Ιστοριογραφια: Θεωρια και
μεθοδοι
Το δοκίμιο είναι προϊόν συνένωσης σε
βραχύτερη μορφή δύο άλλων δοκιμίων μου, του πρώτου με τίτλο «Κριτική παρουσίαση
της παραδοσιακής ιστορικής θεωρίας και μεθόδου», διάλεξη αρχικά στο αμφιθέατρο
του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών την 6η Φεβρουαρίου 1990, και του
δευτέρου με τίτλο «Θεωρία της ιστορίας και σκοποί του μαθήματος της Ιστορίας»,
εισήγηση αρχικά στο σεμινάριο ιστορίας της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων στις 28
Νοεμβρίου 1987 στην αίθουσα Αντώνης Τρίτσης του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων,
η οποία δημοσιεύτηκε στο Σεμινάριο 9 της Π.Ε.Φ., Αθήνα, Μάρτης 1988. Και
τα δύο περιέχονται στον τόμο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου μου Δοκίμια θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας,
Αθήνα, Βιβλιογονία, 1997, στις σ. 9-27 και 75-110 αντίστοιχα.
Το νέο δοκίμιο, με τον παρόντα
τίτλο, δημοσιευμένο στην τρίτομη Ελληνική Ιστορία, Πάτρα, 1999, τ. 1, σ.
19-40, του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «επέχει θέση», σύμφωνα με τον
ακαδημαϊκό υπεύθυνο του έργου Νίκο Ροτζώκο (ό.π., τ. 1, σ. 15, στον Πρόλογο),
«εισαγωγικού διαλόγου με τις θεωρίες και τις μεθόδους των ιστορικών
σπουδών». Εδώ αναδημοσιεύεται με περισσότερα στοιχεία. Συντομότερη αναδιατύπωσή
του με ένα νέο παράδειγμα άσκησης κριτικής στην παραδοσιακή ιστοριογραφία
αποτελεί και το δοκίμιο σ’ αυτό το ιστολόγιο «Από τη μακρά γεγονοτολογική
ιστοριογραφία στη συνολική της μακράς διάρκειας». Η ανάγνωση και των δύο ελπίζω
ότι επεκτείνει τον προβληματισμό του αναγνώστη.
Η ιστοριογραφία, αντίθετα από ό,τι οι άλλες
επιστήμες του ανθρώπου, έχει τη δική της ιστορία αιώνων. Ωστόσο, παρά την
αξιόλογη κληρονομιά που άφησαν, ως προς τη θεώρησή της, κυρίως οι αρχαίοι
Έλληνες με τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη (5ος αιώνας π.Χ.) και τον Πολύβιο (2ος
αιώνας π.Χ.), οι Ρωμαίοι με τον Σαλλούστιο (1ος αιώνας π.Χ.) και τον Τάκιτο
(55-120) ή οι Άραβες με τον Ιμπν Χαλντούν (14ος αιώνας), οι σύγχρονες ιστορικές
θεωρίες και μέθοδοι προέκυψαν ύστερα από τις μακρές πολιτισμικές διεργασίες
που συντελέστηκαν σταδιακά στην Ευρώπη από τον μεσαίωνα ως σήμερα.
Οι θετικές πλευρές του έργου των ιστορικών,
τους οποίους προαναφέραμε, ανακτήθηκαν σε διαφορετικές στιγμές, όταν η Ευρώπη
ήταν σε θέση να τις ενσωματώσει στη δική της ιστορική σκέψη. Η μεθοδολογική
ακρίβεια του Θουκυδίδη άρχισε να θεωρείται πραγματικό πλεονέκτημα τον 19ο
αιώνα, η μέθοδος και ο προβληματισμός του Τάκιτου, λόγω γλώσσας, άσκησαν
επιρροή στις νεολατινικές χώρες και πριν από τον 19ο αιώνα, ενώ η αξία των
γεωγραφικών και εθνογραφικών ενδιαφερόντων του Ηροδότου και της συνολικής
κοινωνικής οπτικής του Ιμπν Χαλντούν αναγνωρίστηκε τον 20ό αιώνα. Τα ερωτήματα
των ιστορικών, όπως και οι απαντήσεις τους, που προκύπτουν σταδιακά λόγω των
ευρύτερων πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών διεργασιών που συντελούνται
πέρα από την ιστοριογραφία αλλά εντός των ορίων της, τροποποιούνται,
επεκτείνονται ή απορρίπτονται, επανέρχονται, ανανεώνονται και, όπως σε όλους
τους τομείς της ανθρώπινης διανοητικής δραστηριότητας, ο αγώνας συνεχίζεται.
Η μεσαιωνική ευρωπαϊκή ιστοριογραφία,
υποταγμένη στη θεολογική οπτική του κόσμου, είναι μια ars retorica με
ευδιάκριτες πολιτικές και ηθικοωφελιμιστικές προθέσεις. Στη χρονογραφία, το
είδος που ευδοκιμεί, ο χρονογράφος αφηγούνταν σύγχρονά του γεγονότα, σύμφωνα
με τη δική του εκδοχή, ενώ τα γεγονότα του παρελθόντος τα αποσπούσε από άλλα
παρόμοια έργα και τα ενσωμάτωνε στη δική του αφήγηση. Εκείνη την εποχή
θεωρούνταν τελείως αυτονόητο να μην έχει κανείς άποψη για ένα παρελθόν, του
οποίου δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. (Ο JERZY TOPOLSKI (Προβλήματα ιστορίας και ιστορικής μεθοδολογίας, Αθήνα, 1983, σ.
154-159) διακρίνει κατηγορίες χρόνου – συναφείς με τις έννοιες χρονικογράφος,
χρονογράφος και ιστορικός – ως εξής: α) των χρονικών, που δεν ξεπερνούν τις
χρονικές διαστάσεις του ιστορικού γεγονότος, β) του χρονογράφου: η χρονική
διάσταση της περιγραφής του γεγονότος έχει αναδρομικό χαρακτήρα, γ) τον ιστορικό
προοπτικό χρόνο: στην περιγραφή του γεγονότος λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος
μετά από αυτό, υπάρχει χρονική προοπτική και δ) τον ιστορικό οπισθοπροοπτικό
χρόνο: στην περιγραφή του γεγονότος υπάρχει ο πριν και ο μετέπειτα χρόνος, π.χ.
«την 1η Σεπτεμβρίου 1939 άρχισε ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος»).
Πέρα από την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται
και σήμερα στον αυτόπτη μάρτυρα, του οποίου βεβαία η μαρτυρία δεν γίνεται
άκριτα αποδεκτή, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι από τα αφηγηματικά αυτά έργα
δεν λείπουν κάποια υποτυπώδη ίχνη κριτικής. Μερικές φορές οι χρονογράφοι,
μνημονεύοντας στο έργο τους την ιδιότητα του συντάκτη των πληροφοριών που
παραθέτουν, επιδίωκαν να προσδώσουν κύρος στα λεγόμενά του και να ενισχύσουν
την άποψη ότι αυτός, λόγω της ιδιότητάς του, γνώριζε καλά όσα μαρτυρούσε.
Πρόκειται για μια πρακτική γνωστή και σήμερα, χρήσιμη ως ένα σημείο μόνο, μετά
το οποίο η επίκληση της αυθεντίας μπορεί να αποβλέπει στην παραπλάνηση του
ακροατή ή του αναγνώστη. Επίσης, όταν οι χρονογράφοι αντιμετώπιζαν δύο διαφορετικές
εκδοχές του ίδιου θέματος, παρόλο που δεν έδειχναν προτίμηση στη μια ή στην
άλλη, επειδή πίστευαν ότι δεν πρέπει να πάρουν οι ίδιοι θέση, αφού δεν είχαν οι
ίδιοι άμεση αντίληψη των γεγονότων, αρκούνταν να τις παραθέτουν αντιθετικά. Δηλώνοντας,
ωστόσο, ότι αυτός υποστηρίζει τούτο, ενώ εκείνος το άλλο, άφηναν ένα μικρό έστω
περιθώριο επιλογής άρα και κριτικής αντιμετώπισης από τον αναγνώστη (Σχετικά K. Pomian,
«L’histoire de la science et l’histoire de l’histoire»,
Annales ESC XXX/2 (1975), σ. 937-941).
2. Η πρώτη μεθοδολογική θεμελίωση (16ος-17ος αι.)
Το επίπεδο της μεσαιωνικής χρονογραφίας
ξεπεράστηκε, αρχικά, στην εποχή της Αναγέννησης και του Ουμανισμού με γραμματειακά
έργα τα οποία μιμούνταν τον τρόπο εκφοράς του ιστορικού λόγου κατά την αρχαιότητα.
Από τους βασικούς εκπροσώπους της νέας αυτής ιστοριογραφίας, ο Niccolò Machiavelli (1469-1527),
αρκούνταν να αναπτύσσει τα επιμέρους βιβλία του έργου του στηριγμένος σε μια
μόνο αφηγηματική πηγή και παραποιούσε τα γεγονότα, για να προβάλει ένα πρότυπο
ηγέτη, επομένως και μια ηγετοκεντρική αντίληψη της ιστορίας. (Niccolὸ Machiavelli, Il Principe
[…], La vita di Castruccio Castracani […], In Vinegia, 1537, ελληνική μετάφραση, Η ζωή του Καστρούτσο
Καστρακάνι, Αθήνα, 1993. Το έργο γράφηκε το 1520. Ο Macchiavelli
κατασκευάζει έναν ηγέτη ως πρότυπο, προκειμένου να εμπνεύσει εκείνον που θα τον
μιμηθεί και με τη δράση του θα ενώσει την κατακερματισμένη Ιταλία σε κράτος). Ενώ ο Francesco Guicciardini (1483-1540),
στον οποίο θα αναφερθούμε και πάλι, συγκριτικά είναι περισσότερο ακριβής.
Παρά τη χρονογραφική διάταξη του έργου του La Historia d’Italia, έχει αξιοσημείωτη γνώση των πολιτικών
κινήτρων που επηρεάζουν την ανθρώπινη δράση (Ε. Fueter, Geschichte der neueren Historiographie, με προσθήκες των Dietrich Gerhard και Paul Sattler, Munich-Berlin, 3/1936 [1/1911], ιταλική μετάφραση, Storia della storiografia moderna, Milano-Napoli, 1970, σ. 79-100).
Αλλά καθοριστικοί για την ανάπτυξη της
ιστοριογραφίας είναι οι αιώνες 16ος και 17ος, γνωστοί και ως αιώνες των επιστημονικών
επαναστάσεων. Στη διάρκειά τους πραγματοποιείται το πέρασμα από το αισθητό
στο νοητό, από το άμεσα ορατό, που αποτελεί πηγή πλάνης, στην έμμεση γνώση, στη
θεωρία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της επιστημολογικής ρήξης, σε συνδυασμό με την
ανάγκη για τεκμηρίωση των θέσεων τόσο της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης όσο και
της Αντιμεταρρύθμισης, ρίχτηκαν τα πρώτα μεθοδολογικά θεμέλια της ιστορίας.
Καθολικοί και προτεστάντες, εκείνα τα χρόνια,
προσέφυγαν σε παλαιότερα κείμενα, για να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Από
την πλευρά των καθολικών μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξαν κυρίως τα μοναχικά
τάγματα των Ιησουιτών και των Βενεδικτίνων. Το κίνημα της εποχής, ο
eruditismus – η εμβριθής λογιότητα, ο λογιοτατισμός – εν πολλοίς συνδέεται μ’
αυτούς. Προωθήθηκαν αποφασιστικά η χρονολογία, η κωδικολογία, η λεξικογραφία,
η επιγραφική και προ παντός άλλου η παλαιογραφία και η διπλωματική (Ο όρος διπλωματική, από
την ελληνική λέξη δίπλωμα, δηλαδή διπλωμένο στα δύο, όπως ονομάσθηκε στα χρόνια
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κάθε επίσημο έγγραφο με ορισμένα τυπικά
χαρακτηριστικά και αργότερα από τους λογίους το έγγραφο των μοναρχικών αρχών
που αποτελούσε ιδιαίτερα επίσημη πράξη). Από τότε συγκροτείται η φιγούρα
του érudit, του εμβριθούς λογίου, του λογιότατου με τη μεγάλη πολυμάθεια. Ο
érudit κατέπλησσε με τις γνώσεις του: γνώριζε θαυμάσια αρχαία ελληνικά,
εξαιρετικά λατινικά, λαμπρά εβραϊκά και είχε εντρυφήσει στην παλαιογραφία,
στη διπλωματική και στις άλλες ιστορικές επιστήμες. Τους λογιότατους εκείνη
την εποχή, και αργότερα, στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, θαυμάζοντάς τους για
την πολυμάθειά τους, τους είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Η συχνά άγονη, ωστόσο,
σχολαστικότητά τους και τα στενά περιθώρια της σκέψης τους, σε συνδυασμό με
την πολεμική, η οποία τους ασκήθηκε από κινήματα διαφορετικής παιδείας και
ιδεολογίας, μείωσαν την αίγλη τους. Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα να κινείται
κανείς με άνεση στα κείμενα, δεν παύει να είναι εξαιρετικό εφόδιο και για τον
σύγχρονο φιλόλογο και ιστορικό. Μόνο που αυτό το εφόδιο δεν είναι αρκετό.
Μεταξύ άλλων, ενδεικτικά αναφέρουμε τον πρωτοπόρο
της διπλωματικής Lorenzo Valla (1407-1457), ο οποίος το 1440, υπηρετώντας
στο Βασίλειο της Νεαπόλεως, για να αντικρούσει τις επεκτατικές τάσεις του
παπικού κράτους, βάλθηκε να αποδείξει ότι η Κωνσταντίνειος Δωρεά / Donatio Constantini ήταν πλαστή.
Ανάμεσα στον 11ο και τον 15ο αιώνα ήταν αρκετά
διαδεδομένη μια Δωρεά, στη λατινική Donatio, την οποία έκανε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
(273-337) στον πάπα Σιλβέστρο Α΄ το 313. Η συστατική αυτή πράξη που έχει διασωθεί
ως τις μέρες μας σε μια λατινική και σε μια ελληνική εκδοχή αποτελείται από δύο
μέρη: Στο πρώτο, το ονομαζόμενο Ομολογία / Confessio, εκτίθεται ο μύθος του πάπα Σιλβέστρου, που
θεραπεύει τον Κωνσταντίνο από τη λέπρα και τον βαφτίζει, και της μεταστροφής
του Κωνσταντίνου. Στο δεύτερο μέρος, το ονομαζόμενο Δωρεά / Donatio, ακολουθούν οι παραχωρήσεις, οι οποίες
υποτίθεται ότι έγιναν από τον αυτοκράτορα στον πάπα: Εξομοιώνεται η εκκλησιαστική
ιεραρχία με την πολιτική, ακόμη και στις εξωτερικές μορφές, στα χαρακτηριστικά
και στις τιμητικές διακρίσεις, δηλαδή η θρησκευτική με την πολιτική εξουσία, ο
πάπας με τον αυτοκράτορα· αναγνωρίζεται το ασυμβίβαστο
της συνύπαρξης στον ίδιο τόπο των δύο εξουσιών, της πολιτικής και της
εκκλησιαστικής, και μεταβιβάζονται στην κυριαρχία του ποντίφικα η Ρώμη και οι
ιταλικές και δυτικές επαρχίες. Η πλαστή αυτή πράξη, το πιθανότερο του δεύτερου
μισού του 8ου αιώνα, δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορία του 4ου αιώνα, αλλά με
την ιστορία του 8ου (Fueter, ό.π., σ. 48· Federico Chabod,
Lezioni di metodo storico, Roma-Bari, 1978 (1/1969, 17/2006), μαθήματα των ετών 1940-1959), σ. 44-45 και 71 κ.ε.). Νεότερες εκδόσεις αυτής της υποτιθέμενης δωρεάς: Lorenzo Valla, La donation de Constantin: sur la donation de Constantin, à
lui faussement attribuée et mensongère,
traduit et commentée par Jean-Baptiste Giard, preface de Carlo Ginzburg, Paris,
1993· Lorenzo Valla, La falsa donazione
di Costantino, introduzione, traduzione e
note di Olga Pugliese, Milano, 1994· De falso credita et ementita Constantini donatione
declamatio στο On the
donation of Constantine Lorenzo Valla, translated by G.W.
Bowersock, Cambridge, Mass., 2007.
Ένα άλλο εξίσου με τη δωρεά του Κωνσταντίνου αποδεδειγμένα πλαστό κείμενο
πολιτικής συνωμοσιολογίας και αντισημιτισμού, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες,
και στα ελληνικά, γραμμένο από ρώσο δημοσιογράφο το 1902 και δημοσιευμένο σε
ρωσική εφημερίδα ακροδεξιάς τοποθέτησης το 1903, είναι τα πρωτόκολλα των σοφών
της Σιών. Σχετικά, Stephen Eric Bronner, A
Rumor about the Jews: Reflections on antisemitism and the Protocols of the
Learned Elders of Zion, Oxford University Press, 2003∙ Cesare G. De Michelis, Il manoscritto inesistente. I
‘‘Protocolli dei savi di Sion’’, Venezia, 2004· Ο Ιδιος, La giudeofobia in Russia, Torino, 2001.
Ιδιαίτερα αξίζει να μνημονευθεί και ο θεμελιωτής της παλαιογραφίας και της διπλωματικής βενεδικτίνος μοναχός Jean Mabillon (1632-1707). Το 1681, η «χρονιά κυκλοφορίας [του έργου
του] De re diplomatica, υπήρξε πραγματικά μεγάλη για την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος, […]
ήταν αποφασιστική καμπή στην ιστορία της κριτικής μεθόδου» (Marc Bloch,
Apologie pour l’histoire ou métier d’historien,
Paris,
1949, σ. 49, ελληνική μετάφραση από τη γαλλική έκδοση του 1977, Απολογία για
την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Αθήνα, 1994, σ. 103. Πρβλ. Fueter,
ό.π., σ. 423· Guy BourdÉ - HervÉ Martin,
Les
écoles historiques, Paris, 1983, σ. 83· Georges Duby, L’histoire continue, Paris, 1991, σ. 68: τα εργαλεία μου καθόλου δεν διέφεραν
από αυτά που είχαν χρησιμοποιήσει τον 17ο αιώνα οι Βενεδικτίνοι: μια πέννα, ένα
φακό, μερικά δελτία. Για το έργο του Mabillon βλ. ακόμη Fernando J. de Lasala Claver, Il documento medievale
e moderno: panorama storico della diplomatica. Roma, 2003, σ. 24-26. Η δεύτερη επαυξημένη έκδοση του Jean Mabillon, De re diplomatica libri VI,
paris, 1709 (ανατύπωση: Roma, 1964). Μετά μερικά χρόνια, κυκλοφόρησε και ένα άλλο σημαντικό έργο, η Palaeographia
graeca (Paris, 1708) του θεμελιωτή της ελληνικής παλαιογραφίας Bernard de Montfaucon
(1655-1741) (Bernard de Montfaucon, Palaeographia graeca, Paris, 1708. Στην ελληνική μεταφράστηκε από τον Νίκο Παναγιωτάκη
ένα νεότερο εξαιρετικό έργο, το βιβλίο του Elpidio Mioni, Εισαγωγή στην ελληνική παλαιογραφία,
Αθήνα, 1979. Επίσης, για τις ονομαζόμενες ‘‘εκδοτικές επιστήμες’’, την
παλαιογραφία, διπλωματική, επιγραφική, παπυρολογία και κωδικολογία, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος,
Εισαγωγή εις την βυζαντινήν διπλωματικήν, Θεσσαλονίκη, 1969∙ Charles Samaran
(δ/νση), Ιστορία και μέθοδοί της, Αθήνα, τ. Β΄.1 και Β΄.2 (1981), τ.
Β΄.3 (1988), τ. Γ΄ (1987) και τ. Δ΄ (1980)∙ G.
Klaffenbach,
Εγχειρίδιο ελληνικής επιγραφικής, Αθήνα, 3/2003· Margheritta Guarducci, Η ελληνική
επιγραφική από τις απαρχές ως την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο, Αθήνα, 2008· Ε.Κ. Λιτσας, Σύντομη εισαγωγή στην ελληνική παλαιογραφία και
κωδικολογία, Θεσσαλονίκη, 2001· Β.Γ. Μανδηλαράς, Πάπυροι και παπυρολογία: Εισαγωγή στην
επιστήμη της παπυρολογίας, Αθήνα, 3/2005· J.
Lemaire, Introduction à la codicologie, Louvain, 1989· M.L. Agati,
Il libro manoscritto. Introduzione alla codicologia, Roma,
2003. Εκτενώς, με επίκεντρο τη μεσαιωνική περίοδο, στις ‘‘εκδοτικές επιστήμες’’
παλαιογραφία, διπλωματική και επιγραφική και σε σχετικά με αυτές εγχειρίδια,
περιοδικά και ινστιτούτα αναφέρεται η Antonella Ghignoli, «Repertorio. Le discipline editoriali: paleografia, diplomatica,
codicologia», http://www.rm.unina.it/repertorio/paleogra.html (gennaio 2003)).
3. Η κριτική φιλολογική μέθοδος στην ιστορία
Συνεχιστές του κινήματος του φερόμενου ως eruditismus υπήρξαν οι θεμελιωτές της κριτικής φιλολογικής
μεθόδου, με πρώτο τον γερμανό Friedririch
August Wolf, ο οποίος το 1895 με το έργο του Prolegomena ad Homerum αναζήτησε τις λογοτεχνικές πηγές των ομηρικών επών. Ο Ολλανδός Barthold Georg Niebuhr (1776-1831) μετέφερε τη φιλολογική αυτή
μέθοδο της αποδόμησης ενός έργου στα πρωταρχικά του στοιχεία στην ιστορία. Στο ιστορικό έργο του Τίτου Λίβιου (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) Ab Urbe condita (Από την ίδρυση της Ρώμης) αναζήτησε τις ιστορικές πηγές του (Fueter,
ό.π., σ. 596 κ.ε.).
Τη μέθοδο επεξεργάστηκε περαιτέρω ο γερμανός
ιστορικός Leopold von Ranke (1795-1886). Στην πρώτη κριτική εργασία του, Geschichte der romanischen and germanischen Völker 1494-1514, Berlin, 1824, ανέλυσε το έργο του Francesco Guicciardini (1483-1540) La Historia d’Italia, γραμμένη από το 1536 ως το 1539. Είχε το πλεονέκτημα
να συγκρίνει την παράγωγη αφήγηση αυτού του φλωρεντινού νομομαθούς
και πολιτικού με τις πηγές, στις οποίες στηρίχτηκε. Όπως παρατηρεί ο Eduard Fueter (1876-1928), ο οποίος έγραψε μερικά χρόνια
αργότερα, το 1911, το περισπούδαστο έργο του για την ιστορία της ευρωπαϊκής
ιστοριογραφίας, που ήδη αναφέρθηκε, ο Ranke εργάστηκε γρήγορα και απλά και, καθώς διαπίστωσε ότι δεν είχαν αποδοθεί
σωστά οι πηγές, κατέληξε στο εύκολο συμπέρασμα ότι η ιστορική γνώση μπορεί να
αποκτηθεί μόνο με τις πρωτότυπες πηγές (Fueter, ό.π., σ. 591). Αλλά, αν κρίνουμε από τη σημασία την οποία
ο Ranke απέδωσε στους τεχνικούς όρους πρωτότυπο
και αυτόγραφο, οι οποίοι έχουν σχέση περισσότερο με τη γνησιότητα παρά
με την αξιοπιστία των πληροφοριών, το συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι δεν
προχώρησε στην εσωτερική κριτική των πηγών. Άλλωστε, και τις εκθέσεις (relazioni) των βενετών πρεσβευτών που χρησιμοποίησε
ως πηγές σε άλλα του έργα, τις δέχτηκε πολύ λίγο κριτικά. Όπως υποστηρίχθηκε,
δεν έλαβε υπόψη του ότι και αυτοί μπορούσαν να υπηρετούν σκοπιμότητες, όπως οι
ιστορικοί, και ότι, ως υπάλληλοι, ήθελαν να δείξουν ότι ήξεραν και έκαναν πολλά
(Fueter,
ό.π., σ. 613. Πρβλ. Georg G. Iggers,
Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, Αθήνα, 1991, σ. 26 κ.ε. Βλ. και στον Scipione Guarracino,
Storia:
i discorsi sul metodo, Firenze, 1990, σ. 31, την κριτική, την οποία άσκησε στον Ranke
ο Johann Gustav Droysen
(επιστολή του 1857): «Από υπαιτιότητα της σχολής του Ranke και του Perz (διευθυντή των Monumenta), εμείς βουλιάξαμε
κατά απαράδεκτο τρόπο στην ονομαζόμενη κριτική, της οποίας η ικανότητα
συνίσταται στο να εντοπιστεί αν ένας φτωχός διάβολος, χρονογράφος, έχει
αντιγράψει από κάποιον άλλον»).
Ως το τέλος του 19ου
αιώνα, όπως επισημαίνει ο Charles Seignobos (1854-1942), που γράφει αυτή την εποχή, οι
ιστορικοί που χρησιμοποίησαν την κριτική φιλολογική μέθοδο δεν ερεύνησαν
ικανοποιητικά την αξιοπιστία των πηγών (Gh.-V. Langlois - Ch. Seignobos, Introduction aux études historiques,
Paris,
1897, στην ελληνική, Εισαγωγή εις τας ιστορικάς μελέτας, μετάφραση
Σπυρίδων Λάμπρος, Αθήνα, 1902, σ.167). Ο Eduard Fueter, δέχεται ότι η μέθοδος – η κριτική φιλολογική
μέθοδος – είναι καλή μόνο για το στάδιο της προετοιμασίας και όχι της κριτικής.
Και εύστοχα προσθέτει ότι δεν είναι υπερκριτική, όπως είχε νομιστεί, αλλά
αντίθετα πολύ λίγο κριτική (Ε. Fueter, ό.π., σ. 592, 598).
Η αξία της κριτικής φιλολογικής μεθόδου μπορεί
να σταθμιστεί, αν παρακολουθήσουμε τα στάδια της ιστορικής ερευνητικής διαδικασίας,
τα οποία συνήθως είναι τα ακόλουθα:
α. Η επιλογή του θέματος. Ως σήμερα, όσοι ακολουθούν την κριτική φιλολογική μέθοδο – και όχι μόνο αυτοί – στρέφονται σε ανεκμετάλλευτο κυρίως αρχειακό υλικό. (Όσο κι αν στις μέρες μας, όλο και περισσότερο, το σύγχρονο θεωρητικό οπλοστάσιο επιτρέπει νέες θεωρήσεις του ήδη δημοσιευμένου πρωτογενούς ιστορικού υλικού, η αναζήτηση και άλλου, άγνωστου ως σήμερα, πάντοτε θα αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Για την ελληνική ιστορία, π.χ., είναι πάρα πολλές οι ανεκμετάλλευτες πρωτογενείς πηγές. Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο μεγάλα αρχεία με τεράστιο υλικό, το Archivio di Stato di Venezia, στο οποίο έχουν πραγματοποιηθεί κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές έρευνες, και τα Devlet arşivleri (αρχεία του τουρκικού κράτους), στα οποία δεν ήταν δυνατή ως πρόσφατα η πρόσβαση ελλήνων ερευνητών. Στον σοβαρό αυτό λόγο να προστεθούν δύο άλλοι: η περιορισμένη ανάπτυξη των τουρκολογικών σπουδών στη χώρα μας και έναντι της ιταλικής γλώσσας οι απείρως μεγαλύτερες δυσκολίες ανάγνωσης των οθωμανικών πηγών. Για τις χιλιάδες οθωμανικών εγγράφων που αφορούν μόνο την επανάσταση του 1821, αυτόγραφα σουλτανικά διατάγματα, κατάστιχα με αντίγραφα εγγράφων που είχαν σταλεί από την Υψηλή Πύλη στις επαρχίες του κράτους και αντίστροφα, βλ. H. Sükrü Ilıcak, «The revolt of Alexandros Ipsilantis ant the fate of the Fanariots in ottoman documents», στον συλλογικό τόμο Η ελληνική επανάσταση του 1821: ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα, 2009∙ Ο Ιδιοσ,«Η οθωμανική πολιτική φιλοσοφία και η αντίδραση στην ελληνική ‘‘αταξία’’», στον τόμο: 1821, η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Νέο Φάληρο, 2010, τ. 5, σ. 62. Βλ. και Suraiya Feroqhi, Προσεγγίζοντας την οθωμανική ιστορία: εισαγωγή στις οθωμανικές πηγές, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2006).
Οι ερευνητές, αναζητώντας ανέκδοτα στοιχεία, αποβλέπουν στην εκπόνηση μιας πρωτότυπης ιστορικής μελέτης, της οποίας αυτό το πρωτογενές εμπειρικό υλικό θα καθορίσει, με την ολοκλήρωση του εγχειρήματος, και τον τίτλο του θέματος.
β. Η επεξεργασία των ανέκδοτων
γραπτών πηγών, π.χ. εγγράφων, αποτελεί το δεύτερο στάδιο. Όσο αυτό
διαρκεί, ακολουθούνται οι εξής επιμέρους διαδικασίες, οι οποίες, ως ένα σημείο
είναι αποδεκτές από όλες τις ιστορικές σχολές:
β.1. Αρχικά, επιχειρείται η ακριβής ανάγνωση
και αντιγραφή των εγγράφων, ιδίως αν αυτά πρόκειται να εκδοθούν, με εφόδια
την καλή γνώση της γλώσσας και της εποχής, όπως επίσης επαρκείς γνώσεις
παλαιογραφίας, οι οποίες διευκολύνουν την ορθή ανάγνωση.
β.2. Ακολουθεί η εξωτερική κριτική των
εγγράφων, γίνεται δηλαδή ο έλεγχος της γνησιότητάς τους με βάση γνώσεις από τη
διπλωματική. Για να διαπιστωθεί η γνησιότητα ή η πλαστότητα ενός
κειμένου, ειδικότερα ενός εγγράφου, εξετάζονται, η ταυτότητα αυτού που το
υπογράφει, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσής του. Με την έρευνα των τριών αυτών
στοιχείων ελέγχεται η προέλευση του εγγράφου. Έπειτα, εξετάζονται η
γραφική ύλη, η γραφή, ο εξωτερικός τύπος, το ύφος, το σύστημα χρονολόγησης. Αν
βεβαιωθούμε ότι και ένα από τα παραπάνω δεν ανταποκρίνεται στον χρόνο κατά τον
οποίο φέρεται ότι συντάχτηκε αυτή η πηγή, τότε το έγγραφο δεν είναι γνήσιο αλλά
πλαστό. Τέλος, ο έλεγχος της γνησιότητας κλείνει με τη διείσδυση στο
περιεχόμενο των πληροφοριών, με σειρά ερωτημάτων, όπως τα ακόλουθα: Ο
συντάκτης του εγγράφου ήταν σε θέση να δώσει μια τέτοια πληροφορία; Κατά τον
χρόνο της συγγραφής του, χρησιμοποιούνταν αυτή ή η άλλη έκφραση ή ο όρος; (Πρβλ. FEDERICO CHABOD, Lezioni di metodo storico, ό.π., σ. 54 κ.ε., όπου εκτίθενται βασικά
κριτήρια προσέγγισης των πηγών).
Επομένως, το συγκεκριμένο κείμενο (text) βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το
συγκείμενο / τα συμφραζόμενα (context), την πολιτισμική παραγωγή (culture) του
καιρού του;
β.3. Αλλά ήδη έχουμε σχεδόν περάσει στο
επόμενο στάδιο, στην εσωτερική κριτική, όπου ελέγχεται η αξιοπιστία των
πληροφοριών μιας πηγής. Τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν εξετάζονται στο
εξής απόσπασμα κειμένου, το οποίο έγραψε το 1869 ο ανθυπολοχαγός του Πεζικού
και διώκτης της ληστείας Ανδρέας Μοσχονήσιος:
«Το ελληνικόν γένος,
πιεζόμενον υπό το δυσβάστακτον της τουρκικής τυραννίας βάρος, απεχώρισεν από
την ολομέλειαν αυτού ως έκθλιμμα ήρωάς τινας ονομασθέντας κλέπτας».
(Ανδρεας Μοσχονήσιος, Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας, Ερμούπολις,
1869, σ. 6. Για τη χρήση του όρου γένος, μακρότερης παράδοσης από τον όρο
έθνος, που εδώ δεν εξετάζεται, βλ., μεταξύ άλλων, ΠΑΡΙΣ ΓΟΥΝΑΡΙΔΗΣ,
Γένος ρωμαίων: βυζαντινές και
νεοελληνικές ερμηνείες, Αθήνα, 1996∙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του
Ελληνικού Κράτους, Αθήνα, 2004∙ ΕΛΠΙΔΑ ΒΟΓΛΗ,
Έλληνες
το γένος. Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο έθνος κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Αθήνα, 2007).
Το απόσπασμα γεννά μια σειρά από ερωτήματα, τα
οποία μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες: Αυτά που συνιστούν την ερμηνευτική
ή θετική κριτική του κειμένου και συμβάλλουν στη λεκτική κατανόηση του
περιεχομένου και αυτά που έχουν σχέση με την αρνητική κριτική, τους
όρους παραγωγής της πηγής. Και οι δύο φάσεις είναι ουσιώδεις, γιατί, αν ο
ιστορικός δεν κατανοήσει το κείμενο, πώς θα εισέλθει στα άδυτα του επαγγέλματός
του, που είναι η κριτική αντιμετώπισή του;
Ερμηνευτική ή θετική κριτική. Εμπόδιο στην κατανόηση του κειμένου – θετική
κριτική – αποτελούν οι αμφίσημες λέξεις “αποχωρίζω” και “έκθλιμμα”.
Διερωτάται κανείς αν η φράση “αποχωρίζω τους κλέφτες ως έκθλιμμα” έχει
καλή ή κακή σημασία. Το έκθλιμμα είναι αυτό που κρατάμε μετά τη σύνθλιψη
και αποχύμωση ενός φρούτου, ή αυτό που πετάμε; Ο ιστορικός είναι άνθρωπος της
εποχής του. Μπορεί να σκεφθεί με βάση τις παραστάσεις και τις εμπειρίες του,
να θυμηθεί ότι πράγματι, όταν στύβουμε ένα λεμόνι με το χέρι μας ή κατά την αποχύμωση ενός φρούτου με τη χρήση
του αποχυμωτή, γνωστή και διαδεδομένη συσκευή σήμερα, κρατάμε τον χυμό, ενώ
ό,τι μένει (φλούδες κτλ.), το πετάμε. Οπότε χρειάζεται να διευκρινιστεί εξίσου
και η σημασία του αποχωρίζω, αν δηλαδή σημαίνει ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο,
επειδή του αποδίδω αξία, ή το βάζω στην άκρη ως άχρηστο, για να το πετάξω. Η
επόμενη σκέψη είναι να προσφύγω σε μια άλλη βοηθητική επιστήμη της ιστορίας,
στη λεξικογραφία. Ατυχώς, τα λεξικά δεν προσφέρουν τη λύση. Μπορείτε να το διαπιστώσετε,
αν συμβουλευτείτε μερικά από αυτά, παλαιότερα ή σύγχρονα. Και είναι δύσκολο,
θα έλεγα μάταιο, να μετέλθουμε το έργο του λεξικογράφου, να συγκεντρώσουμε
σχετικά χωρία της εποχής, τα οποία θα επέτρεπαν να κατανοήσουμε τη σημασία των
δύο αυτών λέξεων. Μπορούμε, ωστόσο, να προσφύγουμε στα συμφραζόμενα, τα οποία
είναι εν προκειμένω και εύκολη και ασφαλής λύση. Το ‘‘κλειδί’’ για το
‘‘ξεκλείδωμα’’ της φράσης είναι η λέξη “ήρωες”. Το γένος είδε τους
κλέφτες «πιεζόμενον υπό το δυσβάσταχτο βάρος της τουρκικής τυραννίας» ως
ήρωες. Επομένως, το “αποχωρίζω” στο παραπάνω κείμενο παίρνει καλή
σημασία (ξεχωρίζω, διακρίνω), όπως επίσης και το “έκθλιμμα” (αφρόκρεμα,
εκλεκτό κομμάτι).
Αρνητική κριτική. Αλλά πώς ο συντάκτης του παραπάνω χωρίου
έφτασε σ’ αυτή την άποψη; Πώς εργάστηκε; ποιες οι εμπειρίες, τις οποίες σώρευσε
μέσα του από όσα λέγονταν στο σπίτι, στον κοινωνικό περίγυρο, στο σχολείο, στον
στρατό; ποια η στάση των συγχρόνων του – του κράτους, των élites, πολύ περισσότερο των ασθενέστερων
κοινωνικών ομάδων – απέναντι στους κλέφτες, τους ληστές; Γιατί διατυπώνει μια
τέτοια εκδοχή για τη ληστεία; Σε τι αποβλέπει; Λαμβάνει υπόψη του τη λαϊκή
αντίληψη, όπως προβάλλεται και στα δημοτικά τραγούδια; Βλέπει εθνοκεντρικά το
φαινόμενο, δηλαδή τους κλέφτες ως “δυνάμεις αντίστασης στον κατακτητή”; Πρόθεσή
του είναι να προτείνει στο ελληνικό κράτος – πράγμα που κάνει στο τέλος του
μελετήματος – να αντιμετωπίσει τη ληστεία με πολιτικά μέσα, με τη λήψη μέτρων
για μόνιμη εγκατάσταση; Αναμφισβήτητα, όλα αυτά τον επηρεάζουν. Μπορεί,
ωστόσο, να υποθέσει κανείς βάσιμα ότι ο Μοσχονήσιος, ένας ανθυπολοχαγός του
πεζικού και διώκτης της ληστείας, θα δίσταζε να διατυπώσει δημόσια την
παραπάνω πρόταση, αν αυτή απείχε πολύ από τους προβληματισμούς των διαφόρων
κύκλων της εξουσίας ή και της κοινής γνώμης. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, τις
οποίες οφείλει να κάνει ο ιστορικός, σ’ αυτό το στάδιο, της ονομαζόμενης
αρνητικής κριτικής, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η οπτική του Μοσχονήσιου
δεν αποτελεί την τελική ερμηνεία του φαινομένου. Καθώς, ωστόσο, το κείμενο
αναφέρεται σ’ ένα κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο δεν το αντιμετωπίζει άμεσα και
δεν υφίσταται τις συνέπειές του ο αναγνώστης ή ο ιστορικός, μπορεί να ωθήσει
τον ενδιαφερόμενο στην ευρύτερη μελέτη του φαινομένου και των συμφραζομένων που
συνέβαλαν στην παραγωγή του κειμένου. Συνεπώς, το δεύτερο μέρος της
εσωτερικής κριτικής, η αρνητική κριτική, όπως νοείται σήμερα, είναι
αυτή κυρίως η οποία ανοίγει τον δρόμο στην κριτική αποδόμηση των πηγών, θέτοντας
ερωτήματα, όπως τα ακόλουθα: Ποιος είναι ο συντάκτης της πηγής, ο διανοητικός
του ορίζοντας, η θέση του στην κοινωνία, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με ποια
πρόθεση γράφει, ποιες οι σχέσεις του με
τον παραλήπτη του μηνύματος, ποιο το ιδεολογικό κέντρο από το οποίο θεωρεί τα
πράγματα κτλ.
Με άλλη διατύπωση, το κείμενο (text) του
Μοσχονήσιου, ένας, φαινομενικά τουλάχιστον, ξεκάθαρος τελειωμένος λόγος
(discourse), είναι μια ανακατασκευή από όλα τα κομμάτια (bits) άλλων λόγων (Πρβλ. MICHAEL CALVIN MCGEE, «Text, context, and the fragmentation of American
culture», στο mcgeefragments.net/OLD/text.htm (μια πρώιμη δημοσίευση του δοκιμίου ως «Text, context, and the
fragmentation of contemporary culture», στο Western Journal of Communication 54 (1990), σ. 274-289)). Πλείστοι όσοι από αυτούς έχουν διατυπωθεί κυρίως
προφορικά και εσωτερικευθεί, από τα μικρά του χρόνια ακόμη, μη συνειδητά, δηλαδή
χωρίς κανένα ιδιαίτερο λογικό έλεγχο. Είναι τα όσα άκουσε να λέγονται για τους
κλέφτες μέσα στην οικογένεια, στον κοινωνικό περίγυρο, ακόμη και στο σχολείο
από τους δασκάλους του, όσα ακόμη άκουσε να τραγουδιούνται καθημερινά από τον
καθένα ή να τραγουδιούνται, και να χορεύονται σε ποικίλες κοινωνικές
εκδηλώσεις, όπως επίσης όσα πιθανώς διάβασε γι’ αυτούς στα λαϊκά μυθιστορήματα
εκείνης της εποχής. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια και τα
λαϊκά μυθιστορήματα, που εξαίρουν τα κατορθώματα των κλεφτών, για ένα ευρύ
κοινό, ιδίως τα πρώτα, γιατί τα μυθιστορήματα προϋπέθεταν τη γνώση ανάγνωσης,
ήταν τα πιο αγαπημένα. Όλα τα παραπάνω, που συνθέτουν τη λαϊκή παράδοση για
τους κλέφτες, και μερικά κείμενα των σχολικών βιβλίων αβίαστα είχαν εδραιώσει
ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη μια τελείως θετική αντίληψη γι’ αυτούς, ακριβώς
αυτή που υιοθέτησε και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο εθνικός ιστορικός,
εθνικός, επειδή μεταξύ άλλων ενσωμάτωσε στην ιστοριογραφία του πεποιθήσεις που
αποτυπώνουν τη συλλογική μνήμη. Αλλά ο Μοσχονήσιος, χωρίς να απομακρυνθεί από
την κοινή αντίληψη, ως εγγράμματος και αξιωματικός αντιμετώπισε το πρόβλημα
της ληστείας και συνειδητά. Διαμόρφωσε και εξέθεσε τη γνώμη του, έχοντας υπόψη
του και διαμετρικά αντίθετες απόψεις που διατυπώθηκαν προφορικά ή γραπτά ακόμη
και από ανωτέρους του και από πολιτικούς. Κάποιους από αυτούς πιθανώς και να
τους εξέφραζε. Ιδιαίτερα οι πολιτικοί αναζητούσαν πολιτικές λύσεις, γιατί η
δίωξη της ληστείας δεν είχε φέρει το ποθητό αποτέλεσμα. Παρόμοια, ωστόσο,
ανάλυση των κειμένων ή ερωτήματα, όπως τα παραπάνω, φαίνεται ότι δεν διατύπωναν
όσοι ιστορικοί αρκούνταν να εφαρμόζουν επιφανειακά τη φερόμενη ως κριτική φιλολογική
μέθοδο.
γ. Με την ολοκλήρωση της παραπάνω διαδικασίας,
της θετικής και αρνητικής ιστορικής κριτικής, στο τελευταίο στάδιο, της
σύνθεσης, γίνεται αντιληπτό πόσο η κριτική φιλολογική μέθοδος είναι μια ατελής
μέθοδος. Ο ιστορικός που αποδέχεται τα μεθοδολογικά της προτάγματα, θέτει ως
στόχο να αφηγηθεί με ακρίβεια το υλικό του, αρκείται δηλαδή στη σύνθεση των
πληροφοριών των προερχόμενων από τις γραπτές πηγές. Από την προσεκτική,
ωστόσο, ανάγνωση της ιστορικής αφήγησής του, προκύπτει ότι, παρά την εξωτερική
και την αμφίβολη εσωτερική κριτική, η στάση του απέναντι στις πηγές, κατ’
ουσίαν είναι σε μεγάλο βαθμό άκριτη και παθητική.
4. Ο θετικισμός στην ιστορία
Η θετικιστική οπτική του 19ου αιώνα, όπως έχει
διευκρινιστεί, έλκει την καταγωγή της από τον λογιοτατισμό του 18ου (Guy BourdÉ - HervÉ Martin, Les écoles historiques, ό.π., σ.
84) και λιγότερο από τον
θεμελιωτή του θετικισμού Auguste Comte (1798-1857), ο οποίος υποστήριζε το 1844
ότι ο εμπειρισμός είναι «μια κενή λογιοσύνη που συσσωρεύει με μηχανικό τρόπο τα
γεγονότα χωρίς να αποσκοπεί να αναγάγει τα μεν στα δε» (Auguste Comte,
Discours sur l’esprit positif, Paris, 1963, σ. 82. Για τον θετικισμό του Auguste Comte, βλ. Αngele Kremer-Marietti (επιμ.), Auguste Comte, la science, la société, Paris, 2009). Με την εμφάνιση, ωστόσο, του θετικισμού, ο
οποίος θεωρεί θετικό, δηλαδή βέβαιο, ό,τι στις φυσικές επιστήμες στηρίζεται σε
ακριβείς παρατηρήσεις, η τάση του λογιοτατισμού και της κριτικής φιλολογικής
μεθόδου να συγκεντρώνουν ακριβείς πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές
ενισχύθηκε. Πιστεύτηκε ότι, με τον τρόπο αυτό, η ιστορία αποκτά κάτι από την
επιστημοσύνη των φυσικών επιστημών. Αυτή την εποχή αρχίζει να διαμορφώνεται
ένας επιστημονισμός, ακόμη πολύ ρηχός, δηλαδή η τάση υιοθέτησης μεθόδων κατάλληλων
για τις ‘‘ακριβείς’’ επιστήμες.
Παρ’ όλα αυτά, το αίτημα της ακρίβειας είναι
ό,τι θετικότερο μας έχουν κληροδοτήσει αυτά τα πνευματικά κινήματα. Γιατί,
χωρίς αμφιβολία, η ακριβής μεταφορά της πληροφορίας στην ιστορική αφήγηση
είναι προτιμότερη από τη σκόπιμη ή μη παραποίησή της, από την επιλεκτική ή
αυθαίρετη επίκλησή της. Αυτήν, εξάλλου, την πρόθεση είχε και ο Leopold von Ranke, όταν υποστήριζε το 1824 ότι «θέλει μόνο να
δείξει αυτό που πραγματικά έγινε» (LEOPOLD VON RANKE, Geschichten der romanischen und germanischen Völker von
1494 bis 1514,
Leipzig, 3/1885, σ. v). Ανάλογα, γεύση θετικιστική έχει και το
ακόλουθο απόσπασμα, γραμμένο το 1888 από τον διακεκριμένο γάλλο ιστορικό Numa-Denys Fustel de Coulanges (1830-1889): «η μόνη επιδεξιότητά του [του
ιστορικού] συνίσταται στο να αποσπά από τις γραπτές πηγές όλο εκείνο το οποίο
περιέχουν και να μην προσθέτει τίποτε που δεν περιέχεται σ’ αυτές. Καλύτερος
ιστορικός είναι όποιος μένει όσο γίνεται περισσότερο κοντά στα κείμενα» (N.-D. FUSTEL DE COULANGES, La monarchie franque, τ. 3, Paris, 1888, σ. 33). Με τη στάση τους αυτή,
και ο Ranke και ο Fustel ήθελαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον Georg Hegel, ο οποίος με τη φιλοσοφία της ιστορίας του
αναγνώριζε στην ιστορία μια προκαθορισμένη πορεία, ένα θείο σχέδιο, που
εκδηλωνόταν σταδιακά. Ταυτόχρονα, ο Ranke και ο Fustel αποστασιοποιούνταν από τους ιστορικούς που
προσεγγίζουν το θέμα τους, συνήθως συνειδητά, με προεπιλεγμένη ιδεολογική
οπτική, προκειμένου το ιστοριογραφικό τους κείμενο να αποτελέσει παράδειγμα και
προτροπή προς ανάληψη δράσης κτλ.
Αν όμως ο σεβασμός στις πηγές είναι αυτό το
οποίο κυρίως οφείλουμε να κρατήσουμε από τις επιλογές του 19ου αιώνα, άλλο τόσο
αξίζει να τονιστεί ότι, τελικά, είναι άτολμη και επιζήμια η παθητική στάση
απέναντι στις πηγές. Πώς ο ιστορικός μπορεί να δεχτεί ως βέβαια, χωρίς να
παρέμβει κριτικά, όσα εκτίθενται σε μια χρονογραφία, σε ένα απομνημόνευμα ή σε
μια υπηρεσιακή αναφορά υπαλλήλου προς τον υπουργό του; Το θετικιστικό επομένως
αίτημα, η ιστορική αφήγηση να μην απομακρύνεται από τις πηγές, να περιέχει η
αφήγηση όσα αυτές εκθέτουν – πράγμα που πιστεύτηκε ότι εξασφαλίζει την
αντικειμενικότητα, ότι οδηγεί στον αποχωρισμό του ιστορικού από το αντικείμενό
του – είναι ελάχιστα επιστημονικό και παραπλανητικό.
Σήμερα ο ιστορικός οφείλει να τηρεί ενεργητική
στάση απέναντι στις πηγές, να αποδομεί κριτικά τόσο τις πρωτογενείς όσο και τις
δευτερογενείς, να επισημαίνει τις συναισθηματικές και ιδεολογικές φορτίσεις ή
και τις μεθοδολογικές υστερήσεις στις δευτερογενείς. Οπότε, αν η ιστορική
συγγραφή προϋποθέτει μια ιδιαίτερη μεθοδολογία για την ερμηνεία και την απόδοση
σημασίας στο ιστορικό υλικό των πηγών, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η φράση του
Leopold Ranke, «αυτό που πραγματικά έγινε», είναι πολύ
στενόχωρη, κλείνει μια δέσμευση και μια παραίτηση. Δέσμευση από τις
αφηγηματικές κυρίως πηγές και παραίτηση από άλλες θεωρήσεις με τις οποίες ο
ιστορικός κατορθώνει να υπερβεί την οπτική των πηγών.
5. Ο γερμανικός ιστορισμός
Αλλά κάθε ιστοριογραφία, και η πλέον
εμπειρική, στηρίζεται σε μια αντίληψη για την ιστορία, σε μια θεωρία ιστορίας,
περισσότερο, λιγότερο ή καθόλου, επεξεργασμένη. Η θεωρία η οποία υπόκειται στο
έργο των ιστορικών που υιοθετούν την κριτική φιλολογική μέθοδο είναι
ιδεαλιστική. Αυτή η αντίληψη για την ιστορία, εκφράζεται θεωρητικά από το
ιδεαλιστικό φιλοσοφικό ρεύμα το γνωστό ως γερμανικός ιστορισμός (Historismus), το οποίο τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αντιμετώπισε κριτικά
τον προηγούμενο γερμανικό ιδεαλισμό (C.R. Bambach,
Heidegger,
Dilthey and the crisis of Historicism.
History and metaphysics in
Heidegger, Dilthey and the Neo-Kantians, Ithaca, N.Y., 1995, σ. 57 κ.ε. Γενικότερα: Friedrich Jaeger – JÖrn RÜsen, Geschichte des
Historismus, München, 1992). Υποστηρίζοντας, πολύ ορθά, ότι η ιστορία είναι έργο των ανθρώπων, αντιτίθεται
στη ρομαντική αντίληψη ενός ιδιαίτερου «πνεύματος του λαού», στο οποίο
εκδηλώνεται το «πνεύμα του κόσμου», γιατί, βέβαια, κάθε ιδιαιτερότητα ενός λαού
έχει την ιστορική της εξήγηση. Οι εκπρόσωποι του γερμανικού ιστορισμού Wilhelm
Dilthey, Wilhelm Windelband και Heinrich Rickert αποδέχονται την ιστορικότητα
των εννοιών· υποστηρίζουν δηλαδή ότι αυτές παίρνουν διαφορετικό περιεχόμενο
κάθε εποχή, τάσσονται όμως με την άποψη ότι τα γεγονότα έχουν τη δική τους
ατομικότητα, ότι, όπως ο άνθρωπος αποτελεί ξεχωριστή προσωπικότητα, το καθένα
από αυτά είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο (ιδεαλιστικός ιντετερμινισμός).
Οι παραπάνω φιλόσοφοι,
ξεκινώντας από μια τέτοια οπτική, αντιμετωπίζουν το επιστημολογικό πρόβλημα
της διάκρισης των εμπειρικών επιστημών ως εξής: Ξεπερνούν, βέβαια, το δίλημμα
αν η ιστορία είναι τέχνη ή επιστήμη και κάνουν διάκριση σε επιστήμες της
φύσης και σε επιστήμες του πνεύματος ή της πολιτισμικής έκφρασης
(Kultur). Ο Windelband, μάλιστα, προχωρεί περισσότερο: τις πρώτες τις ονομάζει νομοθετικές / νομολογικές επιστήμες, επειδή έχουν τη δυνατότητα, γενικεύοντας, να
συνάγουν νόμους («μας λένε αυτό που είναι πάντοτε»), και τις δεύτερες,
πρωτίστως την ιστορία, ιδιογραφικές, περιγραφικές δηλαδή ίδιων γεγονότων
(ιδιαίτερων, με τα δικά του χαρακτηριστικά το καθένα, που «μας λένε αυτό που
υπήρξε μια φορά»). Επομένως, η ιστορία, σύμφωνα με τον Windelband, είναι μόνο
περιγραφική επιστήμη, που έχει τη δυνατότητα να δίνει απάντηση στο πώς,
όχι όμως και στο γιατί (WILHELM WINDELBAND, «Geschichte und Naturwissenschaft»∙ Ο ΙΔΙΟΣ, Präludien, Tubingen, 5/1914, τ. 2, 143-145, 149-150, και ιταλική μετάφραση, PIETRO ROSSI (επιμ.),
Lo storicismo contemporaneo, Torino, 1968, σ. 66-67. O Windelband υποστηρίζει ακόμη ότι η φιλοσοφία, κατ’
επέκταση και η ιστορία, είναι αξιακή επιστήμη: η εμπειρική συνείδηση
ανακαλύπτει μέσα της αυτό το οποίο πρέπει να έχει καθολική αξία, μια κανονική
συνείδηση βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται η αξία κάθε εμπειρικής
πραγματικότητας∙ WINDELBAND, «Was
ist Philosofie?», Präludien, ό.π., τ. 1, σ. 44-46).
Ωστόσο, μια ιδιότυπη αιτιότητα στην ιστορία,
όχι σαν των φυσικών επιστημών, που επιτρέπει τη συναγωγή νόμων, δέχεται ο Wilhekm Dilthey, μαθητής του Ranke. Αντιλαμβάνεται τη ροή των γεγονότων ως
συνέπεια των αποφάσεων, τις οποίες παίρνουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, και
εισηγείται ως πυρήνα της ιστορικής επιστημολογίας την κατανόηση (ρ. verstehen) του εσωτερικού κόσμου (erlebnis), δηλαδή της
βιωμένης εμπειρίας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οφείλουμε να τοποθετηθούμε
νοερά στη θέση του ιστορικού δράστη και, αφού αφήσουμε κατά μέρος τον δικό μας
τρόπο σκέψης, τις δικές μας ιδεολογικές και άλλες προτιμήσεις, να μπούμε στο
‘‘πετσί’’ του, να γίνουμε ένα με αυτόν, να τον κατανοήσουμε συμπαθητικά, όχι
για να αποδεχθούμε τις σκέψεις ή για να δικαιολογήσουμε τις πράξεις του, αλλά
για να μπορέσουμε να αρθρώσουμε ιστορικό λόγο, στον οποίο να αποτυπώνεται η
δική του σκέψη, αυτή στην οποία στηρίχτηκαν οι αποφάσεις και οι πράξεις του.
Διαφορετικά, ο ιστορικός λόγος αναπόφευκτα γίνεται ιδεολογικός (Wilhelm Dilthey,
«Η κατανόηση άλλων προσώπων και των εκφάνσεων της ζωής τους [1910]», στο γεράσιμος
Κουζέλης – Κοσμάς Ψυχοπαίδης
(επιμ.), Επιστημολογία των κοινωνικών
επιστημών. Κείμενα, Αθήνα, 1996, σ. 117-136 και, ειδικότερα, σ. 128-131:
«Νοερή τοποθέτηση στη θέση του άλλου, αποτίμηση, αναπαραγωγική βίωση». Πρβλ.
πώς τοποθετούνται οι της διανοητικής και πολιτισμικής ιστορίας: Samuel Moyn,
«Empathy in history, empathizing with humanity», History and Theory
54/3 (October
2006), σ. 397-415 (on line: 15 Σεπτεμβρίου 2006)ˑ Carolyn J. Dean,
The fragility of empathy after the Holocaust,
Ithaca,
Ν.Υ., 2004∙ Dominick LaCapra, Writing history, writing trauma, Bartimore, 2000 (άσκηση κριτικής στον ριζοσπαστικό (ακραίο) ιστορικό σχετικισμό
πρώτιστα του hayden White)∙ Ο Ιδιος, Ηistory in transit: experience, identity, and critical theory, Ithaca, Ν.Υ., 2004).
Τις απόψεις του γερμανικού ιστορισμού, που
επηρέασε το φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Georg Simmel, τον ιταλό φιλόσοφο και ιστορικό Benedetto Croce και τον γερμανό κοινωνιολόγο Max Weber, ο άγγλος ιστορικός και θεωρητικός της
ιστορίας Robin George Collingwood (1889-1943) τις συνοψίζει στο γνωστό βιβλίο
του The idea of history (1946) ως εξής:
«Ο ιστορικός, ερευνώντας ένα γεγονός του
παρελθόντος, κάνει διάκριση ανάμεσα σ’ αυτό το οποίο μπορούμε να ονομάζουμε το
εξωτερικό και σ’ αυτό το οποίο μπορούμε να ονομάζουμε το εσωτερικό του
γεγονότος. Ως εξωτερικό του γεγονότος εννοώ όλο εκείνο που του ανήκει και που
μπορεί να περιγραφεί με όρους σωμάτων και των κινήσεών τους: το πέρασμα του
Καίσαρα, συνοδευόμενου από μερικούς ανθρώπους, μέσα από ένα ποτάμι που
ονομάζεται Ρουβίκωνας, σε ορισμένη ημερομηνία ή το χύσιμο του αίματός του στο
δάπεδο της Συγκλήτου σε μια άλλη. Ως το εσωτερικό του γεγονότος εννοώ εκείνο το
μέρος το οποίο μπορεί να περιγραφεί μόνο με όρους σκέψης: η περιφρόνηση του
Καίσαρα στο δημοκρατικό νόμο ή η σύγκρουση θεσμικής πολιτικής ανάμεσα σ’ αυτόν
και τους δολοφόνους του. Ο ιστορικός δεν ενδιαφέρεται ποτέ για ένα μόνο από τα
δύο αυτά πράγματα αποκλείοντας το άλλο. Αυτός δεν ερευνά απλά γεγονότα (όπου ως
απλό γεγονός εννοώ ένα γεγονός που έχει μόνο ένα εξωτερικό και κανένα
εσωτερικό) αλλά πράξεις και μια πράξη είναι η ενότητα του εξωτερικού και του
εσωτερικού ενός γεγονότος.
»[…] Για την ιστορία σκοπός της έρευνας δεν
είναι η ανακάλυψη του απλού γεγονότος αλλά η σκέψη που εκφράζεται μέσα σε αυτό.
Για να ανακαλύψεις αυτή τη σκέψη πρέπει επιπλέον να την κατανοήσεις. Από τη
στιγμή κατά την οποία ο ιστορικός εξακριβώσει τα γεγονότα, δεν υπάρχει λόγος να
ερευνήσει τις αιτίες τους. Όταν
γνωρίζει τι έγινε, γνωρίζει και γιατί έγινε. Η λέξη ‘‘αιτία’’ σε σχέση με την
ιστορία, χρησιμοποιείται με ειδική σημασία. Όταν ένας φυσικός επιστήμονας
ρωτάει: «Γιατί το χαρτί του ηλιοτροπίου έγινε ροζ;», εννοεί: «Σε ποιες
περιπτώσεις τα χαρτιά του ηλιοτροπίου γίνονται ροζ;» Όταν ένας ιστορικός
ρωτάει: «Γιατί ο Βρούτος μαχαίρωσε τον Καίσαρα;», εννοεί: «Τι σκέφτηκε ο Βρούτος
που τον έκαμε να αποφασίσει να μαχαιρώσει τον Καίσαρα;» Η αιτία του γεγονότος,
γι’ αυτόν, σημαίνει τη σκέψη στο νου κάποιου, εξαιτίας της οποίας επέρχεται το
γεγονός: κι αυτή δεν είναι κατιτί διαφορετικό από το γεγονός, είναι το
εσωτερικό του ίδιου του γεγονότος.
»Οι ανελίξεις της φύσης γι’ αυτό μπορούν
κυριολεκτικά να περιγράφονται ως αλληλουχίες απλών γεγονότων, όχι όμως και της
ιστορίας. Αυτές δεν είναι ανελίξεις απλών γεγονότων αλλά ανελίξεις πράξεων, οι
οποίες έχουν μια εσωτερική πλευρά που συντίθεται από ανελίξεις σκέψης. Αυτό που
ο ιστορικός ερευνά είναι οι ανελίξεις της σκέψης. Όλη η ιστορία είναι η ιστορία
της σκέψης. Αλλά πώς ο ιστορικός διακρίνει τις σκέψεις τις οποίες προσπαθεί να
ανακαλύψει; Υπάρχει μόνο ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να ενεργήσει: να τις
σκεφτεί εκ νέου με τον δικό του νου». (R.G. Collingwood,
The idea of history. Revised edition with Lectures 1926-1928, edited
with an introduction by Jan van der Dussen, Oxford, 1994, σ. 213-214. Ο Jerzi Topolski, Προβλήματα
ιστορίας και ιστορικής μεθοδολογίας, Αθήνα, 1983, σ. 38, τοποθετείται ως
εξής: « Ο διαισθητισμός (ενορατισμός), του οποίου οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι
υπήρξαν ο W. Dilthey (1839-1911) και ο R.G. Collingwood (1889-1943), και η
φαινομενολογία, την οποία εκπροσωπούν ο H.I. Marrou και ο P. Ricoeur, καταφεύγουν στη
διαισθητική (ενορατική) γνώση». Σχετική στη σ. 58 και η εξής διευκρίνιση:
«‘‘Εξηγώ’’ σημαίνει ‘‘κατανοώ’’ τους ανθρώπους του παρελθόντος και για να
φτάσουμε εκεί, είναι αναγκαία η διαίσθηση (ενόραση)»).
Αν αντιμετωπίζουμε την ιστορία ως το
αποτέλεσμα της δράσης των ηγετών, είναι επόμενο να αποδίδουμε στη σκέψη τους
μεγάλη σημασία. Και όπως φαίνεται, δύσκολα η ιστοριογραφία μπορεί να αγνοήσει
τελείως αυτήν την οπτική. Μερικές φορές, βέβαια, τα γεγονότα μπορούν να
εξεταστούν σε σχέση με άλλα όμοια που συγκροτούν μια ομάδα, μια σειρά, μια
οικογένεια γεγονότων. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, εντοπίζονται καταστάσεις
/ φαινόμενα / γεγονότα που δεν έχουν τελείως όμοια ή παραπλήσια χαρακτηριστικά
με άλλες καταστάσεις. Συχνά μάλιστα ορισμένα στοιχεία διαφέρουν αισθητά σε
βαθμό που καθιστούν προβληματικές τις μη προσεκτικές γενικεύσεις. Οπότε
γεννάται ένα βασικό επιστημολογικό πρόβλημα, το οποίο προσδιορίζεται, ακριβώς
λόγω των ιδιαιτεροτήτων στον τόπο και στον χρόνο, ως ιστορικότητα. Από τη
στιγμή, ωστόσο, που αναπόφευκτα δεχόμαστε την ιστορικότητα, τουλάχιστον κατά ένα
μέρος, τα γεγονότα ή και ολόκληρες εποχές διαφέρουν από άλλα γεγονότα και
εποχές. Σήμερα, όπως θα δούμε, η ιστορικότητα δεν είναι το ισχυρό σημείο της
ιστορικής μεθοδολογίας, της θεωρητικής προσέγγισης του εμπειρικού υλικού. Παρά
ταύτα, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ιστοριογραφίας και είναι αυτό που δεν
μπορούν να αγνοήσουν οι άλλες κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες έχουν την τάση να
γενικεύουν, να διατυπώνουν νόμους, οι οποίοι επαληθεύονται, τροποποιούνται,
διαψεύδονται ή ισχύουν στη μια και όχι στην άλλη περίπτωση, όταν δοκιμάζονται
στο εμπειρικό υλικό των ιστορικών πηγών. Επιφυλασσόμαστε να δείξουμε πώς τα
γεγονότα αποκτούν την πραγματική τους διάσταση και σημασία όταν η εξήγηση / η
ερμηνεία τους εντάσσεται στην προοπτική της μακράς διάρκειας, της μη δηλαδή
ιδεαλιστικής αντίληψης και της αποδοχής ενός μετριοπαθούς ντετερμινισμού, που
δεν ακυρώνει τη δυνατότητα των προσωπικών επιλογών αλλά λαμβάνει υπόψη ότι
αυτές δεν είναι απαλλαγμένες τελείως από τις δομές / τις συνθήκες, που
δεσμεύουν και ως ένα σημείο καθορίζουν τις προσωπικές επιλογές και την έκβαση
των γεγονότων. Το γεγονός της αντίστασης και τελικά της άλωσης της
Κωνσταντινούπολης το 1453 δεν κατανοείται ολοκληρωμένα χωρίς την υπαγωγή του
στη διάσταση της μακράς διάρκειας και οδηγεί σε μονομερείς, μεροληπτικές,
ιδεολογικές, παροντικές αντιμετωπίσεις, όταν τα πρόσωπα και οι συλλογικότητες,
και της μιας και της άλλης πλευράς, δεν συσχετίζονται με ό,τι συνιστά τη μακρά
διάρκεια, τις βυζαντινές, οθωμανικές και ευρωπαϊκές δομές, δηλαδή την ήδη
διαμορφωμένη κατάσταση, τη διαχρονία και τη συγχρονία.
Στο κλίμα της αφηγηματικής ιστορίας και του
γερμανικού ιστορισμού κινούνται δύο θεωρίες, η γενετική και η ψυχολογική.
Αναπαράγοντας, σε μια πιο επεξεργασμένη μορφή, την οπτική των παλαιών
αφηγηματικών πηγών, όπως των χρονογραφιών και των “ιστοριών”, όσοι ιστορικοί
γράφουν σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, αφηγούνται σε χρονολογική τάξη γεγονότα,
τα οποία δημιουργούν συνήθως τα πρόσωπα που ηγούνται (ηγετοκεντρική οπτική).
Σύμφωνα με τη γενετική θεωρία, τα γεγονότα τοποθετούνται
χρονολογικά, το ένα μετά το άλλο, στον άξονα του ομοιογενούς, συνεχούς,
γραμμικού χρόνου και η γένεσή τους εξηγείται σε σχέση προηγούμενου-επόμενου,
αιτίας-αποτελέσματος. Καθώς, όμως, η γένεση των γεγονότων, σε μεγάλο βαθμό,
εξαρτάται από τις ιστορικές δομές, όπως, επίσης, από τις ιστορικές συγκυρίες
στις οποίες εντάσσονται, η γενετική εξήγηση είναι μερική. Μερική και
επιφανειακή – μια άλλη όψη της γενετικής – είναι και η ψυχολογική εξήγηση.
Η ψυχολογική θεωρία αποδίδει τη γένεση των
γεγονότων αποκλειστικά στις συνειδητές προθέσεις και επιλογές όσων παίρνουν τις
αποφάσεις. Σύμφωνα με τον R.G. Collingwood, όπως είδαμε, τα γεγονότα είναι γεγονότα πράξης, αποτέλεσμα σκέψης. Κατά
συνέπεια και η δολοφονία του Καίσαρα, που φέρνει ως παράδειγμα, είναι
αποτέλεσμα της σκέψης, της απόφασης του Βρούτου. Αλλά η προφανής αυτή, σε πρώτη
ματιά, εξήγηση δεν είναι επαρκής. Όλη η ιστοριογραφία που γράφεται με την
οπτική της γενετικής και της ψυχολογικής εξήγησης είναι μια ιστορία θεάτρου.
Παρουσιάζει δραματικά, όπως συνήθως στο θέατρο, λίγα πρόσωπα επί σκηνής,
προερχόμενα από τις élites, στα οποία αποδίδει τη ροή της ιστορίας. Και καταλήγει να γίνεται κατάφωρα
ιδεολογική, γιατί, καθώς δεν ενδιαφέρεται να εντάξει τα γεγονότα στις
ιστορικοκοινωνικές συνθήκες (δομές, συγκυρίες), υπό τις οποίες παράγονται,
εξηγεί το παρελθόν με παροντικά – επομένως εξωτερικά – κριτήρια. Για
παράδειγμα, η εμφατική προβολή της πράξης του Βρούτου, αποτελεί ένα μήνυμα
ευαισθησίας, τόσο από τον Σαίξπηρ όσο και από την ιστοριογραφία, για τους
δημοκρατικούς θεσμούς. Κατά συνέπεια, είναι σε τέτοιες περιπτώσεις μια παραδειγματική ιστορία, που,
προσφέροντας παραδείγματα / πρότυπα για μίμηση, υπηρετεί σκοπούς έξω από την
ιστορία. Άμεσα ή έμμεσα διδάσκει ότι οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για κοινωνικές
κατακτήσεις οι οποίες αξίζουν, όπως είναι η δημοκρατία. Στην πραγματικότητα
όμως η οπτική της είναι παραπλανητική.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία θεωρεί τα πράγματα εκ
των ένδον, επιχειρεί να αποκαλύψει το σύνολο των δομών και των μηχανισμών μιας
κοινωνίας στη μακρά διάρκεια. Με αυτή την οπτική, δηλαδή της πολύπλευρης
εξέτασης της ρωμαϊκής ιστορίας, μπορεί να περιγραφεί και να εξηγηθεί και το
γεγονός της δολοφονίας του Καίσαρα. Και πάλι ο Βρούτος θα αποδειχθεί ότι δεν
απουσίαζε από αυτή, ότι, πιθανώς, δεν ήταν μαριονέτα κανενός, αλλά και ότι η
εξέλιξη της ρωμαϊκής ιστορίας γενικότερα – και η πολιτική πορεία προς την
αυτοκρατορία ειδικότερα – δεν ήταν ανεξάρτητη από τις δομές. Ο Βρούτος δεν
ήταν έξω από αυτές, ούτε κατόρθωσε, παρά το τόλμημά του, να τις αλλάξει. Εκείνο
που αποκαλύπτει το γεγονός, είναι η αντοχή των δομών. Τελικά, η δραματική
δολοφονία του Καίσαρα, της προσωπικότητας με την έκτακτη λάμψη και
ακτινοβολία, και η προβολή του Βρούτου, της προσωπικότητας - συμβόλου, δεν ήταν
παρά ένα επεισόδιο σ’ όλη αυτή την πορεία προς την αυτοκρατορία, στη διάρκεια
της οποίας αποδυναμώθηκαν θεσμοί που, αν και δεν ήταν δημοκρατικοί σε μεγάλο
βαθμό, περιόριζαν την τάση για άσκηση της εξουσίας από ένα μόνο πρόσωπο.
Ήδη από τον 19ο αιώνα, με τη θεμελίωση και τη
συνεχή, έκτοτε, προαγωγή των κοινωνικών επιστημών, όπως της γεωγραφίας και της
χαρτογραφίας, της πολιτικής οικονομίας, της κοινωνιολογίας, της δημογραφίας,
της πολιτικής επιστήμης, της συλλογικής ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας, της
(κοινωνιο)γλωσσολογίας, καθώς επίσης και με την εμφάνιση του μαρξισμού, που
αναδεικνύει τον υλικό / οικονομικό παράγοντα στην ιστορία, προέκυψε μια νέα
δυναμική ιστορικής θεώρησης. Και παρά τις προκαθορισμένες ιδεολογικές επιλογές,
από τις οποίες δεν λείπει και η θετική πλευρά, αφού αυτές συχνά γίνονται τα
πρώτα εναύσματα για την κατάθεση μιας μαρτυρίας ή για τη διατύπωση ενός
ερωτήματος, ενός προβλήματος, η ιστοριογραφία από τον 20ό αιώνα ως σήμερα
διάνοιξε νέους δρόμους και αλλάζει διαρκώς πρόσωπο, χάρη αναμφισβήτητα και στον
γόνιμο διάλογο με τις κοινωνικές επιστήμες (Βλ., μεταξύ άλλων, La filosofia delle scienze sociali
(Dal
1860 ai nostri giorni),
Milano,
1975, όπου άρθρα για την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την εθνολογία, την
ιστορία, τη γεωγραφία και τη γλωσσολογία). Η ιστοριογραφία πλέον, με διευρυμένο το πεδίο της και με νέα εργαλεία
θεωρητικής ανάλυσης, έχει αναπτύξει δυνατότητες πολλαπλής προσέγγισης του
αντικειμένου της. Το πεδίο της έχει διευρυνθεί τόσο, ώστε να μπορούμε πλέον να
διακρίνουμε τις ακόλουθες όψεις του: τη γεωγραφική, τεχνική, οικονομική, κοινωνική,
δημογραφική, πολιτική, πολιτισμική.
Βασικά στοιχεία θεωρίας της ιστορίας μπορούν
να αποτελούν σήμερα τα ακόλουθα:
7.α. Η αναγνώριση του πεδίου της ιστορίας
Το φυσικό περιβάλλον και η μετατροπή
του σε ανθρώπινο περιβάλλον με την παρέμβαση του ανθρώπου.
Τα τεχνικά μέσα και οι μέθοδοι
που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη διαδικασία.
Η οικονομία, που κύριες δραστηριότητές
της είναι: η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η ξύλευση, η εξόρυξη (πρωτογενής
παραγωγή)∙ η
οικοτεχνία, η χειροτεχνία, η βιοτεχνία, η βιομηχανία (δευτερογενής παραγωγή)∙ το εμπόριο και συνεπώς
οι δρόμοι, τα μέσα μεταφοράς, το νόμισμα, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι άλλες
ιδιωτικές και δημόσιες υπηρεσίες (τριτογενής παραγωγή).
Η κοινωνία και η διάκριση σε κοινωνικές
ομάδες ή τάξεις, ανάλογα με τον πλούτο, την επιρροή, τις γνώσεις, το
επάγγελμα, τη συνείδηση· η μεταξύ τους συνεργασία και οι αντιθέσεις∙ οι συγγενικές και
πελατειακές σχέσεις.
Οι δημογραφικοί δείκτες της σύνθεσης
και διακύμανσης των πληθυσμών.
Η οργάνωση και η λειτουργία του κράτους∙ το πολίτευμα, ο
συγκεντρωτικός ή μη χαρακτήρας του, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί και οι όροι
νομιμοποίησης και επιβολής∙ το δίκαιο∙ το πλέγμα
των διεθνών σχέσεων∙ ο πόλεμος.
Η πολιτισμική έκφραση: πίστεις
(θρησκευτικές και δεισιδαίμονες), πολεοδομία και αρχιτεκτονική, τέχνη,
νοοτροπίες, ιδεολογίες, καλλιτεχνική έκφραση, και προτιμήσεις των κοινωνικών
ομάδων∙ γράμματα,
φιλοσοφία, επιστήμες∙ το σύστημα
αξιών. Η πολιτιστική – ηγεμονική και αντίστροφη – αλληλεπίδραση ανάμεσα στις
κοινωνικές ομάδες και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες (η επίδραση που ασκούν
οι elites στις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και αντίστροφα, οι ισχυρότερες /
προηγμένες από κάθε άποψη χώρες στις ασθενέστερες και αντίστροφα).
-------------------------------------------------------------------------
Οι έννοιες νοοτροπίες,
ιδεολογίες, αξίες, ηγεμονία
Νοοτροπίες:
αποδεκτοί, κοινοί τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς ορισμένων κοινωνικών ομάδων
και ολόκληρων κοινωνιών· ό,τι
κοινό συνδέει στη σκέψη και στη συμπεριφορά τα μέλη μιας ολόκληρης κοινωνικής
ομάδας ή μιας ολόκληρης κοινωνίας, το επιφανέστερο μέλος της με το πιο άσημο.
Παραπλήσιοι οι όροι συλλογικές παραστάσεις, συλλογικό ασυνείδητο,
συλλογικό φανταστικό, συλλογική ευαισθησία. Συλλογικό, με
την έννοια του κοινού· ασυνείδητο
(όχι με την ψυχαναλυτική σημασία), ό,τι περνάει από τη συνείδηση των μελών μιας
ομάδας, μιας κοινωνίας, ανυποψίαστα, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό,
χωρίς λογικό έλεγχο· κάτι
που γίνεται από καθημερινή συνήθεια ή επειδή και οι άλλοι κάνουν το ίδιο· αυτό
που μεταδόθηκε από τη μητέρα στο παιδί, από τον ένα στον άλλο·
παλιές ιδεολογίες, των οποίων ξεχάστηκε ο λόγος που τις γέννησε, αλλά επιβίωσαν
μέσα σε διαφορετικές συνθήκες· το
κληρονομημένο που έχει εγγραφεί, έχει περάσει στο υποσυνείδητο: κανόνες καλής
συμπεριφοράς και ηθικής, εμπειρικές σοφίες που ρυθμίζουν σχέσεις ατόμων με
άτομα, με την οικογένεια, την κοινωνία, τη φύση, τον έρωτα, τον θάνατο, το
θείο, τον κόσμο· ο
ιδιαίτερος τρόπος που νιώθει, σκέφτεται και ενεργεί μια κοινωνία ή μια
κοινωνική ομάδα και, από συνήθεια, σεβασμό ή ευκολία, δεν θέλει να τον αλλάξει,
και όταν ακόμη προτείνονται περισσότερο λογικές, κατά τη γνώμη μας, ταιριαστές
στην περίσταση ή επικερδέστερες λύσεις. Τις ιδέες των επώνυμων εξετάζει η
ιστορία των ιδεών και τις ιδέες των ανώνυμων η ιστορία των νοοτροπιών. Τέλος,
όπως μας αρέσει να βλέπουμε και να μελετούμε παλαιά μνημεία, σπίτια, δρόμους,
πόλεις κτλ., ανάλογα και στις νοοτροπίες μπορούμε να ανακαλύπτουμε θησαυρούς,
ό,τι πιο πολύτιμο – σε μεταφορική γλώσσα –
κρύβει το σεντούκι της γιαγιάς μας.
Ιδεολογίες:
σύνολο παραστάσεων, πρακτικών και συμπεριφορών που δεσπόζουν στο πνεύμα ενός
ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας και προδιαθέτουν (και κατευθύνουν) τις μορφές
της ατομικής και συλλογικής δράσης. Οι γνώμες, οι αντιλήψεις, οι αξίες που
αποδέχεται μια κοινωνική ομάδα για την πραγμάτωση των επιδιώξεών της. Θεωρίες,
οι οποίες εκφράζουν το ιδιαίτερο συμφέρον ατόμων και κοινωνικών ομάδων, για την
υπεράσπιση του οποίου, συνειδητά ή όχι, εξωραΐζονται ή αμαυρώνονται κάποιες
θέσεις, αποκαλύπτονται ή συγκαλύπτονται, παραποιούνται ή διαστρεβλώνονται
πλευρές των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι φορείς τους περιφρονούν όσους δεν τις υιοθετούν.
Οι ιδεολογίες διατρέχουν την ηθική, τη θρησκεία, την κοινωνία, την πολιτική, την
καλλιτεχνική δημιουργία, συχνά αποτελούν σοφίσματα δικαιολόγησης ή συγκάλυψης
και συντελούν στη διαιώνιση ή ανατροπή μιας κατεστημένης τάξης πραγμάτων.
Αναπόφευκτα επηρεάζουν και την επιστήμη είτε προσφέροντάς της νέες οπτικές
είτε, αρνητικά, εμποδίζοντας να αναλυθούν τα πράγματα στις διαστάσεις τους.
Αλλά και η επιστήμη, με τη σειρά της, χρησιμοποιώντας επεξεργασμένες θεωρίες
και μεθόδους, έρχεται να αποκαλύψει τους μηχανισμούς των ιδεολογιών. Η χάραξη
συνόρων ανάμεσα στην ιδεολογία, τη φιλοσοφία και την επιστήμη με τρόπο απόλυτο
ούτε δυνατή είναι ούτε επιθυμητή. Η ιδεολογία πάντοτε θα τροφοδοτεί με
υποθέσεις την επιστήμη, τις οποίες η τελευταία, με τη σειρά της,
χρησιμοποιώντας θεωρίες και μεθόδους, θα ελέγχει, θα τροποποιεί, θα επαληθεύει
ή διαψεύδει.
Αξίες: ιδέες, τις οποίες οι άνθρωποι επιθυμούν,
σέβονται, εκτιμούν. Οι αξίες δεν υπάρχουν έξω από τον άνθρωπο. Κάθε εποχή,
κοινωνία, κοινωνική ομάδα και άτομο αποδίδει διαφορετική αξία στη γη, στον
χρυσό, στην ιδιοκτησία, στην ελευθερία, στον άνθρωπο, στη ζωή, στη συγγένεια,
στο σκυλί, στο φορτηγό ζώο, στην Ιλιάδα του Ομήρου. Ένα σύνολο αξιών, σύμφωνα
με ορισμένη ιεράρχηση, αποτελεί ένα σύστημα αξιών. Για να γνωρίσουμε τις
αξίες και το σύστημα αξιών ορισμένων σε τόπο-χρόνο κοινωνιών, κοινωνικών ομάδων
και προσώπων, στηριζόμαστε περισσότερο σε αυτό που κάνουν παρά σε αυτό που
διακηρύσσουν.
Ηγεμονία: Τον όρο, από τον οποίο το επίθετο ηγεμονικός,
επεξεργάστηκε, ως ένα σημείο ικανοποιητικά, ο ιταλός διανοούμενος Antonio
Gramsci: εδώ, η από μια θέση υπεροχής και λάμψης επίδραση των ανώτερων
κοινωνικών ομάδων (élites) στις ασθενέστερες ή
ενός ισχυρού πολιτισμικού συστήματος, που αποτελεί το κέντρο, σε ένα άλλο,
περιφερειακό, το οποίο από τα πράγματα δέχεται ή αναγκάζεται να δεχτεί την
επίδραση του πρώτου∙ π.χ., η
πολιτισμική επίδραση των ανώτερων ελληνικών κοινωνικών στρωμάτων στα
ασθενέστερα ή η επίδραση του δυτικού πολιτισμού στον νεοελληνικό. Στην
ηγεμονική πολιτισμική επίδραση συχνά προβάλλεται πολιτισμική αντίσταση. Για τον
όρο ηγεμονία στον Gramsci, βλ. L.
Gruppi,
Il concetto di egemonia in Gramsci, Roma,
1977∙ J.V. Femia,
Gramsci’s political thought: Hegemony, consciousness and the revolutionary
process, Oxford,
1981.
--------------------------------------------------------------------------------
Με τη
διεύρυνση του ιστορικού πεδίου και τις νέες αυτές θεωρήσεις κατανοείται ότι η
ιστορία δεν είναι συνέπεια μόνο των αποφάσεων συγκεκριμένων ατόμων ή κύκλων
εξουσίας, αλλά όλων των όψεων του
ιστορικού πεδίου, που επιδρούν το ένα στο άλλο και, ως έναν βαθμό,
αλληλοκαθορίζονται. Ο άνθρωπος δεν είναι μαριονέτα, ούτε όμως τελείως
αυτεξούσιος. Γεννιέται σ’ έναν τόπο και χρόνο τον οποίο δεν έχει ο ίδιος
επιλέξει. Ζει σ’ ένα περιβάλλον προκαθορισμένο. Όταν αρχίζει να δρα ήδη είναι
κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιορισμένος και, αν εξεταστούν σε μαζική κλίμακα
τα πράγματα, οι δυνατότητες που του προσφέρονται ούτε απεριόριστες είναι, ούτε
για όλους οι ίδιες. Οι συνθήκες / οι αναγκαιότητες / οι δομές, με τις οποίες
βρίσκεται αντιμέτωπος, επηρεάζουν τις σκέψεις και τις αποφάσεις του ή και τις
καθορίζουν, με την έννοια ότι θέτουν όρια. Μάλιστα αυτές οι καταστάσεις ή,
αλλιώς, οι καθορισμοί της δράσης των ανθρώπων, θεωρούνται το βαθύτερο στρώμα
της ιστορίας και, παρά τις διαφωνίες σχετικά με τον βαθμό επίδρασης κάθε
κατάστασης ή, με άλλη διατύπωση, σχετικά με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση
της μιας ή της άλλης όψης του πεδίου της ιστορίας στη μια ή στην άλλη
περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: η ιστορική έρευνα που αρκείται στη σύνθεση των
μαρτυριών και στον τρόπο σκέψης όσων παίρνουν τις αποφάσεις, όσο, επομένως,
παραμένει προσκολλημένη στο άμεσα ορατό, στο επιφανειακό και δεν στρέφεται και
στο βαθύτερο στρώμα της ιστορίας, είναι ανεπαρκής. Γι’ αυτό η θεωρία των Dilthey και Collingwood, που προαναφέρθηκε, δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο μεθοδολογικό εργαλείο.
Χάρη σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση θεωρείται
τελείως απαραίτητη η μελέτη όλων των όψεων του πεδίου της ιστορίας στις αλληλεπιδράσεις
τους. Ωστόσο, παρά τον πολυδιάστατο / πολύπλευρο χαρακτήρα των ιστορικών
φαινομένων / γεγονότων / καταστάσεων, η επισήμανση της προτεραιότητας – κι αυτό
είναι ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να μένει αναπάντητο – μπορεί, να αναζητείται
και κάθε φορά, ανάλογα με τα δεδομένα της έρευνας, να εντοπίζεται είτε στην οικονομική και
κοινωνική είτε στην πολιτισμική / νοοτροπιακή είτε στην πολιτική πλευρά.
Η διεύρυνση του πεδίου της ιστορίας είχε ως συνέπεια
την αναζήτηση νέων πηγών και την επεξεργασία θεωριών και μεθόδων που ανανέωσαν
την ιστοριογραφία. Με τη διατύπωση μάλιστα μικρού ή μεγάλου φάσματος θεωριών, ή
γενικών θεωριών, οι οποίες εκκινούν από την εμπειρική παρατήρηση και πάντοτε υπόκεινται
στην εμπειρική επαλήθευση, επομένως στην καλή γνώση των πηγών και την κριτική
αντιμετώπισή τους, οι δυνατότητες του ιστορικού έγιναν πολύ μεγαλύτερες. Χάρη
στις θεωρίες, τίθενται νέα ερωτήματα, διατυπώνονται προβλήματα, ή ακόμη μπορεί
να εξετάζεται μια εποχή από μια σκοπιά που άλλοτε οι ιστορικοί δεν την είχαν
λάβει υπόψη τους.
Για παράδειγμα, χάρη σε
έννοιες, όπως αγροτικό πλεόνασμα, καταμερισμός της εργασίας, κοινωνική
διαφοροποίηση, ανάμεσα σε άλλες, έγινε καλύτερα αντιληπτή η μετάβαση από την
αρχέγονη κοινότητα του χωριού στις συγκροτημένες πόλεις ή, όπως στην αρχαία
Ελλάδα, στις οργανωμένες πόλεις-κράτη. Χωρίς τη θεωρία, αν αναλογιστούμε
μάλιστα ότι και οι πηγές συχνά αφήνουν κενά, η ιστοριογραφία δεν μπορεί να
ξεπεράσει το εμπειρικό στάδιο. Οι ιστορικοί, ωστόσο, δεν αγνοούν και τους
κινδύνους που κρύβει η άκαμπτη εφαρμογή της θεωρίας, χωρίς την προσεκτική
ανάγνωση των πηγών. Αρκετές φορές, επειδή οι πηγές αγνοήθηκαν ή παρανοήθηκαν,
προέκυψαν ανυπόστατες ερμηνείες. Oι θεωρίες, χωρίς τη συνεχή επιστροφή στις πηγές, μένουν μετέωρες και όσοι
τις διατυπώνουν επιπόλαια, δικαιολογημένα μπορούν να κατηγορηθούν για έλλειψη
τεκμηρίωσης.
7.β. Η διασταύρωση των ιστορικών χρόνων
Είναι σημαντική, όχι όμως αρκετή, η απλή
αναγνώριση και εξέταση όλων των όψεων του πεδίου της ιστορίας· η ιστορική σκέψη
μένει ανοργάνωτη, αν δεν προχωρούμε στην επισήμανση του συνόλου των σχέσεων
που τις συνδέουν. Όσο και αν, ακόμη, μια συνολική ιστορία, μια ιστορία
που επιδιώκει να αποκαλύψει τη συνολική εικόνα μιας κοινωνίας, αποτελεί
περισσότερο ένα στρατηγικό στόχο παρά ένα επίτευγμα, είναι πολύ δημιουργικό ο ιστορικός
να τείνει προς αυτή∙ θεμελιακή
έννοια προς επίτευξη του στόχου είναι ο ιστορικός χρόνος, τον οποίο, μπορούμε
να τον σκεφτούμε και πέρα από τη χρονική ακολουθία παρελθόντος - παρόντος -
μέλλοντος, πέρα δηλαδή από την κλασική γραμμική αντίληψη του χρόνου της
παραδοσιακής γεγονοτολογικής / συμβαντολογικής ιστορίας. Τα γεγονότα σ’ αυτή
την ιστορία, επειδή είναι ασυνεχή, καθώς δεν εξετάζονται στη σχέση τους με τις
δομές για να κατανοηθούν, τοποθετούνται σε τάξη διαδοχής, στον άξονα του
κλασικού “χρονολογικού” χρόνου∙ με τον συνήθη αυτό τρόπο σύλληψης του χρόνου, δίνεται η εντύπωση της
συνέχειας και γεγονότα αξιολογούνται ανεξάρτητα από τα ίδια και το περιβάλλον
τους, μ’ ένα εξωτερικό κριτήριο προόδου: συχνά, την έλευση της δημοκρατίας, της
ελευθερίας, της ισότητας, της λογικής κτλ. Από την άποψη αυτή, η γεγονοτολογική
ιστορία είναι “τελεολογική”: το ιστορικό γίγνεσθαι θεωρείται ως μια μη
αντιστρεπτή εξελικτική αυτοκίνηση προς έναν προκαθορισμένο σκοπό∙ ή, αλλιώς, η ιστορία
εξηγείται με βάση μια γενική αρχή (πρόοδος), η οποία υποτίθεται ότι ενοποιεί
και κατευθύνει τα γεγονότα και τις σειρές των γεγονότων προς ένα έσχατο νόημα.
Στο πλαίσιο της σύγχρονης και ανανεωμένης
ιστοριογραφίας, αντί να τοποθετούνται τα πολιτικά, στρατιωτικά και διπλωματικά
μόνο γεγονότα, το ένα μετά το άλλο, σε μια ομοιογενή, συνεχή γραμμή του χρόνου
(ομοιογενής, συνεχής, γραμμικός χρόνος) και να εξηγούνται σε μια σχέση
προηγούμενου-επόμενου, αιτίας-αποτελέσματος, δηλαδή, όπως είδαμε, αντί να
εξηγείται το παρελθόν με έναν τρόπο που νομιμοποιεί ή και αποδοκιμάζει το παρόν,
άρα ιδεολογικά φορτισμένο, πραγματοποιείται η σύλληψη μιας σειράς από διαπλεκόμενους
χρόνους. Αυτοί, ανάλογα με τη διάρκεια των ιστορικών φαινομένων, διακρίνονται
σε τρεις κατηγορίες: α) στον μακρό χρόνο – στη μακρά διάρκεια –
των δομών, β) στον μέσο χρόνο των συγκυριών, γ) στον σύντομο
χρόνο των γεγονότων. Η δομή νοείται ως μια κατάσταση που έχει μακρά
διάρκεια, όπως, π.χ., το σταθερό επί αιώνες ύψος μιας παραγωγής σ’ έναν τόπο.
Στην πρόσκτηση των εννοιών της δομής και της μακράς διάρκειας βοήθησε η
εθνολογία / ανθρωπολογία. Η κοινωνική αυτή επιστήμη μελετά κυρίως αρχέγονες
κοινωνίες, οι οποίες μένουν ακίνητες, ή σχεδόν, δεν αλλάζουν και, καθώς η
ιστορία είναι η επιστήμη της μεταβολής, αυτές χαρακτηρίζονται ως κοινωνίες “χωρίς
ιστορία”, παρόλο που και σ’ αυτές τις κοινωνίες κίνηση υπάρχει. Αλλά οι δομές
της ιστορίας διαφέρουν αρκετά από τις δομές της εθνολογίας. Στην ιστορία τίποτε
δεν μένει τόσο ακίνητο∙
τουλάχιστον σ’ ένα μέρος του πεδίου της, το πιο ορατό, υπάρχει διαρκής κίνηση
και αλλαγή. Ωστόσο, πάρα πολλά από τα στοιχεία του ιστορικού πεδίου, για μεγάλο
χρονικό διάστημα, μένουν σχεδόν αμετάβλητα, υπόκεινται μόνο σε ανεπαίσθητη
μεταβολή, που δεν είναι ικανή να αλλοιώσει τα βασικά χαρακτηριστικά τους∙ για παράδειγμα, το
ησιόδειο άροτρο – το ίδιο το άροτρο αποτελεί μια τεχνική δομή και ως μέρος της
ευρύτερης τεχνικής δομής, την οποία συνθέτει το σύνολο των τεχνικών μέσων και
μεθόδων σ’ έναν τόπο για μακρό χρόνο – παρά τις κατά τόπους
παραλλαγές, τη χρήση περισσότερο ή λιγότερο ανθεκτικού ξύλου, τον καλά ή όχι
επεξεργασμένο σίδηρο για το υνί του, την κατασκευαστική ικανότητα των τεχνιτών,
είχε για χιλιετίες ως όργανο άροσης, σε σχέση και με την ποιότητα του εδάφους,
την ίδια περίπου αποτελεσματικότητα. Κρίνοντας τα πράγματα από το παρόν, την
απείρως μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των νέων μεθόδων και μέσων παραγωγής,
γίνεται καλύτερα κατανοητό πόσο ανθεκτική υπήρξε αυτή η τεχνική δομή. Τέτοιες
σταθερές, οπωσδήποτε, καταστάσεις, με μεγάλη αντοχή και χρονική διάρκεια, είναι
δομές που επηρεάζουν, μορφοποιούν ή και καθορίζουν τη ζωή ολόκληρων κοινωνιών,
συνήθως για αιώνες∙ οι δομές είναι
ιστορικές πραγματικότητες γεωγραφικές, οικολογικές, τεχνικές, οικονομικές,
κοινωνικές, δημογραφικές, πολιτικές, πολιτισμικές, οι τελευταίες νοούμενες ως
θρησκευτικές, νοοτροπιακές, συλλογικής έκφρασης και ευαισθησίας κτλ. (Πρβλ. FERNAND Braudel, Écrits sur l’histoire, Paris, 1969
(22/1991), σ. 41-83: «Histoire et sciences sociales. La longue durée», ελληνική μετάφραση, Μελέτες για την ιστορία,
Αθήνα, 1986, σ. 13-84: «Ιστορία και κοινωνικές επιστήμες. Η μακρά διάρκεια».
Για τη σημασία της μακράς διάρκειας στην ερμηνεία της ιστορίας, βλ. επίσης Bernard Dantier, «Sciences sociales et temps: Fernand Braudel et la longue durée», στο F. Braudel, Écrits sur l’histoire, Paris, 1985, σ. 44-61∙ GÉrard Noiriel, «Comment on récrit l’histoire. Les usages du temps dans les Écrits sur l’histoire de Fernand Braudel», Revue d’histoire du XIX siècle 25 (2002), σ. 57-81∙ Για τον Braudel και τη σχολή των Annales, βλ. μεταξύ άλλων: TRAJAN STOIANOVICH, The French historical method: The Annales paradigm, Ithaca, 1976∙ PETER BURKE, The French historical revolution: The Annales School, 1929-89, Oxford, 1989∙ GIULIANA GEMELLI, Fernand
Braudel e l’Europa universale, Venezia, 1990∙ JΟΗΝ A. MΑRΙΝΟ, «Braudel’s Mediterranean and Italy», California Italian Studies Journal 1/1 (2010), σ. 1-19, ή http://escholarship.org/uc/item/5qpo86z8).
Για παράδειγμα, σε μια μικρή γεωγραφική /
πολιτισμική περιοχή του ελληνικού χώρου στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, η
οποία συχνά συμπίπτει με τα όρια της μικρής διοικητικής περιφέρειας του κάζα
(επαρχίας), μπορούν να ανιχνευθούν οι δομές στη δυναμική τους, δηλαδή οι πιο
ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου καταστάσεις που διαρκούν και μεταβάλλονται
πολύ αργά:
– Το κλίμα, τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια, οι
πηγές, τα καλλιεργήσιμα εδάφη και η ποιότητά τους, τα λιβάδια, τα άγρια ζώα, τα
οικόσιτα ζώα, τα κοπάδια, τα έντομα, τα βότανα, οι οικισμοί, οι δρόμοι
(γεωγραφικές και οικολογικές δομές).
– Η οικονομία της αυτοκατανάλωσης, η οποία
στηρίζεται στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, η ξύλευση, το κυνήγι∙ η οικοτεχνία και η χειροτεχνία∙ η στοιχειώδης αγορά, συνήθως ανάμεσα στο
χωριό και το διοικητικό κέντρο ή, εν μέρει, από τον 17ο ή 18ο αιώνα η διευρυμένη
αγορά (οικονομική δομή).
– Τα αγροτικά και άλλα εργαλεία, οι μέθοδοι
καλλιέργειας της γης και της φροντίδας των ζώων, η χρησιμοποίηση των ζώων για
την άροση και τη μεταφορά, οι υδρόμυλοι, τα μέσα για την παρασκευή του φαγητού,
για την κατασκευή της ενδυμασίας και της κατοικίας, τα αρδευτικά έργα, η
τεχνική των γεφυρών κτλ. (τεχνική δομή).
– Η συγγένεια, οι πελατειακές σχέσεις, οι
κοινωνικές ομάδες και τάξεις σε σχέση με την κατανομή της ιδιοκτησίας και τις παραγωγικές
σχέσεις, με τα επαγγέλματα, την επιρροή, το γόητρο∙ οι αποκλίνοντες (κλέφτες/ληστές κ.ά.)
(κοινωνική δομή).
– Η γεννητικότητα και θνησιμότητα, ο μέσος όρος
ζωής ανδρών και γυναικών, η ηλικία του γάμου, ο αριθμός των τέκνων, η παιδική
θνησιμότητα, οι αρρώστιες, η σύνθεση της οικογένειας (δημογραφική δομή).
– Οι τουρκικές αρχές, οι κοινοτικοί άρχοντες
και ο κλήρος· το δίκαιο (ισλαμικό και οθωμανικό από τη μια
πλευρά και το δίκαιο των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων από την άλλη, επίσης το
γραπτό και το εθιμικό), τα δικαστήρια, οι ποινές, οι φυλακές∙ ο οθωμανικός στρατός, οι χριστιανοί αρματολοί
ή οι κόποι∙ η είσπραξη των φόρων∙ η επισκοπική και ενοριακή εκκλησιαστική
διοίκηση (πολιτική δομή).
– Η θρησκευτική ζωή, ο αριθμός των
εκκλησιαζομένων, το κήρυγμα, η συμμετοχή στα μυστήρια, η δράση του κλήρου, ο
έλεγχος των συνειδήσεων, η τήρηση του όρκου, τα λαϊκά παγανιστικά στοιχεία,
δεισιδαιμονία και μαγεία (δομή πίστεων).
– Κοινές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι
στους γέροντες, στις γυναίκες, στα παιδιά, στους άντρες, στην οικογένεια, στις
σχέσεις των δύο φύλων, στα γράμματα, στον Θεό, στον θάνατο, στη φύση (νοοτροπιακή
δομή).
– Η στάση και συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων
απέναντι στις τουρκικές αρχές, στους κοινοτικούς άρχοντες, στις άλλες κοινωνικές
ομάδες, στους ληστές, οι χωριστές συνοικίες σε κάθε οικισμό μουσουλμάνων και
χριστιανών και οι μεταξύ τους σχέσεις κτλ. (ιδεολογική δομή).
– Τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές, τα έθιμα,
οι παραστάσεις σε κεντήματα, υφαντά, αντικείμενα καθημερινής χρήσης (δομή
έκφρασης).
Οι κοινωνίες αυτές
δέχονται λίγες ξένες επιδράσεις, προς τις οποίες προβάλλουν μεγάλη πολιτισμική
αντίσταση. Πολιτισμικοί διάμεσοι συνήθως είναι πρακτικοί γιατροί, μαμές,
πλανόδιοι έμποροι και τεχνίτες, ταξιδεμένοι, οι ιερείς, οι δάσκαλοι.
Ανάλογα μπορεί να εξετάζεται η ιστορία μιας
ευρύτερης περιοχής, π.χ. της Θεσσαλίας, μιας χώρας, π.χ. της Ελλάδας, ή μιας
πολύ μεγάλης περιοχής, π.χ. της Λατινικής Αμερικής.
Μια άλλη κατηγορία χρόνων – μέσης διάρκειας σε σχέση με τους χρόνους
των δομών και των γεγονότων – αποτελούν οι συγκυρίες. Αυτές πιέζουν το βαθύ και
ελάχιστα μεταβαλλόμενο επίπεδο των δομών∙ το αναταράσσουν, όπως τα κύματα τη θάλασσα, με παλινδρομικές κινήσεις, με
περιοδικές διακυμάνσεις που κρατούν λίγα χρόνια ή και μερικές δεκαετίες∙ η πίεση, ωστόσο, που ασκούν – άλλοτε
μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη – δεν έχει τη δύναμη να μεταβάλει τις δομές. Οι
συγκυρίες – ιστορικά φαινόμενα ομοειδή με τις δομές – είναι και αυτές
κλιματικές, οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές, πολιτικές, πολιτισμικές
(θρησκευτικές, νοοτροπιακές και συλλογικής έκφρασης κτλ.). Η καθεμιά συγκυρία
έχει δύο φάσεις: μια ευνοϊκή (φάση Α) και μια δυσμενή (φάση Β) οι οποίες, σε
σχέση με τις δομές, όπως είναι επόμενο, καλυτερεύουν ή χειροτερεύουν, γενικά,
τη ζωή των κοινωνιών και, ειδικότερα, έχουν διαφορετικές συνέπειες για κάθε
κοινωνική ομάδα. Καλός καιρός με κανονικές βροχές για μερικά χρόνια (φάση Α)
και ψυχρός καιρός με καταστροφικές βροχές για μερικά άλλα (φάση Β) αποτελούν
τις δύο φάσεις μιας κλιματικής συγκυρίας, που έχουν αρχικά ευνοϊκή και στη
συνέχεια δυσμενή επίπτωση στην αγροτική παραγωγή∙ τα χρόνια των παχιών αγελάδων, όπως λέμε, διαδέχονται χρόνια ισχνών
αγελάδων συνιστούν μια οικονομική συγκυρία. Μερικά χρόνια καλής σοδειάς, χωρίς
επιδημίες και πολέμους, συντελούν στην αύξηση του αριθμού των γάμων και των
γεννήσεων και στη μείωση της θνησιμότητας (φάση Α), ενώ μερικά χρόνια ανέχειας,
επιδημιών ή και πολέμων, που ακολουθούν, προκαλούν την αντιστροφή των
φαινομένων (φάση Β) (δημογραφική συγκυρία). Η ευνοϊκότερη μεταχείριση των
ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων από κάποιους άρχοντες (φάση Α) και η επιβολή
βαρύτερων φόρων από τους διαδόχους τους (φάση Β) συνιστά μια πολιτική συγκυρία.
Οι οικονομικές συγκυρίες, αλλά και οι πολιτικές, προκαλούν κοινωνικές
ανακατατάξεις (κοινωνική συγκυρία). Ανάλογες παλινδρομήσεις, όπως αποδοχή του
νέου ή επιστροφή στο παραδεδομένο, διαπιστώνονται και στις πολιτισμικές όψεις
μιας κοινωνίας (πολιτισμική συγκυρία).
Από τις συγκυρίες περισσότερο έχουν μελετηθεί
οι οικονομικές. Είναι γνωστές και ως κύκλοι. Σ’ αυτές, η δυσμενής φάση είναι
φάση οικονομικής κρίσης (οι λιγότερο σοβαρές οικονομικές κρίσεις
ονομάζονται υφέσεις). Στις προβιομηχανικές
κοινωνίες, οι οικονομικές κρίσεις είναι κρίσεις υποπαραγωγής: η ζήτηση αγαθών μεγαλώνει
και η προσφορά τους μειώνεται κατά πολύ∙ οι τιμές ανεβαίνουν, το επίπεδο της ζωής και
η απόδοση της εργα- σίας πέφτουν και αυξάνει η θνησιμότητα. Αντίθετα, στις
βιομηχανικές κοινωνίες παρατηρούνται κρίσεις υπερπαραγωγής. Η συγκυρία σ’ αυτές
τις κοινωνίες ακολουθεί την εξής πορεία: Για μερικά χρόνια η παραγωγή αγαθών
και η προσφορά τους στην αγορά αυξάνει συνεχώς (ευνοϊκή φάση Α)∙ κάποια στιγμή όμως
επέρχεται κορεσμός της αγοράς, η ζήτηση αγαθών αρχίζει να μειώνεται, με συνέπεια
την υποχώρηση, την κάμψη, το crack, που φέρνει όλο και μεγαλύτερη δυσπραγία, δηλαδή την κρίση (δυσμενής φάση
Β). Ύστερα από ένα σημείο, το κατώτερο του κύκλου, αρχίζει η ανάκαμψη, το boom∙ ένας νέος κύκλος αρχίζει
(Η
μελέτη των διακυμάνσεων που παρουσιάζουν οι τιμές αγαθών, όπως το σιτάρι, το
κρασί κτλ. (ιστορία των τιμών) βοήθησε στη διακρίβωση της οικονομικής συγκυρίας.
Η παράλληλη μελέτη και των μισθών φωτίζει την κοινωνική συγκυρία. Ενδεικτική βιβλιογραφία: F. Simiand, Recherches
anciennes et nouvelles sur le mouvement général des prix du XVIe au XIXe siècle, Paris, 1932∙ C.M. Cipolla, Money, prices, and civilization in the Mediterranean
world: fifth to seventeenth century, Princeton, N.J.,1956∙ A. de Maddalena, Moneta e
mercato nel ’500 : la rivoluzione dei prezzi, Firenze, 1973∙ G. Parenti, Studi di storia dei prezzi, Paris, 1981∙ Robert
C. Allen, «The great divergence in European wages and prices from the Middle Ages to the First World War», Explorations
in Economic History 38 (2001), σ. 411–447).
Πέρα από τις συγκυριακές, με τις πρόσκαιρες
επιπτώσεις, παρατηρούνται και οι πολύ βαθιές οικονομικές κρίσεις, οι δομικές,
οι οποίες προκαλούν κοινωνικές αναστατώσεις και μακροχρόνιους δομικούς
μετασχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μετάβαση (11ος
αιώνας-1450) από τις φεουδαρχικές ευρωπαϊκές οικονομίες σε μια ευρωπαϊκή
οικονομία-κόσμος (1450-1800) και στη συνέχεια σε μια παγκόσμια οικονομία (F. Braudel, Η δυναμική του καπιταλισμού, Αθήνα, 1992).
Οι συγκυριακές οικονομικές κρίσεις αρχικά
αποδόθηκαν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως σε πολέμους ή φυσικές καταστροφές.
Διαδοχικές όμως κρίσεις με κάποια κανονικότητα, όπως στις βιομηχανικές χώρες
της Ευρώπης (του 1815, 1825, 1836-9, 1857, 1866) έδειξαν ότι αυτές περισσότερο
συνδέονται με ενδογενείς αδυναμίες του οικονομικού συστήματος: τέτοιες είναι η
ανεξέλεγκτη δράση του επιχειρηματία, η επιδίωξη μεγαλύτερου κέρδους, η παραγωγή
αγαθών σε ποσότητες τις οποίες δεν μπορεί να απορροφήσει η αγορά, η ανεπαρκής
κατανάλωση, η υπερβολική αποταμίευση, το τεχνητά χαμηλό επιτόκιο, οι επενδύσεις
κεφαλαίων σε εγκαταστάσεις ή σε αντιπαραγωγικά έργα, η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο υπερδανεισμός του κράτους, οι αλόγιστες
καταναλωτικές δαπάνες, η υπερχρέωση των νοικοκυριών κτλ. Οι συνέπειες των
κρίσεων είναι: η μείωση ή και η πλήρης στέρηση των εισοδημάτων∙ οι ασθενέστερες
κοινωνικές τάξεις αναγκάζονται να περικόπτουν δαπάνες πρώτης ανάγκης,
διατροφής, ένδυσης και στέγασης ή αδυνατούν να τις ικανοποιήσουν. Ένα μέρος του
πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε περιόδους κρίσης, για τις ασθενέστερες κοινωνικές
ομάδες, για να θυμηθούμε τον Ernest Labrousse, ισχύει ο ‘‘νόμος των κοινωνικών
απορρίψεων’’. Οι εύπορες μπορεί απλώς να χρειαστεί να περιορίσουν τις δαπάνες
ψυχαγωγίας. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, όσοι δραστηριοποιούνται σε
επιχειρήσεις που υφίστανται πολλαπλώς τις συνέπειες της κρίσης, συχνά
υφίστανται από μεγάλες ως και ανυπολόγιστες ζημίες, οδηγούνται ακόμη και σε
πλήρη καταστροφή. Η ανεργία, η φτώχεια, η μετανάστευση (στο εσωτερικό μιας
χώρας ή στο εξωτερικό), η πτώση των αξιών, η θυμική αντιμετώπιση και ερμηνεία
των δεινών, ο εξτρεμισμός, η εγκληματικότητα, η κοινωνική δυσαρέσκεια και
αναταραχή, οι εξεγέρσεις παίρνουν ακόμη και ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Επέρχεται
κρίση εξουσίας, όσο και στον βαθμό που η πολιτική, η μόνη ελπίδα, αδυνατεί να
αναστρέψει την κατάσταση. Στη διάρκεια των κρίσεων οι κοινωνικές τάξεις
αναδιοργανώνονται και οι θεσμοί μετασχηματίζονται.
Εκτός όμως από τους μακρούς χρόνους των δομών,
που κρατούν ακόμη και αιώνες, τους μέσους χρόνους των συγκυριών, που ανακυκλώνονται
στη διάρκεια μερικών ετών ή και δεκαετιών, υπάρχουν οι σύντομοι χρόνοι των
γεγονότων. Τα ιστορικά γεγονότα – το καθένα με διαφορετικό μέγεθος, χρονική
διάρκεια και επιπτώσεις – γενικά εκτυλίσσονται γοργά, κινηματογραφικά και,
όχι σπάνια, επεισοδιακά. Τα γεγονότα αποτελούν το ορατό, το πλέον αντιληπτό
πεδίο της ιστορίας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους, για τον οποίο οι άνθρωποι
τους αποδίδουν μεγάλη σημασία, επειδή δεν είναι διατεθειμένοι ή αδυνατούν να
αναζητήσουν τις βαθύτερες αιτίες, που έχουν σχέση με τις δομές και τις συγκυρίες.
Οι πολιτικοί, πάντοτε αντικείμενο οξείας
κριτικής από κοινωνικές ομάδες διαφορετικής ιδεολογίας και συμφερόντων, σε περιόδους
κρίσης, καθώς θεωρούνται υπεύθυνοι για όλα, απαξιώνονται. Στην εποχή μας συχνά αποδοκιμάζονται
για αποφάσεις, που έλαβαν υπό πίεση, προκειμένου να ικανοποιήσουν προσωπικά και
κλαδικά αιτήματα. Είχαν ενδώσει, για να απαλλαγούν πρόσκαιρα από κινητοποιήσεις
ή και για να εξασφαλίσουν την προσωπική ή κομματική επανεκλογή τους, χωρίς να
λαμβάνουν πάντοτε υπόψη την πραγματικότητα: τη δυνατότητα του υπάρχοντος συστήματος,
ειδικά σε περιόδους εξωγενών και ενδογενών κρίσεων, να αντέξει τις πιέσεις που
θα υποστεί και να ανακάμψει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Σε σχέση με έναν άπειρο αριθμό από καθημερινές
σκέψεις, αποφάσεις, εκφράσεις και πράξεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται σχεδόν
ομοιόμορφα χωρίς να κινούν ιδιαίτερα την προσοχή των συγχρόνων τους, τα
γεγονότα αποτελούν τη διαφορά, την απόκλιση από το καθημερινό ή και τη ρήξη μ’
αυτό. Ιστορικά φαινόμενα ομοειδή με τις δομές και τις συγκυρίες τα γεγονότα
μπορούν να διακρίνονται σε: 1. Φυσικά (ένας καταστρεπτικός σεισμός) ή
1α., μερικότερα, κλιματικά (ένας ασυνήθιστος παγετός), 2. Τεχνικά (2α.
η χρησιμοποίηση του νερόμυλου στην Παλαιστίνη γύρω στο 100 μ.Χ., 2β. το
σιδερένιο άροτρο με ρόδες στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα, 2γ. μια νέα μέθοδος σποράς,
2δ. η κατασκευή, για πρώτη φορά, μιας μηχανής βελτιώνει την παραγωγή), 3. Οικονομικά
(3α. η ξαφνική άνοδος ή πτώση της τιμής της δραχμής, του δολαρίου ή του
ευρώ, 3β. η ημέρα του 1929 που άρχισε το crack στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, 3γ. το
άνοιγμα μιας νέας αγοράς), 4. Κοινωνικά (4α. η βελτίωση ή η επιδείνωση
των σχέσεων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και σε καλλιεργητές, 4β. η αιφνίδια αύξηση
των φτωχών σε μια χώρα), 5. Δημογραφικά (το αποδεκάτισμα ενός πληθυσμού
εξαιτίας μιας επιδημίας), 6. Πολιτισμικά (6α. η ίδρυση Γυμνασίου σε
μια επαρχιακή πόλη, 6β. η άφιξη ενός γεωπόνου, για πρώτη φορά, σε μια αγροτική
περιοχή, 6γ. η αποπεράτωση του Παρθενώνα, 6δ. η έκδοση το 1632 του έργου του
Γαλιλαίου Διάλογος των μέγιστων συστημάτων, 6ε. η έκδοση το 1888 του
έργου του Γιάννη Ψυχάρη Το ταξίδι), 7. Πολιτικά (7α. η μεταφορά
της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους στην Κωνσταντινούπολη, 7β. η ελληνική
εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, 7γ. η οκτωβριανή επανάσταση το 1917
στη Ρωσία, 7δ. η ανάθεση το 1933 της καγκελαρίας στον Χίτλερ, 7ε. η ίδρυση ενός
εργατικού συνδικάτου ή ενός κόμματος, 7στ. η αντεπανάσταση της Βανδέας και η
καταστολή της στη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, το 1793, που υπήρξε αποφασιστικό
γεγονός στην παγίωση πια ορισμένης νοοτροπίας), 8. Στρατιωτικά (8α. ο
πέμπτος βενετοτουρκικός ή κρητικός πόλεμος, 1645-1669, 8β. η κατάληψη του
Χάνδακα το 1669, 8γ. η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, 1825-1826, 8δ. η μάχη
στο Σαραντάπορο, 8-9 Οκτωβρίου 1912), 9. Διπλωματικά (9α. η συνθήκη του
Κάρλοβιτς το 1699, 9β. η σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα σε δύο χώρες).
Με βάση τα παραπάνω παραδείγματα μπορούμε να
προχωρήσουμε σε μια σειρά από παρατηρήσεις: Αρχικά, διαπιστώνουμε ότι μερικά γεγονότα
επέρχονται χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση (1, 1α, 5)∙ άλλα, χωρίς τη συνειδητή
επιδίωξη κανενός (3β, 4β) ή χωρίς να έχει προβλεφθεί η έκβασή τους (7δ). Σε
άλλες περιπτώσεις, την εκδήλωση του γεγονότος την επιτρέπουν ή και την επιβάλλουν
οι δομές (κυρίως 2δ, 3γ, 6α, 6δ), σε άλλες, γιατί ηγέτες ή μικρές ομάδες είτε
εξέφραζαν είτε είχαν προβλέψει ή και εξασφαλίσει τη συνεργασία ορισμένων
κοινωνικών ομάδων ή ευρύτερων πληθυσμικών συνόλων (κυρίως 2δ, 6α, 6β, 6δ, 6ε,
7β, 7γ, 7ε, 7στ)∙ σε μερικές
περιπτώσεις, η έκβαση των πραγμάτων υπήρξε ανάλογη με την επιτυχή, μέτρια ή και
ατυχή ανάλυση των δομών (7α, 7β, 7γ, 7ε, 7στ αλλά και 2δ). Ένας μεγάλος αριθμός
από γεγονότα εγγράφεται και εξηγείται στο πλαίσιο μιας ολόκληρης σειράς, μιας
οικογένειας, γεγονότων, τα οποία απορρέουν από τις δομές ή χάρη στις δυνατότητες
που αυτές προσφέρουν (1, 1α, 2α, 2β, 2γ, 2δ, 3γ, 6α, 6β, 6γ, 6δ, 6ε, 7α, 7β,
7γ, 7ε, 8α, 8β, 8γ, 8δ, 9α, 9β)∙ αρκετά αποτελούν κρίκους μιας αλυσίδας, διαδοχικές στιγμές μιας
συγκυρίας, στα πλαίσια της οποίας εξηγούνται (3α, 3β, 4α, 4β, 5). Μερικά από
αυτά, πάλι, μπορούν να εξηγηθούν (και) ως ρήξεις με τις δομές, ως
επαναστάσεις ή ως στιγμές επαναστάσεων· άλλες από τις επαναστάσεις είναι μακροχρόνιες
ειρηνικές (2α: μέρος της τεχνολογικής, 2β: μέρος της αγροτικής επανάστασης
στην Ευρώπη, 2γ: της επιστημονικής του 17ου αιώνα, 2δ: της βιομηχανικής· 6α, 6β,
6δ, 6ε: στιγμές μιας επανάστασης που αποβλέπει στον εκμοντερνισμό)∙ και άλλες βίαιες,
αιματηρές (7β, 7γ). Μερικά γεγονότα μπορούν, από μια άποψη, να χαρακτηρίζονται
ως αφετηριακά (π.χ. το 7β), ως κεφαλαιώδους σημασίας (π.χ. το 7δ), ως
καινοτομίες (κυρίως όλα τα 2), ως προνομιακές ή εξαιρετικές στιγμές
(κυρίως το 6γ, μολονότι δεν είναι πέρα από τις δομικές δυνατότητες) ή κάποια
από αυτά ως τραυματικά (7στ). Τέλος, τα γεγονότα, ως πράξεις συντελεσμένες σε
ορισμένο τόπο-χρόνο, μπορούν να φέρνουν στο φως το στοιχείο της άμεσης δράσης
των ανθρώπων (π.χ. 6α, 6γ, 6δ, 6ε, 7α, 7β, 7γ, 7δ, 7ε, 7στ, 8α, 8β, 8γ, 8δ, 9α,
9β).
Η ιστορία, ωστόσο, δεν
είναι μόνο δομές και συγκυρίες ούτε μόνο γεγονότα. Είναι όλα αυτά στη διαπλοκή
τους. Η συνοχή και η σταθερότητα, η κίνηση και η μεταβολή των κοινωνιών εξηγούνται
στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης, της διασταύρωσης, της διαλεκτικής συνάντησης
του μακρού χρόνου, του αργού χρόνου των δομών, του μέσου χρόνου, του ασυνεχούς
χρόνου των συγκυριών, και του σύντομου χρόνου, του εκρηκτικού χρόνου των
γεγονότων. Οι άνθρωποι – οι κοινωνικές ομάδες καλύτερα – δεν παράγουν μόνο τα γεγονότα αλλά ακόμη και
τις δομές και τις συγκυρίες∙ στον ίδιο χρόνο κινούνται μέσα στις δομές και στις συγκυρίες, διαμορφώνονται
από αυτές αλλά και παρεμβαίνουν για να τις αλλάξουν. Η βαθιά γνώση των δομών
και των συγκυριών προσφέρει τη δυνατότητα να εξηγηθεί στο πλαίσιό
τους η ανθρώπινη δράση. Αντίθετα, όταν όλα αποδίδονται στους ηγέτες και στις
κυβερνήσεις, π.χ. μόνο στον Περικλή ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ή αποκλειστικά
στον Χαρίλαο Τρικούπη η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας τις τελευταίες
δεκαετίες του 19ου αιώνα, αγνοείται το πραγματικό πεδίο της ιστορίας.
Η δυνατότητα των ανθρώπων για δράση βρίσκεται
σε αντιστοιχία με την ορθή εκτίμηση των δομών αλλά και με την αποφασιστικότητά
τους. Η συνεξέταση του πολιτικού επιπέδου με το οικονομικό, κοινωνικό και
πολιτισμικό επιτρέπει να διακριβωθεί ποιες δυνάμεις μπορούν ή αδυνατούν να
μεταβάλουν τις δομές. Η συνειδητοποίηση ότι η μεταβολή συναρτάται με τον
πολυδιάστατο χαρακτήρα της πραγματικότητας οδηγεί στο μεθοδολογικό αίτημα για
μια συνολική ιστορία (histoire totale∙ GÉrard Brun, Introduction à l’histoire totale, Paris, 2006): Κάθε κοινωνία σε ορισμένο τόπο και χρόνο
είναι ένα όλο. Ευρύτερο όλο αποτελεί μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή ή μια
διακρατική πολιτική οντότητα. Κάθε όλο μπορεί να περιγραφεί και να εξηγηθεί στη
σχέση των μερών του με αυτό, με το ευρύτερο όλο, όπως και κάθε μέρους του όλου
σε σχέση με τα άλλα μέρη και με το όλο.
7.γ. Από την ιστορική αφήγηση στην
ιστορική ανάλυση
Όλη σχεδόν η παραδοσιακή
ιστοριογραφία είχε γραφτεί στο επίπεδο της ιστορικής αφήγησης και της λογικής
του post hoc, ergo propter hoc (μετά από αυτό, άρα εξαιτίας του)· η συχνά ρητορική
και με κομμένη την ανάσα αφήγηση της ανθρώπινης δράσης, κυρίως της δράσης των
ηγετών, στον άξονα του κλασικού γραμμικού ιστορικού χρόνου και της διαίρεσης
της ύλης σε διαδοχικά χρονολογικά τμήματα, υπήρξε επιφανειακή, καθώς προσπερνούσε
και τα πιο απλά ερωτήματα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν όχι μόνο έναν
ιστορικό αλλά και τον απλό αναγνώστη. Η αφηγηματική ιστοριογραφία – πολιτική
και βιογραφική κυρίως, μια ιστορία χρονικό – ήταν γραμμένη στο επίπεδο των
πηγών. Απέναντι στις πηγές ο ιστορικός κρατούσε σε μεγάλο βαθμό παθητική στάση
και, για να εξηγήσει ενέργειες και πράξεις, παρέθετε άκριτα πολλές
λεπτομέρειες, επιστράτευε ακόμη και το μικρό και ασήμαντο. Ο σύγχρονος ιστορικός σκέφτεται διαφορετικά
τα πράγματα: πρώτα πρώτα κρατεί μια περισσότερο ενεργητική στάση απέναντι στις
πηγές. Όταν εξετάζει γραπτές πηγές (ανάλογα αντιμετωπίζει και τις άλλες, π.χ.,
τις εικαστικές) αναρωτιέται ποιος γράφει, γιατί γράφει και για
ποιον γράφει∙ κατ’ αυτό
τον τρόπο προσδιορίζει το διανοητικό επίπεδο, στο οποίο είναι οργανωμένη η
σκέψη του συντάκτη της πηγής, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά του κέντρα, την αντίληψή
του για το αξιομνημόνευτο (αποδόμηση των πηγών). Συνήθως επιλέγει ένα ευρύτερο
χρονικό πεδίο, για να μπορεί να διακρίνει τις δομές, και το μελετά σε σχέση με
τα πριν και τα μετά και σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο. Στο πλαίσιο αυτό
επιχειρεί την επισήμανση και την επίλυση προβλημάτων, όπως, π.χ., τον απασχολεί
ο χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης ή το φαινόμενο της ευρωπαϊκής
πολιτισμικής διείσδυσης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Οπότε η ιστορική αφήγηση
δεν είναι αρκετή. Γι’ αυτό, ο ιστορικός στρέφεται στην ιστορική ανάλυση, η
οποία διακρίνεται σε δύο συναφή ή και διαπλεκόμενα επίπεδα, την περιγραφή και
την ερμηνεία του φαινομένου. Στο πλαίσιό της κάνει υποθέσεις, θέτει ερωτήματα,
διατυπώνει και επιλύει προβλήματα, ανακαλύπτει γνωρίσματα, ξεκαθαρίζει
έννοιες, καταφεύγει σε θεωρητικά σχήματα, όπως στο παραπάνω της διασταύρωσης
των ιστορικών χρόνων, αναζητεί κρυμμένες σχέσεις, συγκρίνει, συσχετίζει,
ταξινομεί κτλ. Και οργανώνει τον ιστορικό λόγο σε θέματα και προβλήματα, μ’
έναν τρόπο δηλαδή που διαφέρει αισθητά από τον χρονογραφικό, στον ο οποίο
διασπάται η ιστορική ύλη σε διαδοχικά χρονολογικά τμήματα. Σ’ αυτή τη
διαδικασία, για την παρουσίαση της ιστορικής ύλης, η ιστορική αφήγηση δεν
κρίνεται σκόπιμο να απουσιάζει εντελώς. Στον βαθμό που σε μια συνολική ιστορική
ανάλυση έχουν τη θέση τους και τα γεγονότα (πολιτικά κ.ά.) και παρακολουθείται
η ανθρώπινη δράση, επανέρχεται και αυτή. Είναι, ωστόσο, λιτή και απέριττη.
Η ιστορική ανάλυση ενός πεδίου έρευνας
τριάντα, πενήντα ή και περισσότερων ετών δεν καταργεί ολότελα τον κλασικό, γραμμικό
“χρονολογικό” χρόνο. Ένα χρονογραφικό πλαίσιο, ένα αφηγηματικό περίγραμμα
δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθεί με άνεση την ιστορική
ανάλυση. Επομένως, στη σύγχρονη ιστοριογραφία η αφήγηση δεν καταργείται.
Κεντρική, ωστόσο, θέση έχει πια η ιστορική ανάλυση. ο αναγνώστης με την ιστορική ανάλυση, μπορεί να παρακολουθεί
τη συλλογιστική των κειμένων. Οι διδάσκοντες οφείλουν να ενθαρρύνουν τη
διατύπωση αναλυτικών και αφαιρετικών προτάσεων, ώστε με την απομάκρυνση από
την κατά λέξη επανάληψη, π.χ. μιας πηγής, να προωθείται η λεκτική κατανόηση,
να ασκείται κριτική στην οπτική του συντάκτη της πηγής. Τα ίδια ισχύουν και
για την ανάγνωση ενός αποσπάσματος ιστοριογραφικού κειμένου. Επιπλέον,
τίθενται ερωτήματα αν ανήκει στη γεγονοτολογική ιστοριογραφία, αν ο ιστορικός,
ο οποίος το έγραψε, αρκείται να κινείται στις χρονικότητες, παρελθόν, παρόν,
μέλλον, ή έχει την αίσθηση των μακρών χρόνων των δομών, των μέσων χρόνων των
συγκυριών και των σύντομων χρόνων των γεγονότων. Οι μαθητές και οι φοιτητές
ανταποκρίνονται στα παραπάνω ή και σε άλλα ερωτήματα ανάλογα με τη μεθοδευμένη
προεργασία. Για να εισαχθούν στον ιστορικό τρόπο σκέψης, χρειάζεται σχετική
προπαιδεία. Οι ιστορικοί είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν
γενικεύσεις, για να αποφεύγεται η αυθαίρετη συναγωγή συμπερασμάτων από έναν
περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων. Ο επαγωγικός συλλογισμός δεν είναι επαρκώς
ασφαλής. Αντίθετα, πιο επιστημονικός, σε όλες τις επιστήμες, θεωρείται ο
παραγωγικός συλλογισμός, η μετάβαση από το γενικό στο μερικό, η διατύπωση
γενικών προτάσεων που ισχύουν για μια ολόκληρη σειρά επιμέρους περιπτώσεων: π.χ.,
όταν ο “ατομισμός” και η “δίψα του κέρδους” αποδίδονται στην αγγλική κοινωνία
του 17ου αιώνα, ή και σε κοινωνίες άλλης εποχής, υπάρχει ένα στοιχείο
αυθαιρεσίας, γιατί αγνοείται ένα μέρος της κοινωνίας με διαφορετική
συμπεριφορά. Πολύ περισσότερο αυθαίρετη μπορεί να είναι μια τέτοιου είδους
γενίκευση, όταν αποδίδεται στη “φύση του ανθρώπου”. Πρόκειται για έννοια τελείως
αφηρημένη, αχρονική και επομένως έξω από την ιστορία. Από τη στιγμή που ο
ιστορικός αντιλαμβάνεται τα όρια του επαγγέλματός του και απορρίπτει τόσο τις
ανιστορικές γενικεύσεις όσο και το μικρό και ασήμαντο ως τέτοιο, ο κανόνας
μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: η ιστορία δεν υπεισέρχεται ούτε στο απόλυτα
αφηρημένο και γενικό ούτε στο απόλυτα συγκεκριμένο και μερικό. Κινείται
δημιουργικά ανάμεσα στα δύο. Ανάλογα μπορούν να ξεπερνιούνται διλήμματα
σχετικά με τη θεωρία, την προτίμηση στις δομές ή στα γεγονότα, στην ανάλυση ή
την αφήγηση: Η ιστορία μπορεί και αξίζει να είναι επιδέξια δομική και επιδέξια
γεγονοτολογική, να εξετάζει τις δομές και τα γεγονότα στη διαπλοκή τους, και
να χρησιμοποιεί την ανάλυση και την αφήγηση εκεί όπου η καθεμιά έχει τη θέση
της. Όσοι σήμερα επαναφέρουν την ιστορική αφήγηση και την θεωρούν ως το μόνο
εκφραστικό μέσο του ιστορικού, συνήθως υπερτονίζουν τη σχετικότητα της ιστορικής
γνώσης και χρησιμοποιούν την ιστοριογραφία ως ιδεολογικό όχημα, για να χειραγωγήσουν
τον αναγνώστη και να επηρεάσουν με τα κείμενά τους την πορεία της ιστορίας
(ιστορικός μαξιμαλισμός). Ωστόσο, αν ο
ιστορικός προτρέχει και παριστά το παρελθόν στα μέτρα του μέλλοντος που
οραματίζεται, πιθανό είναι να παραπλανά∙ μπορεί ακόμη και να
συμβάλλει στη διάψευση των ελπίδων.
7.δ. Ιστορική αίσθηση
(αίσθηση ζωής) και μικρή ιστορία
Η παλαιότερη θετικιστική ιστοριογραφία, η
οποία δεν ανήκει και τόσο στο παρελθόν, και στο επίπεδο της έρευνας και στο επίπεδο
των γενικών έργων και των σχολικών εγχειριδίων, με την αφήγηση πολιτικών,
στρατιωτικών και διπλωματικών γεγονότων, δυναστικών και αυλικών δραστηριοτήτων,
είναι μια ιστορία ψυχρή, ανούσια και βασανιστική για τον αναγνώστη. Από την
ιστορία αυτή, που θεωρήθηκε μάλιστα και επιστημονική, συχνά λείπει κάθε αίσθηση
ζωής. Σήμερα, δίπλα στη μεγάλη ιστορία των μακρών, μέσων και σύντομων
χρόνων, που επιτρέπουν να εξηγήσουμε στη μακρά διάρκεια τις δομές και τις
μεταβολές, τις συνέχειες, τις ασυνέχειες και τις ρήξεις, χωρίς να τεμαχίζουμε
τον χρόνο μόνο με γεγονοτολογικά κριτήρια, υπάρχει μια άλλη ιστορία: μια μικρή
ιστορία, που αποκαθιστά τη χαμένη αίσθηση του καθημερινού, του ιδιωτικού,
του βιωμένου, των ενθυμίων, της παράδοσης, η οποία προσφέρει την αίσθηση του
διαφορετικού, το χρώμα ενός άλλου καιρού.
Η “επιστημονική” ιστορία του θετικισμού δεν
εισχωρεί στη συνείδηση των ανθρώπων μιας εποχής. Από το γεγονός του θετικισμού
απουσιάζει ολότελα το βιωμένο. Ενώ η μικρή ιστορία ως η επιστήμη των
διαφορών θέτει ως στόχο να αναδείξει την ετερότητα μέσα στην κοινωνία, έρχεται
να μας συνδέσει ξανά με το άλλο, το διαφορετικό, για να λάβουμε συνείδηση του
βιωμένου από ανθρώπους μιας άλλης εποχής ή μιας σύγχρονής μας διαφορετικής κοινωνίας.
Στρέφεται στην ιστορία των κοινοτήτων, της οικογένειας, της παιδικής ηλικίας,
της γυναίκας, της εκπαίδευσης, της καθημερινότητας, της συλλογικής
ευαισθησίας, της συλλογικής ζωής, της συλλογικής μνήμης. Ενδιαφέρεται για το
φυσικό και εξανθρωπισμένο περιβάλλον, τις εύστοχες ή καταστροφικές επεμβάσεις
σ’ αυτό, για τη ζωή στο χωριό και στις συνοικίες των πόλεων, για το φαγητό, την
κατοικία, την τοπική ενδυμασία, τη λαϊκή χειροτεχνία, το δημοτικό και το λαϊκό
τραγούδι. Δίπλα στο εξαιρετικό (τον Παρθενώνα, τις συμφωνίες του Μπετόβεν),
υπάρχει το καθημερινό, ο κόσμος του απλού ανθρώπου, ένας κόσμος περισσότερο
οικείος, ο οποίος, μέρος και αυτός της ανθρώπινης ιστορίας, είναι παράλογο να
παραγνωρίζεται.
Αυτή η σχέση μας, ωστόσο, με την παράδοση
αποκτά σημασία, όταν είναι μια δημιουργική σχέση παρά μια παθητική αποδοχή ή
μια νοσταλγική διάθεση επιστροφής σ’ ένα τελείως μυθικό παρελθόν, στο οποίο θα
ήταν δύσκολο να ζήσουμε. Η ιστορία, ίσα ίσα, για να θυμηθούμε τον Michel Foucault, είναι μια από τις
καλύτερες άμυνες για αποφυγή της επιστροφής (M. Foucault, Εξουσία, γνώση και
ηθική, Αθήνα, 1987, σ. 62). Κριτικά τοποθετείται απέναντι στη νοσταλγική αντιμετώπιση του
παρελθόντος και η Πηνελόπη Παπαηλία: «Η νοσταλγία είναι η κατεξοχήν ‘‘ασθένεια’’ της νεοτερικότητας […]. Η
εξαφάνισή της από την ιατρική βιβλιογραφία, όμως, δεν σημαίνει και την
εξαφάνιση της ίδιας της νοσταλγίας. […] κατέχει θέση σιωπηλή, αλλά διάχυτη –
στην ψυχαναλυτική σκέψη, σε βασικές έννοιες, όπως ‘‘καθήλωση’’ και ‘‘παλινδρόμηση’’».
Σε άλλο σημείο της μελέτης προσθέτει τα εξής: «Το κήρυγμα της ‘‘παλαιάς’’
κοινότητας λειτουργεί ως μηχανισμός συμβολικού αποκλεισμού, ο οποίος ηχεί
άσχημα σε μια περίοδο όπου απαιτούνται καινούργιες και πιο ανοικτές ιδέες για
την κοινότητα. ‘‘Θεραπεία’’ για τη νοσταλγία δεν υπάρχει […]. Δεν είναι βέβαιο,
όμως, αν θα ήταν καλή ιδέα να εξαλείψουμε τη νοσταλγία από τον κόσμο. Η
νοσταλγία έχει τη δύναμη να φέρνει περασμένους χρόνους στο παρόν με έναν τρόπο
ιδιαίτερα ελκυστικό και άμεσο. Το ζητούμενο είναι αν κατά πόσο η ενέργειά της
αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να κατευθυνθεί προς τη δημιουργία
εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων» (Πηνελοπη
Παπαηλια, «Νοσταλγία και ‘‘παλαιά
πόλη’’. Αναπαραστάσεις του χρόνου και ο χρόνος της αναπαράστασης», Αρχαιολογία
και τέχνες, τεύχ. 76 (Σεπτέμβριος 2000), σ. 16 και 24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου