ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ της ΙΣΤΟΡΙΑς
Η αχίλλειος πτέρνα του μαθήματος της
ιστορίας είναι πάντοτε η ίδια: η ιστορική γνώση σ’ όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής
διαδικασίας, από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο, προσφέρεται εν πολλοίς αφηγηματικά
υπό μορφή διαλέξεων, τα εγχειρίδια δεν απομακρύνονται από αυτή την αντίληψη και
στις εξετάσεις, προφορικές ή γραπτές, η επιτυχία εξαρτάται από την όσο γίνεται
πιστότερη απόδοση μικρότερων ή μεγαλύτερων παραγράφων συγκεκριμένου
εγχειριδίου. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια λόγω της παθητικής πρόσληψης της
γνώσης το παραγόμενο μορφωτικό αγαθό να είναι περιορισμένης αξίας και λόγω της
βασανιστικής προσπάθειας προς μηχανική απομνημόνευση να μειώνεται το
ενδιαφέρον, μέχρι αποστροφής, προς ένα γνωστικό αντικείμενο που μπορεί να
αποδειχθεί εξαιρετικά δυναμικό για τη συναισθηματική, διανοητική και πολιτισμική
διαμόρφωση κριτικά σκεπτόμενων πολιτών. Οι διάφορες μεθοδεύσεις, για να
μετριαστούν οι προφανείς αδυναμίες του παραπάνω σχήματος, δεν έχουν δώσει τη
λύση.
Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί
δραστικά, χωρίς να χρειάζεται να φτάνουμε σε ακραίες λύσεις. Αποδέκτης των
μηνυμάτων που εκπέμπονται μέσω του ιστορικού λόγου είναι ολόκληρη η κοινωνία.
Της οφείλονται πειστικές απαντήσεις. Και αυτό δεν θα το πετύχουμε, απαξιώνοντας
εντελώς την αφήγηση. Μια πολύ σύντομη προκαταρκτική αφηγηματική φάση, ένα
αφηγηματικό πλαίσιο γεγονοτολογικής αλληλουχίας σε κάθε διδακτική ενότητα, που
εισάγει χωρίς να προκαταλαμβάνει (χωρίς να περιέχει το ζητούμενο), είναι
μεθοδολογικά και παιδαγωγικά χρήσιμη.
Ωστόσο, παρόλο που δεν χρειάζεται να
διαρρήξουμε τελείως τη σχέση μας με το παρελθόν, απαιτούνται περισσότερο
αποφασιστικές δράσεις. Είναι παράλογο το μάθημα της ιστορίας να μένει
ανεπηρέαστο από τα επιτεύγματα τόσο της σύγχρονης ιστοριογραφίας όσο και της
σύγχρονης παιδαγωγικής / διδακτικής.
Βασική προϋπόθεση είναι η Ιστορία να απαλλαγεί
από δεσμευτικά αναλυτικά προγράμματα
και εγχειρίδια, τα οποία συντηρούν
τη γεγονοτολογία, είναι δομημένα σε σχέση με αυτήν και καθιστούν αναπόφευκτη
τη μηχανική απομνημόνευση. Ο ιστορικός και ο διδάσκων
ιστορία έρχεται αντιμέτωπος με τη θετικιστική
αντίληψη, που προϋπάρχει στον καθένα μας, ότι η πραγματικότητα είναι
αντικειμενική και δεδομένη. Κάθε νέα προσέγγιση, που δεν ενισχύει προϋπάρχουσες
παραδοχές, ιδίως αν αυτές αφορούν τη δική μας ιστορία, ως μειοδοτική και εθνικά
ύποπτη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων. Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί τη βάση της
αφήγησης και απομνημόνευσης, οδηγεί στη μηχανική γραπτή και προφορική μετάδοση των
γνώσεων.
Αναγκαίος είναι ο σπειροειδής προγραμματισμός, ώστε από τη μια χρονιά στην άλλη, ή
και στην ίδια διδακτική περίοδο, να επιδιώκεται η σταδιακή εξοικείωση με ιστορικές
έννοιες, όπως επίσης με θεωρίες και
μεθόδους κριτικής ιστορικής ανάλυσης. Η εκ νέου προσέγγιση των θεμάτων και
των προβλημάτων δεν αποβλέπει στην εμπέδωση δεδομένων γνώσεων μέσω της επανάληψης.
Η γνώση χτίζεται σταδιακά υπό ορισμένες προϋποθέσεις και παραδοχές, μερικές από
τις οποίες είναι οι ακόλουθες:
Ειδικές μορφές συνεργασίας υποκειμένων,
η ενεργή συμμετοχή στην παραγωγή της
γνώσης διευκολύνουν την πρόσληψή της. Σ’ αυτή τη διαδικασία ο διαμεσολαβητικός ρόλος των διδασκόντων είναι
βασική προϋπόθεση. Στο επίκεντρο των
δραστηριοτήτων βρίσκεται ο μαθητής.
Η
γνωστική διαδικασία γίνεται περισσότερο αποτελεσματική, όταν λαμβάνεται υπόψη
ότι τα υποκείμενα της γνώσης δεν εκκινούν από τις ίδιες διανοητικές,
κοινωνικές και πολιτισμικές αφετηρίες και όταν στις ωριαίες εκπαιδευτικές
συναντήσεις η οργάνωση του μαθήματος και της τάξης αποβλέπει στην εξατομικευμένη προσέγγιση των θεμάτων και των προβλημάτων.
Καθώς
οι παραπάνω προτάσεις θεωρούνται κοινοί τόποι από τους ειδικούς, δεν είναι
δυνατόν η κοινωνία να αποδέχεται κατακτήσεις άλλων επιστημών, όπως της
ιατρικής, και να αδιαφορεί για τα πλεονεκτήματα των θεωριών και μεθόδων της
ιστορίας και της παιδαγωγικής. Οι ιστορικοί ως επιφορτισμένοι να διευκολύνουν την πρόσβαση της
κοινωνίας στην ιστορική γνώση είτε άμεσα, όταν διδάσκουν σε αίθουσες κάθε
εκπαιδευτικής βαθμίδας, είτε έμμεσα, με δημοσιεύματα και εκπομπές ήχου και/ή
εικόνας, των οποίων αποδέκτης είναι το ευρύτερο κοινό και όχι ένας στενός
κύκλος ομοτέχνων, οφείλουν να έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα για να
ασκούν αυτόν τον βασικό κοινωνικό τους ρόλο,
ιδιαίτερα σήμερα που υπάρχει και κρίση εμπιστοσύνης και αυξημένη δυνατότητα
άσκησης δημόσιας κριτικής από τον καθένα.
Με
την καθιέρωση ενός ειδικού γνωστικού αντικείμενου που προάγει τη διεπιστημονική
σύνθεση της θεωρίας της ιστορίας και της παιδαγωγικής / διδακτικής, επιχειρείται
να συγκεραστούν τα διεστώτα, ο απλοϊκός ‘‘επιστημονισμός’’, η αντίληψη ότι
όποιος ξέρει ιστορία θα βρει τρόπο να την μεταδώσει, και ο εξίσου απλοϊκός
‘‘διδακτισμός’’, σύμφωνα με τον οποίο, όποιος ξέρει παιδαγωγικά θα βρει τρόπο
να διδάξει και την ιστορία.
Ένας
αποδεκτός τρόπος για την οργάνωση μιας ωριαίας εκπαιδευτικής συνάντησης
ιστορίας προτείνεται να πραγματοποιείται σε δύο ή τρεις επάλληλους διακριτούς κύκλους. Στον πρώτο κυριαρχεί ο διδάσκων, στους άλλους
καλούνται να μετέχουν όλοι.
Ο πρώτος κύκλος, που
είναι ο μικρότερος και δεν απομακρύνεται τελείως από την παραδοσιακή αντίληψη
της ιστορίας και της διδακτικής της, δεν μπορεί να παραληφθεί. Ο διδάσκων, μόνος ή διαλεγόμενος με τους μαθητές, συνδέει με τα προηγούμενα, αφηγείται
για να γνωστοποιήσει πολύ σύντομα ποιο είναι το αντικείμενο και το περιεχόμενο
της νέας διδακτικής ενότητας, δείχνει στον χάρτη, σχεδιάζει, κατατοπίζει,
διατυπώνει ερωτήματα, αναφέρεται σε μεθοδολογικά προβλήματα, σε θεωρητικές
έννοιες και σε ιστορικούς όρους που έχουν σχέση μ’ αυτή. Με άλλη διατύπωση,
στα πρώτα λεπτά κάθε εκπαιδευτικής συνάντησης προσδιορίζει
το θέμα και τα όριά του στον τόπο και στον χρόνο.
Στον
αμέσως επόμενο ευρύτερο επάλληλο δεύτερο κύκλο ο διδάσκων φροντίζει να
διαχειρίζεται ικανοποιητικά τον διδακτικό χρόνο. Διευκολύνει και ενθαρρύνει την
ενεργή μαθησιακή διαδικασία, χωρίς να επιβάλλει τη δική του αντίληψη και χωρίς
να σπεύδει να απαντά στα ερωτήματα που τίθενται. Αν απαντά ο ίδιος, δίνει τη
δυνατότητα στους μαθητές να μένουν αδρανείς και να μην ασκούν ένα δικαίωμα, που
είχαν στερηθεί οι παλαιότερες γενεές. Ταυτόχρονα, αυτό το δικαίωμα είναι και
υποχρέωσή τους απέναντι σε μια δημοκρατική κοινωνία που για να είναι και να
παραμένει δημοκρατική οφείλουν ακόμη και να επιμένουν να το ασκούν. Διδάσκων και μαθητές επεξεργάζονται από κοινού το
διδακτικό υλικό, το οποίο προέρχεται τόσο από το
εγχειρίδιο ιστορίας όσο και από πρόσθετο διδακτικό υλικό, το οποίο προτείνεται
από τον διδάσκοντα και από τους μαθητές.
Στον
ευρύτερο τρίτο κύκλο, επόμενο του δευτέρου ή αντί αυτού, ο διδάσκων δεν
μεταβάλλει στάση. Οι μαθητές σε ομάδες εκτελούν μια επιμέρους εργασία.
Σ’ αυτόν τον κύκλο, είναι εφικτή και η αναζήτηση νέου υλικού στο διαδίκτυο.
Ακολουθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και η συζήτηση γενικεύεται.
Για
το πρόσθετο διδακτικό υλικό, χρήσιμα μπορούν να είναι τα ακόλουθα: Τα πέτρινα
εκείνα χρόνια που οι διδάσκοντες, πολύ περισσότερο οι μαθητές και οι φοιτητές,
ήταν σχεδόν αδύνατο να προσκομίσουν διδακτικό υλικό και να συμβάλουν στη δυναμική
οργάνωση μιας εκπαιδευτικής συνάντησης, ανήκουν πια στο παρελθόν. Σήμερα, το διαδίκτυο,
οι ‘‘Τεχνολογίες για πληροφόρηση και επικοινωνία’’, γνωστές διεθνώς με το ακρωνύμιο TIC ή ICT (Technologies
for information and communication / Information and communication
technologies), προσφέρουν συνεχώς όλο και περισσότερες δυνατότητες. Στο διαδίκτυο
έχουν καταχωριστεί συλλογές πρωτογενών πηγών, βιβλία και άρθρα ιστορίας,
παλαιότερα επιστημονικά περιοδικά ιστορίας ή άλλα νέα τα οποία εκδίδονται ηλεκτρονικά πλέον σε
διαδοχικούς τόμους, διδακτικό ιστορικό υλικό οργανωμένο σε ενότητες, κείμενα
θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας, μελέτες για τη χρήση των νέων τεχνολογιών και την αξιοποίηση των παραπάνω. Αυτό το υλικό έχει
παραχθεί από ειδικούς ερευνητές και διδάσκοντες ιστορία. Γραμμένο στις πιο διαδεδομένες
ευρωπαϊκές γλώσσες, είναι ήδη εντυπωσιακά μεγάλο. Δεν είναι μικρό και αυτό
που έχει παραχθεί στην Ελλάδα.
Μέσω του διαδικτύου μπορεί να επιλύεται και το σοβαρό
πρόβλημα που προκύπτει από την κατ’ ανάγκη περιορισμένη έκταση των σχολικών εγχειριδίων. Τις πληρέστερες απαντήσεις στα ερωτήματα
που ανακύπτουν, μπορεί να τις αναζητεί η τάξη σε μελέτες που ήδη υπάρχουν ή
δημοσιεύονται γι’ αυτό τον σκοπό στο
διαδίκτυο. Χρήσιμο παράδειγμα, η
μελέτη του Χρήστου Πατρινέλλη που, χωρίς να υπηρετεί σκοπιμότητες, απαντά με
καθαρότητα αν υπήρχε κρυφό σχολειό στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας.
Στα δοκίμια που ακολουθούν
προωθούνται οι ακόλουθες ιστοριογραφικές πρακτικές: τη θέση της παλαιότερης αφηγηματικής ιστοριογραφίας (της αιτιατής
παράθεσης των γεγονότων στον άξονα του γραμμικού χρόνου με τη λογική του
‘‘ύστερα από αυτό άρα εξαιτίας του’’), παίρνει πλέον η συνολική ιστορία (histoire
totale). Τα κύρια
χαρακτηριστικά της συνολικής ιστορίας, που δύσκολα μπορεί να τα συνειδητοποιήσει
ο άνθρωπος προτού τα γνωρίσει, είναι δύο: τόσο μια άλλη αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο όσο και το διευρυμένο, το πραγματικό πεδίο της
ιστορίας.
Ως προς τον ιστορικό χρόνο, πέρα από
τη χρονική ακολουθία παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος, βασική είναι η σχέση που διέπει τον γοργό χρόνο των
γεγονότων με τον μακρό χρόνο των δομών και τον μέσο χρόνο των συγκυριών.
Ως πεδίο της ιστορίας δεν νοούνται, όπως στο παρελθόν, μόνο τα
πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα, ή και τα επιτεύγματα του
πολιτισμού, συνήθως αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους, αλλά όλες οι όψεις μιας κοινωνίας σε
ορισμένο τόπο και χρόνο: ο χώρος
στον οποίο ζει (έκταση, ποιότητα του εδάφους, κλίμα, δυνατότητες), οι τεχνικές (τα εργαλεία και οι
μέθοδοι, με τις οποίες παρεμβαίνει σ’ αυτό τον χώρο), η οικονομία (η πρωτογενής παραγωγή, η δευτερογενής μεταποίηση και
η τριτογενής για τη διάθεση των αγαθών), η
κοινωνία (ως όλο, ως επιμέρους ομάδες και στις μεταξύ τους σχέσεις), η δημογραφία (ανάμεσα σε άλλα, οι
αυξομειώσεις του πληθυσμού και οι συνέπειές τους), η πολιτική (κεντρική, περιφερειακή, οι σχέσεις με άλλες κοινωνίες),
η πολιτισμική έκφραση. Κάθε μέρος του όλου (της συγκεκριμένης
κοινωνίας) κατανοείται και εξηγείται καλύτερα σε σχέση με τα άλλα μέρη και με το όλο.
Η ιστοριογραφία ολοκληρώνεται ως
συνολική και αναδεικνύεται σε πολυγραμματικό
/ πολυμεθοδολογικό σύστημα, όταν επιχειρείται η συνάντησή της και με τις
κοινωνικές ή και με άλλες επιστήμες ακόμη, όπως, και κυρίως, με τη γεωγραφία,
την τεχνική, την οικονομική επιστήμη, την κοινωνιολογία, τη δημογραφία, την
πολιτική επιστήμη, την ανθρωπολογία, την ψυχολογία, την ψυχανάλυση, τη
γλωσσολογία.
Τα δοκίμια αυτού του ιστολογίου, ιστορικά,
θεωρίας της ιστορίας, αλλά και εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη, απηχούν τον
προβληματισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε σ’ όλα τα χρόνια της ενασχόλησής μου με την
ιστορία και τη διδασκαλία της, ιδιαίτερα στη Σχολή και στα Κέντρα Επιμόρφωσης
εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Αθήνας και στο Φροντιστήριο
Ιστορικών Σπουδών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τα κείμενα αυτά δεν είναι τα
ίδια τα μαθήματα, αλλά εισηγήσεις σε σεμινάρια κτλ., όπως και πρόσφατα
γραμμένα δοκίμια. Επειδή αρχικά τα περισσότερα παρουσιάστηκαν ενώπιον
ακροατηρίου, μπορεί να διασώζουν σ’ έναν βαθμό το στοιχείο του προφορικού λόγου
και σε αρκετά από αυτά επανέρχονται τα ίδια προβλήματα, για να
αναπροσδιοριστούν ή και να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Οι διδάσκοντες και διδασκόμενοι, στη
διάρκεια των εκπαιδευτικών συναντήσεών τους, μπορούν να εξοικειώνονται σταδιακά
με τα εργαλεία του ιστορικού (με θεωρίες και μεθόδους) και να επιλέγουν για
κριτική επεξεργασία πρωτογενείς πηγές (μαρτυρίες της εξεταζόμενης εποχής) και
δευτερογενείς πηγές (απόψεις των ιστορικών) διαφορετικής εποχής και οπτικής,
όχι μόνο όσες στηρίζουν τις επιλογές τους αλλά, εξίσου, και τις αντιφερόμενες.
Με το ίδιο πνεύμα διατυπώνονται και οι ασκήσεις για το σπίτι, ώστε να
μειώνεται δραστικά ή και να παραμερίζεται εντελώς η απομνημόνευση. Απαντήσεις
και παραδείγματα στα επιμέρους θέματα, που εδώ τίθενται, δίνονται στα άλλα
δοκίμια αυτού του ιστολογίου.
Όσο κι αν δεχτεί κανείς τις παραπάνω
επιλογές και θελήσει να τις εφαρμόσει, δεν αναμένονται εξαρχής θεαματικά
αποτελέσματα. Βασική προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος είναι να μην
αποκλείεται κανείς από την όλη διαδικασία παραγωγής της γνώσης. Αν λαμβάνεται
σοβαρά υπόψη η πολιτισμική προέλευση του κάθε μαθητή, αν ενθαρρύνεται η ενεργητική
συμμετοχή του, αν τα ερωτήματα διατυπώνονται πολύ απλά στην τάξη, εξίσου απλά
και οι ασκήσεις για το σπίτι, όσο αυτό είναι απαραίτητο, αυξάνουν οι
πιθανότητες να προκύψουν θετικά αποτελέσματα, να κερδηθεί το ενδιαφέρον των
μαθητών, να αποκτηθούν γνώσεις, οι οποίες οξύνουν την κριτική ικανότητα,
κάμπτουν τα στερεότυπα και ενισχύουν την ιστορική συνείδηση. Μεγαλώνουν οι
προσδοκίες αναβάθμισης της Ιστορίας στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο λύκειο
και πολύ περισσότερο, τηρουμένων των αναλογιών, στο πανεπιστήμιο, το οποίο
φέρει μεγάλη ευθύνη για την παρεχόμενη ιστορική παιδεία στην κοινωνία, αφού
πτυχιούχοι του είναι εκείνοι που καλούνται να την διδάξουν σ’ όλες τις βαθμίδες
της εκπαίδευσης. Η αντιστροφή των επιχειρημάτων στην απόδοση ευθυνών δεν
φαίνεται δικαιολογημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου