ως λέγονται», όπως λένε άλλοι, «αγνωστότατοι γλώσσαν και ωμοφάγοι εισί». Σπεύδω να σημειώσω ότι αυτούς τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς κανείς σύγχρονός μας μελετητής δεν τους αποδέχεται. Και για να μην μακρύνω τον λόγο, θα επικαλεστώ αρχικά μελετητές που δεν είναι Έλληνες ούτε, πολύ περισσότερο, Ευρυτάνες - το σημειώνω, για ευνόητους λόγους. Η Γαλλίδα Amélie Perrier γράφει: «Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε  στην ωμοφαγία των Ευρυτάνων. Είναι μια παρατήρηση που εκπλήσσει, μοναδική στον Θουκυδίδη. Δεν είναι πολύ πιθανό ότι αυτή η συνήθεια υπήρχε πράγματι τον 5ο αιώνα, καθόσον ο βαθμός εξέλιξης των Αιτωλών, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Θουκυδίδης, δεν απέχει από των άλλων Ελλήνων. Ο ίδιος ο ιστορικός, αν και επέλεξε να αναφέρει αυτό το χαρακτηριστικό, δεν εγγυάται για το αν είναι αληθινό και με τη φράση ‘‘ως λέγονται’’ διατυπώνει την επιφύλαξή του»[15]. Οι συμπατριώτες της René Hodot και Patrick Jouin σε ανακοίνωσή τους είναι τελείως κατηγορηματικοί: θυμίζουν πρώτα στον αναγνώστη, ότι η εχθρότητα ανάμεσα σε Έλληνες συντηρούνταν με απαξιωτικές εκφράσεις. Ύστερα, έρχονται στον Θουκυδίδη. Υποστηρίζουν : «Ο ίδιος ο Θουκυδίδης, ο Έλληνας ιστορικός, ο οποίος φημίζεται ως ο πιο σοβαρός, διαδίδει ένα άσχημο σχόλιο εις βάρος του πληθυσμού της Αιτωλίας : Φυλές που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των Αιτωλών [οι Ευρυτάνες], μιλούν, όπως γράφει, μια γλώσσα που είναι εντελώς ακατανόητη και τρώνε το κρέας ωμό, όπως λένε». Και συνεχίζουν: «Την προκατειλημμένη αυτή κρίση, που άλλοι διατύπωσαν, φαίνεται ότι την αποδέχεται ο Θουκυδίδης, ότι πρόκειται για Έλληνες λιγότερο Έλληνες από τους άλλους». Και καταλήγουν, σχολιάζοντας εκείνο το «ως λέγονται» - το όπως λένε άλλοι: - «αν δεν είναι παρά κουτσομπολιά (ragots), γιατί τα αναφέρει;»[16].
Όπως ο Θουκυδίδης, και ο Ευριπίδης εμφορείται από την ίδια διχαστική αντίληψη, την ύπαρξη δύο διαμετρικά διαφορετικών κόσμων, Ελλήνων από τη μια, Βαρβάρων από την άλλη. Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, εμφανίζει την Ιφιγένεια να υποστηρίζει ότι είναι εύλογο οι Έλληνες να άρχουν των βαρβάρων και το αιτιολογεί : «Το μεν γαρ δούλον, οι δ’ ελεύθεροι»[17]. Ενώ στις Φοίνισσες δεν διστάζει να στραφεί κι αυτός εναντίον του αιτωλικού έθνους, στο πρόσωπο ενός τιμημένου στην Ιλιάδα Αιτωλού ήρωα, του Τηδέα. Στο σημείο της τραγωδίας το γνωστό ως Τειχοσκοπία, δύο πρόσωπα, ο Θεράπων και η Αντιγόνη, κατοπτεύουν από ένα υπερυψωμένο σημείο του παλατιού της Θήβας τον χώρο έξω από τα τείχη και σχολιάζουν. Ο Θεράπων παρουσιάζει έναν έναν τους επτά επί Θήβας στρατηγούς των Αργείων, και για μια στιγμή ρωτάει την Αντιγόνη αν βλέπει αυτόν που περνάει από την κρήνη της Δίρκης. Εκείνη, επειδή δεν τον αναγνωρίζει, ρωτάει: ποιος είναι αυτός με την τόσο διαφορετική αρματωσιά ; Για να πάρει την απάντηση : ο Τηδέας, ο γιος του Οινέα, που φέρει πάνω του την αιτωλική πολεμική σκευή. Κι η Αντιγόνη, διακρίνοντας τον κατάστικτο οπλισμό του, σχολιάζει : μοιάζει «αλλόχρως» (αλλιώτικος) και «μειξοβάρβαρος». Κι ο Θεράπων συμπληρώνει: (έτσι είναι) όλοι οι Αιτωλοί, φέρουν ασπίδες και ακόντια […][18].Το αθηναϊκό κοινό που παρακολουθεί την παράσταση, ξέρει τι σημαίνει οπλισμένοι με ακόντια. Ο αρχαίος γραμματικός πολύ αργότερα το λέει ξεκάθαρα : οπλισμένοι, όπως οι Ασιάτες[19]. Ο Ευριπίδης, ο οποίος, όπως παρατηρεί ο Albin Lesky, «στη διάρκεια της ζωής του αγωνίστηκε τόσο για την αναγνώριση»[20], αυτά τα γράφει γιατί πέρα από το αίσθημα υπεροχής έναντι του άλλου, πέρα και από το απωθημένο, συνέπεια της ήττας του αθηναϊκού στρατού στην Αιτωλία, θέλησε έμμεσα να κάνει το κοινό του να αναλογιστεί τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στον στρατό και την πόλη της Αθήνας, τη σχέση της φάλαγγας των οπλιτών με τη δημοκρατία. Και να φέρει στο νου όλων κι ένα τελείως πρόσφατο σπουδαίο γεγονός : Το 411 (η παράσταση των Φοινισσών τοποθετείται μετά το 412[21]), ο αθηναϊκός στρατός των οπλιτών και ναυτών επέστρεψε από τη Σάμο και αποκατέστησε το δημοκρατικό πολίτευμα, που είχαν καταλύσει οι ολιγαρχικοί[22].
Ο Ευριπίδης, είναι αλήθεια, πλάθει επιδέξια ως ένθερμος υπερασπιστής της δημοκρατίας τον μύθο. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι αυτό το κάνει εις βάρος του άλλου με έναν εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Για τον τρόπο που ο Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης αντιμετωπίζουν τον άλλο, τον διαφορετικό, εύστοχη, μου φαίνεται, η ακόλουθη γενικότερη τοποθέτηση του Michel Foucault: «αν δεν μπορούμε ακόμη να κατανοήσουμε τι μας εμποδίζει να μετατοπιστούμε από τα όρια της Ταυτότητας που μας έχει επιβάλει η ίδια η ιστορία προς τα όρια του Άλλου, είναι γιατί αδυνατούμε να προκαλέσουμε ρήγματα στη ναρκισσιστική εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, δηλαδή για την ίδια την εποχή και τον πολιτισμό μας…»[23].
Τρεις άλλοι Αθηναίοι, ο Ξενοφώντας, ο Πλάτωνας και ο Ισοκράτης, κινούνται τον 4ο αιώνα σε πιο ήρεμα νερά. Ο Ξενοφώντας στην Κύρου Παιδεία, πλάθει ιδανικό τον Πέρση μονάρχη και το βασίλειό του. Αλλά στην Κύρου ανάβαση, για να πείσει τους ‘‘Μυρίους’’ να μην παραδοθούν στους Πέρσες, επικαλείται δύο κοινώς αποδεκτά επιχειρήματα : 1ο. Σας είναι γνωστή η επιορκία και η απιστία των βαρβάρων. 2ο. Τεκμήρια της νίκης των προγόνων, πέρα από τα τρόπαια, είναι η ελευθερία των πόλεων, όπου ανατραφήκατε να μην προσκυνάτε κανέναν άνθρωπο αλλά τους θεούς[24].
Ο Πλάτωνας στον Πολιτικό τη διάκριση σε Έλληνες και βάρβαρους την εξετάζει από λογική άποψη. Δεν συμφωνεί με τις κυρίαρχες γενικεύσεις, με διαίρεση του ανθρώπινου γένους σε δύο, από δω το ελληνικό κι από κει όλα τα άλλα. Τα γένη είναι άπειρα, δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους και κακώς προσαγορεύονται με ένα μόνο όνομα, βάρβαρα[25].
Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό επαινεί την Αθήνα, για την καλλιέργεια του πνεύματος, για την ανάπτυξη της τέχνης του λόγου. Και καταλήγει : Κατά τη γνώμη μου, καθόλου δεν είναι το γένος που εξύψωσε το όνομα των Ελλήνων αλλά η διάνοια, και είναι προτιμότερο να καλούνται Έλληνες όσοι είναι μέτοχοι της ημετέρας παιδεύσεως παρά της κοινής φύσεως[26]. Επομένως, το κριτήριο δεν είναι φυλετικό αλλά η παιδεία, η οποία φέρνει κοντά τους ανθρώπους, προσφέρει δυνατότητα συνύπαρξης και, κατά συνέπεια αποτελεί μέρος του πολιτικού λόγου[27]. Ως εκεί. Σε άλλο σημείο του Πανηγυρικού, καταλογίζει στους Πέρσες, προκειμένου να πείσει τους Έλληνες να εκστρατεύσουν ενωμένοι εναντίον τους, μόνο αρνητικά χαρακτηριστικά : Η ανατροφή τους δεν αφήνει κανένα περιθώριο να αναδειχθεί ένας ικανός στρατηγός, ένας γενναίος στρατιώτης. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι άτακτος όχλος, άνθρωποι μαθημένοι στη δουλεία πιο πολύ κι από τους δούλους μας[28].
Άφησα για το τέλος τους σοφιστές, οι οποίοι δεν ασπάζονται τις διχαστικές απόψεις των συγχρόνων τους και κατά τούτο, απ’ όσο γνωρίζω, αποτελούν παγκόσμια πρωτοπορία. Σ’ αυτούς και στους Στωικούς δεν υπάρχουν παρόμοιες έννοιες. Ο Αντιφώντας υποστηρίζει ότι κανείς από μας δεν έχει προκαθοριστεί να γίνει ούτε βάρβαρος ούτε Έλληνας. Κι ο Αλκιδάμας διακήρυξε ότι ο θεός άφησε όλους τους ανθρώπους ελεύθερους και η φύση δεν προόρισε κανέναν για σκλάβο[29]. Ολοκληρώνω τα της αθηναϊκής διανόησης απέναντι στον άλλο, τον διαφορετικό, με την παρατήρηση ότι αυτή η αρχή του φυσικού δικαίου αποτελεί και τη θεμελιώδη αρχή του ανθρωπισμού. Βέβαια οι πολιτείες στηρίζονται, κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται διαφορετικά, στο θετικό δίκαιο, από το οποίο, ωστόσο, όταν απουσιάζουν βασικές αρχές του φυσικού δικαίου, αποσαθρώνονται οι όροι της κοινωνικής συμβίωσης.
Ελπίζω ότι η επιλογή του θέματος και το περιεχόμενο ανταποκρίνονται στους προβληματισμούς που απασχολούν όλο τον κόσμο. Παίρνοντας μέρος, εξάλλου, στη μάχη των ιδεών που διεξάγεται, είναι ένας τρόπος να μην μένουμε απράγμονες. Πολύ περισσότερο σήμερα που τύχη αγαθή μας έφερε στο ανατολικό σύνορο της χώρας, όπου δεν φτάνει απλώς ο μακρινός απόηχος των προβλημάτων αλλά αυτά τίθενται με οξύτητα, και όπου το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, όχι μόνο σήμερα, πάντοτε ως πανεπιστήμιο του συνόρου, έχει ιδιαίτερη σημασία.
Πριν αφήσω το βήμα αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω για τον επίζηλο ακαδημαϊκό τίτλο του επίτιμου διδάκτορα που μου απονείματε. Τον κύριο Πρύτανη του Πανεπιστημίου επίσης για τον λόγο του και διότι λαμπρύνει με την παρουσία του την τελετή της απονομής. Για την λίαν τιμητική παρουσία τους: Την κυρία Κοσμητόρισσα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και για την περιένδυσή μου από την ίδια με την τήβεννο της Σχολής. Τον κύριο Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, και για τον λόγο του. Τις κυρίες και τους κυρίους Καθηγητές του Τμήματος, και για την ευμενή παμψηφεί εισήγησή τους αναγόρευσής μου σε επίτιμο διδάκτορα. Τον κύριο Γιώργο Κόκκινο, καθηγητή της Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας, για την πολύ ευμενή αρχική πρόταση και για τον λόγο τον οποίο εκφώνησε σήμερα αναφερόμενος με τόσο εμβριθή και τιμητικό τρόπο στη δράση και το έργο μου. Τον ευχαριστώ από καρδιάς. Ευχαριστώ επίσης για την τιμητική παρουσία τους τις κυρίες και τους κυρίους Καθηγητές των άλλων Τμημάτων της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου. Τις κυρίες και τους κυρίους που παραβρέθηκαν. Τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του Τμήματος, στους οποίους εύχομαι να ασκήσουν με γνώση, ευαισθησία και καλλιέργεια το επάγγελμα του εκπαιδευτικού.
Να προσθέσω, κατερχόμενος του βήματος, ότι αποδέχομαι προφρόνως και με υψηλό αίσθημα ευθύνης την εξόχως τιμητική διάκριση που μου έγινε σήμερα σε αναγνώριση των μακρών επί δεκαετίες προσπαθειών μου για την ανανέωση της ιστορικής επιστήμης, την αναβάθμιση της διδασκαλίας της ιστορίας και την επιμόρφωση με νέο πνεύμα των εκπαιδευτικών.


 



[1] Léon Heuzey, Le mont Olympe et l’Acarnanie : exploration de ces deux régions, avec l’étude de leurs antiquités, de leurs populations anciennes et modernes, de leur géographie et de leur histoire / ouvrage accompagné de planches, Librairie de Firmin Didot Frères, fils et Cie, Paris 1860, σ. 221-224. Πβ. Amélie Perrier, « Léon Heuzey et l’histoire des peuples montagnards du Nord-Ouest de la Grèce. Questions d’intertextualité dans Le Mont Olympe et l’Acarnanie », Revue des Études Grecques 122 (2009), σ. 163-184.
[2] Claude Mossé, Politique et société en Grèce ancienne : le ‘‘model’’ athénien, Flammarion, Paris 1999, στην ελληνική, Πολιτική και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, μετάφραση Κ. Μπούρας, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 11.
[3] Στην Ιλιάδα απλώς αναφέρονται ως βαρβαρόφωνοι οι Κάρες: Όμηρος, Ιλιάς, Β, 867: «Νάστης αυ Καρών ηγήσατο βαρβαροφώνων».
[4] Ηράκλειτος, Άπαντα, επιμέλεια και μετάφραση Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, επίμετρο Ι.Σ. Χριστοδούλου, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1999, απόσπασμα 107.
[5] Αισχύλος, Πέρσαι, στ. 180-196.
[6] Αισχύλος, Πέρσαι, στ. 147-149.
[7] Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7, 102 και 104.
[8] Σύμφωνα με τον François Hartog, ο Ηρόδοτος δεν αρκείται να αφηγηθεί ως ένας απλός χρονογράφος τη νίκη των Ελλήνων. Περισσότερο επιχειρεί να ανιχνεύσει την ετερότητα. Είναι ο πρώτος στη Δύση που θέτει το πρόβλημα των διαφορετικών πολιτισμών, παρουσιάζοντας τις συνήθειες, τις πεποιθήσεις, την αξιοπιστία των μη Ελλήνων, τη διαθεσιμότητά τους να κατανοήσουν έναν τρόπο ζωής ριζικά διαφορετικό από τον δικό τους: François Hartog, Mémoire d'Ulysse : récits sur la frontière en Grèce ancienne, Gallimard, Paris 1996, σ. 107 κ.ε. Και την περαιτέρω ανάλυση από τον ίδιο στο βιβλίο του, Le miroir d'Hérodote : essai sur la représentation de l'autre, Nouv. éd. rev. et augm., Gallimard, Paris 2001 (1/1980). Πβ. E. Lévy, « Hérodote philobarbaros ou la vision du barbare chez Hérodote », στο R. Lonis (επιμ.), L’étranger dans le monde grec, τ. 2, Nancy 1992, σ. 193-244.
[9] Bruno Rochette, « Grecs, Romains et Barbares. À la recherche de l’identité ethnique et linguistique des Grecs et des Romains », Revue belge de philologie et d’histoire 75/1 (1997), σ. 43-44. Οι παραπομπές: Θουκυδίδης, α) 1,24, 1 και 6,∙β) 2, 97, 3, γ) 6, 11, 7, δ) 7, 29, 4.
[10] Η Ιλιάδα, που χρονολογείται όχι πολύ πριν από το 700, είναι η γραμματειακή πηγή της πρώτης θετικής εικόνας για τους Αιτωλούς. Σ’ αυτήν, φαίνεται ότι ενσωματώνονται παραδόσεις της μυκηναϊκής εποχής, στις οποίες η παρουσία του αιτωλικού κόσμου είναι εξίσου σημαντική με άλλων ελληνικών κρατών. Υπάρχουν αιτωλικά φυλετικά κράτη, με τους δικούς τους βασιλείς και ήρωες. Παίρνουν μέρος στον Τρωικό πόλεμο υπό ένα βασιλιά, τον Θόα, με σαράντα πλοία (Β, 636-644). Ο Θόας είναι ανεψιός του Μελέαγρου, υπερασπιστή της πατρίδας του Καλυδώνας (Ι, 527). Υψηλή θέση στην τάξη των ηρώων της Ιλιάδας κατέχουν ο «Τηδεύς Αιτώλιος» (Δ, 399) και ο «Τυδέος υιός» (Ε, 235) ο «κρατερός» και «βοήν αγαθός Διομήδης» (Δ, 401, Ξ, 109), που έγινε βασιλιάς στο Άργος.
[11] Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 2, 15: «ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε, […] καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον, ξυνῴκισε πάντας, καὶ […] ἠνάγκασε μιᾷ πόλει ταύτῃ χρῆσθαι». Πρβλ. και Πλούταρχος, Θησεύς, 24, 1-4.
[12] Mossé, ό.π., σ. 11.
[13] Αριστοτέλης, Πολιτικά, Γ 1, 3-4/ 6/ 12: «πολίτης δ' ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς».
[14] Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 3, 94, 5. Στις επιχειρήσεις του Δημοσθένη το 426 π.Χ. στην Αιτωλία αναφέρεται και ο Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 12, 60.
[15] Amélie Perrier, « Les Étoliens: Une histoire de demi-barbares», στο M.-F. Marein, P. Voisin, J. Galego (επιμ.), Figures de l’étranger autour de la Méditerranée antique, Paris 2010, σ. 383. Η Ίδια, «‘‘En attendant les barbares’’: histoire et représentations des Étoliens dans antiquité», Revue des Études Grecques 126 (2013/2), σ. xv-xvi.
[16] René Hodot, Patrick Jouin, « Barbares, barbarismes et barbarie dans ne monde gréco-romain », στο Jean Schillinger, Philippe Alexandre (επιμ.), Les barbares. Images phobiques et réflexions sur l’altérité dans la culture européenne, actes du colloque organisé à Nancy, 23-24 mars 2006, Peter Lang, Éditions scientifiques internationales, Berne 2008, σ. 25-46, εδώ σ. 29-30 και σημ. 29.
[17] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, στ. 1400.
[18] Ευριπίδης, Φοίνισσαι, στ. 131-140.
ΘΕΡΑΠΩΝ
τὸν δ᾿ ἐξαμείβοντ᾿ οὐχ ὁρᾷς Δίρκης ὕδωρ;
λοχαγόν;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ἄλλος ἄλλος ὅδε τευχέων τρόπος.
ΘΕΡΑΠΩΝ
παῖς μὲν Οἰνέως ἔφυ
Τυδεύς, Ἄρην δ᾿ Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
οὗτος ὁ τᾶς Πολυνείκεος, ὦ γέρον,
αὐτοκασιγνήτᾳ νύμφας
ὁμόγαμος κυρεῖ;
ὡς ἀλλόχρως ὅπλοισι, μειξοβάρβαρος.
ΘΕΡΑΠΩΝ
σακεσφόροι γὰρ πάντες Αἰτωλοί, τέκνον,
λόγχαις τ᾿ ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι.
[19] Ευριπίδου Φοίνισσαι. Euripidis tragoedia Phoenissae, interpretationem addidit H. Grotii […] scholia sumbiecit Ludovicus Casp. Valckenaer, τ. 1-2, C.H.F. Hartmanni, Lipsiae 1824. Στον τ. 2, όπου τα Scholia veterum grammaticorum, στις σ. 44-46. Ορισμένα σχόλια επιτείνουν το αρνητικό στερεότυπο της υποτιθέμενης βαρβαρότητας των Αιτωλών.
[20] Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφραση Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 572.
[21] Lesky, ό.π., σ. 556.
[22] Πβ. Mossé, ό.π., σ. 226-239: «Οι πολίτες και ο πόλεμος». Βλ. και Gustav Adolf Lehmann, «Αρχαϊκή και κλασική εποχή», στο Heinz-Günther Nesselrath (επιμ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τ. Α΄: Αρχαία Ελλάδα, μετάφραση Ιωάννης Αναστασίου κ.ά., Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σ. 373-398, κυρίως σ. 394 κ.ε.: «Η ναυτική ηγεμονία της Αθήνας και η ολοκλήρωση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας».
[23] Μισέλ Φουκώ, Επιλογή από τα Dits et écrits, Εισαγωγή – επιλογή – μετάφραση Θανάσης Λάγιος, Στιγμή, Αθήνα 2011, σ. 23 της Εισαγωγής.
[24] Ξενοφών, Κύρου ανάβασις, 3,2, 8 και 13.
[25] Πλάτων, Πολιτικός, 262 c,d,e - 263a.
[26] Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 47-50, όπου, στο 50, το αρχαίο κείμενο έχει ως εξής: «το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως».
[27] Πβ. Yun Lee Too, The rhetoric of identity in Isocrates: text, power, pedagogy, Cambridge University Press, Oxford and New York 1995.
[28] Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 150-151.
[29] Lesky, ό.π., σ. 508. Η φράση στο πρωτότυπο: «ἐλευθέρους ἀφἢκε πάντας ὁ θεός οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν».