ΠΡΟΣ ΜΙΑ
ΤΟΠΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ
ΤΩΝ ΓΡΑΠΤΩΝ
ΠΗΓΩΝ
ΤΟΠΙΚΗ: Σύνολο από προτάσεις που θα μπορούσαν να
γίνουν γενικά αποδεκτές. Όσα εδώ λέγονται για τις γραπτές πηγές αναλογικά ισχύουν
για τις προφορικές, τις εικαστικές και όλες τις άλλες.
− Ο ιστορικός
εξετάζει ποιος είναι ο συντάκτης μιας γραπτής πηγής, ποια η σχέση του με τον
αποδέκτη του μηνύματος και/ή με ποια πρόθεση γράφει.
Και στην περίπτωση που ένας αυτόπτης μάρτυρας αφηγείται
με τον πιο αμερόληπτο τρόπο ένα συμβάν, η μερική τουλάχιστον παραμόρφωσή του
είναι αναπόφευκτη. Και μόνο η απομάκρυνση από τον τόπο του συμβάντος, ακόμη και
αν είναι ελάχιστος ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στο συμβάν και την αφήγησή
του, διαφοροποιεί μέρος των εντυπώσεων. Ό,τι υπέπεσε στην αντίληψή του (είδε,
άκουσε), ό,τι θυμάται, το αφηγείται ανάλογα με τη δυνατότητά του να διατυπώνει.
Η παρουσίαση, εξάλλου, και των πιο απλών περιστατικών απαιτεί τη χρήση όρων
περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένων, ενώ για άλλα απαραίτητη είναι η γνώση μιας
ειδικής ‘‘γλώσσας’’, π.χ. της στρατιωτικής. Ακόμη και μαρτυρίες ανθρώπων του
ίδιου μορφωτικού επιπέδου, που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες ενός συμβάντος, όπως
έχει διαπιστωθεί και πειραματικά, διέφεραν ακόμη και ουσιωδώς.
− Ο αυτόπτης μάρτυρας εκθέτει τα πράγματα στο επίπεδο των δικών του προσλαμβανουσών παραστάσεων. Για παράδειγμα, οι απεσταλμένοι του βασιλιά του
Μεξικού Μουκτεζούμα (1466 π. – 1520) του διηγήθηκαν ως εξής την πρώτη τους
επαφή με τους ισπανούς κατακτητές (1519): «τα σώματά τους ήταν στο σύνολό τους
σκεπασμένα και φαινόταν μόνο το πρόσωπό τους. Είναι άσπρο, άσπρο σαν να ήταν
από ασβέστη. Έχουν κίτρινα μαλλιά, αλλά μερικοί τα έχουν μαύρα. Η γενειάδα τους
είναι μακριά. και τα μουστάκια
τους είναι κίτρινα. Προχωρούν επάνω στα πλευρά των ‘‘ελαφιών’’ τους. Έτσι
καθισμένοι, φτάνουν στο ύψος που έχουν οι στέγες...» (Nathan Wachtel, La
Vision des
vaincus. Les Indiens du Pérou devant la Conquête espagnole, 1530-1570, Paris, 1971, σ. 43, επανέκδοση 1999).
− Ο συντάκτης μιας πηγής εκφράζει καλύτερα τις προσωπικές του εμπειρίες, κατανοεί και εκφράζει καλύτερα τον δικό του κόσμο,
π.χ. της πόλης, ενώ συχνά παρανοεί ό,τι του είναι ξένο: ο άνθρωπος της πόλης
τον κόσμο της υπαίθρου, ο ευρωπαίος περιηγητής τις συμπεριφορές, τις
συνήθειες, τους θεσμούς άλλων, μη ευρωπαϊκών, χωρών, και αντίστροφα. Οι ανθρωπολόγοι,
για να αποφεύγουν τέτοιου είδους παρανοήσεις, συχνές ιδιαίτερα στην
προεπιστημονική φάση περιγραφών ανθρωπολογικού τύπου, συμβιώνουν για μακρό
χρόνο με τις αρχέγονες φυλές που μελετούν, προσπαθούν να ταυτιστούν μ’ αυτές,
τις σπουδάζουν ab intus. Ταυτόχρονα, δεν παύουν ως ξένοι να παρατηρούν και να
επισημαίνουν πράγματα, τα οποία διαφεύγουν από τους ντόπιους ως κοινά και
καθημερινά και γι’ αυτό όχι άξια προσοχής. Πέρα από αυτό το εμπειρικό πλεονέκτημα,
διαθέτουν και ένα άλλο πολύ σοβαρό: έχουν σπουδάσει και οικειωθεί μια ή
περισσότερες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες παρατηρούν, περιγράφουν και
ερμηνεύουν ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή τους με δυνατότητες, τις οποίες δεν
έχει ο απλός παρατηρητής. Όλα αυτά τους επιτρέπουν να καταγράφουν και να
αποδίδουν νόημα στα πράγματα, τα οποία, αν και υπάρχουν, στερούνται νοήματος
και προσλαμβάνουν εκείνο που του αποδίδουν οι μελετητές σε μακροχρόνια και
στενή επαφή με τους ντόπιους. Από αυτή την άποψη, η περιγραφή και η εξήγηση,
το ίδιο το γεγονός, είναι μια κατασκευή, η οποία, όπως καθετί άλλο, μπορεί να
αμφισβητηθεί. Τούτο καθόλου δεν μειώνει τη σημασία της επιστημονικής εργασίας.
Αντίθετα, όπως σε όλες τις επιστήμες, η πορεία προς νέες προσεγγίσεις και
ερμηνείες, άλλοτε περισσότερο εύστοχες και άλλοτε όχι, είναι διαρκής. Αν και
οφείλουμε να το παραδεχθούμε ότι η σκέψη μας, πριν να αναπτύξουμε έναν ξεκάθαρο
προβληματισμό, είναι προκατειλημμένη από τη ριζωμένη θετικιστική αντίληψη ότι
έργο του ιστορικού είναι η αναζήτηση και καταγραφή του γεγονότος. Ωστόσο, τα
περί κατασκευής του γεγονότος από τον ιστορικό δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά. Ο
Henri Moniot, πέρα από ερευνητής, ειδικός σε θέματα θεωρίας
και διδακτικής της ιστορίας, τοποθετείται επ’ αυτού ως εξής: «Ο ιστορικός είναι
εκείνος που κατασκευάζει την πηγή – τα κατάλοιπα του παρελθόντος δεν είναι παρά
η πρώτη ύλη για κάτι τέτοιο. […] η πηγή έρχεται από το χθες …αλλά μέσα από το
βλέμμα του σήμερα∙ η κριτική της έρχεται από το σήμερα
[…] αλλά για να αιχμαλωτίσει το χθες […]. Όλα αυτά πασιφανή σε όλες τις
ιστορικές πηγές, γίνονται ακόμη πιο εξόφθαλμα στην περίπτωση της λεγόμενης
‘‘σειραϊκής ιστορίας’’ […] με την κατάλληλη συνένωση των διαδοχικών τιμών στο
σύνολό τους ανά προϊόν, ανά περιοχή […] ισοδυναμεί με την εξαγωγή μιας
πληροφορίας […] διαφορετικού βελινεκούς […] εφευρίσκει μια νέα πληροφορία,
προϊόν των πηγών αυτών, σφραγίζοντας με την επιστημονική πρωτοβουλία την ίδια
την καρδιά των υπολειμμάτων του παρελθόντος» (Henri Moniot, Didactique de l’histoire, Paris, 1993, ελληνική
μετάφραση, Η διδακτική της ιστορίας, Αθήνα, 2002, σ. 83-84).
− Ο συντάκτης παρατηρεί, καταγράφει και κρίνει ανάλογα με τα πολιτισμικά περιβάλλοντα τα οποία τον έχουν διαμορφώσει: τα εξωτερικά ερεθίσματα που έχει δεχτεί, τους ανθρώπους που
έχει συναναστραφεί, τις καταστάσεις που έζησε, τους τόπους στους οποίους
ταξίδεψε, τους δασκάλους που άκουσε, τα βιβλία που ήθελε ή είχε τη δυνατότητα
να διαβάσει (Georges Duby, «L’histoire des mentalités», στο Charles Samaran (επιμ.), L’histoire et ses méthodes (Encyclopédie de la Pléiade), τ. 4, Paris, 1961, σ.
937-966, όπου παραδείγματα ανθρώπων του 11ου και 12ου αιώνα με κοινή αφετηρία ή
την αυτή ιδιότητα αλλά διαφορετικών διανοητικών οριζόντων).
Σ’
έναν βαθμό, το κείμενό του καθορίζεται από την ιδιότητα ή το επάγγελμά του.
Αλλά ο συντάκτης ενός κειμένου δεν μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ το
πολιτισμικό επίπεδο της εποχής του, συχνά μάλιστα υπολείπεται αυτού του
επιπέδου. Μερικές φορές εκφράζει μια γενικά αποδεκτή αντίληψη για τα πράγματα,
μετέχει, κατά συνέπεια, στο συλλογικό ασυνείδητο, στο συλλογικό φαντασιακό.
Καμιά προσωπικότητα, όσο κι αν ξεχωρίζει, δεν ξεφεύγει εντελώς από τις
νοοτροπίες, τις πεποιθήσεις, τις θεωρίες της εποχής της. Ο Lucien Febvre έδειξε πόσο κοντά στην εποχή του ήταν ο François Rabelais, εκπρόσωπος του γαλλικού λαϊκού ανθρωπισμού τον 16ο αιώνα (Lucien Febvre, Le problème
de l’incroyance au xvie siècle. La religion de Rabelais, édition
revue, Paris, 1947).
Ενίοτε υπάρχει διάσταση λόγων και έργων,
διακηρύσσονται αξίες που – μερικά ή ολικά – δεν τηρούνται, δεν επιβεβαιώνονται
στην πράξη. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι συγγενικοί δεσμοί είναι πολύ στενοί,
αλλά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αδελφών που για κτηματικές διαφορές, για
μια πιθαμή γης, φτάνουν ακόμη και στον φόνο.
Συχνά ο συντάκτης λαμβάνει υπόψη του – γι’ αυτό
γράφει ανάλογα – ότι απευθύνεται σ’ έναν αποδέκτη με ορισμένη νοοτροπία,
παιδεία, ιδεολογία. Ο αποδέκτης μπορεί να ανήκει στους ομοίους του, να είναι
άνθρωπος που ασκεί επιρροή σ’ αυτόν, ιεραρχικά ανώτερός του.
Σε μεγάλο βαθμό εκφράζει την κοινωνική ομάδα στην
οποία ανήκει, αυτή από την οποία προέρχεται ή αυτή στην οποία ελπίζει να
αφιχθεί. Όταν είναι συνειδητοποιημένος, αν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις,
εκφράζεται σύμφωνα με την ιδεολογία της τάξης του ή ανάλογα με την ταξική του
συνείδηση. Αντίθετα, αποφεύγει να διατυπώσει ακόμη και το πιο παραμικρό
παράπονο, πολύ περισσότερο επιλέγει να μη διαμαρτυρηθεί, όταν μια τέτοια
συμπεριφορά μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά
του.
Συχνά ασυνείδητα έχει αποδεχθεί την ηγεμονική
ιδεολογία που του έχει υποβληθεί από τελετουργικούς, σχολικούς και άλλους
ποικίλους μηχανισμούς, με συνέπεια, παρά τις καλές του προθέσεις, να μην μπορεί
να σκεφθεί και να εκφραστεί διαφορετικά. Συχνά, συνειδητά ή όχι, εκφράζεται
ανάλογα με τα μηνύματα προτροπών και απαγορεύσεων που καθημερινά λαμβάνει.
Σύμφωνα με τον Jerzy Topolski, «η στέρηση της ανταμοιβής λειτουργεί ως τιμωρία και η απάλειψη της
τιμωρίας ως ανταμοιβή» και «η διάσταση των πεποιθήσεων λειτουργεί ως τιμωρία
και η άρση της διάστασης των πεποιθήσεων λειτουργεί ως ανταμοιβή» (Jerzy Topolski, Προβλήματα ιστορίας και ιστορικής
μεθοδολογίας, Αθήνα, 1983, σ. 88 και 94, από το κεφάλαιο «Η σπουδαιότητα
της θεωρίας της εκμάθησης για την ιστορική εξήγηση»). Συχνά, συνειδητά ή όχι, γίνεται υποχείριο / φερέφωνο
της εξουσίας, αναλαμβάνει για την εδραίωσή της να κατασκευάζει τη δόξα και το
μεγαλείο της (το ίδιο το όνομα της μούσας της ιστορίας Κλειώς σημαίνει: αυτή
που κάνει ενδόξους).
Υποβάλλει για το παρόν και το μέλλον μια απατηλή
εικόνα του κόσμου και της εξουσίας. Με αφηγηματικές πηγές που εκθέτουν τη
δράση των élites – πρώτιστα των ηγετών – παράγεται μια ιδεολογική ιστορία
θεάτρου, με λίγα πρόσωπα / ιστορικούς δράστες επί σκηνής. Τα γεγονότα
συνδέονται με τους δράστες και τοποθετούνται, γι’ αυτό, στον άξονα του γραμμικού
χρόνου σε σχέση προηγούμενου - επόμενου (αιτίας - αποτελέσματος), οπότε όλη η
ροή της ιστορίας εκτυλίσσεται στο επίπεδο του σύντομου χρόνου και παριστάνεται
αποκλειστικά ως αποτέλεσμα των αποφάσεων ενός ή λίγων προσώπων. Άλλοτε πάλι,
από λόγους νοοτροπίας, παιδείας και ιδεολογίας, η ιστορική ερμηνεία των
γεγονότων είναι προνοιακή, η ροή των γεγονότων δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης των
ανθρώπων, ή της φύσης, όπως σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, αλλά ενεργήματα
μιας μεταφυσικής θείας δύναμης, η οποία προκαθορίζει την τύχη του ανθρώπινου
γένους, όπως και τις πράξεις ή τα παθήματα του καθενός, τα οποία εμφανίζονται
άλλοτε ως δοκιμασίες και άλλοτε ως τιμωρίες.
Μπορεί ένα κείμενο να είναι μια επαναστατική
προκήρυξη (π.χ. αυτή με την οποία κήρυξε την επανάσταση του 1821 ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας) ή να
εκφράζει μια νεωτερική αντεξουσιαστική ιδεολογία μιας μερίδας διανοουμένων της
εποχής του (π.χ., το έργο Ελληνική Νομαρχία που εκδόθηκε ανωνύμως το 1806).
Στα κείμενα συχνά εντοπίζεται ένα ιδεολογικό
κέντρο, η μονομερής παρουσίαση και ανάλυση γεγονότων ή ιδεών ανάλογα με την προσωπική,
οικογενειακή, τοπικιστική, φυλετική, εθνικιστική, θρησκευτικοδογματική, ταξική,
φατριαστική, παραταξιακή, κομματική, πολιτική οπτική του συντάκτη του κειμένου.
− Από το παρόν για το παρελθόν. Ο
συντάκτης ενός κειμένου μπορεί να υπερασπίζεται ή να αποδοκιμάζει το παρόν από
μια θετική ή αρνητική, ρητή ή άρρητη, στάση απέναντι στο παρελθόν.
− Αντίθετα, η προοδοκεντρική ιδεολογία του μοντερνισμού (υπεροχής του
παρόντος έναντι του παρελθόντος) υποβαθμίζει ή παρανοεί το παρελθόν και μειώνει
τη δυνατότητα θετικής επίδρασής του στο παρόν και στο μέλλον. Κατ’ αυτό τον
τρόπο παραβλέπονται τα προβλήματα του παρόντος. Άλλοτε πάλι η στάση απέναντι
στο παρελθόν είναι θετική, ακόμη και μυθική. Το παρελθόν εξωραΐζεται και
λειτουργεί ιδεολογικά ως παράδειγμα. Οπότε: α) οι κοινωνικές ομάδες, των
οποίων μειώθηκε ή κινδυνεύει να μειωθεί η αναγνώριση, η επιρροή, νοσταλγούν την
κοινωνική τάξη και τις αξίες του παρελθόντος, β) ασθενέστερες κοινωνικές
ομάδες, ιδίως στις παραδοσιακές κοινωνίες, είτε εξωραΐζουν το παρελθόν από
μυθοποιητική τάση είτε σκόπιμα ισχυρίζονται ότι στο παρελθόν η μεταχείρισή τους
ήταν δικαιότερη ή το κόστος ζωής χαμηλότερο.
− Από το παρόν για το μέλλον. Ο συντάκτης μιας πηγής μπορεί να προβάλλει στο μέλλον παραδείσους,
ουτοπίες, το τέλος της ιστορίας (το τέλος των κοινωνικών συγκρούσεων) από
διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις: τη μετάθεση ή παραθεώρηση των προβλημάτων,
την άμβλυνση των αντιθέσεων, αλλά και την προώθηση μιας ιδεολογίας ή την
ανάληψη πολιτικής δράσης.
− Η κυριαρχία του χρόνου στον χώρο. Συχνά στις πηγές γίνεται διάκριση σε πολιτισμένους (δυτικοευρωπαίους) και απολίτιστους,
προβάλλεται η ανωτερότητα της λευκής φυλής έναντι των άλλων. Η στάση αυτή –
συνέπεια της ευρωπαϊκής ηγεμονίας – γέννησε ιδεολογικότατα τη γραμμική οπτική
της ιστορίας. Όλες οι αφηγηματικές πηγές – χρονογραφίες από κτήσεως κόσμου
και άλλες – κινήθηκαν στον άξονα του ευρωκεντρικού γραμμικού χρόνου (από τους
Εβραίους ως τους Ευρωπαίους μέσω των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων). Πέρα από
αυτόν τον άξονα συχνά η σιωπή (ή η μνεία σε σχέση με αυτόν), με συνέπεια οι
άλλοι λαοί να περιθωριοποιούνται ή και να αποκλείονται από την ιστορία με όλες
τις συνέπειες: μπορούν να διαπράττονται εις βάρος τους πολλά και τραγικά και σήμερα
ακόμη που τα μέσα της τεχνολογίας για τη μετάδοση της είδησης είναι απείρως
ισχυρότερα. Εξάλλου, οι ειδήσεις, που αφορούν τον ‘’τρίτο κόσμο’’, όσο κι αν
είναι τραγικές, δεν προκαλούν την ίδια συγκίνηση και δεν επηρεάζουν στον αυτό
βαθμό την παγκόσμια κοινή γνώμη με όσο εκείνες αποτελούν πλήγμα για τον
‘’δυτικό κόσμο’’.
Οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και ολόκληροι
λαοί δεν έχουν φωνή. Ο Lawrence Stone υποστηρίζει ότι «δεν άφησε γραπτή
μαρτυρία [...] το 99% της ανθρωπότητας πριν από το 1940» (Lawrence Stone, The past and the present, London, 1981, σ. 72). Γι’ αυτό, ο ιστορικός δεν αρκείται στις γραπτές πηγές. Για τις κοινωνικές
ομάδες και τους λαούς που δεν άφησαν γραπτές πηγές καταφεύγει σε ίχνη,
‘‘σημεία’’, υλικά κατάλοιπα, ή ακόμη στην επεξεργασία ποσοτικών στοιχείων. Από
τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πώς ο συντάκτης μιας πηγής διαμόρφωσε το κριτήριό
του για το αξιοσημείωτο. Η προβολή του αποκαλύπτει μια ορισμένη ιδεολογική
αντίληψη για τα πράγματα. Προβάλλει το εξαιρετικό και σπάνια το καθημερινό που
ως τέτοιο περνάει απαρατήρητο. Το καθημερινό εκλαμβάνεται ως εξαιρετικό, όταν
πρόκειται για το ελκυστικό καθημερινό των élites (οικονομικών, κοινωνικών,
πολιτικών, καλλιτεχνικών κ.ά.), το οποίο προβαλλόμενο γίνεται όργανο της
ηγεμονικής ιδεολογίας, της εξουσίας των élites, σήμερα του καταναλωτισμού, του τρόπου
ζωής που προβάλλει ως υποδειγματική τη λάμψη του επιφανειακά ωραίου (life
style).
− Τέλος, ο συντάκτης μπορεί να
γράφει για να ευχαριστήσει, κολακεύσει, προβάλει ή να προβληθεί, να
καταγγείλει, να κατηγορήσει ή να δικαιολογηθεί.
− Παρ’ όλα τα παραπάνω, κάθε πηγή περιέχει μια υποκειμενική εκδοχή, μια μερική αλήθεια. Τουλάχιστο η στάση του συντάκτη
της απέναντι στο πραγματικό, όποια κι αν είναι, αποτελεί – και μόνο αυτή –
κομμάτι του πραγματικού.
− Η θετικιστική ιστορική σχολή είδε την πηγή ως documentum,
ως πειστήριο, ως τεκμήριο, ως απόδειξη της αλήθειας. θεώρησε την ακρίβεια, με την οποία προσπάθησε να αποδώσει τις πηγές, ταυτόσημη με την
αλήθεια. Έγραφε ο Leopold von Ranke το 1824: «Η βάση αυτής της εργασίας [...] είναι απομνημονεύματα,
ημερολόγια, επιστολές, αναφορές διπλωματών και αυθεντικές διηγήσεις αυτόπτων
μαρτύρων. Άλλα γραπτά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν μόνο εφόσον [...] φαίνονταν
ίσης αξίας με αυτά, γιατί έδιναν ορισμένες αυθεντικές πληροφορίες» (Leopold von Ranke, Geschichten der romanischen und germanischen Völker von 1494 bis 1514, Leipzig, 3/1885, σ. V). Ανάλογα
και ο Fustel de Coulanges το 1888: «Ο ιστορικός πρέπει να πάρει όλο εκείνο που
περιέχουν οι πηγές και να μην προσθέσει τίποτε που δεν περιέχεται σ’ αυτές.
Καλύτερος ιστορικός είναι εκείνος που μένει κοντά, όσο γίνεται περισσότερο, στα
κείμενα» (Numa-Denis Fustel de Coulanges, La monarchie franque, Paris, 1888, σ. 33. Για τον σημαντικό αυτό γάλλο ιστορικό, βλ. François Hartog, Le XIXe siècle et l’histoire. Le cas Fustel de Coulanges,
Presses Universitaires de France, Paris, 1988, ελληνική μετάφραση, Ο 18ος αιώνας και η ιστορία. Η περίπτωση του Φυστέλ ντε Κουλάνζ, Αθήνα, 1999). Η ελάχιστα κριτική αυτή αντιμετώπιση ισοδυναμεί
με παθητική στάση απέναντι στις πηγές. Η μέθοδος της ιστοριογραφίας, την οποία
ακολουθεί ο ιστορικός, όταν αρκείται να γράφει στο επίπεδο των πηγών, ακριβώς
επειδή περιορίζεται στην απλή παράθεσή τους, ονομάστηκε με πολλή δόση
ειρωνείας από τον Robin George Collingwood, αν και όχι χωρίς υπερβολή, μέθοδος του ψαλιδιού και της
κόλας.
Η ιστορία, ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Jerzy Topolski, δεν γίνεται μόνο με γνώσεις από τις πηγές, αλλά και με γνώσεις έξω
από τις πηγές (Jerzy Topolski, Metologia della ricerca storica,
Bologna, 1975, σ. 483 κ.ε.). Στη φαινομενικά απλή φράση ‘‘η επανάσταση του
1821’’ ακόμη και το ‘‘1821’’ είναι μια γνώση που προέρχεται βέβαια από τις
πηγές, αλλά, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, και από γνώσεις έξω από τις πηγές:
από τις γνώσεις με τις οποίες ασκείται ο κριτικός έλεγχος της αξιοπιστίας τους.
Ενώ η ‘‘επανάσταση’’ (είτε δηλώνεται ρητά είτε όχι ως επανάσταση στις πηγές)
είναι ένας όρος τον οποίο μόνο ο ιστορικός αποφασίζει αν θα τον υιοθετήσει ή θα
τον αποφύγει. Για να το πράξει, σε κάθε περίπτωση – τίποτε δεν είναι τόσο
αυτονόητο – οφείλει να συμβουλευτεί τη σχετική με τη θεωρία των επαναστάσεων
βιβλιογραφία, για να διαπιστώσει αν, σύμφωνα μ’ αυτή, εντοπίζονται ή όχι στις
πηγές ορισμένα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για να οριστεί ένα γεγονός
ως επανάσταση. Καταφεύγει στη θεωρία, επομένως και πάλι σε γνώσεις έξω από τις
πηγές, γιατί, όπως υποστηρίζει ο karl
marx, «δεν μπορούμε να κρίνουμε
μια εποχή από τη συνείδηση που αυτή έχει για τον εαυτό της» (Karl Marx - Friedrich Engels, La concezione materialistica della storia. Guida alla lettura di
Nicolao Merker, Roma, 1986, σ. 133). Ανάλογα, ο βεμπεριανός γάλλος ιστορικός Paul Veyne επικρίνει τη
συμβαντολογική αφηγηματική ιστορία, επειδή γράφεται στο επίπεδο των πηγών, στο
επίπεδο της οπτικής που είχαν οι σύγχρονοι, οι συντάκτες των πηγών. Υποστηρίζει
ότι η αυθόρμητη συνείδηση δεν ξεχωρίζει τα πράγματα, είναι ο κατεξοχήν τόπος
των παρανοήσεων και της ψευδούς συνείδησης. Και καταλήγει: Η ιστορία είναι
περισσότερο ανάλυση, παρά αφήγηση. Η πραγματικότητα δεν γίνεται αντιληπτή με
την πρώτη ματιά (Paul Veyne, Comment
on écrit l’histoire, Paris, 1971). Επομένως,
δεν αρκεί να μεταφέρουμε στη δική μας γλώσσα τις πηγές, εκθέτοντας συστηματικά
το περιεχόμενό τους, για να γνωρίσουμε το παρελθόν. Δεν υπάρχουν
αντικειμενικές, ακίνδυνες πηγές. Ο Michel Foucault υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της ιστορίας είναι
η γνωστική διαδικασία προς τις πηγές και ότι οι πηγές δεν είναι documenta αλλά
monumenta (Michel Foucault, Les mots et les choses, Paris, 1966, ελληνική
μετάφραση, Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου,
Αθήνα, 2008∙ Ο Ιδιος,
L’archéologie du savoir, Paris, 1969, ελληνική
μετάφραση, Η αρχαιολογία της γνώσης, Αθήνα, 1987∙ Ο Ιδιος, Leçons sur la volonté de savoir. Cours au Collège de France (1970-1971), suivi du Savoir d’Œdipe, Paris, 2011). Με παράδειγμα την αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας στους νεότερους
ευρωπαϊκούς χρόνους ερευνά πώς τα κείμενα, στα οποία αποδίδεται μια αξία αλήθειας,
συνδέονται με πολλαπλούς μηχανισμούς εξουσίας, γνώσης, αλήθειας και
ευχαρίστησης. Με αυτό κατεξοχήν το έργο του θέλει να δείξει ότι η αλήθεια δεν
είναι ελεύθερη από τη φύση της, αλλά ότι την διαπερνούν σχέσεις εξουσίας (Michel Foucault, Histoire de la sexualité, Paris, τ. 1: La volonté de savoir, 1976, τ.
2: L’usage des plaisirs, 1984, τ.
3: Le souci de soi, 1984, ελληνική
μετάφραση, Ιστορία της σεξουαλικότητας, Αθήνα, τ. 1: Η δίψα της γνώσης,
1978, τ. 2: Η χρήση των απολαύσεων, 1987, τ. 3 : Η μέριμνα για τον εαυτό
μας, 1993).
Κατά συνέπεια, καθώς οι πηγές δεν αποτελούν
αποδείξεις (documenta), αλλά κατάλοιπα του παρελθόντος (monumenta), προϊόντα
της κοινωνίας, λείψανα ιδεολογιών, μεταμφιέσεις και κατασκευές, οι ερευνητές
είναι επόμενο να επανέρχονται με παλαιές και νέες θεωρίες και μεθόδους, για να
τις αποκωδικοποιήσουν, προκειμένου να επιβεβαιώσουν ή να αναδιατυπώσουν τις
απαντήσεις στα ερωτήματα που οι ίδιοι θέτουν στις πηγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου