ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ
Από
την Άλωση ως την Επανάσταση,
15ος-19ος αι.
(Σε
αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας)
Α΄. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
1.
‘‘Κλέφτες και Αρματολοί’’ ή ‘‘Αρματολοί και Κλέφτες’’;
2. Για
ποιο λόγο οι κλέφτες αποτέλεσαν ιδιαίτερο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας;
3. Ο
όρος κλέφτης έχει προέλθει εκ των άνω ή εκ των κάτω; Ο όρος ληστής;
4. Ο
όρος κλέφτης είναι ταυτόσημος με τον όρο ληστής;
5. Οι
κλέφτες ήταν: α) κλέφτες με την κοινή σημασία του όρου; β) ‘‘κοινωνικοί
ληστές’’, δηλαδή υπερασπιστές των αδυνάτων; γ) ληστές που έρχονταν, όχι
συνειδητά, σε σύγκρουση με το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς (αρχέγονοι της
εξέγερσης); δ) επαναστάτες συνειδητά αντιτιθέμενοι στο καθεστώς; ε)
συνειδητοποιημένα εθνικά σώματα αντίστασης κατά του κατακτητή;
6.
Μορφές επανένταξης: α) γίνονται αρματολοί, β) ένταξη σε ξένους στρατούς, γ)
στον τουρκικό στρατό, δ) συμμετοχή σε εξεγέρσεις και πολέμους, ε) συμμετοχή
στην επανάσταση του 1821.
7. Αντί
να αφηγούμαστε ρητορικά, αντί να προβάλλουμε δογματικά μια εκδοχή ως αλήθεια,
αντί να αναζητούμε μια εκδοχή σύμφωνη με τη δική μας μη επεξεργασμένη αντίληψη
και να αποδοκιμάζουμε κάθε άλλη, δεν είναι προτιμότερο να αναλύουμε πρωτογενείς
και δευτερογενείς πηγές; Να εξετάζουμε πώς οι πηγές έφτασαν ως εμάς, με ποια
πρόθεση γράφτηκαν, γιατί υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις των ίδιων πηγών, πόσο
δρα σαν παραμορφωτικό κάτοπτρο η ιδεολογία: Δεν οφείλουμε να τηρούμε
ενεργητική, κριτική στάση τόσο απέναντι στις πηγές όσο και απέναντι στους
μελετητές και να επισημαίνουμε το ιδεολογικό κέντρο από το οποίο θεωρούν τα πράγματα;
8. Η
κριτική προσέγγιση ιστορικού υλικού (πρωτογενών και δευτερογενών πηγών) είναι
κατεδάφιση ή ενηλικίωση; Τι είναι η ιστορία; ανούσια παρελθοντολογία, προκατασκευασμένη
αλήθεια, παραπλανητική εθνικιστική ρητορεία ή μέσο εθνικής αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης
του παρελθόντος από το παρόν και του παρόντος από το παρελθόν;
Β΄. ΣΥΝΑΦΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Απόκλιση: Οι
συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες ενός κοινωνικού συνόλου. Φαινόμενα
απόκλισης: μαγεία, αλητεία, τρέλα, ληστεία / πειρατεία. Η έννοια της απόκλισης
προϋποθέτει την αντίληψη ότι η κοινωνία βασίζεται στην κοινωνική συναίνεση. Η
απόκλιση αυτή παραβιάζει. Αλλά κι αν δεχτούμε ως ισχυρότερη την κοινωνική
σύγκρουση από την κοινωνική συναίνεση, και πάλι ο όρος διατηρεί την αξία του,
αφού συχνά τα άτομα ωθούνται στην αποκλίνουσα συμπεριφορά από τις κοινωνικές
ομάδες που καθορίζουν τους κανόνες.
Burke, σ.
77.
Κοινωνικοί ληστές:
είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ
συγχρόνως […] θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές
για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων κι ακόμη άνθρωποι άξιοι
θαυμασμού, βοήθειας και εμπιστοσύνης.
Χομπσμπάουμ, Οι ληστές, σ. 9.
Γ΄. ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ
ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
1. Η
ληστεία στην Ήπειρο, Αλβανία και Στερεά (1783)
Οι ληστές της Ηπείρου και της Μακεδονίας
(...Αλβανίας) είναι οι περισσότεροι χριστιανοί. [...] Δεν έχουν σπίτια, παρά
λημεριάζουν μέσα στα δάση, μέσα σε σπηλιές ή κουφάλες χοντρών δένδρων, από όπου
κάνουν αιφνιδιασμούς στους ταξιδιώτες, χριστιανούς και Τούρκους, τους
ληστεύουν, τους σκοτώνουν ή σκοτώνονται από αυτούς. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 50-100, καμιά φορά και σε 200, άνδρες.
Κάνουν αυτή τη δουλειά από απελπισία ή από φόβο τιμωρίας, που θέλουν να
ξεφύγουν, ή από αγάπη για τη ζωή τους που θέλουν να τη σώσουν, ακόμη και κάτω
από αυτές τις συνθήκες […]. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που προσήλθαν στο ρωσικό
στρατό. Αργότερα τους ακολούθησαν κι άλλοι. Αφ’ ότου τους αφήρεσαν τους
αρχηγούς και αφ’ ότου ο Κούρδ πασάς τους ενίκησε και τους εκυνήγησε, και όλους
τους άλλους, όσοι εδήλωσαν υποταγή, τους επήρε στην υπηρεσία του, δεν υπάρχουν
πια τέτοιου είδους ληστές. Ο λαός φαίνεται ότι τώρα είναι ευχαριστημένος γιατί
δεν κινδυνεύουν πια ούτε η ζωή του ούτε τα αγαθά του.
Γεώργιος Δημητρίου από το Αργυρόκαστρο προς τους
Αυστριακούς.
ΛαΪος, σ. 651.
2. Ο Μπουκουβάλας
καίει χωριά
1767 Ιανουαρ. 12. Εις τους χίλιους επτακόσιους
εξήντα εφτά απέθανε ο Μπουκαβάλας εις την Φραγγιά. Και εσηκώθη ο αδελφός του
και επήγε στα Άγραφα με τρακόσιους νομάτους και έκαψε τα χωριά, τα Κομποριανά
και άλλα πολλά, ποιος τα ξέρει. Και ήλθε, ο Πασίταγας στο μοναστήρι (Τατάρνας)
και ήθελε να σμίξη τον Κασίμο (;) και έκαμε ημέρες πέντε και μας έκαμε πολύ
χάρτζι [έξοδα] στο μοναστήρι... Και όχι άλλο. Ίδετε (γνωρίζετε) τον γράψαντα.
Λουκοπουλος, σ.
122.
3. 2. Κλέφτες παίρνουν σκλάβους,
καίνε σπίτια. Τους προτείνεται αρματολίκι, τους
καταβάλλονται χρήματα
Να σοι φανερώσω […] αφέντη μου διά το(υ)ς κλέφτις, διά το(υ)ς
Π(ι)τζιωτάδες. Είχαν πάρει τρεις σκλάβοι από τα Παλι(ο)γριτζιανά [Κοζάνης] και
έκαψαν και τρία οσπίτια και αρχόμινος (: ερχόμενος) ο Χασνατάρης […] το(υ)ς
έστειλε γράμματα [με] άνθρωπον να απολύκο(υ)ν το(υ)ς σκλάβοι και να τους δώκουν
το κόλιν [τουρκ. qol: τμήμα αρματολικίου], καθώς το είχαν […]. Στο Κατάφι […]
(οι προεστοί του χωριού) έβαλαν δικό το(υ)ς καπιτάνο με πέντε νομάτοι και
[ήρθαν σε συμφωνία με τους κλέφτες] να το(υ)ς δίνο(υ)ν από διακόσια πενήντα
γρόσια το ξάμηνο […].
Μήνας Αλωνάριος 8, έτος 1801.
Παναγιωτοπουλος,
τ. 1, σ. 158-159 (από αναφορά στον Αλή πασά του αρματολού Σιαπέρα).
4. Ο νόμος
των κλεφτών
Εγώ, μου δίνει όλος ο κόσμος ψωμί. Διατί α δε μου
δώκει, του σκοτώνω το βόδι [...] το μουλάρι [...] τ’ άλογο γη και τον ίδιο
[...] τονε σκοτώνω.
Γιάννης Παραβόλας, καπετάνιος
κλεφτών (1799).
[...] έτζι έχομε και εμείς νόμο, όπου όποιον
πιάσομε τα ό,τι μας έκαμε να πλερώσει [...]. Μα να ξέρετε τον οχτρό σας [...]
καλύτερα [...]. Να μη ντέσω κανέναν [...] όχι φτωχός να ειπεί, όχι φίλος [...].
Αν ξαγοράζεται, μπαίνει σε ξαγορά, ειδέ και δεν ξαγοράζεται και είναι φτωχός,
θέλει πάρει την ευχαρίστηση τη μύτη και τα αυτιά.
Ραφτογιάννης, καπετάνιος
κλεφτών (1799).
Ασδραχας, σ. 183 και 184.
5. Η
ιδεολογία του βουνού
Κοίτεται ο Πλιάτσκας, κοίτεται, κοίτεται λαβωμένος,
.................................................……………………….
"Πλιάτσκα μου, σα θέλης γιατριά, σα θέλης να γερέψης,
να βγης απάνω στ’ Άγραφα, ψηλά στ’ αγραφοβούνια,
που ’ναι τα κρύα τα νερά, τα όμορφα κορίτσια.
Passow, σ. 117.
6. Ο
Ζαχαριάς Βαρβιτζιώτης βγαίνει κλέφτης
Μετά την έξωσιν των Αλβανών εφάνη ένας των
ονομαστοτέρων κλεπτών εις Πελοπόννησον […]. Ούτος ωνομάζετο Ζαχαρίας, πατρίδα
του ήτον το χωρίον Βαρβίτζα του Μιστρός, εγεννήθη κατά το 1766, πρώτον
εχρημάτισεν υπηρέτης εις τον Καραχαλίλην ισπαήν του Αγίου Πέτρου, ο πατέρας του
ωνομάζετο Θεοδωρής. Αναχωρήσας από τον Χαλίλην υπήγεν εις τον πατέρα του και έβοσκε
πρόβατα, έχων το 15 έτος την ηλικίας του και πηγαινάμενος εις την Κάμπανα, όπου
έχουν τα αραβοσιτοχώραφα οι Βαρβιτζώτες, εύρε μίαν νέαν, η οποία επότιζεν το
χωράφιόν της, προς την οποίαν είπεν να τον πάρη άνδρα, ότι την αγαπά, εκείνη δε
ήρχισεν να τον υβρίζη, εκείνος επανέλαβεν την πρότασίν του να δεχθή η νέα να
τον πάρη, αυτή επιμένουσα να τον υβρίζη, την ετουφέκισεν και έπεσε νεκρά∙ τούτο βλέπων ο Ζαχαρίας ανεχώρησε και υπήγεν εις τον τότε ονομαστόν
κλέπτην Μαντζάρην […].
Κοντακης, σ. 19.
7. Ο
περιορισμένος ιδεολογικός ορίζοντας του Ζαχαριά
Κατά το 1803 έλαβεν μίαν ιδέαν να ελευθερώση την
Πελοπόννησον από τους Τούρκους και ανταπεκρίθη με τον Ναπολέοντα, ο οποίος του
έστειλεν ένα πλοίον με πολεμοφόδια εις Μάνην, ο Ζαχαρίας δε ειδοποίησεν όλους
τους φίλους του να είναι προσεκτικοί και εγράφετο εις αυτούς αρχιστράτηγος της
Πελοποννήσου.
Κοντακης, σ. 21.
8. Ο
Μεγδάνης καπετάνιος επαρχιών / αρματολικιών
Ο Μεγδάνης ούτος, ακμάζων περί τα μέσα της ιζ΄
εκατονταετηρίδος (από τα 1660 μέχρι τα 1680 ή 1690, 130 έτη πριν της
Επαναστάσεως) και καταδιώκων του Οθωμανούς από όλας τας ορεινάς επαρχίας του
δυτικού μέρους της Θετταλίας και της Μακεδονίας (πέριξ Καστοριάς - Βοδενών -
Βεροίας - Σερβίων - Ελασσώνος - Τρικκάλων Θετταλίας) μέχρι του Πίνδου [...] εσυμφώνησεν:
1ον Τούρκος να μη εισέρχεται εις τας φυλαττομένας
επαρχίας.
2ον Οι κάτοικοι να πέμπουν (αφού συνάξουν) τους
φόρους και χαράτζια (κεφαλαιάτικα) διά μέσου των προκρίτων του κάθε χωρίου εις
τας αρμοδίους Οθωμανικάς αρχάς.
3ον Οι υπ’ αυτόν οπλοφόροι (Αρματωλοί) να μένουν
ασύδοτοι παντός φόρου και του χαρατζίου.
Εισελθών μετά πομπής εις τα Τρίκκαλα, έδραν του
βεζύρη, να προσφέρη την υπακοήν του, και υποδεξιωθείς έλαβεν και τους
μουρασελέδες των διαφόρων επαρχιών (διπλώματα) από τον κατήν και το ένδυμα,
επανωφόρι της τιμής (καπότον), διά των οποίων εκυρώνετο η εξουσία του, εξελθών
έπειτα μετά πομπής […] ως ανήρ ένδοξος.
Κασομούλης, τ. 1, σ. 4.
9. Ο
Κολοκοτρώνης αποποιείται το παρελθόν
Το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία.
Κολοκοτρωνης, σ. 41.
10. ‘‘Εις
το ευφημότερον’’
Οι
Γραικοί κλέπται, αφού εμβήκαν εις ταύτην την υπουργίαν μετέβαλαν εις το
ευφημότερον τα ονόματά των. Όλοι ομού ωνομάσθησαν αρματολοί, ο αρχικλέπτης καπετάνιος,
οι υποτακτικοί του παλικάρια και ο
υπασπιστής του πρωτοπαλίκαρον.
Κούμας, τ. 12, σ. 543.
11. Η
επανένταξη κατά την επανάσταση
Άνθρωποι λησταί και κλέπται και κακούργοι,
οίτινες έζων έως της Επαναστάσεως ως άγρια θηρία εις τα σπήλαια και δάση [...]
τότε ανθρωπίσθησαν [...]. Πολλοί των τοιούτων [...] ετίμησαν τα ελληνικά όπλα
και τους αρχηγούς των [...].
Γαζής, σ. 95.
12. Πλήρης
εθνικιστική προσέγγιση: υιοθέτηση του θρύλου
Ουδέν κοινόν υπάρχει μεταξύ των αρχαίων και των
σημερινών κλεφτών και ειμπορεί τις να θαυμάζη και να αγαπά τους πρώτους, χωρίς
να καταστήση ήττον αποτροπαίους τους δευτέρους.
Κατά τας ώρας λοιπόν της ανέσεως οι άνθρωποι
εκείνοι εγυμνάζοντο προπάντων περί ποικίλας χρησίμους εις το επάγγελμα αυτών
ασκήσεις. Έρριπτον εις το σημάδι με ακρίβειαν πάντοτε μεν αξιοσημείωτον
πολλάκις δε τη αληθεία θαυμαστήν. Εγυμνάζοντο περί τον δίσκον και το άλμα και
τον δρόμον, αι δε παραδόσεις διηγούνται περί της καθόλου εις ταύτα δεξιότητος
αυτών πράγματα σχεδόν απίστευτα. [...].
Παπαρρηγόπουλος, τ. 5, σ. 578.
13. Εθνικιστικός
εξωραϊσμός και αναχρονισμός
Κλέφτες κι αρματολοί δημιούργησαν ένα τρόπο ζωής
που θύμιζε με τις ασχολίες του πόλεμο, αθλητικά παιχνίδια, γιορτές, τον τρόπο
ζωής των ομηρικών ηρώων. Παίρνοντας μέρος στους πολέμους εναντίον της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο πλευρό των χριστιανικών δυνάμεων, ανάπτυσσαν
βαθμιαία εθνική συνείδηση κι ενσάρκωναν την ένοπλη αντίσταση του έθνους κατά
του κατακτητή. Από το γεγονός αυτό έγιναν οι ευνοούμενοι ήρωες των λαϊκών
βαλκανικών εποποιιών. Αυτοί θα δώσουν αργότερα τις ένοπλες δυνάμεις του πολέμου
για την Ανεξαρτησία.
Σβορωνος, σ. 48.
14. Η
‘‘αριστερή’’ λαϊκιστική εθνικιστική οπτική
Για τη Ρωμιοσύνη που στέναζε κάτω από το ζυγό της
τούρκικης τυραννίας η ζωή ήταν γεμάτη πόνο, ιδρώτα και αίμα. Συχνά δεν απόμενε
άλλο τίποτα στον κατατρεγμένο χωριάτη, παρά ν’ αδράξει ένα παλιοντούφεκο και να
βγει κλέφτης στα βουνά. Σ’ αυτά φύσαγε άλλος αγέρας.
Αυτούς τους κλέφτες, τη ‘‘μαγιά της λευτεριάς’’
όπως τους ονομάζει ο Μακρυγιάννης, τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους
υποστήριζε, τους έδινε τροφές - ήταν οι προστάτες του.
Πολέμαγαν πάντα πίσω από μετερίζια και ήταν
μαστόροι στις χωσιές. Το μίσος τους
για τους Τούρκους ακράταγο. Τους χτύπαγαν όπου κι αν τους έβρισκαν. Όμοια
κυνήγαγαν και τους κοτζαμπάσηδες, που ήταν όργανα του τύραννου. Του φτωχού
όμως χωριάτη όχι μονάχα δεν του έπαιρναν το βιός, παρά και τον βοηθούσαν και
τον προστάτευαν.
Φωτιαδης, τ. 1, σ. 124.
15. Ρομαντική εθνικιστική οπτική
α. Στην
Ελλάδα, όπως και γενικότερα στην Βαλκανική, οι σουλτάνοι αντιμετωπίζουν το
πρόβλημα της υποταγής των ορεινών πληθυσμών, που είχαν πυκνωθή από πρόσφυγες
των πεδινών […]. Αρκετοί ήταν οι ορεινοί κάτοικοι που αρνούνταν κάθε συμβιβασμό
με τους κατακτητές […]. Ήταν οι ανυπότακτοι κλέφτες και τα χωριά τους κλεφτοχώρια.
[…] Ατίθασοι […] νέοι ή και παλαιοί κλέφτες σχημάτιζαν τις ομάδες αντιστάσεως
που τριγύριζαν πάνω στα βουνά. […] Ο καθένας τους εξασφάλιζε την ελευθερία […]
και φρόντιζε να ζήση, όπως μπορούσε, ληστεύοντας στην ανάγκη και Έλληνες ακόμη.
Αλλά και οι ληστές, που δρούσαν και παλαιότερα, βρήκαν τώρα ένα καινούργιο
πεδίο δράσης, που εξευγενίζει το όνομά τους […]. Ο αγώνας των κλεφτών είχε σαφή
τον χαρακτήρα της ανταπόδοσης, της ενεργητικής αντίστασης εναντίον των
κατακτητών και των αυθαιρεσιών τους. […]οι κλέφτες κατά τους πρώτους αιώνες της
τουρκοκρατίας δεν είχαν την συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία
ολόκληρου του έθνους. Ό,τι τους ξεχώριζε από τους κοινούς ληστές ήταν μόνο το
έντονο μίσος εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους και η συμπάθειά
τους προς τους κατατρεγμένους.
Βακαλοπουλος, τ. 2, σ. 315, 317,
318.
β.
Η τουρκική κατάκτηση δημιούργησε τις συνθήκες για
την ανάπτυξη ενός ρεύματος, που οδηγούσε τους κατοίκους προς τους ορεινούς
όγκους. Μπροστά στην απειλή της σφαγής ή της αιχμαλωσίας οι πληθυσμοί πεδινών
οικισμών ή μεμονωμένα άτομα έπαιρναν τον δρόμο που οδηγούσε μακριά από την
ταπείνωση και τον εξευτελισμό. […] στους ορεινούς πληθυσμούς δημιουργείται και
η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου, που αρνείται να συμβιβαστεί με την
εξουσία και καταφεύγει, και για την ηθική του ικανοποίηση και για την επιβίωσή
του, στην αρπαγή, μοναδικό τις περισσότερες φορές μέσο για τη συντήρησή του.
Από τους οικισμούς αυτούς προήλθαν σε μεγάλο
ποσοστό οι κλέφτες, που με το πέρασμα των χρόνων, κυρίως στον 18ο αιώνα,
απετέλεσαν την έκφραση ενός έντονου φιλελευθερισμού […].
Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνη ο θρυλικός
αγωνιστής της ελευθερίας, όπως μας τον παρουσιάζουν τα δημοτικά μας τραγούδια
και η παράδοση, χρειάσθηκε να περάσουν τρεις περίπου αιώνες μετά την Άλωση. Τα
ελάχιστα στοιχεία που έχουμε για κλέφτες στον 18ο αιώνα αναφέρονται σε πράξεις
που μόνο σαν ληστεία θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Είναι άλλωστε γενικά
παραδεκτό ότι οι κλέφτες στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας δεν είχαν
συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου. […] Δύο ή τρεις γενεές
πριν από την επανάσταση του 1821, οι κλέφτες θα γίνουν οι πυρήνες των
στρατιωτικών σωμάτων αντιστάσεως εναντίον των τουρκικών αυθαιρεσιών. […]
Σφυροερας, σ. 145-146.
16. Οι
κλέφτες χωρίς χρωματιστά γυαλιά
Οι κλέφτικες ομάδες κατάφερναν κάποτε να
κινητοποιούν εκατοντάδες οπαδών και να διατρέχουν μακρές αποστάσεις που υπερέβαλλαν
τα συνήθη όρια του πεδίου της δράσης τους: πρόκειται εδώ για τις μεγάλες
πολεμικές οικογένειες που διεκδικούν μια ή περισσότερες θέσεις αρματολών ή για
ευρύτερες ομάδες που συμμετέχουν σε μια εξέγερση ικανής εμβέλειας και σε
επιδρομές και λεηλασίες στους μεγάλους δρόμους. Θύματα της δράσης των κλεφτών
είναι όλοι οι πληθυσμοί των περιοχών στις οποίες θέλουν να επιβάλουν την
εξουσία τους αναγκάζοντας τις οθωμανικές αυθεντίες και τους κοινοτικούς
άρχοντες να τους παραχωρήσουν τη θέση του αρματολού, ωστόσο, η δράση του κλέφτη
δεν αποβλέπει μόνο στην κατάκτηση αυτής της θέσης: η λεία γίνεται αυτοσκοπός
και μοναδικός τρόπος επιβίωσης των παράνομων κι ακόμη, σε ορισμένο βαθμό, του
πλουτισμού τους. Έτσι, οι έμποροι που κυκλοφορούν ομαδικώς ελκύουν την προσοχή
τους, επίσης και οι εισπράκτορες του φόρου, ακόμη και ο πλανόδιος δουλευτής:
ωστόσο, η πηγή ανεφοδιασμού του κλέφτη είναι κατά κύριο λόγο ο χωρικός κι ο
κτηνοτρόφος, τα μοναστήρια με τα οποία πλέκει δεσμούς συνενοχής και
αλληλοβοήθειας. Τα πλούτη που αποκτώνται με τη λεηλασία κυκλοφορούν με τη
βοήθεια ενδιάμεσων, αποθησαυρίζονται και γίνονται αντικείμενο επίδειξης
εκφραζόμενης με τις ενδυματολογικές συνήθειες που ανταποκρίνονται κι αυτές σε
ένα σύστημα αξιών.
Ασδραχας, σ. 176-177.
17. Κλέφτικες
έξεις και εκτιμήσεις για το ελληνικό κράτος
Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να
εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας,
κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων γέννησε μια από
αυτές τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να
γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.
Χομπσμπαουμ, Η εποχή, σ. 190.
18. Η
διάλυση των ατάκτων το 1833
Έπειτα από μίαν άκραν σιωπήν και εχεμύθειαν, και
σαράντα ημερών σοβαράν σκέψιν της Αντιβασιλείας και του Υπουργείου, την
...(2/14 Μαρτίου 1933) έξαφνα εκδοθέν ‘‘εν ονόματι του Βασιλέως’’ μεταξύ των
άλλων διαταγμάτων και το περί διαλύσεως των Ατάκτων στρατευμάτων, αίτιοι της
δυστυχίας του (Εθνικού) στρατού φανέντες, κατασπαράξαντες εκ βάθους τας καρδίας
όλων των Αγωνιστών, άπνοοι και άφωνοι μείναντες (ούτοι) ως φλομωμένοι ιχθύες,
απελπίσθησαν (τελείως) και μη δυνάμενοι ούτε εμπρός ούτε οπίσω να κινηθούν
ένεκα της τρομεράς δυστυχίας των. Οι επίσημοι Οπλαρχηγοί και οι περισσότεροι
των αξιωματικών (των Ελαφρών Ταγμάτων) έμειναν με τας (απολεσθείσας) ελπίδας
των μόνοι εις Πρόνοιαν [προάστιο του Ναυπλίου], απαρηγόρητοι, (αν και βαθέως)
αγανακτούντες. Οι (δε) υπαξιωματικοί και στρατιώται, περιπλανώμενοι από χωρίον
εις χωρίον, περίπου των 15 χιλιάδων, αναθεματούντες τους πρωταιτίους και μακαρίζοντες
τους συναδέλφους των οίτινες δεν έζησαν να ιδούν το τέλος τούτων (των αδικιών).
Κασομουλης, τ. 3, σ. 616-617.
19. Οπλαρχηγοί και πρόκριτοι απέναντι στον εκσυγχρονισμό
[Οπλαρχηγοί και τζάκια] δε θα
ήθελαν να βλέπουν στην κυβέρνηση του βασιλέως παρά μια παραλλαγή της διοικήσεως
των πασάδων.
Τιρς, τ. 2, σ. 20.
20. Οι κλέφτες από τη σκοπιά ενός τούρκου ιστορικού
[Οι κλέφτες] εξυμνήθησαν υπό
των εκ των υστέρων δημιουργηθεισών εθνικών φιλολογιών των βαλκανικών εθνών ως
ομάδες δυσάρεστοι εις την οθωμανικήν διοίκησιν ή ορθότερον ως αποτελούσαι τον
πυρήνα της εθνικής κινήσεως των λαών.
Orhonlu, σ. 56.
Δ΄.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Ο
όρος ‘‘κοινωνικοί ληστές’’ (βλ. Β) σημαίνει ότι
– οι
ληστές λήστευαν την κοινωνία
–
διατηρούσαν σχέσεις με την κοινωνία
– χτυπούσαν την κοινωνική αδικία
2. Οι χωρικοί ονόμαζαν τους ληστές...........
και οι άνθρωποι του
κράτους.....................
3. Να συμπληρωθούν οι φράσεις
– οι
ληστές ζούσαν (πού;)............
– οι
ληστές χτυπούσαν (ποιους;)...........
–
πολλοί ληστές εντάχτηκαν..............
–
άλλοι ληστές νικήθηκαν από τον ...........
– όταν οι ληστές υποτάχτηκαν, ο λαός ήταν....... (βλ. Γ.1).
4. Ο Μπουκουβάλας έκαψε χωριά των Αγράφων
(βλ. Γ.2, πρβλ. Γ.3).
– για
να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του
– για
να αναγνωριστεί καπετάνιος
– γιατί οι χωρικοί στέκονταν εμπόδιο στα σχέδιά του
5. Ποιος ήταν ο ‘‘νόμος’’ των κλεφτών;
Τι απαιτούσαν από όσους αιχμαλώτιζαν; (βλ. Γ.4),
6. Για ποιους λόγους μερικοί έβγαιναν κλέφτες; (βλ.
Γ.6).
7. Η δύναμη
των αρματολικιών (βλ. Γ.8).
8. Γιατί ο
Κολοκοτρώνης αποδίδει στην εξουσία το όνομα κλέφτης; (βλ. Γ.9). Γιατί οι
κλέφτες απέφευγαν να ονομάζονται κλέφτες; (βλ. Γ.10).
9. Από ποιο κυρίως ιδεολογικό κέντρο βλέπουν το
φαινόμενο οι συντάκτες των κειμένων 12, 13 14 και 15;
10. Γ.16: Άσκηση
άστρου. Κεντρική έννοια οι ‘‘κλέφτικες ομάδες’’.
11. Οι κλέφτες
που αναμφισβήτητα αποτέλεσαν τον κορμό του νικηφόρου στρατού της επανάστασης
του 1821, ήταν δυνάμεις που συνετέλεσαν στην οργάνωση σύγχρονου κράτους; (Γ. 17
και 18).
12. Ποια η τύχη των κλεφτών στο ανεξάρτητο ελληνικό
κράτος (βλ. Γ.19).
Ε΄.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο όρος κλέφτες, σε χρήση κυρίως
στα προεπαναστατικά χρόνια, είναι ταυτόσημος με τον όρο ληστές. Το φαινόμενο
της ληστείας συναντάται σ’ όλες τις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, ή και σε
σύγχρονες βιομηχανικές σε περιοχές στις οποίες εξακολουθούν να επιβιώνουν οι παλαιές
δομές.
Οι κλέφτες είναι παράνομοι που μετέρχονται
βία για να αποσπάσουν λεία. Σε κάθε κοινωνία εμφανίζονται φαινόμενα αποκλίνουσας
συμπεριφοράς. Οι κλέφτες / ληστές κατά κανόνα έρχονταν, όχι συνειδητά, σε
σύγκρουση με το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Είναι, όπως τους χαρακτηρίζει ο
Έρικ Χομπσμπάουμ, οι αρχέγονοι της εξέγερσης. Μερικές φορές κατορθώνουν να
επανενταχθούν στην κοινωνία: π.χ., στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας
πολλοί κλέφτες γίνονται αρματολοί ή στα χρόνια της Επανάστασης υπηρετούν τους
σκοπούς της ως άτακτοι. Η συμμετοχή τους ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την
κοινωνική τους επανένταξη. Ταυτόχρονα, συνειδητοποίησαν ότι συνέβαλαν
αποφασιστικά στην απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο, στη διάρκεια της
Επανάστασης και τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κράτους οι
συνθήκες δεν επέτρεψαν σε πολλούς κλέφτες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα
ούτε το κράτος είχε τη δυνατότητα να τους αφομοιώσει. Η Αντιβασιλεία το 1833 έκρινε
ότι μεγάλος αριθμός από τους ατάκτους ήταν ακατάλληλοι να υπηρετήσουν στον
τακτικό στρατό. Με συνέπεια το φαινόμενο της ληστείας να σημειώσει νέα σοβαρή
έξαρση στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Το οθωμανικό κράτος, για να απαλλάξει τους
πληθυσμούς από τη ληστεία, όπως επίσης για να διευκολύνει τη μετακίνηση των
ανθρώπων και τη διακίνηση των αγαθών, χρησιμοποίησε τα συνήθη σε όλα τα κράτη
σώματα ασφαλείας και στις πιο ευαίσθητες περιοχές την επιθεώρηση των δερβενίων.
Στους ορεινούς καζάδες (επαρχίες), από τη Στερεά ως τη Μακεδονία, ανέθεσε την
ασφάλεια σε ντόπιους χριστιανούς καπετάνιους, οι οποίοι, οι ίδιοι και οι άνδρες
τους, με αυτή την ιδιότητα ονομάζονταν αρματολοί. Σύνηθες ήταν οι κλέφτες να προβαίνουν
σε βίαιες ενέργειες για να αναγκάσουν τις αρχές να τους αναθέσουν το αρματολίκι,
προκειμένου να σταματήσουν να δρουν ως ληστές (βλ. Γ2 και Γ3). Οι περιφέρειες
φύλαξης, τα αρματολίκια, συχνά περιήλθαν κληρονομικά σε ισχυρές τοπικές
οικογένειες. Η αλληλοϋποστήριξη αυτών των οικογενειών καθιστούσε τη διαδοχή πιθανότερη.
Η εθνική ελληνική ιστοριογραφία αφιερώνει
στους αρματολούς και κλέφτες ολόκληρο κεφάλαιο, γιατί αποτέλεσαν τις πιο αξιόμαχες
δυνάμεις της επανάστασης. Δεν έχει γραφτεί ακόμη μια μελέτη, η οποία να δείχνει
τι ακριβώς είχαν συνειδητοποιήσει / φιλοδοξήσει ορισμένοι κλεφτοκαπετάνιοι πριν
από την επανάσταση του 1821. Ο Ζαχαριάς, π.χ., απ’ ό,τι είδαμε, δεν φαίνεται να
είχε συλλάβει κάτι περισσότερο από το να ελευθερώσει την Πελοπόννησο (πολλοί
Μοραΐτες –ανάλογα και κάτοικοι άλλων περιοχών, γιατί ο τοπικισμός δεν είναι
χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του Μοριά– αυτό το όριο δεν μπόρεσαν να το
ξεπεράσουν ακόμη και στα πιο ώριμα χρόνια της Επανάστασης).
Ενδεικτική του προεπαναστατικού κλίματος σε σχέση με
τους κλεφτοκαπετάνιους είναι και μια αναφορά, της 8 Ιουλίου 1807, προς τη
Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας, του έκτακτου επιτρόπου της Ιωάννη
Καποδίστρια, την οποία έστειλε από τη Λευκάδα. Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων είχε
συγκεντρώσει στρατό για να την καταλάβει και ο Καποδίστριας είχε σταλεί για να
οργανώσει την άμυνά της. Η επίθεση δεν έγινε. Ο Αλή πασάς επέστρεψε την έδρα
του και ο Καποδίστριας με τον µητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο και τον στρατηγό στην
υπηρεσία της Ρωσίας Εµµανουήλ Παπαδόπουλο πραγματοποίησαν μια ενθουσιώδη
συνάντηση στη θέση Μαγεµένο µε τα 400 και πλέον παλικάρια που είχε φέρει ο
Ιγνάτιος από τα μέρη της Ρούμελης για την περίσταση. Περιτριγυριστήκαμε,
γράφει, από τους καπετάνιους, τον συνετό και ανδρείο Κίτσο Μπότσαρη, τον φοβερό
Κατσαντώνη και άλλους. Περάσαμε το πρωί ακούγοντας από τους πιο εύγλωττους τη διήγηση
των κατορθωμάτων τους, ακολούθησε γεύμα, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά των
ηρωικών συμποσίων που έψαλε ο Όμηρος. Τέλος, μουσική, τραγούδι και χορός. Έγινε
και μια σύντομη αναφορά στην υπό [ρωσική] προστασία Επτάνησο Πολιτεία. Οι
καπετάνιοι είπαν πως θα μείνει πάντοτε πατρίδα τους. Και ο Καποδίστριας πρόσθεσε
στην αναφορά του πως η μεγάλη τους γενναιότητα, μπορεί να τους παρακινήσει να
προκαλέσουν πιο μεγάλα γεγονότα (Αρχείον Καποδίστρια, τ. Β΄, σ.162).
Το ποθούμενο, ξεκάθαρο, θολό, θεωρούμενο ως
επικείμενο ή ως μακρινό όνειρο, ήταν ένα: η απελευθέρωση του ελληνικού γένους,
άσχετα αν οι μορφωμένοι είχαν μάθει να το αποκαλούν έθνος και οι καπετάνιοι να
μην το ονομάζουν ελληνικό, αν και δεν εννοούσαν κάτι διαφορετικό. Εξάλλου, πέρα
από το ότι αντιμάχονταν τον Αλή πασά ήξεραν και τον Θούριο του Ρήγα και
τόσα είχαν ακούσει για τη Γαλλική Επανάσταση.
Από υπερεθνικιστική τάση
μερικοί δεν διστάζουν να ‘‘πυροβολούν’’ όσους προσπαθούν να καταλάβουν πώς
σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε. Όταν προσεγγίζουμε, ωστόσο, ένα κείμενο, εκκινούμε
με τις δικές μας αντιλήψεις, με προκαταλήψεις και στερεότυπα, αλλά και με την
ελπίδα, όταν ανοίξουμε ‘‘διάλογο’’ μ’ αυτό, να τις ξεπεράσουμε. Από αυτόν τον
διάλογο μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι οι άνθρωποι δεν έχουν στο νου τους
πάντοτε και παντού την ίδια κοσμοαντίληψη. Ακόμη κι όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση,
πολλών καπετάνιων οι ορίζοντες ήταν διαφορετικοί. Φέρνω στο νου μου τον Γεώργιο
Καραϊσκάκη: το 1822 επιδίωκε και διορίστηκε από τον οθωμανό πασά καπετάνιος στο αρματολίκι των Αγράφων. Αντίθετα,
το 1826-1827, όταν ως γενικός αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων είχε αποκλείσει
τους Οθωμανούς στην Ακρόπολη και κρατούσε ζωντανή την Επανάσταση, ήξερε πολύ
καλά γιατί πολεμούσε. Ωστόσο, το ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι αγωνιζόταν για
την Ελλάδα, για μια πολύ πιο ευρύχωρη έννοια από το αρματολίκι, καθόλου δεν
σημαίνει ότι έπαψε να είναι αυτό που πάντοτε ήταν. Από τα λεγόμενά του πριν από
τον αργό θάνατό του, όπως αυτά σε πολλές παραλλαγές διασώζονται σε
απομνημονεύματα της εποχής, προκύπτει ότι, αν και ένδοξος και
συνειδητοποιημένος, πέθανε σαν κλέφτης. Οι άνθρωποι, αν και συχνά
αντιλαμβάνονται το νέο, τη μεταβολή, το παλαιό, αυτό που ήταν, δεν διαγράφεται.
Οι διδάσκοντες ιστορία, πολύ περισσότερο οι
συγγραφείς εγχειριδίων για μαθητές και φοιτητές, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν
ότι δεν απευθύνονται σ’ έναν στενό κύκλο ομοϊδεατών ή ειδικών, αλλά μέσω των
εγχειριδίων προς την κοινωνία, που δεν είναι συμπαγής αλλά ο καθένας και κάθε
κοινωνική ‘‘ομάδα’’ μπορούν να έχουν τις δικές τους απόψεις και δικαιούνται να
τις εκφράζουν, να κρίνουν και να αμφισβητούν. Από τα εγχειρίδια των τελευταίων
ετών, και όχι μόνο, φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποια προετοιμασία και, απ’ ό,τι
γνωρίζω, δεν έχει συνταχθεί ως σήμερα καμιά μελέτη σχετική με το πώς δει σχολικήν και πανεπιστημιακήν
ιστορίαν συγγράφειν. Ο λόγος των ερευνητών, πολύ περισσότερο των ιστορικών
συγγραφέων σχολικής ιστορίας και των διδασκόντων ιστορία πρέπει να είναι κατά
το δυνατόν αφοπλιστικός και ταυτόχρονα χωρίς αποσιωπήσεις, υποχωρήσεις και συμβιβασμούς να
αποτυπώνει την ετερότητα του παρελθόντος, το διαφορετικό. Σ’ αυτό, πολύ επέμενε
στα έργα του ο γάλλος ιστορικός Michel de Certeau.
Όσο για τις πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος
και, ειδικότερα, για τον κοινωνικό ρόλο του ιστορικού, για τις αναθεωρήσεις των
σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, τη διεύρυνση της συζήτησης πέρα από τον κύκλο
των ειδικών, τον ρόλο της μνήμης, την υποχρέωση παρέμβασης του ιστορικού στη
δημόσια συζήτηση, για να μπορεί να βρεθεί λύση στην κρίση εμπιστοσύνης, για τα
προβλήματα, όπως αυτά τίθενται στη Γαλλία και την κατάσταση στη Γερμανία,
Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Μαρόκο ή την οπτική των Ισραηλινών και Παλαιστινίων
κτλ., βλ. μεταξύ άλλων στη βιβλιογραφία, στο τέλος αυτού του δοκιμίου, τον τόμο
που επιμελήθηκαν οι François Hartog και Jacques Revel. Στην ελληνική έχουν
μεταφραστεί τα βιβλία του Marc Ferro, ο οποίος αναφέρεται στο πώς να
σκεφτόμαστε και να γράφουμε την ιστορία, στις αποσιωπήσεις, στα άρρητα της
ιστορίας σε πολλές χώρες, στην τάση να αποφεύγονται ερωτήματα που θα μπορούσαν
να κλονίσουν παγιωμένες αντιλήψεις, στις γνώσεις και τις αξίες προς μετάδοση
στα παιδία μας. Για τον προσδιορισμό της έννοιας της ταυτότητας, τους συμβολικούς
πολέμους για την ιστορία στον δημόσιο λόγο, τα αναλυτικά προγράμματα και τα
σχολικά εγχειρίδια κυρίως στις Η.Π.Α., βλ. το βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου.
Επίσης για τη δυναμική της μνήμης και της λήθης στη δημόσια σφαίρα, το τραυματικό
και επίμαχο παρελθόν, τις συγκρουσιακές του αναγνώσεις, την απώθηση του
τραυματικού παρελθόντος στην Πολωνία, τη μνήμη, την ταυτότητα και την ιδεολογία
στον ποντιακό ελληνισμό, το βιβλίο των Γιώργου Κόκκινου, Έλλης Λεμονίδου,
Βλάσση Αγτζίδη.
ΣΤ΄.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχείον Καποδίστρια, τ. Β΄, Κέρκυρα, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπου- δών, 1978.
Ασδραχας, Σπυρος, «Οι πρωτόγονοι της εξέγερσης», στο βιβλίο του Σχόλια, Αθήνα, 1993.
Βακαλοπουλος,
Αποστολος, Ιστορία
του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Θεσσαλονίκη, 1964.
Burke, Peter, Sociology
and history, London, 1980.
Γαζης, Γεωργιος, Λεξικόν
της Επαναστάσεως, Ιωάννινα, 1971.
HARTOG, FRANÇOIS – REVEL JACQUES, Les usages politiques
du passé, Paris, 2001.
Κασομουλης, Νικολαος Κ., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. 1-3, Εισαγωγή
και σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήνα, 1940-1942.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, Συμβολικοί πόλεμοι για την ιστορία και την
κουλτούρα. Το παράδειγμα της σχολικής ιστορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής, Αθήνα, 2006.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ – ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ, ΕΛΛΗ – ΑΓΤΖΙΔΗΣ, ΒΛΑΣΣΗΣ, Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης.
Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την ιστορία και τη μνήμη,
Αθήνα, 2010.
Κολιοπουλος,
Γιαννης, Ληστές, Αθήνα, 1979.
—, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.),
Θεσσαλονίκη, 1996.
Κολοκοτρωνης,
Θεοδωρος, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής
(1770-1836), έκδοση Γ. Τερτσέτη, Αθήνα, 1946.
Κοντακης, Αναγνωστης, Απομνημονεύματα.
Επιμελητής της εκδόσεως Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, χ.χ.
Κούμας, Κωνσταντίνος
Μ., Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων,
τ. 12, Βιέννη, 1832 (Ανατύπωση: Αθήνα, 1964).
Λαϊος, Γ.,
«Περιγραφή βορείου Αλβανίας και Ηπείρου από τον Γ. Δημητρίου εξ Αργυροκάστρου
1783», Ηπειρωτική Εστία 5 (1956), σ.
642-651.
Λουκοπουλος,
Δημήτριος, Στ’ Άγραφα ένα ταξίδι, Αθήνα, 1929.
Orhonlu, Gengiz, «Η οργάνωσις της φρουρήσεως των στενωπών εις
την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν», μετάφραση περιληπτικά Sehabeddin Emin, Δελτίον Τουρκικής βιβλιογραφίας, τεύχος
10, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, Ιούνιος 1970.
Παναγιωτοπουλος, Βασιλης κ.ά., Αρχείο
Αλή πασά, τ. 1-4, Αθήνα, 2007-2009.
Παπαρρηγοπουλος, Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 5, Αθήνα, 1925.
Passow, A., Τραγούδια ρωμαίικα, Αθήνα, 1958 (Λειψία, 1/1860).
Ροντογιαννης, Π.Γ., Ιστορία της νήσου Λευκάδας, τ. 2,
Αθήνα, 2006 (1/1982).
Σβορωνος, Νικος Γ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας,
Αθήνα, 1976.
Σφυροερας, Βασίλειος, «Σώματα αντιστάσεως του ελληνισμού», Ιστορία
του ελληνικού Έθνους, τ. 11, Αθήνα, Εκδοτικής
Αθηνών, 1975.
Τιρς, Φρειδερίκος, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τ. 1-2, Αθήνα, [1972].
Ferro, Marc, Η ιστορία
υπό επιτήρηση, Αθήνα, 1999.
—, Πώς
αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, Αθήνα, 2001.
—, Τα ταμπού
της ιστορίας, Αθήνα, 2003.
Ferro, Marc – Jeammet, Philippe, Ποιες
γνώσεις και ποιες αξίες να μεταδώσουμε στα παιδιά μας;,
Αθήνα, 2002.
Φωτιαδης, Δημητρης, Η
επανάσταση του Εικοσιένα, τ. 1, Αθήνα, 2/1977.
Χομπσμπαουμ, Ερικ, Οι ληστές,
Αθήνα, 1975.
—, Η εποχή
των επαναστάσεων,1789-1848, Αθήνα, 1990.
Γιάννης Γιαννόπουλος
(τελευταιά ενημέρωση, 14-1-2021)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου