Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΖΟΥΜΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΕΘΝΗ


ΖΟΥΜΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΕΘΝΗ

Το δοκίμιο είχε ανακοινωθεί στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε ‘‘σεμινάριο’’ οργανωμένο από την Π.Ε.Φ. Δημοσιεύθηκε στον τόμο Σεμινάριο 17, Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία, Πανελλήνια Ένωσης Φιλολόγων, Αθήνα, 1994, σ. 11-27. Εδώ με μικρές βελτιώσεις. 

Α΄. Εμπειρική προσέγγιση
Το πρώτο πράγμα που θέλει να δηλώσει ο τίτλος, «ζούμε σ’ έναν κόσμο από έθνη», είναι ότι σήμερα υφίσταται μια αδήριτη πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραγνωρίζεται: ζούμε σε μια εποχή που υπάρχουν έθνη και, το σημαντικότερο, ότι αυτά ως πολιτικές οντότητες σε διαρκή δράση αποτελούν ιστορικά υποκείμενα, παράγουν ιστορία. Μια τέτοια διαπίστωση φαίνεται ενοχλητική σε όσους θεωρητικούς εξηγούν την κίνηση στην ιστορία μέσα από την πάλη των τάξεων, γιατί τα έθνη, καθώς συνιστούν σύνολα οπωσδήποτε συνεκτικά με διαταξικό χαρακτήρα, στέκονται εμπόδιο, ως έναν βαθμό τουλάχιστο,  στην ολοκλήρωση της υπερεθνικής ταξικής συνεργασίας. Ωστόσο, είναι προτιμότερο, όσοι επιθυμούν να αλλάξουν δυναμικά την ιστορία, να ξέρουν τι θα συναντήσουν, όχι για να αναστείλουν κάθε τους προσπάθεια, αλλά γιατί κάθε παρέμβαση με προοπτική οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά το δυνατόν, όλα τα δεδομένα.

Ακόμη και ο Benedict Aderson, που εκλαμβάνει τα έθνη ως φαντασιακές κοινότητες, διευκρινίζει ότι το έθνος «αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμη και του μικρότερου έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν» και προσθέτει ότι «κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από το χωριό […] είναι φαντασιακή». Μ’ αυτή τη διευκρίνιση, αν δεν εξαλείφει, μειώνει την ‘‘έκπληξη’’ που προκαλεί ο τίτλος του βιβλίου του για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού (Benedict Anderson, Imagined communities. reflections on the origine and spread of nationalism, London, 1991 (1/1983), ελληνική μετάφραση, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Αθήνα, 1997, σ. 26).
 
Α.1. Η εμφάνιση του εθνικισμού
Μετά την παραπάνω εισαγωγική τοποθέτηση, αρχικά θα αναφερθούμε στην εμφάνιση του εθνικισμού, στην ψυχολογία του και στις συναφείς προς αυτόν έννοιες.

Ο εθνικισμός, μια νέα μορφή πατριωτισμού που αποτέλεσε και αποτελεί ενοποιητική δύναμη, είχε ως κοιτίδα τη Δυτική Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και υπήρξε γέννημα της διττής επανάστασης: της γαλλικής – κοινωνικής και πολιτικής – και της βιομηχανικής στην Αγγλία – τεχνικής και οικονομικής. (E.J. Hobsbawm, The Age of Revolution: Europe, 1789–1848, Cleveland, 1/1962, ελληνική μετάφραση, Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, Αθήνα, 1990, σ. 194). Η πολιτική αυτή ιδεολογία συνδέεται ακόμη με τις επιδιώξεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού. Τα κινήματα αυτά επηρέασαν στάσεις και συμπεριφορές και διαμόρφωσαν την ειδική γλώσσα του εθνικισμού που ο μελετητής καλείται να αποκωδικοποιήσει. Από τότε ως σήμερα η διάδοσή του ανά τον κόσμο προκαλεί, ιδίως σε περιόδους έξαρσης του φαινομένου, οδυνηρές αιματηρές συγκρούσεις, οδηγεί στην καλύτερη περίπτωση σε απελευθερώσεις λαών, δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα, μεταβάλλει τον χάρτη της γης.

Πίσω από τη συγκρότηση των εθνών μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές χρονικότητες, διαφορετικούς χρονικούς ρυθμούς (Pierre Villar, Iniciación al vocabulario del análisis histórico, Barcelona, 1980, ιταλική μετάφραση, Le parole della storia. Introduzione al vocabulario dell’analisi storica, Roma, 1985):

α) Μια μακρά χρονική διάρκεια κατά την οποία ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο σ’ έναν οπωσδήποτε συνεχόμενο χώρο διαμορφώνει κοινά χαρακτηριστικά, όπως γλωσσικά, ψυχολογικά / νοοτροπιακά, πολιτιστικά, χωρίς ωστόσο τα στοιχεία αυτά να είναι τόσο ξεκάθαρα, για να συσφίξουν με ιδι­αίτερα στενούς δεσμούς τα μέλη του μεγάλου αυτού κοινωνικού συνόλου. Ταυτόχρονα, ιδεολογίες όπως του χριστιανικού οικουμενισμού / ουνιβερσαλισμού στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, υπερβαίνουν τα κοινωνικά σύνολα. Αυτά θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη αίσθηση εσωτερι­κής συνοχής, αν αναδείκνυαν τα στοιχεία που θα τους προσέδιδαν μεγαλύ­τερη ομοιογένεια.

β) Μια μέση χρονική διάρκεια του φαινομένου, με τάσεις οι συλλογικές οντότητες, που εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά, να επιδιώκουν τη συγκρότησή τους σε κράτη, παρατηρείται στη Δυτική Ευρώπη από το 1450 ως το 1640. (Ως Δυτική Ευρώπη νοείται ο ιδεολογικός και πολιτισμικός χώρος από την Αγγλία ως τη νοητή γραμμή Αδριατικής θάλασσας-Έλβα ποταμού∙ Marc Bloch, La société féodale, Paris, 1982 [1/1939 ο τ. 1 και 1/1940 ο τ. 2], ελληνική μετάφραση, Η φεουδαλική κοινωνία, Αθήνα, 1987, σ. 19). Ένας από τους θεωρητικούς της παραπάνω περιόδου, ο ουμανιστικής παιδείας φλωρεντινός πολιτικός φιλόσοφος Niccolò Machiavelli (1469-1527), ενδιαφέρεται περισσότερο για την κρατική ενότητα παρά για το έθνος. Αποκτούν ενδιαφέρον τα έθνη αν είναι οργανωμένα ή πρόκειται να συγκροτήσουν δικό τους κράτος.

γ) Μια σύντομη χρονική διάρκεια, γοργή και εκρηκτική, λίγο πριν - λίγο μετά το 1800 στη Δυτική Ευρώπη, μετά την εμφάνιση της διττής επανάστασης (της γαλλικής το 1789 και της βιομηχανικής αρχικά στην Αγγλία εκείνα τα χρόνια), είναι αρκετή για την εκδήλωση του εθνικισμού, για την αθρόα οπωσδήποτε στράτευση στην ιδέα και για τη σταθεροποίηση του φαινομένου. Και στον ελληνικό χώρο, χάρη στην πολιτισμική επίδραση από τη Δύση, ο εθνικισμός κάνει την εμφάνισή του την ίδια εποχή, ενώ η αθρόα συνειδητοποίηση της εθνικής ιδέας πραγματοποιείται στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και, στη συνέχεια, τις επόμενες δεκαετίες μετά τη συγκρότηση και αναγνώριση του ελληνικού εθνικού κράτους. Μέσα από την εμπειρία της γαλλικής επανάστασης και τη λογική του διαφωτισμού και του αστισμού, μέσα από την εμπειρία των ναπολεόντειων πολέμων, στη διάρκεια των οποίων καταπατήθηκαν ως έναν βαθμό οι αρχές της γαλλικής επανάστασης, και μέσα από τον ιρασιοναλισμό του ρομαντισμού ξεπήδησε ο εθνικισμός και διαγράφηκε η αρχή των εθνοτήτων. Το έθνος αναγορεύεται έκτοτε το μέτρο αξίας της πολιτικής ζωής. Σκοπός της γίνεται η συγκρότηση εθνικών κρατών. Ως πρώτη επιδίωξη τίθεται η ανακάλυψη και η αναγνώριση της ηθικής και πολιτισμικής ‘‘ατομικότητας’’ του έθνους. Σημαντικότερη όμως από την αίσθηση αναδεικνύεται η βούληση. Η επίκληση της πολιτικής βούλησης για τη συγκρότηση του εθνικού κράτους και η επίκληση της ‘‘εθνικής ψυχής’’, την οποία κάθε έθνος ανακαλύπτει ότι διαθέτει, αποτελούν τα νέα στοιχεία για την πραγμάτωση στο άμεσο μέλλον μιας νέας κατάστασης. Μέσα σ’ αυτή, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι θα είναι αληθινά ευτυχισμένοι και ελεύθεροι.

Αρχικά στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα ο εθνικισμός επιβάλλεται ως η νέα ισχυρή πολιτική ιδεολογία που, χωρίς να εξαλείφει άλλου τύπου πολιτικές ιδεολογίες, αποβλέπει να συγκροτήσει δυναμικά σε ενιαία εθνικά κράτη εκτενείς χώρους στους οποίους δίνουν μεγαλύτερη ή μικρότερη συνοχή οι λαοί / οι εθνότητες που τους κατοικούν. Από αυτούς τους χώρους, άλλοι από παλαιά αποτελούν κράτη, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, και άλλοι όχι, όπως η διασπασμένη σε μικρά κράτη Γερμανία, οι διασπασμένες και υπό ξένη κυριαρχία Πολωνία και μερικά η Ιταλία, καθώς και οι λαοί οι υποταγμένοι στην αψβουργική ή την οθωμανική αυτοκρατορία.

Στην πρώτη του εμφάνιση ο εθνικισμός, καθώς αναδύεται μέσα από τα πολιτισμικά δεδομένα της εποχής του, συνοδεύεται από πάθος ανάλογο με το θρησκευτικό. Το λεξιλόγιο που έκτοτε καθιερώνεται, συνδέεται και αυτό με τη θρησκεία. Το έθνος με τη μορφή της πατρίδας – της καθολικής πια και όχι της ιδιαίτερης – γίνεται η νέα θεότητα∙ ως τέτοια η πατρίδα είναι ιερή και το αίμα που χύνεται γι’ αυτή άγιο. Όσοι θυσιάζονται γι’ αυτή αναγνωρίζονται ως μάρτυρες, όπως, π.χ., ο Ρήγας Βελεστινλής, ενώ ορισμένου βαθμού στελέχη της Φιλικής Εταιρείας που διαδίδουν την εθνική ιδέα ονομάζονται απόστολοι (Πρβλ. Federico Chabod, L’idea di nazione, Roma-Bari, 1979 [1/1947], σ. 61-62). Με μεγάλη ορμή ο εθνικισμός αναδεικνύεται εξαρχής σε ισχυρή συνεκτική δύναμη που αναπλάθει τις συνειδήσεις. Οι μυημένοι στην νέα πολιτική ιδεολογία με μεγάλο ζήλο απαρνούνται συχνά τα πάντα και αναλαμβάνουν δράση για να συμβάλουν στη συγκρότηση ελεύθερων ανεξάρτητων εθνικών κρατών.

   Η συνεκτική δύναμη του εθνικισμού, συνδέει με τόσο ισχυρό δεσμό τα μέλη του εθνικού συνόλου, ώστε το έθνος να παίρνει σχεδόν τον χαρακτήρα της προσωπικότητας που κατευθύνει τις δυνάμεις όσων ανήκουν σ’ αυτό και εξουσιάζει απόλυτα την ύπαρξή τους. Η Φιλική Εταιρεία, για παράδειγμα, απαιτούσε με όρκο, από όσους ήθελαν να γίνουν μέλη της, να παραιτηθούν από δεσμούς και θεσμούς μακράς διάρκειας, όπως συγγενικούς, τοπικιστικούς, πελατειακούς. Αυτοί βέβαια οι θεσμοί δεν ηττήθηκαν τελείως ούτε η εθνική ιδέα διαπέρασε αμέσως όλους και στον αυτό βαθμό, αλλά είναι καταφανής η μερική αρχικά και σταδιακά γενικευμένη υπερίσχυση του εθνικισμού και θαυμαστή η δύναμή του, ένα νέο πλάσμα να παραμερίζει πανάρχαια ριζώματα.
 
Α.2. Η αμφίσημη ψυχολογία του εθνικισμού

Με τον εθνικισμό το άτομο, για να σταθούμε στην εξήγηση της αποδοχής της νέας ιδεολογίας, φτάνει στην αυτοεπιβεβαίωση, καθώς με τη θέλησή του, χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταμοιβή, απαρνείται κάθε άλλη αξία, για να υπηρετήσει την ιδέα του έθνους. Το άτομο μπορεί να τοποθετεί και να επιδιώκει την αυτοδικαίωση πέρα από τη δική του ύπαρξη, στη συνειδητοποίηση ότι είναι όργανο μιας κοινότητας, η οποία του φαίνεται πολυτιμότερη από τον εαυτό του, καθώς μόνο αυτή του δίνει ένα νόημα στη ζωή.

Όσο όμως αξιοθαύμαστα γεννιούνται τα ευγενή αισθήματα στους κόλπους των εθνικών επιδιώξεων, άλλο τόσο εύκολα αυτά μπορούν να πάρουν τελείως αρνητική τροπή. Γι’ αυτό η ηθική αμφισημία του εθνικισμού πρώτιστα αναζητείται στις ψυχολογικές ρίζες του. Η αφιέρωση στο έθνος μπορεί να συνδεθεί είτε με υψηλές υπηρεσίες προς αυτό, με θυσίες και ηρωισμούς είτε με φανατισμό και εγκληματικότητα. Αλλά το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Ανάλογες αμφίσημες εκδηλώσεις παρατηρούνται και στους κόλπους της θρησκείας και των κοινωνικών αγώνων. Όπως σ’ αυτούς τους ιδεολογικούς χώρους, έτσι και στον εθνικιστικό, πέρα από ένα σημείο, επικρατεί ο φανατισμός που μπορεί να προκαλέσει ακόμη και ανυπολόγιστες καταστροφές. Με την άσκηση, π.χ., πίεσης στην εξουσία, αυτή μπορεί να οδηγηθεί η ίδια σε ακρότητες ή να δικαιολογήσει, ακόμη και να υιοθετήσει, αποτρόπαιες πράξεις εθνικιστικών ομάδων. Ακόμη, η αναζήτηση της αυτοεπιβεβαίωσης, που θεωρείται σύνδρομο της ανολοκλήρωτης προσωπικότητας, μπορεί να σπρώξει άτομα ή και ολόκληρες ομάδες, στην αποδοχή ιρασιοναλιστικών ιδεών και λύσεων: στο μίσος για τους άλλους, στην υιοθέτηση της βίας και στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων εις βάρος όποιου θεωρείται διαφορετικός. Μπορεί, κατά συνέπεια, η προσχώρηση σ’ έναν ακραίο, σοβινιστικό, ρατσιστικό εθνικισμό να λειτουργεί αντισταθμιστικά σε αισθήματα κατωτερότητας που βασανίζουν το άτομο ή την ομάδα (Για την αμφίσημη ψυχολογία του εθνικισμού βλ., Eugen Lemberg, Nationalismus. I. Psychologie und Geschichte, Reinbek bei Hamburg, 2/1967, ιταλική μετάφραση, Il nazionalismo, Roma, 1981).

Αλλά η εθνικιστική ιδεολογία έχει και άλλες διαστάσεις. Η απόδοση ξεχωριστής σημασίας στο έθνος, συχνά οδηγεί στον εθνοκεντρισμό. Η εκδήλωσή του ως ένα σημείο, θεωρείται αναγκαία για την ολοκλήρωση της ομάδας, ώστε τα μέλη της να αισθανθούν ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Το φαινόμενο, ωστόσο, εύκολα μπορεί να πάρει αρνητική τροπή και οι άνθρωποι να χρησιμοποιηθούν, π.χ., για την εκμηδένιση μιας άλλης ομάδας. Ο εθνικισμός, ο αρνητικά ακραίος, είναι αυτός που υπερασπίζεται σε απόλυτο βαθμό το δικό του έθνος και τηρεί άδικη στάση απέναντι στους άλλους. Τούτο έχει ως συνέπεια να διαπράττονται ακρότητες, τις οποίες υφίστανται είτε οι μειονότητες ή άλλα έθνη γειτονικά είτε το ίδιο το έθνος από τις ενέργειες και αντενέργειες των αντιπάλων. Υπάρχει, ασφαλώς και η άλλη όψη: η διατήρηση, π.χ., της ικανότητας για απόκρουση ακραίων και μισαλλόδοξων εκδηλώσεων, που θεωρείται ολότελα θετική. Ανάλογα, πολύτιμη μορφή αφιέρωσης στην ομάδα είναι και ο αγώνας κατά των εθνικιστικών προκαταλήψεων. Όπως επίσης η πίστη στην κοινότητα και η ανάληψη δράσης για τη βελτίωσή της.

Τέλος, ο εθνικισμός είναι μια θεωρία πολιτικής νομιμότητας που απαιτεί τα εθνικά σύνορα να μη διαφέρουν από τα πολιτικά. Εθνικιστικά προβλήματα ανακύπτουν, όταν δεν έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό κράτος γειτονικές περιοχές, στις οποίες κατοικεί μεγάλος αριθμός ομοεθνών ή όταν μέσα στα όρια του κράτους υπάρχουν αλλοεθνείς που αποβλέπουν στην απόσχιση της περιοχής και στην ενσωμάτωσή της στη γειτονική ομοεθνή γι’ αυτούς χώρα (Ernest Gellner, Nations and nationalism, Oxford, 1983 (2/2006), ελληνική μετάφραση, Έθνη και Εθνικισμός, Αθήνα, 1992, σ. 104 και  106).
 
Α.3. Η έννοια έθνος και οι συναφείς της
  Ήταν απαραίτητο να γίνει λόγος για τον εθνικισμό, πριν αναφερθούμε στην έννοια του έθνους, γιατί, όπως έχει παρατηρηθεί, τα έθνη μπορούν να οριστούν με βάση την εποχή του εθνικισμού και όχι αντίστροφα. Το έθνος είναι ένα κοινωνικό σύνολο με αρκετά κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως γλώσσα, καταγωγή, παράδοση, θρησκεία, νοοτροπία, πολιτισμική / πολιτική επιρροή ικανή να προσελκύει ή να επιβάλλεται, σ’ έναν βαθμό τουλάχιστον, και σε άλλες φυλετικές ομάδες. Ως προς την Ελλάδα ο Αντώνης Λιάκος, μεταξύ άλλων, παρατηρεί: «η γλωσσική κατάσταση δημιούργησε μια κεντρομόλα ροπή γύρω από τα ελληνικά, η οποία βασισμένη στους θεσμούς (εκκλησία, εκπαίδευση), στους εμπόρους, στην έντυπη παραγωγή, τράβηξε και αλλόγλωσσους πληθυσμούς και τους έκανε να ταυτιστούν σε μια προοπτική πολιτισμική» (Αντωνης Λιακος, συνέντευξή του στις Αθηνά Ρώσσογλου και Μελίνα Σκουρολιάκου, μέλη της Ένωσης Ακολούθων Τύπου: icp-forum.gr/wp/wp-content/ uploads/2000/3/liakossynentefxi.doc, σ. 3).

    Η ολοκλήρωση του έθνους πραγματοποιείται, όταν οργανώνεται σε ξεχωριστό κράτος, σε εθνικό κράτος. Αλλά και όταν ακόμη δεν κατέχει ένα δικό του κράτος, μπορεί να υπάρχει χάρη στη θέλησή του, επειδή τα μέλη του αναγνωρίζονται ως μέλη της ίδιας κοινότητας, υποστηρίζονται γι’ αυτό αμοιβαία και έχουν κοινές επιδιώξεις. Ένας άλλος ορισμός, ανθρωπολογικός, οφείλεται στον Ernest Gellner: τo έθνος είναι ομάδα ανθρώπων που μοιράζεται τον ίδιο πολιτισμό, δηλαδή ένα σύστημα ιδεών, συμβόλων, συνειρμών, τρόπων συμπεριφοράς και επικοινωνίας (Gellner, Έθνη, ό.π., σ. 23). Ένας τέτοιος ορισμός, μακριά από συνειρμούς που ωθούν στην απαίτηση για φυλετική καθαρότητα κτλ. – ιδεολόγημα που εξέθρεψε τον ακραίο αρνητικό εθνικισμό και το ρατσιστικό φαινόμενο – σε συνδυασμό με μια πολιτική κατανόησης και αποδοχής προς ομάδες, οι οποίες διαφέρουν από τον κύριο εθνικό κορμό, μπορούν να απαλλάσσουν ένα έθνος από τραυματικές γι’ αυτό ακρότητες.

Συναφείς με το έθνος είναι οι έννοιες εθνότητα και εθνοτικός. Ως εθνότητα νοείται 0 «πληθυσμός που έχει χαρακτηριστικά έθνους, αλλά δεν υφίσταται ή δεν αναγνωρίζεται ως πολιτική κρατική οντότητα», ως εθνοτικός αυτός «που ανήκει ή αναφέρεται σε εθνότητα» (Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη, 1998, στις λέξεις. Θεωρώ επαρκείς τους δύο αυτούς ορισμούς). Σχετική με το έθνος είναι η έννοια λαός. Μια οντότητα αναγνωρίσιμη είτε από τα γενετικά της χαρακτηριστικά είτε από την κοινωνικοπολιτική της ιστορία είτε από τα παραδοσιακά πρότυπα και τις αξίες, συγκροτεί έναν λαό (Ο ορισμός από τον Immanuel Wallerstein στο Etienne Balibar - Immanuel Wallerstein, Race, nation, class. Les identités ambiguës, Paris, 1988, ελληνική μετάφραση, Φυλή, έθνος, τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα, 1991, σ. 118). Οι δύο έννοιες, λαός και έθνος, υπήρχαν, πριν εμφανιστεί περί το 1800 ο εθνικισμός ως πολιτική ιδεολογία. Η έννοια έθνος ως τότε είχε ποικίλες σημασίες (Παντελης Ε. Λεκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα, 2/1996). Οι ελληνόγλωσσοι ορθόδοξοι κατά το θρήσκευμα, όπως επίσης και μερικοί πληθυσμοί τουρκόφωνοι στη Μικρά Ασία που ξέχασαν τη γλώσσα τους αλλά διατήρησαν την πίστη τους και είχαν συνείδηση της καταγωγής τους, συγκροτούσαν το γένος. Ο όρος συμπορεύθηκε αρκετό χρονικό διάστημα με την νέα κατά το περιεχόμενο έννοια του έθνους, με την οποία αποδόθηκε ο γαλλικός όρος nation (Σχετικά, Στεφανος Π. Παπαγεωργιου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1864, Αθήνα, 2004∙ Ελπιδα Κ. Βογλη, ‘‘Έλληνες το γένος’’. Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Ηράκλειο, 2007, κυρίως το κεφάλαιο 1.1: «Η χριστιανική πίστη ως στοιχείο πολιτικής ταυτότητας», σ. 39 κ.ε.).

Πολύ μικρότερο κοινωνικό σύνολο από τον λαό και το έθνος είναι η φυλή (tribe) που υποτίθεται ότι έχει κοινή γενετική προέλευση και εμφανή «φυσική» μορφή. Στην πραγματικότητα η φυλή, όπως τα έθνη και οι λαοί, αφομοιώνει νέα μέλη σε αριθμό, ο οποίος δεν είναι πάντοτε μικρός. Σχετικά με την εισδοχή και την ενσωμάτωση νέων μελών σε ένα έθνος, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα έχει αφομοιώσει μεγάλο αριθμό μεταναστών. Το ένα τρίτο του γαλλικού πληθυσμού, σύμφωνα με βάσιμους υπολογισμούς, έχει ξένη προέλευση (Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι εργασίες του Gerard Noiriel, στις οποίες παραπέμπει ο Etienne Balibar βλ. Balibar - Wallerstein, Φυλή, ό.π., σ. 133 και σημ. 1, σ. 141 και σημ. 7). Εξάλλου, όχι μόνο η Γαλλία, όλα τα ευρωπαϊκά έθνη – και όχι μόνο αυτά – ούτε τους προηγούμενους αιώνες ήταν αμιγή. Ανάλογα, όπως είναι γνωστό, και το ελληνικό έθνος και στους παλαιότερους αιώνες και κατά τη συγκρότηση και ολοκλήρωση του σε εθνικό κράτος ενσωμάτωσε και άλλες φυλετικές / εθνοτικές ομάδες. Θέσεις ακραίου εθνικισμού, για φυλετική καθαρότητα ή, αντίθετα, θεωρίες, όπως η βιολογική του Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861), με κριτήριο και πάλι τη φυλετική καθαρότητα δεν έχουν καμιά επιστημονική αξία. Κριτήριο υπαγωγής σε ένα έθνος, σ’ έναν πολιτισμό, δεν είναι η καταγωγή, το «αίμα», η φυλή (race), αλλά ο βαθμός πολιτισμικής ένταξης και αποδοχής μιας ταυτότητας. Τα πολιτισμικά στοιχεία, πραγματικά ή πλασματικά, που μπορούν να συνθέτουν μια ταυτότητα, έχουν αφομοιωθεί σε διαφορετικό βαθμό από τον καθένα. Σε κάθε χρονική στιγμή αυτά τα στοιχεία υπόκεινται σε συνεχή κριτική και επανεξέταση και επαναπροσδιορίζονται, χωρίς κατ’ ανάγκην να κωδικοποιούνται. Το πόσο είναι διατεθειμένα τα άτομα ή ολόκληρες ομάδες με κοινές επιρροές να αποδεχθούν νέα πορίσματα έγκυρων ερευνών, εξαρτάται κυρίως από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, τη δυνατότητά τους να ελέγξουν τα νέα στοιχεία και τη διάθεσή τους να απαλλαγούν από στερεότυπα.
 
Β΄. Θεωρητικές προσεγγίσεις

Εξετάσαμε ως τώρα τον εθνικισμό στις εκφάνσεις του, προβαίνοντας σε αφαιρέσεις και γενικεύσεις, στηριζόμενοι περισσότερο στη φαινομενολογία του, όπως αυτή προκύπτει από τις μαρτυρίες – τις στάσεις, αντιδράσεις, εμπειρίες, συνειδητοποιήσεις – όσων άμεσα ή έμμεσα ως δράστες, παρατηρητές ή σχολιαστές είχαν σχέση με τις ποικίλες εκδηλώσεις του φαινομένου. Η προσέγγιση αυτή κινείται στο επίπεδο των συνειδητοποιήσεων και των γεγονότων, των επιδιώξεων και των εμφανών πραγματώσεων και έχει τα δικά της πλεονεκτήματα. Σήμερα ωστόσο, η ιστοριογραφία και οι συναφείς κοινωνικές επιστήμες επιχειρούν να κατανοήσουν τα φαινόμενα σ’ ένα περισσότερο, πέρα από το εμπειρικό, θεωρητικό επίπεδο με τη διατύπωση θεωριών – θεωρητικών σχημάτων, μοντέλων ερμηνείας – που αποβλέπουν, σχίζοντας το πέπλο, να εισδύσουν βαθύτερα στα ιστορικά φαινόμενα. Οι θεωρητικές επιλογές στηρίζονται σε προτάσεις επιστημολογικής τάξης, όπως η ακόλουθη του Karl Marx, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκην ιδεολογική: «Δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή από τη συνείδηση που αυτή έχει για τον εαυτό της» (Karl Marx - Friedrich Engels, La concezione materialistica della storia. Guida alla lettura a cura di Nicolao Merker, Roma, 1986, σ. 133. Η φράση – ό.π., σ. 131 σημ. 1 – προέρχεται από το έργο του Karl Marx, Για την τιμή της πολιτικής οικονομίας, που έγραψε το 1857).

Πράγματι, δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή μόνο από τη συνείδηση που είχαν οι σύγχρονοί της γι’ αυτή. Κάθε μελετητής μπορεί να καταθέτει τις δικές του εκτιμήσεις. Με ανάλογη αντίληψη και εμφανή την επίδραση στο σημείο αυτό από την ιστορική σχολή των Annales, ο βεμπεριανός γάλλος ιστορικός Paul Veyne, επικρίνει τη συμβαντολογική αφηγηματική ιστορία. Γράφεται, όπως υποστηρίζει, στο επίπεδο των πηγών, δηλαδή στο επίπεδο της οπτικής, την οποία είχαν όσοι, αυθόρμητα ή για τους δικούς του λόγους ο καθένας, κατέθεσαν με οποιαδήποτε ιδιότητα, ακόμη και του ιστορικού της εποχής τους, τη δική τους εκδοχή για υφιστάμενες καταστάσεις. Η αυθόρμητη συνείδηση, όπως υποστηρίζει ο Paul Veyne, δεν ξεχωρίζει τα πράγματα, είναι ο κατεξοχήν τόπος των παρανοήσεων και των εσφαλμένων εντυπώσεων. Και καταλήγει: «Η ιστορία είναι περισσότερο ανάλυση, παρά αφήγηση. Η πραγματικότητα δεν γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά» (Paul Veyne, Comment on écrit lhistoire, Paris, 1971). Οι πολλαπλές εμπειρικές και θεωρητικές προσεγγίσεις μπορεί τελικά να δίνουν τη δυνατότητα για μια περισσότερο εμπεριστατωμένη κατανόηση του κόσμου του χτες, του κόσμου του σήμερα με την ελπίδα μέσα από αυτή τη γνώση να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ικανοποιητικά. Με αυτή την προοπτική, η πολλαπλότητα των προσεγγίσεων, χωρίς να μειώνει αναγκαστικά τη διάθεση των ιστορικών υποκειμένων για δράση, μπορεί να μετριάζει την πιθανότητα των λανθασμένων επιλογών. Όπως όμως δείχνουν τα πράγματα, το μέλλον για τη συγκρότηση του σκεπτόμενου ανθρώπου, του ενεργού πολίτη, ανήκει στους θεωρητικούς και ειδικότερα, σε σχέση με την ιστοριογραφία, στη θεωρητική ιστοριογραφία, στη ματιά που βλέπει μέσα από τις πηγές, πίσω από τις πηγές και πέρα από αυτές.

Για να εξιχνιάσουμε το εθνικιστικό και εθνοποιητικό φαινόμενο, σ’ ένα άλλο επίπεδο, θα προσφύγουμε αρχικά στη θεωρητική σκέψη του τσέχου βεμπεριανού φιλοσόφου, κοινωνικού ανθρωπολόγου και ενεργού πολίτη, με μακρά ακαδημαϊκή θητεία στην Αγγλία, Ernest Gellner. Στο βιβλίο Έθνη και εθνικισμός, που ήδη αναφέραμε, ο Gellner, όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω, υποστηρίζει ότι η πολιτική ιδεολογία του εθνικισμού αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την προσαρμογή των κοινωνιών στη νέα βιομηχανική εποχή.

Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στη θεωρία του σχηματισμού εθνικών κρα­τών προς αντιμετώπιση της απειλής του πολέμου που εκθέτει ο ιαπωνικής καταγωγής πολίτης των ΗΠΑ εγελιανός φιλόσοφος εξειδικευμένος στην πολιτική οικονομία Francis Fukuyama, στο έργο του Το τέλος της ιστορίας... (Francis Fukuyama, The end of history and the last man, New York, 1992, ελληνική μετάφραση, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Αθήνα, 1993). Ο  τίτλος του βιβλίου είναι εγελιανής έμπνευσης. Σύμφωνα με τον ίδιο το Fukuyama, o Georg Hegel δεν πίστευε ότι η ιστορική εξελικτική διαδικασία θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον, αλλά θα έφτανε σ’ ένα τέλος με την επίτευξη του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους (Fukuyama, Το τέλος, ό.π., σ. 104-105). Στη μάχη της Ιένας (1806) ο γερμανός φιλόσοφος διέκρινε το τέλος της ιστορίας (ό.π., σ. 107). Ο Fukuyama, για να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τα επιχειρήματα που τον οδήγησαν στην επιλογή του τίτλου του βιβλίου του και στη συναγωγή των συμπερασμάτων του, αναφέρει ότι και ο Karl Marx συμμερίστηκε την πεποίθηση του Hegel για την ύπαρξη ενός τέλους στην ιστορία. Ο Marx προέβλεψε μια τελική μορφή κοινωνίας απαλλαγμένης από αντιθέσεις, η επίτευξη της οποίας θα έβαζε τέρμα στην ιστορική εξελικτική διαδικασία (ό.π., σ. 105). Προφανώς ο Fukuyama μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης θεωρεί ότι δικαιώθηκε ο Hegel και το φιλελεύθερο κράτος. Η συλλογιστική του, ωστόσο, είναι ατελής και η προσέγγιση του κατάφωρα ιδεολογική. H ιστορία δεν έχει τέλος και όλες οι «εσχατολογικές» προβλέψεις είναι ιδεολογικές (βλ. σχετικά, Γιάννης Γιαννόπουλος, «Οι σκοποί του μαθήματος της ιστορίας», Σεμινάριο 9 της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, Αθήνα 1988, σ. 40-67, όπου το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ιστορία δεν έχει σκοπό», σ. 40-45). Άλλωστε, ούτε ο Fukuyama κάνει καμιά πρόβλεψη για το μέλλον. Απλώς προσφέρει μια αόριστη θεωρητική στήριξη στο φιλελεύθερο κράτος, στο οποίο και ο ίδιος αναγνωρίζει αδυναμίες. Ποιος, εξάλλου, θα μπορούσε να προχωρήσει σε τέτοιες προβλέψεις για το μέλλον του πλανήτη, που δεν είναι μόνο το αύριο ή η επόμενη δεκαετία, αλλά μερικά δυσεκατομμύρια χρόνια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αστροφυσικών, αν φυσικά το αναπτυξιακό μοντέλο που εξωθήθηκε στα άκρα από το ίδιο το φιλελεύθερο κράτος τροποποιηθεί με άμεσες δράσεις και ξεπεραστεί ο κίνδυνος ολικής καταστροφής του.

Τέλος, θα μας απασχολήσει μια ενότητα θεωρητικών κειμένων: σ’ ένα από αυτά με τον τίτλο Η δυναμική του καπιταλισμού, ο γάλλος ιστορικός Fernand Braudel, κεντρική μορφή της ιστορικής σχολής των Annales, αναλύει τη δυναμική του καπιταλισμού κυρίως στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής οικονομίας-κόσμος στη διάρκεια τεσσάρων αιώνων, από το 1400-1800, και επισημαίνει τις συνέπειες για τις περιφερειακές χώρες αυτού του κόσμου (Fernand Braudel, La dynamique du capitalisme, Paris, 1985 (1/1983): τρεις διαλέξεις που έδωσε ο Braudel το 1976 στο University Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη, Maryland, ελληνική μετάφραση, Η δυναμική του καπιταλισμού..., Αθήνα, 1992).

Τη σκέψη του Braudel προεκτείνει, στις συνθήκες του μετά το 1800 συστήματος παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας, ο μπρωντελιανός και μαρξίζων νεοϋορκέζος ιστορικός και ανθρωπολόγος Immanuel Wallerstein με το έργο του The modern world system (Immanuel Wallerstein, The Modern World System, New York, 1974. Πρβλ. το μεταφρασμένο στην ελληνική έργο του, Ιστορικός καπιταλισμός, Αθήνα, 1987). Τις σχέσεις που διέπουν αυτό το παγκόσμιο σύστημα με τη γένεση του εθνικισμού, των εθνών και των εθνικών κρατών πραγματεύεται επίσης ο Etienne Balibar, γνωστός γάλλος θεωρητικός του ανανεωμένου δυτικού μαρξισμού, σ’ ένα από τα δοκίμια που αυτός και ο Etienne Balibar συμπεριέλαβαν σ’ έναν τόμο (Balibar - Wallerstein, Φυλή, έθνος, τάξη, Οι διφορούμενες ταυτότητες, ό.π.). O Balibar σε άλλο δοκίμιο του παραπάνω τόμου, υιοθετεί «την οπτική που συνδέει τη συγκρότηση των εθνών» με το διακρατικό σύστημα, αποδεχόμενος έτσι το ερμηνευτικό μοντέλο των Braudel - Wallerstein (ό.π., σ. 136). Αλλά για όλα αυτά θα γίνει λόγος αναλυτικότερα ευθύς αμέσως:
 
Β.1. Gellner: Η συγκρότηση του εθνικού κράτους
μέσω της εθνικής εκπαίδευσης και της υψηλής κουλτούρας

 Στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτούνται τα εθνικά κράτη χρήσιμο ερμηνευτικό κλειδί αποτελεί η θεωρητική ανάλυση του Ernest Gellner στο βιβλίο του, που ήδη αναφέραμε, Έθνη και εθνικισμός. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μάλιστα παρουσιάζει και για μας τους Έλληνες, ειδικότερα για τους ιστορικούς που ασχολούνται με την ιστορία της σύγχρονης, από το τέλος του 18ου αιώνα, Ελλάδας και για κάθε εκπαιδευτικό, γιατί, τα όσα υποστηρίζει σχετικά με τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος και την προβολή μιας ενιαίας υψηλής κουλτούρας, ο καθένας μας μπορεί να τα εντοπίσει ως μεθοδεύσεις σ’ όλη τη διαδρομή των δύο τελευταίων αιώνων της ιστορίας μας. Λόγοι, μεθοδεύσεις και πρακτικές εύκολα αναγνωρίσιμες και σήμερα ακόμη, αφού έχουν σχέση κυρίως με μεγάλο μέρος της διανόησης και της πολιτικής.

    Ο εθνικισμός, σύμφωνα με τον Gellner, είναι μια ηγεμονική πολιτική αρχή που έχει εμποτίσει το σύγχρονο κράτος ή έχει διεισδύσει σ’ αυτό. Ο εθνικισμός δεν είναι η αφύπνιση μιας παλαιάς λανθάνουσας δύναμης, όπως επιμένουν να υποστηρίζουν οι εθνικιστές, αλλά η συνέπεια μιας νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης που θεμελιώνεται, συνδέοντας τις κοινωνίες με την εκπαίδευση σε υψηλούς πολιτισμούς, ο καθένας από τους οποίους προστατεύει το δικό του κράτος. Το κράτος χρησιμοποιεί και μετασχηματίζει στην πορεία από τους πολιτισμούς που προϋπήρχαν, έναν τον οποίο θεωρεί υπέρτερο των άλλων ή αντλεί, επιλεκτικά, και ενσωματώνει στον κυρίαρχο στοιχεία από την πληθώρα των τοπικών πολιτισμών. Καθώς το έθνος δεν είναι μια δυνάμει θεόσταλτη οντότητα, ο εθνικισμός παραλαμβάνει προϋπάρχουσες κουλτούρες ή άλλοτε εφευρίσκει νέες. Ο εθνικισμός δεν είναι η επιβεβαίωση αυτών των οντοτήτων, αλλά η αποκρυστάλλωση εκείνων που αρμόζουν στις νέες συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας με τον νέο καταμερισμό της εργασίας. Με την ευφάνταστη δημιουργική εθνικιστική φλόγα αναβιώνουν νεκρές γλώσσες, κατασκευάζονται παραδόσεις.

Στη βιομηχανική κοινωνία το πρότυπο της εργασίας αλλάζει. Το ποσοστό των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο τη φύση με σωματική δύναμη ελαττώνεται σταθερά. Τα νέα επαγγέλματα απαιτούν εκπαίδευση και τις γραμματικές γνώσεις δεν μπορούν πλέον να τις προσφέρουν οι συγγενικές και τοπικές ομάδες, αλλά ένα νέο «εθνικό» εκπαιδευτικό σύστημα. Για το εθνικό κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης εκπαίδευσης είναι πιο κεντρικό ακόμη και από τις δυνάμεις καταστολής. Για τη βιομηχανική κοινωνία εξάλλου η καθολική εγγραμματοσύνη αποτελεί προαπαιτούμενο. Η γενική παιδεία δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να παρακολουθούν τα εγχειρίδια και τις οδηγίες μιας νέας δραστηριότητας, όπως επίσης τα απρόσωπα μηνύματα που διατυπώνονται στην ίδια κοινή και τυποποιημένη εθνική γλώσσα. Τα εθνικιστικά κράτη, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο Gellner, δεν επιδιώκουν απλώς ένα φορολογικό πλεόνασμα και υπακοή, διψούν για τις πολιτισμικές και γλωσσικές ψυχές των υπηκόων τους. Εδώ τη θέση του cuius regio, eius religio (όποιου το κράτος, εκείνου και η θρησκεία) παίρνει το cuius regio, eius lingua (όποιου το κράτος, εκείνου και η γλώσσα). Γι’ αυτό, ο εθνικισμός επιμένει να διαδίδει με το σχολείο και να ελέγχει με την ακαδημία ένα ιδίωμα που ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας γραφειοκρατικής και τεχνολογικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τον Gellner, οι πολίτες του εθνικού κράτους, πριν από τη σύστασή του, σκέφτονταν και αισθάνονταν, έχοντας ως σημείο αναφοράς την οικογένεια και το χωριό ή το πολύ πολύ την αμέσως ευρύτερη περιοχή και ίσως περιστασιακά τη θρησκεία. Στο εξής, στον βαθμό που πέρασαν στο χωνευτήρι της πρώιμης βιομηχανικής ανάπτυξης, έπαψαν να έχουν σημεία αναφοράς το χωριό και την ευρύτερη περιοχή, μερικές φορές έπαψαν να έχουν και οικογένεια. Πολλά άτομα καταδικάστηκαν στη φτώχεια και στην εκμετάλλευση, ενώ όσοι ευημερούσαν μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, μερικοί από τους στόχους επιτεύχθηκαν και πολλοί πράγματι ανακουφίστηκαν από ορισμένα δεινά που είχαν ωθήσει στη γένεση του εθνικισμού. Επιπλέον, ήρθε στο προσκήνιο και η υψηλή κουλτούρα και ο φύλακας-κράτος, που υψώνει για λόγους προστασίας σύνορα, τα οποία, ωστόσο, στάθηκαν εμπόδιο στην επικοινωνία.

Τέλος, την άποψη του για τον εθνικισμό και το εθνικιστικό κράτος ο Ernest Gellner συνοψίζει ως εξής απαντώντας στον γερμανό ιστορικό Otto Dann και σε άλλους που έκριναν τις απόψεις του:  Εκείνα που πραγματικά έρχονταν με τη γαλλική επανάσταση δεν ήταν η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφοσύνη, αλλά η γραφειοκρατία σε αντικατάστα­ση των παλαιών πατερναλιστικών θεσμών, η κινητικότητα στη θέση της δια­κηρυγμένης ισότητας και η εθνικότητα, η οποία εκκοινωνίζει το άτομο και του προσφέρει τη δυνατότητα με την εκπαίδευση να μετέχει στην ίδια για όλους υψηλή κουλτούρα (Η κριτική από τον Otto Dann, «Come e nata la nazione moderna? Osservazioni sul libro di Ernest Gellner», Quaderni Storici 66/3 (1987), σ. 937-944, και η απάντηση του Ernest Gellner, «II nazionalismo, la democrazia e la storia», ό.π., σ. 945-950. Ο Otto Dann έχει γράψει σειρά βιβλίων για τον εθνικισμό, όπως τα Nation und Nationalismus in Deutschland: 1770-1990, München, 1993, και Vereinsbildung und Nationsbildung, Köln, 2003).
 
Β.2. Fukuyama: Η απειλή του πολέμου
      και η υιοθέτηση του εκσυγχρονι­σμού
Σε ανάλογο με τον Gellner κλίμα κινείται και ο Francis Fukuyama στο βιβλίο που ήδη προαναφέραμε, στο οποίο εισάγει, για να ερμηνεύσει τη γένεση των εθνικών κρατών, την τόσο προσφιλή στην αμε­ρικανική διανόηση θεωρία του εκσυγχρονισμού. Την έννοια του εκσυγχρονισμού, τη διαδικασία προσαρμογής των αγροτικών κοινωνιών στα τεχνολογικά επιτεύγματα και στα οργανωτικά σχήματα, στην όλη κουλτούρα των βιομηχανικών κοινωνιών, προσεγγίζει ο Fukuyama μέσα από την ακόλουθη φράση του Karl Marx: «Η χώρα που είναι βιομηχανικά αναπτυγμένη, απλώς προβάλλει προς τις υπανά­πτυκτες χώρες την εικόνα του μέλλοντος τους» (Fukuyama, Το τέλος της ιστορίας, ό.π., σ. 109). Οι βιομηχανικές χώρες επομένως προβάλλονται ως πρότυπα προς μίμηση, οπότε η επιδίωξη του εκσυγχρονισμού μπορεί πρώτιστα να ερμηνευθεί με όρους οικονομι­κής ανάπτυξης. Καθώς, ωστόσο, τα πρότυπα αυτά αντίκεινται στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία, στο όλο πολιτισμικό σύστημα των προς ανάπτυξη χωρών και φυσικά στα κατεστημένα συμφέροντα των ηγεμονι­κών, και όχι μόνο, κοινωνικών ομάδων, θα ήταν δυνατόν ο εκσυγχρονι­σμός ακόμη και να αποκρουστεί. Εκείνο που τον επιβάλλει, είναι η απειλή του πολέμου, η ήττα στα πεδία των μαχών, η πιθανότητα της απόσπασης εδαφών ή και η μετατροπή ολόκληρης χώρας σε αποι­κία.

Από τα παραδείγματα που παραθέτει ο Fukuyama, περισσότερο οικεία σε μας είναι η περίπτωση του οθωμανικού κράτους. Σ’ αυτό, αν κρίνουμε από την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική του δομή, την κυρίαρχη ισλαμική ιδεολογία και το παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα με πρότυπο το ιερονομικό σχολείο (medrese), δεν φαίνεται ως πιθανή επιλογή ο εκδυτικισμός του. Οι περιορισμένες μεταρρυθμίσεις τον 19ο αιώνα δεν θα πραγματοποιούνταν, αν ο στρατός του, με την οργάνωση και την εκπαίδευσή του, ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει στρατούς εκπαιδευμένους κατά τα ευρω­παϊκά πρότυπα. Το ίδιο και η Ιαπωνία: «αναγκάστηκε να υιοθετήσει τη δυτική τεχνολογία, για να μη χάσει την εθνική της ανεξαρτησία από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία». Όπως παρατηρεί ο Fukuyama, «ο πόλεμος επι­βάλλει τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό μ’ έναν ιδιαίτερα οξύ τρόπο» (Fukuyama, ό.π., σ. 118). Εξαιτίας της απειλής του, επιδιώκεται η αρραγής εθνική ενότητα, η κατοχύρωση συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας, η ισχυρή κεντρική κρατική εξουσία με φορολογικές και νομοθετικές αρμοδιότητες, η εξάλειψη των τοπικιστικών, θρησκευτικών και φυλετικών δεσμών που θα μπορούσαν να βλάψουν την εθνική ενότητα, η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου για να επιτευ­χθεί η τεχνολογική διαχείριση, όπως και η πολιτική χειραφέτηση των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης δραστηριοποίησή τους (Fukuyama, ό.π., σ. 116). Επομένως, κάθε εθνικό κράτος δυνάμει ή ενεργεία αποδέχεται τον εκσυγχρονισμό, για να μπορεί να αντιμετωπίζει τους γείτονες και τις πιέσεις και απειλές των ισχυρών. Ταυτόχρονα στους κόλπους του αναπτύσσονται δυνάμεις αντίστασης στον εκσυγχρονισμό. Ο εθνικισμός, με τον οποίο αρχικά επιδιώχθηκε η αλλαγή, συχνά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συσπείρωσης και διατήρησης δομών ακόμη και τελείως αναποτελεσματικών. 

Β.3. Braudel - Wallerstein: Κέντρο και περιφέρεια,
οικονομία-κόσμος και σύστημα παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας

Ο Fernand Braudel στο έργο που προαναφέραμε, Η δυναμική του καπιταλισμού, αναπτύσ­σει μια γενική θεωρία ερμηνείας όλης της ιστορίας μέσα από τη μελέτη του οικονομικού φαινομένου, του οποίου διακρίνει τρία επίπεδα:

α) Της αυτοκατανάλωσης, της παραγωγής δηλαδή αγαθών για να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες των ίδιων των παραγωγών (στο επίπεδο αυτό παρατηρούνται απλές ανταλλαγές αγαθών χωρίς αγορά).

β) Της αγοράς, δηλαδή ένα επίπεδο διαφανών και ανθρώπινων ανταλλαγών σε τοπική κλίμακα με κύρια σημεία συνάντησης τις κωμοπόλεις, τα μικρά συνήθως διοικητικά κέντρα, όπως επίσης της εμφάνισης του εμπορίου των μικρών αποστάσεων.

γ) Του καπιταλισμού: απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια, για την ανάπτυξη του εμπορίου μεγάλης κλίμακας, για να χρηματοδοτούνται, μεταξύ των άλλων, τα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων. (Σύμφωνα με τον François Dosse, Η ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Annales στη «Νέα Ιστορία», Ηράκλειο, 1993, σ. 161, «Το σχήμα αυτό δίνεται ως εναλλακτικό τόσο στη μαρξιστική όσο και στη φιλελεύθερη προ­σέγγιση του Λεόν Βαλράς ή του Άνταμ Σμιθ». Ο Braudel θέτει (Dosse, ό.π., σ. 162 και σημ. 67), «ένα κεντρικό πρόβλημα στην οικονομική επιστήμη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε οικονομία της αγοράς και καπιταλισμό. Επιτρέπει τη διάκριση δύο λογικών που λειτουργούν στις ανταλλαγές: τη λογική του διεθνούς καπιταλισμού που πραγματώνεται με την εξαγωγή πλεονάσματος, και τη λειτουργία του καπιταλισμού τοπικής υφής περισσότερο, που στοχεύει στην ικανοποίηση μιας φερέγγυας ζήτησης»).

Ο καπιταλισμός, καθώς με τις μονοπωλιακές τάσεις του ακυρώνει τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, περισσότερο αποτελεί άρνηση παρά προέκταση της αγοράς. Και, χωρίς να καταργεί τα επίπεδα της αυτοκατανάλωσης και της αγοράς, ως το 1800, που αρχίζει να εξελίσσεται σε παγκόσμια οικονομία, ανθεί σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους σε οπωσδήποτε υπερμεγέθεις χώρους, οι οποίοι από τον Braudel ονομάζονται οικονομίες-κόσμοι. Το παράδειγμα, το οποίο κατά κύριο λόγο εξετάζει ο Braudel, είναι η Ευρώπη από το 1400 ως το 1800. Κάθε οικονομία-κόσμος, κατεξοχήν χώρος άνισων ανταλλαγών, διακρίνεται σε τρεις διαδοχικές ζώνες: Το κέντρο όπου η χλιδή, ο προωθημένος οικο­νομικός εκσυγχρονισμός, οι ελευθερίες· γύρω από το κέντρο διακρίνονται οι ενδιάμεσες ζώνες με επίπεδο ζωής κάπως κατώτερο· τέλος, οι υποταγμένες και εξαρτημένες από το κέντρο περιθωριακές ζώνες, αλλιώς η περιφέρεια, είναι οι χώρες από τις οποίες κατεξοχήν αντλούνται πάμφθηνες πρώτες ύλες και υπερβο­λικά μεγάλα κέρδη. Και επειδή υπάρχει, όπως τονίζει ο Braudel, αμοιβαιό­τητα προοπτικής, το κέντρο εξαρτάται από την τροφοδοσία της περιφέρειας και η περιφέρεια από τις ανάγκες του κέντρου που υπαγορεύει στην περιφέρεια τον δικό του νόμο. Οι συνέπειες από αυτή την αλληλεξάρτηση δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές, όπως στην ευρωπαϊκή οικονομία-κόσμος το 1650, όπου επανεμφανίζονται σε χώρες της περιφέρειας η δουλοπαροικία ή και η δουλεία. Επομένως, εδώ δεν έχουμε ένα συνηθισμένο ερμηνευτικό μοντέλο διαδοχής, στο οποίο αυτό που προηγείται είναι το αίτιο και αυτό που ακολουθεί το αποτέλεσμα, αλλά ένα δομικό συγχρονικό μοντέλο, το οποίο αποκαλύπτει τις αμοιβαίες, στον ίδιο χρόνο, επιδράσεις ανάμεσα στα μέρη, που αποτελούν τις ζώνες του όλου, της οικονομίας-κόσμος. Τα πράγματα δηλαδή εξετάζονται και ερμηνεύονται όχι στη δια­χρονία αλλά στη συγχρονία.

Τον 18ο αιώνα, στον πλανήτη μας, εντοπίζονται, όπως είδαμε, οικονομίες-κόσμοι, υπερμεγέθεις χώροι αλλά με τα δικά τους όρια. Από το 1800, ωστόσο, με τη βιομηχανική επανάσταση και κέντρο το Λονδίνο ως το 1929, ύστερα τη Νέα Υόρκη και πρόσφατα νέα ανταγωνιστικά κέντρα, η οικονομία, χάρη στη συνεχή επέκταση του καπιταλισμού, σταδιακά εξελίχτηκε σε παγκόσμιο σύστημα (world system), σύμφωνα με τον όρο που εισάγει ο Immanuel Wallerstein στο έργο του The modern world system (ό.π.). Συγκρίνοντας αυτή την ιστορική εποχή, της νεωτερικότητας, με την ύστερη ρωμαϊκή, ο Wallerstein βρίσκει ότι η modern capitalist world economy, η νεωτερική καπι­ταλιστική παγκόσμια οικονομία, υπερέχει κατά πολύ από τη world empire, την οικουμενική αυτοκρατορία της αρχαίας Ρώμης, η οποία στηρίχτηκε στην πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία. Ωστόσο, στη νεωτερική και μετανεωτερική καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία, παρά την ευρύτερη βάση, με τις κυκλικές υφέσεις και κρίσεις, οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια είναι κατεξοχήν άνισες σχέσεις ανταλλαγής· αυτό το στοιχείο προέχει, αν και βέβαια ταυτόχρονα όπως επισήμανε, εύστοχα νομίζω, η κριτική, είναι και σχέσεις δύναμης και εξάρτησης (George Ritzer, Sociological theory, New York, 2/1988, σ. 280-284. Στη σ. 284 αναφέρεται ο Albert J. Bergesen ως ένας από αυτούς που άσκησαν κριτική στον Wallerstein. Πρβλ. Albert J. BergesenOmar Lizardo, «International Terrorism and the World-System», Sociological Theory 22/1 (Theories of Terrorism: A Symposium, Μάρτιος 2004), σ. 38-52). Με άλλα λόγια η άνιση σχέση κέντρου και περιφέρειας οφείλεται τόσο στην κεφαλαιουχική, τεχνολογική και οργανωτική υπεροχή του κέντρου, όσο και στην πολιτική δύναμη που αυτό διαθέτει για να την επιβάλλει.

Με τη γενική θεωρία των Braudel - Wallerstein για την οικονομία-κόσμος και το σύστημα παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας δίνεται η ευκαιρία να σχηματίσουμε μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα για τη γένεση του εθνικισμού και τη θέση των εθνικών κρατών εντός του συστήματος, αφού η εκδήλωση του φαινομένου και η συγκρότηση και ανασυγκρότηση των εθνικών κρατών συνδέεται αναμφίβολα με τη γενική ιστορική διαδικασία. Η κατανόηση κάθε εθνικής ιστορίας, η ανάλυση για τη συγκρότηση και τη λειτουργία του εθνικού κράτους, απαιτεί να έχουμε στον νου μας την εικόνα της υπερκρατικής οντότητας, του σφαιρικού χαρακτήρα που προσλαμβάνει η άνιση καπιταλιστική ανάπτυξη. Αποτελεί βασική προϋπόθεση, για να ερμηνευθεί η διαδικασία σχηματισμού των σύγχρονων κρατών και κατανοηθεί η προβληματική της απόσχισης και ανάδυσης των εθνοτήτων. Αν οι θυσίες του εθνικισμού αποτελούν το υποκειμενικό στοιχείο, η κινητοποίηση για την ενσωμάτωση στο νέο οικονομικό σύστημα, όπως και κυρίως η αντίδραση στην άνιση ανάπτυξη, συνιστούν το αντικειμενικό στοιχείο μιας συνολικής ανάλυσης ενός κόσμου που αποτελεί σύστημα και τα κράτη τα στοιχεία του συστήματος. Σύμφωνα με τον Wallerstein, το διακρατικό σύστημα είναι η πολιτική υπερδομή της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας. Οι συνέπειες επομένως δεν είναι μόνο οικονομικές, οι διάφορες περιοχές του πλανήτη δεν διακρίνονται μόνο σε τόπους κεντρικών ή περιφερειακών παραγωγικών διαδικασιών. Ανάλογα με την κατανομή των κρατών στο κέντρο ή στην περιφέρεια, παράγονται και διαφορετικές εσωτερικές πολιτικές δομές αποφασιστικής σημασίας για τη διατήρηση του άνισου διακρατικού συστήματος που ελέγχει τον καταμερισμό της εργασίας. Ως το 1790 η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στη φεουδαρχία και στην απολυταρχία, ενώ άλλες χώρες ή λαοί, όπως ο ελληνικός, ζούσαν κάτω από ξένη κυριαρχία με τις γνωστές πολιτικές συνθήκες κοινωνικής υποταγής και μεθόδους παραγωγής.

Από την εποχή αυτή των νέων τεχνολογικών και οργανωτικών δυνατοτήτων γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η διαδικασία της άνισης ανάπτυξης, εξαιτίας της οποίας αρχίζουν νέες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ως κινητήρια δύναμη για τη συγκρότηση νέων κρατών ή τον εκσυγχρονισμό υπαρχόντων χρησιμοποιείται ο εθνικισμός. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Wallerstein, πρέπει να δεχτούμε ότι το κράτος προηγείται ως στόχος του έθνους και του εθνικισμού. Στο εσωτερικό του διακρατικού συστήματος το κράτος είναι επόμενο να αντιμετωπίζει πρόβλημα συνοχής και να κινδυνεύει από εσωτερική αποσύνθεση και εξωτερική επιβουλή. Ακριβώς η εμφάνιση του εθνικού αισθήματος αποβλέπει στη μείωση αυτών των απειλών. Εξάλλου ο εθνικισμός, μέσα στην τάξη της ιεραρχίας του διακρατικού συστήματος, είναι μια κατάλληλη ιδεολογία για να δικαιολογήσει μια καλή θέση ή να αμφισβητήσει μια μειονεκτική (Βλ. το δοκίμιο του Immanuel Wallerstein, «Η οικοδόμηση των λαών: ρατσισμός, εθνικισμός, εθνισμός», στο BalibarWallerstein, The Modern World System, ό.π., σ. 107-131. Εδώ δεν υιοθετείται, ως τεχνητή, η διάκριση σε εθνισμό και εθνικισμό).
 
Γ΄. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Γ.1. Η επώδυνη πολιτισμική μετακένωση
Οι διαφωτιστές είχαν πιστέψει ότι από τις χώρες του κέντρου θα πραγματοποιούνταν μια συνεχής πολιτισμική διάχυση, μια μετακένωση κατά την έκφραση του Αδαμάντιου Κοραή, προς τις χώρες της περιφέρειας. Ότι χάρη σ’ αυτή την πολιτισμική διείσδυση – την acculturation, την ώσμωση – θα επιτυγχανόταν η μετάβαση από τη βαρβαρότητα στην πολιτισμένη κοινωνία. Η πεποίθησή τους, ωστόσο, ότι ευαγγελίζονταν μια τελείως νέα εποχή, τους εμπόδιζε να προχωρήσουν σε βαθύτερες αναλύσεις που θα αποκάλυπταν ότι ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια υπήρχε τεράστια απόσταση με επικρατέστερα στοιχεία την εκμετάλλευση, τον έλεγχο, τη στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία. Συνεπώς, μπορούμε να καταλήξουμε ότι ο εθνικισμός αρχικά αναδύθηκε και εξακολούθησε έκτοτε να ξεπηδά από μια γενική κατάσταση που δεν προσφέρει μόνο και αδαπάνως την πολιτισμική μετακένωση. Της νέας προοπτικής πολιτισμικοί διάμεσοι, κήρυκες εκσυγχρονισμού, γίνονται οι μορφωμένοι, αλλά και τα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά στρώματα ή οι διοικητικοί υπάλληλοι (Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, ό.π., σ. 181). Όλοι αυτοί μεταφέρουν το μήνυμα της προόδου στους πληθυσμούς, τους οποίους, σε σχέση με τη νέα κατάσταση, διακρίνει η αμάθεια, η προκατάληψη και η καθυστέρηση. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο πολιτικός εθνικισμός επιδιώκει τη λαϊκή κινητοποίηση, γίνεται λαϊκιστικός για να ξεπεραστεί η υπανάπτυξη.

Στην Ελλάδα, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, χωρίς να εγκαταλειφθεί η σύνδεση με την υψηλή κουλτούρα της ελληνικής αρχαιότητας, πραγματοποιείται η στροφή, μέσα από τη λαογραφία, προς τη λαϊκή γλώσσα, τον λαϊκό πολιτισμό, τη ζωή στο χωριό (Μεταξύ άλλων, βλ. Tom Nairn, The break-up of Britain: crisis and neonationalism, London, 1977). Σε κάθε εθνικό κράτος, ωστόσο, από τον εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό ο μεγάλος κερδισμένος είναι η αστική τάξη. Αυτή πρώτιστα τον επιδιώκει και πρώτη αυτή δρέπει τους καρπούς. Η ανισότητα στις ανταλλαγές δεν χαρακτηρίζει μόνο τις σχέσεις κέντρου και περιφέρειας αλλά και τις σχέσεις των πόλεων με την ύπαιθρο και των ηγεμονικών τάξεων με τις ασθενέστερες. Οι τελευταίες συχνά γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης: η αγροτική παραγωγή τους – και όχι μόνο αυτή – αγοράζεται σε πολύ χαμηλές τιμές. Ανάλογα χαμηλά είναι και τα ημερομίσθια των εργατών. Αυτοί σ’ ένα ποσοστό, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, μένουν άνεργοι, συγκροτώντας τον εφεδρικό στρατό των απασχολήσιμων. 

Γ.2. Έθνη και κόσμος
Μια συμπληρωματική παρατήρηση στο νόημα του τίτλου «Ζούμε σ’ έναν κόσμο από έθνη», μπορούν να προστεθούν τα ακόλουθα: Στην αρχή είχαμε επιμείνει ακριβώς σ’ αυτό που δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε, ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία υπάρχουν έθνη, ότι αυτά αποτελούν ιστορικά υποκείμενα, παράγουν ιστορία. Μετά την παρουσίαση κυρίως της γενικής θεωρίας των Braudel - Wallerstein για την οικονομία-κόσμος και το σύστημα παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας, ιδιαίτερο νόημα αποκτά και το άλλο ουσιαστικό του τίτλου, η λέξη κόσμος, καθώς, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα έθνη είναι παράγωγα ενός κόσμου που συνιστά σύστημα. Αυτού του όλου, του κοσμοσυστήματος, τα έθνη αποτελούν μέρη. Επομένως, όσο καλύτερα προσδιορίζονται οι σχέσεις των μερών μεταξύ τους και οι σχέσεις τους με το σύστημα, τόσο αυξάνουν και οι πιθανότητες οι αναλύσεις και οι αποφάσεις να εκκινούν από ασφαλέστερα δεδομένα. Αν αυτό είναι χρήσιμο να μην αγνοείται σε κάθε περίπτωση, πολύ περισσότερο απαραίτητο γίνεται σήμερα, που έχουν ενταθεί οι ανακατατάξεις και οι ανισότητες στην ιεραρχία του συστήματος.

Ενώ η διαπιστωτική πρόταση, «ζούμε σ’ έναν κόσμο από έθνη», αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όπως είναι αυτονόητο, όταν αυτή εκφέρεται από τον  Τσου-Εν Λάι, πρωθυπουργό της Κίνας επί πολλά χρόνια (από το 1949 ως τον θάνατό του το 1976), και απευθύνεται σε μια ομάδα αμερικανών γερουσιαστών, που είχαν επισκεφθεί, εκείνα τα χρόνια, τη χώρα του (Στη συνάντηση και στη φράση του Τσου Εν-Λάι αναφέρεται ο Jean Chesneaux, Du passé faisons table rase? A propos de lhistoire et des historiens, Paris, 1976). Εδώ πήρε το νόημα που προαναφέρθηκε: τα έθνη είναι ιστορικά υποκείμενα σ’ έναν κόσμο, ο οποίος συνιστά σύστημα. Κατά συνέπεια η κατανόηση κάθε εθνικής ιστορίας προϋποθέτει την ανάλυση των αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων με άλλα μέρη του συστήματος και με το όλο.

 Γιάννης Γιαννόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου