ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ*
1. Η οριοθέτηση παρελθόντος - παρόντος
Η διάκριση παρελθόντος
- παρόντος, του άλλοτε από το τώρα, συνιστά ουσιαστικό στοιχείο, για να
αντιληφθούμε τον χρόνο, και αποτελεί θεμελιακή δραστηριότητα της ανθρώπινης
συνείδησης και της ιστοριογραφίας. Το παρόν, και από τη συνείδηση και από την
ιστοριογραφία, δεν περιορίζεται σε μια χρονική στιγμή, η οποία, προτού
προλάβουμε να τη σκεφτούμε, γίνεται παρελθόν. Ο προσδιορισμός, επομένως, της
χρονικής έκτασης ή του εύρους του παρόντος, της σύγχρονης περιόδου, δεν είναι
κατιτί το αυτονόητο. Εύκολα, εξάλλου, αυτό το διαπιστώνουμε αν ρίξουμε μια
ματιά σε διαφορετικά γενικά έργα ιστοριογραφίας και σε σχολικά εγχειρίδια
ιστορίας. Ανάλογα με την έμφαση που δίνεται, με το κριτήριο που επιλέγεται
συνειδητά ή με αυτό που υπόκειται ασυνείδητα, τοποθετείται και η τομή. Στη
γαλλική ιστοριογραφία, για να τονιστεί ότι με τη γαλλική επανάσταση αρχίζει μια
νέα εποχή, η οποία αντιδιαστέλλεται αποφασιστικά από το παλαιό καθεστώς (ancien régime), η τομή γίνεται στο 1789. Από τότε
υπολογίζεται η σύγχρονη γαλλική ιστορία. Η τομή παρελθόντος - παρόντος στην
αγγλική ιστορία τοποθετείται την ίδια ακριβώς εποχή, με άλλο όμως κριτήριο, τη
βιομηχανική επανάσταση, που η έναρξή της από μερικούς ιστορικούς εντοπίζεται
στη δεκαετία του 1780. Εδώ το κριτήριο είναι τεχνικό / οικονομικό, καθώς η
βιομηχανική επανάσταση πρόσφερε νέες, τελείως διαφορετικές, προοπτικές
οικονομικής ανάπτυξης με όλες τις συνέπειες. Με άλλο κριτήριο, πολιτικό αυτή τη
φορά, η απαρχή της αγγλικής ιστορίας συμπίπτει με τη θεσμοθέτηση του κοινοβουλευτισμού
το 1689.
Με κριτήρια ανάλογα προς
εκείνα της γαλλικής ιστοριογραφίας και η ελληνική ιστοριογραφία θέτει την τομή
παρελθόντος - παρόντος, με ή χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο γεγονός, στις αμέσως
πριν από το 1800 δεκαετίες, όταν με την αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων
νέου τύπου – εμπόριο, ναυτιλία – πραγματοποιείται το άνοιγμα προς την Ευρώπη
και εκδηλώνεται το κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού. Αλλά μπορούν να επιλεγούν
και άλλες τομές σε σχέση με αυτό που θέλουμε να αποδώσουμε σε ό,τι ονομάζομε
παρόν και σε κείνο που εντάσσουμε στο παρελθόν. Η επανάσταση του 1821, η γένεση
του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830, ο διπλασιασμός της Ελλάδας με τους
βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, το τέλος της μεγάλης ιδέας το 1922, η
έναρξη της μεταπολεμικής εποχής το 1944, η
εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και η απογείωση, το take off, της ελληνικής οικονομίας το 1960, ή το έτος
1974, με το οποίο εγκαινιάζεται η μεταδικτατορική περίοδος, αποτελούν τομές αυτού
που εκλαμβάνουμε ως παρόν.
Στην ιταλική
ιστοριογραφία δύο είναι συνήθως τα σημεία εκκίνησης της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας. Είτε το risorgimento, η περίοδος από τις αρχές του 19ου
αιώνα ως το 1870, κατά την οποία η Ιταλία απέκτησε την ανεξαρτησία της και
πέτυχε την ενοποίησή της σε εθνικό κράτος είτε η άνοδος του φασισμού στη δεκαετία
του 1920. Στην τουρκική ιστορία οι τομές μπορούν να τοποθετηθούν είτε στο 1839,
έτος έναρξης του tanzimat (των μεταρρυθμίσεων) είτε νωρίτερα το 1789, με την άνοδο του Σελίμ Γ΄,
όταν άρχισε να εκδηλώνεται αυτή η πρόθεση, είτε αργότερα το 1922 (κυρίως τότε),
όταν διαλύεται η οθωμανική αυτοκρατορία και επιχειρείται από τον Mustafa Kemal η μετάβαση από το οθωμανικό ισλαμικό ως
προς την ιδεολογία του στο εθνικό τουρκικό κοσμικό κράτος. Με την ευκαιρία της
αναφοράς στην ιστορία της γειτονικής χώρας, αξίζει να τονίσουμε πόσο συμβατικές
είναι οι τομές στην ιστοριογραφία, αφού οι ουσιαστικές μεταβολές συντελούνται
στη μακρά διάρκεια και η πάλη ανάμεσα στο παλαιό και το νέο όχι μόνο δεν παύει
αυτόματα, αλλά συνεχίζεται χωρίς τα όρια να είναι σαφή. Η σύγχρονη εποχή, το
παρόν, ποτέ δεν επικρατεί ολοκληρωτικά. Παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών από
τότε που ο Kemal εκσφενδόνισε το κοράνι στη μεγάλη τουρκική
εθνοσυνέλευση, το Ισλάμ επανέρχεται με άλλο πρόσωπο απαιτητικό. Πιο εντυπωσιακά,
όπως είναι γνωστό, εισέβαλε το παρελθόν στο παρόν της Περσίας το 1979, όταν
αυτό το έτος στη χώρα εγκαθιδρύθηκε «ισλαμική δημοκρατία».
Η τμήση του χρόνου σ’
ένα πριν και σ’ ένα μετά δεν παύει ποτέ.
Μια αντίθεση παρελθόντος - παρόντος παρατηρείται και στο ατομικό και στο
συλλογικό επίπεδο. Σ’ αυτό το αντιθετικό ζεύγμα μπορούμε να προσθέσουμε και μια
τρίτη διάσταση, το μέλλον. Αξίζει να δούμε πώς εξέφρασε αυτές τις τρεις
χρονικότητες τον 5ο αιώνα ο Αυγουστίνος, ο συγκαταλεγόμενος στους
πατέρες της δυτικής εκκλησίας. Αναγνώριζε τρεις χρονικές διαστάσεις, οι οποίες,
και οι τρεις ξεκινούν από το παρόν: Το παρόν των παρελθόντων πραγμάτων, όπως
αυτά τα έχουμε προσλάβει στη συνείδησή μας, το παρόν των παρόντων πραγμάτων,
όπως τα ζούμε, το παρόν των μελλοντικών πραγμάτων, στο οποίο εντοπίζονται οι
ανησυχίες, οι επιδιώξεις, οι προσδοκίες σε ατομικό και σε συλλογικό, κοινωνικό,
εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο ή, για
τον Αυγουστίνο, η έλευση της δεύτερης
παρουσίας. Το παιδί τις διαστάσεις αυτές, παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος,
τις εσωτερικεύει, αποκτώντας προσωπικές εμπειρίες. Οι δικές του αναμνήσεις
είναι περισσότερο παρόν, ενώ οι αναμνήσεις των γονιών του είναι περισσότερο
παρελθόν. Ο τρόπος εσωτερίκευσης των τριών χρονιοτήτων εξαρτάται, εξάλλου, από
την εκδοχή, την oποία υιοθετεί μια ολόκληρη κοινωνία ή μια μικρότερη κοινωνική ομάδα σε συγκεκριμένο
τόπο και χρόνο.
Στις αρχέγονες
κοινωνίες, ο άνθρωπος προσκολλάται στο παρόν και επικρίνεται, όταν κάνει σχέδια
για το μέλλον. Ενώ το παρελθόν κυρίως προσλαμβάνεται ως μυθικός χρόνος και
αντιμετωπίζεται θετικά ως χρυσή εποχή. Συχνά σ’ αυτές τις κοινωνίες ή σε όσες
ονομάζουμε παραδοσιακές ή και στις σημερινές, στον βαθμό που το παλαιό
εισβάλλει στη σύγχρονη εποχή, το παρελθόν θεωρείται παραδειγματικό. Στην ελληνική
αρχαιότητα, ανάλογα, το παρελθόν εκλαμβάνεται και ως προνομιακή κατάσταση που έφθειρε
η μεταβολή, με συνέπεια να αξιολογείται θετικά εις βάρος του παρόντος. Στο
Βυζάντιο και στη μεσαιωνική χριστιανική Ευρώπη, το παρόν υποβαθμίστηκε και οι
ελπίδες εναποτέθηκαν σ’ ένα εσχατολογικό
μέλλον. Στο μέλλον ρίχνει το βάρος, ξεκινώντας
από τον 17ο αιώνα, και η ιδεολογία της προόδου. Προς την ίδια
χρονική κατεύθυνση κινείται, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, η επαναστατική προοπτική. Ο μαρξισμός
εναπέθεσε στο ορατό μέλλον το τέλος της ιστορίας, το τέλος δηλαδή των
κοινωνικών συγκρούσεων και των κοινωνικών τάξεων. Σήμερα αντιμετωπίζουμε το
μέλλον με σκεπτικισμό. Δεν πιστεύουμε ότι επίκειται το τέλος της ιστορίας, της
επικράτησης της αταξικής κοινωνίας. Ούτε όμως δεχόμαστε ότι με την κατάρρευση
του υπαρκτού σοσιαλισμού έχει επέλθει πια το τέλος της ιστορίας, όπως υποστήριξε
ο Francis Fukuyama. Ο ιαπωνοαμερικανός φιλόσοφος πείστηκε ότι
είναι πια η κατάλληλη στιγμή να θυμηθεί τον Hegel, που θεώρησε ότι με τη μάχη της Ιένας
(1806) επικράτησε οριστικά ό,τι καλύτερο, το φιλελεύθερο κράτος, οπότε τίποτε
δεν μένει να κερδηθεί στο μέλλον και κατά συνέπεια η ιστορία έχει τελειώσει.
2. Η σπουδή του παρελθόντος από το παρόν
Με τον προσδιορισμό,
ωστόσο, στις παραπάνω σελίδες των τομών βάσει ορισμένου κριτηρίου για την
οριοθέτηση παρελθόντος – παρόντος και με την εξέταση, στη συνέχεια, της στάσης
των κοινωνιών απέναντι στις δύο αυτές διαστάσεις του χρόνου και απέναντι σε μια
τρίτη, που είναι το μέλλον, δεν εξαντλείται το θέμα. Ενδιαφέρουσα φαίνεται και
μια άλλη του πλευρά, αυτή της σπουδής του παρελθόντος από το παρόν. Το αίτημα για
την πραγμάτευση της ιστορίας από το παρόν σε πρώτη εκτίμηση μοιάζει αυτονόητη,
πλεονασμός ή και παραδοξότητα, αφού έτσι κι αλλιώς ένας ιστορικός λόγος, ένας
λόγος για το παρελθόν, τη στιγμή που διατυπώνεται, εκφέρεται από το παρόν. Όχι,
όμως, χωρίς να ανακύπτουν σοβαρά προβλήματα. Αλλά πριν διερευνήσουμε την τυχόν
θετική πτυχή αυτής της πρότασης, κρίνεται σκόπιμο να αποκλείσουμε ό,τι μπορεί
να προκαλεί σύγχυση και εμποδίζει την κατανόησή της:
1. Το αίτημα της
σπουδής της ιστορίας από το παρόν δεν πρέπει να συγχέεται με την αποκαλυπτική
διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του Benedetto Croce, όλη η ιστοριογραφία είναι παροντική.
Πράγματι, η ιστορία της ιστοριογραφίας, η προσεκτική κριτική ανάλυση των έργων
της, πείθει ότι η ιστοριογραφία γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε είτε για να
υπηρετήσει την εξουσία είτε από ιδεολογική πρόθεση ή γιατί ο ιστορικός έγραφε
το έργο του με βάση τα διανοητικά εφόδια που του πρόσφερε ο τόπος και η εποχή
του. Συχνά, οι ιστορικές πηγές συγκεντρώθηκαν για να στηρίξουν μια άποψη, τη
δόξα του ηγεμονικού οίκου, για να προβληθεί μια νίκη ή για να δικαιολογηθεί η
ήττα, να εξυμνηθεί η ηγετική προσωπικότητα ενός άλλου καιρού, ώστε να ανοιχθεί
ο δρόμος για να συγκεντρωθεί η εξουσία σε ένα πρόσωπο. Επίσης, για να στηριχτεί
ο καθολικισμός, ο προτεσταντισμός ή η ορθοδοξία, για να ενισχυθεί το κόμμα των
Ουΐξ στην
Αγγλία ή, ανάλογα, για να δικαιωθεί η κωνσταντινική ή η βενιζελική παράταξη
στην Ελλάδα. Αυτή η ιστοριογραφία είναι παροντική, έχει δηλαδή σαφείς
ιδεολογικές προθέσεις, συγκεκριμένες επιδιώξεις τη στιγμή που γράφεται. Όσοι, όμως,
προβάλλουν το αίτημα για σπουδή της ιστορίας από το παρόν, αν και δεν
στερούνται ιδεολογίας, δεν έχουν, όπως θα δούμε, καμιά διάθεση να
υπηρετήσουν την κατάφωρα παροντική /
ιδεολογική ιστοριογραφία.
2. Ο ιστορικός που
επιμένει στην εξέταση του παρελθόντος από το παρόν, επιθυμεί να διαχωρίσει τη
θέση της από τη δραστηριότητα του antiqueur, αυτού που από αγάπη για τα παλιά πράγματα
συγκεντρώνει παλιά χειρόγραφα και άλλα ενθύμια του παρελθόντος και γράφει για
να εκφράσει τη χαρά της περιπλάνησής του σε μια άλλη εποχή. Ανάλογα
αποδοκιμάζει τη σχολαστική σοφία του λογιοτατισμού, του κινήματος του γνωστού ως
eruditismus. Οι λογιότατοι, οι érudits, κέρδισαν το θαυμασμό για την εμβριθή γνώση
των κλασικών γλωσσών, στο μορφοσυντακτικό επίπεδο, και για τις γνώσεις παλαιογραφίας ή και άλλων βοηθητικών επιστημών, όπως και
για τα πολλά δελτία τους, τα οποία τους επέτρεπαν να οργανώνουν στα
δημοσιεύματά τους μακροσκελείς παραπομπές. Όσο κι αν αυτά είναι χρήσιμα εφόδια,
ωστόσο δεν είναι αρκετά, για να ικανοποιήσουν τις επιδιώξεις της σύγχρονης
ιστοριογραφίας, που καλείται να απαντήσει στα ερωτήματα, τα οποία βασανίζουν το
στοχαστικό άνθρωπο, τον ενεργό πολίτη.
3. Η νέα ιστοριογραφία
αντιτίθεται ακόμη στη χρονογραφική ιστορία, στην παραδοσιακή αφηγηματική
ιστορία που συνεχίζει την παράδοση του λογιοτατισμού και εκθέτει το παρελθόν σε
μια αδιάκοπη αλληλουχία γεγονότων στο επίπεδο των πηγών, διαχωρίζοντας
ανυποψίαστα το παρελθόν από το παρόν. Αυτή η ιστοριογραφία αδυνατεί να
παρακολουθήσει τα φαινόμενα που εκδηλώνονται πέρα από τη σύντομη χρονική
διάρκεια των γεγονότων. Με μια τέτοια αντίληψη, φαινόμενα που δεν χωρούν στα
στενά χρονικά όρια, όπως εν πολλοίς και στον Θουκυδίδη, μένουν αδιαπραγμάτευτα.
4. Η ανανεωμένη
ιστοριογραφία του αιώνα μας αντιτίθεται και στη γνωστή τάση της σώρευσης
εργασιών από τους ερευνητές με λόγια σχολαστικότητα, στη συγγραφή εργασιών, που
αποβλέπουν στην επαγγελματική σταδιοδρομία, τις
οποίες πιθανόν θα χρησιμοποιήσει μόνο ο επόμενος ερευνητής,
όταν θα ασχοληθεί με το ίδιο ή παραπλήσιο θέμα.
5. Η ανανεωμένη
ιστοριογραφία του αιώνα μας αντιτίθεται και στη σχολική ιστοριογραφία, η οποία
επιμένει να αφηγείται γεγονότα με χρονογραφική σειρά, καλύπτοντας σε κάθε
διδακτική ενότητα έναν περιορισμένο αριθμό ετών,. Αντιτίθεται σ’ αυτή την
οργάνωση του ιστορικού λόγου – γραπτού και προφορικού – που προσφέρεται
δογματικά και άκριτα για απομνημόνευση, με συνέπεια η όλη αναχρονιστική
διαδικασία να προκαλεί την παγερή αδιαφορία των μαθητών για το
αντικείμενο. Είναι καιρός, όπως πολλοί υποστηρίζουν αλλά λίγοι εργάζονται
προς αυτή την κατεύθυνση, να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτή την απαράδεκτη ιστορία.
Αφού είδαμε τι αποστρέφεται
η σύγχρονη ιστοριογραφία, μπορούμε να δούμε ποιο νόημα δίνει ο ιστορικός στη
σπουδή του παρελθόντος, όταν επιμένει στην εξέτασή του από το παρόν. Την ανάγκη
συνειδητοποίησης του παρόντος από το παρελθόν και της κατανόησης του
παρελθόντος από το παρόν ιδιαίτερα επισημαίνουν οι δύο ιδρυτές του περιοδικού Annales, ο Lucien Febvre (1878-1956) και ο Marc Bloch (1886-1944). Ο Bloch αφιερώνει στο θέμα μερικές σελίδες του
βιβλίου του Απολογία για την ιστορία. Το
επάγγελμα του ιστορικού, το
οποίο κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το 1994, ακριβώς στα πενήντα χρόνια από
τον τραγικό θάνατό του. Τον Marc Bloch, ο οποίος μπήκε στην αντίσταση το 1942, συνέλαβε η Γκεστάπο το 1944.
Αφού βασανίστηκε, εκτελέστηκε μαζί με άλλα 26 μέλη της αντίστασης στα περίχωρα
της Λυών. Ο Bloch θεωρεί ότι είναι αρκετά μάταιο να
κουραζόμαστε να καταλάβουμε το παρελθόν, αν δεν ξέρουμε τίποτε για το παρόν. Να
γράφεις για μάχες χωρίς να ξέρεις τι σημαίνει για έναν στρατό η περικύκλωση ή
για έναν λαό η ήττα; Ο Bloch αποδίδει σημασία στις εμπειρίες μας. Αν δεν είχαμε, τονίζει, ζήσει τους
ανθρώπους, αν δεν είχαμε καθημερινές
εμπειρίες πώς θα μπορούσαμε να ανακατασκευάσουμε το παρελθόν με τις
διαφορετικές έστω αποχρώσεις; Όπως, επίσης, στρέφει την προσοχή του στο τοπίο.
Για να καταλάβουμε μέσα από λίγες πηγές το χθες, για να θέσουμε με ακρίβεια
προβλήματα, είναι ανάγκη, υποστηρίζει, να παρατηρήσουμε, να αναλύσουμε το σημερινό
αγροτικό τοπίο. Τα βασικά του χαρακτηριστικά ανατρέχουν σε εποχές πολύ μακρινές.
Ο Bloch συνιστά την αντίστροφη ανάγνωση από το καλύτερα
γνωστό προς το σκοτεινό, ξεκινώντας από τα σύγχρονα προβλήματα, για να γίνει
περισσότερο κατανοητό το παρελθόν και για να μην αποτελεί η ιστορία μια
αδιάφορη γνώση. Τότε μόνο και ο ιστορικός θα είναι σε θέση να συμβουλεύει τον
άνθρωπο της πράξης, ώστε αυτός, με τη σπουδή της ιστορίας, να αναδεικνύεται σε
φορέα αποτελεσματικής γνώσης. Για τον λόγο αυτό μαζί με τον Lucien Febvre, ήρθαν σε επαφή με ανθρώπους που ασκούσαν
επιχειρηματική δραστηριότητα. Η θεματολογία των Annales την πρώτη δεκαετία, η ενασχόληση με τα
προβλήματα, τα οικονομικά και κοινωνικά, είναι πανταχού παρούσα. Όπως παρατηρεί
ο François Dosse, το 36% των δημοσιευμάτων του περιοδικού αναφέρεται
σ’ αυτά τα προβλήματα, καλύπτοντας τη μετά το 1871 εποχή, δηλαδή τα τελευταία
εξήντα - εβδομήντα χρόνια πριν από την έκδοση των Annales το 1929.
Σπουδή του παρελθόντος
από το παρόν σημαίνει έμφαση στα οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά
προβλήματα, αναζήτηση πολιτισμικών και νοοτροπιακών μορφών, οι οποίες σήμερα με
τις σύγχρονες επιταχύνσεις έχουν χάσει τη σταθερότητα άλλων καιρών, με συνέπεια
τον κλονισμό της πολιτισμικής ταυτότητας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Όπως
παρατηρεί ο Fernard Braudel, από τον 18ο αιώνα ως τις αρχές
του 20ού, ο δυτικός άνθρωπος ήταν βέβαιος για τη διάρκεια και
σταθερότητα του πολιτισμού του. Δεν δεχόμαστε την ιδέα ότι αυτός ο πολιτισμός
δεν υπήρξε πάντοτε. Ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι πια πεπεισμένος ούτε για την
υπεροχή της νεωτερικότητας ούτε για την υπεροχή του πολιτισμού, αυτού ο οποίος
από την εφεύρεση της γραφής έχει προετοιμάσει τη νεωτερικότητα. Εκεί που ο
κλασικός ιστορικός έκανε διάκριση ανάμεσα σε πολιτισμούς και βαρβαρότητες, ο σύγχρονος
βλέπει διαφορετικούς πολιτισμούς εξίσου ενδιαφέροντες, για τον πλούτο και τις
εμπειρίες που μας προσφέρουν. Ο κλασικός ιστορικός ελκύστηκε περισσότερο από
τις ομοιότητες χάρη ενός παγκόσμιου προτύπου. Σήμερα, αντίθετα, η έρευνα των διαφορών
υπερέχει από την έρευνα των ομοιοτήτων.
Με την επισήμανση των
διαφορών διαπιστώνουμε ότι ολόκληρα κομμάτια από την ιστορία, που θεωρούσαμε
σύγχρονη, αποκόβονται και ενώνονται με όλες τις παραδοσιακές ιστορίες, γιατί,
αν και επιβιώνουν στο παρόν, ανήκουν σ’ αυτές. Αποσπώντας από το παρόν ό,τι
είναι παρελθόν, υπάρχει ελπίδα να καταστήσουμε το παρόν διαφανές, να
κατανοήσουμε σε ποιον κόσμο ζούμε. Εξάλλου, χωρίς τη σύγχρονη ιστορία, την οποία
θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε νεωτερική εποχή με βάση την αίσθηση των
διαφορών, χωρίς τη συνείδηση της νεωτερικότητας, δεν θα υπήρχαν πια διαφορές,
δεν θα υπήρχε δηλαδή ιστορία και, ακόμη, δεν θα γίνονταν αντιληπτές οι μη
διαφορές, δηλαδή οι μακρές διάρκειες με το ιδιαίτερο βάρος τους στην ιστορία.
Δεν θα γινόταν αντιληπτό, αν και δύσκολα το δεχόμαστε, ότι είμαστε, όπως
τονίζει ο Philippe Ariès, ολότελα βουτηγμένοι μέσα στην ιστορία, ότι
διατρέχουμε ξανά όλες τις φάσεις αυτού του παρελθόντος. Καθώς το παρελθόν εκβάλλει
στο παρόν, αυτά τα δύο, παρελθόν - παρόν, γίνονται αξεχώριστα ή τουλάχιστο
βρίσκονται σε διαρκή διαλεκτική σχέση.
Παρόλο που με τη μελέτη
των δομών, καταστάσεων μακράς διάρκειας, η απόσταση παρελθόντος - παρόντος ελαττώνεται
αισθητά, μπορούμε, σπουδάζοντας το παρελθόν από το παρόν, να το αντιληφθούμε
καλύτερα λόγω και των ιστορικών εμπειριών που μεσολάβησαν. Μπορούμε, π.χ.,
σήμερα να κατανοήσουμε καλύτερα τις σταυροφορίες, τη φραγκική και βενετική
κατάκτηση ολόκληρων περιοχών με πυκνό ελληνικό πληθυσμό, γιατί από τότε ως
σήμερα μεσολάβησε η αποικιοκρατία. Τέλος, οι δυνατότητες να εμβαθύνουμε στο
παρελθόν από το παρόν έχουν αυξηθεί κατά πολύ χάρη στη νέα τεχνολογία (αναλογική
και ψηφιακή φωτογράφηση στην ορατή και υπεριώδη περιοχή, υπέρυθρη ανακλαστογραφία,
ακτινογραφία Roentgen, τεχνική radar, χρήση laser, ολογραφία, τεχνική υπερήχων,
αναρτήσεις στο διαδίκτυο), χάρη στις σύγχρονες ιστορικές θεωρίες και μεθόδους,
στο άνοιγμα προς τις κοινωνικές επιστήμες, στην προσφυγή στο εννοιολογικό οπλοστάσιό
τους, στη συνακόλουθη διεύρυνση του ιστορικού πεδίου και σε σύγχρονα ιστορικά
έργα, που αποτελούν παραδείγματα, για κατάκτηση της μεθοδολογίας τους, του
τρόπου ανάλυσης ή που αποτελούν πρόκληση για υπέρβαση.
Αλλά και αντίστροφα η
σπουδή του τώρα από το τότε, του παρόντος από το παρελθόν, η σπουδή της
παρούσας κατάστασης σε σύγκριση με καταστάσεις του παρελθόντος μπορεί να οδηγεί
σε βαθιές συνειδητοποιήσεις, π.χ. ως προς την επιτάχυνση που έχει λάβει η ζωή
μας, το βαθμό αλλοτρίωσης, την οποία υφιστάμεθα από το κυνήγι του κέρδους, τις
κοινωνικές ανισότητες παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματα, τον καταναλωτισμό, την
παθητικότητα, τις αλλαγές στα συστήματα αξιών. Η μελέτη του παρελθόντος από το
παρόν μπορεί να αποβεί αποκαλυπτική για το παρόν και το μέλλον. Όπως παρατήρησε
ο Michel de Certeau (1925-1986), η ιστορία είναι πάντοτε
αμφίσημη, η θέση που παραχωρεί στο παρελθόν είναι, επίσης, ένας τρόπος να κάνει
τόπο σ’ ένα μέλλον.
Η ιστοριογραφία,
ξεπερνώντας τις ακραίες αρνητικές εκδηλώσεις είτε τη μυθοπλασία και την
πολεμική είτε τις ποικίλες ιδεολογικές διαστρεβλώσεις, αποτελεί πολύτιμο
πολιτισμικό κεφάλαιο. Εξάλλου, κάθε ανθρώπινη δράση δεν μπορεί παρά να στηρίζεται
στην εμπειρία του παρελθόντος. Ο Marx είχε στηρίξει την ελπίδα της ελευθερίας μας στη γνώση των αναγκαιοτήτων.
Χωρίς την ιστορική γνώση δεν μπορούμε να προσδώσουμε βάθος στην πολιτισμική μας
ταυτότητα, η οποία είναι το τελείως απαραίτητο έρμα για να ζήσουμε προσωπικά
και συλλογικά. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να καθορίζει με
διαλεκτική κριτική ανάλυση τη σχέση παρελθόντος - παρόντος, χωρίς να προσπαθεί
να αποκτήσει βαθιά και διαυγή συνείδηση του τι πρέπει να πράττει όχι ως υπήκοος
αλλά ως ενεργός πολίτης αποφασισμένος να δρα μετ’ επιγνώσεως.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Arendt, Hannah, Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, Αθήνα, 1996.
Ariès, Philippe, «Histoire des
mentalités», στο Jacques Le Goff κ.ά.
(επιμ.),
La nouvelle histoire, Paris, 21988.
Bloch, Marc, Apologie pour l’histoire ou métier d’historien, Paris, 21952 (11949), από το 2005 σε ηλεκτρονική μορφή:
http://classiques.uqac.ca/classiques/bloch_marc/apologie_histoire/bloch_apologie.pdf, στην ελληνική, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του
ιστορικού, Αθήνα, 1994.
Braudel, Fernand, Écrits sur l’histoire, Paris, 1969, στην ελληνική, Μελέτες για την
ιστορία, Αθήνα, 1986.
Certeau,
Michel
de, L’écriture de l’histoire, Paris,
1975.
Dosse, François, L’Histoire en miettes. Des ‘‘Annales’’
à la ‘‘nouvelle histoire’’, Paris, 1987, στην ελληνική, Η ιστορία σε ψίχουλα, Ηράκλειο, 1993.
Elias, Norbert, Über die Zeit. Arbeiten zur Wissenssoziologie II, Frankfurt a.M., 1984, αγγλική μετάφραση, Time. An Essay, Oxford, 1991, ιταλική μετάφραση, Saggio sul tempo, Bologna, 1986, ισπανική μετάφραση Sobre el tempo, Madrid, 1989.
Fukuyama, Francis, The End of History and the Last Man, Νέα Υόρκη, 1992, ελληνική μετάφραση, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Αθήνα, 1993.
Koselleck, Reinhart, Vergangene Zukunft. Zur Semantik geschichtlicher Zeiten, Frankfurt am Main, 1979, ιταλική μετάφραση, Futuro-Passato. Per una semantica dei tempi storici, Genova, 1968.
Kula, Witold, «Storia ed economia: La lunga durata», στο Fernand Braudel (επιμ.), La storia e le altre scienze sociali, Roma, 1982, σ. 206-233 (:Annales ESC XV/2, 1960, σ. 294-313).
Le Goff, Jacques, Histoire et mémoire, Paris, 1988, ελληνική μετάφραση, Ιστορία και μνήμη, Αθήνα, 1998.
Löwith, Karl, Meaning in history, Chicago, 1949, ελληνική μετάφραση, Το νόημα της ιστορίας, Αθήνα, 1985.
Pitt-Rivers, Julian Alfred ( επιμ.), Mediterranean countrymen; essays in the social anthropology of the Mediterranean, Paris, 1963.
Tabboni, Simonetta, La rappresentazione del tempo, Milano, 21988.
Elias, Norbert, Über die Zeit. Arbeiten zur Wissenssoziologie II, Frankfurt a.M., 1984, αγγλική μετάφραση, Time. An Essay, Oxford, 1991, ιταλική μετάφραση, Saggio sul tempo, Bologna, 1986, ισπανική μετάφραση Sobre el tempo, Madrid, 1989.
Fukuyama, Francis, The End of History and the Last Man, Νέα Υόρκη, 1992, ελληνική μετάφραση, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Αθήνα, 1993.
Koselleck, Reinhart, Vergangene Zukunft. Zur Semantik geschichtlicher Zeiten, Frankfurt am Main, 1979, ιταλική μετάφραση, Futuro-Passato. Per una semantica dei tempi storici, Genova, 1968.
Kula, Witold, «Storia ed economia: La lunga durata», στο Fernand Braudel (επιμ.), La storia e le altre scienze sociali, Roma, 1982, σ. 206-233 (:Annales ESC XV/2, 1960, σ. 294-313).
Le Goff, Jacques, Histoire et mémoire, Paris, 1988, ελληνική μετάφραση, Ιστορία και μνήμη, Αθήνα, 1998.
Löwith, Karl, Meaning in history, Chicago, 1949, ελληνική μετάφραση, Το νόημα της ιστορίας, Αθήνα, 1985.
Pitt-Rivers, Julian Alfred ( επιμ.), Mediterranean countrymen; essays in the social anthropology of the Mediterranean, Paris, 1963.
Tabboni, Simonetta, La rappresentazione del tempo, Milano, 21988.
Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, λαογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία. Επιστημονικό συμπόσιο (19-21 Απριλίου 2002) της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 2003.
*
Συμμετοχή στο τριήμερο Σεμινάριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, που
πραγματοποιήθηκε από τις 2-4 Μαΐου 1996 στην αίθουσα Αντώνη Τρίτση του
Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων με θέμα Θεωρητικά προβλήματα και
διδακτική της ιστορίας. Αφιέρωμα στον Σοφοκλή Μαρκιανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου